Το σουσάμι κυλάει από το φρεσκοψημένο κουλούρι στο πιάτο. Μπουκιές από ζεστό ζυμαράκι, τρώω λαίμαργα, το πληκτρολόγιο γεμίζει ψίχουλα. Σε λίγο θα το γυρίσω ανάποδα. όπως ακριβώς σε γυρίζει κάτι που έχεις ποθήσει πολύ, να αδειάσει. Οι άνθρωποι δε ξέρω αν ποτέ, όταν γεμίσουν αδειάζουν. Τα σύννεφα ας πούμε ξεσπούν σε βροχή. Στ αλήθεια νωρίς το πρωί έβρεχε. Πως ταιριάζει αυτή η υγρασία με το μαμαδένιο ζυμάρι. Μου φέρνει στο νου ξυλόσομπα. Και χειμώνες που έδιωχνα τη μοναξιά με μοναξιά. Μη το δοκιμάσεις. Είναι κι αυτό ένα ψέμα. Δεν κουκουλώνεται η μοναξιά. Πάει και τρυπώνει σ εκείνους τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Έχεις δει ποτέ τέτοια μάτια; Βαθουλωμένα στις κόγχες τους και τα μαύρα σακουλάκι από κάτω στήριγμα.
Έφτιαξα καφέ. Ελληνικό με μισή κουταλιά ζάχαρη. Στο σιέλ φλυτζάνι με το σπασμένο πιατάκι. Θυμάμαι εκείνο τον ελληνικό που ψήσαμε μαζί σ εκείνο το μεγάλο μαγαζί, έξω από την πόλη. Ίσως ήταν το μόνο που κάναμε μαζί. Είχα βάλει το μπρίκι πάνω από τη φωτιά κι ανακάτευα με το κουταλάκι. Είχες έρθει πίσω μου κι έπιασες με το χέρι σου το κουταλάκι και μαζί το δικό μου χέρι. Μ αγαπάει είπα. Με θέλει είπα. Πόσο αστεία ήμουν! Δεν ορίζεται με τέτοια η αγάπη, ούτε ο έρωτας μέρα που είναι μεθαύριο. Για αυτό στα λέω. Κάποτε πίστευα πως το ''αχ'' συμβαίνει μόνο στις συναισθηματικές ταινίες. Ψέμα κι αυτό. Το ''αχ'' συμβαίνει στη ζωή. Και σε φέρνει τούμπα. Σε γλύφει γλυκά μέχρι που σε αποδυναμώνει. Σε ρουφάει μέχρι που σε κάνει κτήμα του και τέλος σε σκοτώνει.
Δεν είναι τυχαίο που όλες οι ταινίες αγάπης τελειώνουν με μια αρρώστεια, ή με ένα θάνατο. Κι αν δε συμβεί, ο θάνατος, τη στιγμή που πρέπει, θα είναι ένα δηλητήριο που σε σκοτώνει αργά για όλο το υπόλοιπο της υποτιθέμενης ζωής σου. Ένα δηλητήριο που κρύβεται σε κάθε ανάμνηση, σε κάθε επαναφορά στιγμής, Σε ότι συμβαίνει κατά αυτό τον τρόπο, αντί να συμβεί κατά τον άλλο τρόπο.
Πάντα την αγαπούσα αυτή τη γιορτή. Επιβλητική και τρυφερή συγχρόνως. Η καρδιά είναι το αγαπημένο μου έμβλημα. Πως θα μπορούσε να ήταν αλλιώς; Δε θα το κάνω, αλλά όταν σε συναντήσω θέλω να σπάσω τη σιωπή. Θέλω να χωθώ στην αγκαλιά σου και από τα μάτια μου να τρέξουν δάκρυα. Να σπάσουν οι σακούλες και το μαύρο που τα στηρίζει. Κι ύστερα ότι κι αν συμβεί να μη με νοιάζει. Να σηκωθεί ψηλά ο τοίχος. Αυτή η ψύχρα δε μου κάνει καλό. Σε κανέναν μας δε κάνει αν και την αντιμετωπίζουμε με διαφορετικό τρόπο. Άμυνες. Δυσκολεύομαι να πλησιάσω πια. Όχι μόνο εσένα, κι αυτό είναι το χειρότερο. Ο λεκές ήταν μεγάλος βλέπεις. Ήταν μεγάλος και πότισε τα πάντα!