Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Βιβλιοδέτες της Αθήνας: διαφημιστικά επισήματα


Το βιβλίο δεν μαζεύει γύρω του μόνο τα προφανή πρόσωπα, το συγγραφέα, τον εκδότη, το βιβλιοπώλη και τον αναγνώστη. Η δημιουργία, η διανομή, η κατοχή του ανέκαθεν ενέπλεκε πολύ κόσμο. Αυτό είναι κάτι ευκρινές στον καθένα μας αν αντιμετωπίσουμε το βιβλίο και ως αντικείμενο, αλλά και ως μοναδικό τεκμήριο - κάτι που εύκολα μπορεί κανείς να κάνει σε μια βιβλιοθήκη. Η αφιέρωση, ο κολοφώνας, το verso της σελίδας τίτλου, η σειρά, ο πρόλογος και τα παροράματα, ο τυπογράφος, ο αριθμός των αντιτύπων είναι στοιχεία που συνήθως αγνοούμε, όμως υπάρχουν, είναι μπροστά μας και μας αφηγούνται πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για τις συνθήκες που παράγονται και κυκλοφορούν τα βιβλία. Αν τα παραπάνω είναι στοιχεία που θα βρει λίγο-πολύ ο καθένας σε ένα τίτλο, υπάρχουν και αυτά τα μοναδικά στοιχεία που συνοδεύουν κάθε αντίτυπο ενός τίτλου. Εν πολλοίς μιλάμε για την ιστορία της κτήσης του: τη χειρόγραφη αφιέρωση, την τιμή πώλησης (χειρόγραφη ή σε επίσημα), το/τα ex libris (σφραγίδα, ξεχωριστό χαρτί, χειρόγραφο), τις σημειώσεις, τις μουτζούρες, τις άκοπες σελίδες, το εξώφυλλο και τη βιβλιοδεσία του, τη συστάχωση με άλλα βιβλία κ.ο.κ. Κάθε βιβλίο είναι δυο ιστορίες: το πνευματικό και το υλικό του περιεχόμενο. Νομίζω πως η έντυπη φύση του μας επιτρέπει να "διαβάσουμε και τις δύο", και αυτό είναι ένα πλεονέκτημα στην σύγκριση που γίνεται με το ηλεκτρονικό βιβλίο στο πλαίσιο της ούτως ή άλλως προβληματικής συζήτησης που αναπτύσσεται γι' αυτό το θέμα.

Η σημερινή περιήγηση είναι ένα φωτογραφικό αφιέρωμα στα διαφημιστικά επισήματα που συνόδευαν (και συνοδεύουν) συχνά τη βιβλιοδεσία ενός βιβλίου. Ο βιβλιοδέτης έρχεται να προστατέψει και να ομορφύνει το βιβλίο που του δίνει ο κτήτορας και από αυτή του την παρέμβαση προκύπτει ένα μοναδικό αντικείμενο που σε κάποιες περιπτώσεις είναι και αντιμετωπίζεται και ως έργο τέχνης (καλλιτεχνική βιβλιοδεσία). Οι βιβλιοθήκες και οι συλλέκτες συνήθως καταφεύγουν στις υπηρεσίες της βιβλιοδεσίας προκειμένου βασικά να προστατέψουν το βιβλίο από τη φθορά της χρήσης και τις συνθήκες (σκόνη, ήλιο, υγρασία). Οι βιβλιοδέτες συνήθιζαν να αφήνουν την "υπογραφή" τους στις δουλειές που έκαναν, συνήθως στη σελίδα που συνδέει το εξώφυλλο με το σώμα του βιβλίου (συχνά διακοσμημένη με "μαρμαρόκολλες"). Επικολλούνταν ένα επίσημα με το "λογότυπο" του βιβλιοδέτη, την πόλη και τη διεύθυνση του βιβλιοδετείου, προκειμένου όποιος χρησιμοποιεί το βιβλίο να μπορεί να καταφύγει στις υπηρεσίες του για δικές του ανάγκες. Αυτή η εμπορική-διαφημιστική ανάγκη συν το χρόνω αποτελεί πια μια ιστορική πηγή που μαρτυρεί την παρουσία των βιβλιοδετών, ακόμη και όταν πια έχει λήξει ο βίος και η δράση τους. Στο σημερινό αφιέρωμα παρατίθενται επισήματα βιβλιοδετών της Αθήνας του προηγούμενου αιώνα.

1. Βιβλιοδετείον Σπ. Αμπατζόπουλου. Οδός Κολοκοτρώνη 7


2. Βιβλιοδετείον Σπ. Αμπατζόπουλου "Η Εστία". Οδός Βουλής 16

 

3. Βιβλιοδέτης Β. Αργυρόπουλος. Άνθιμου Γαζή 13


3. Βιβλιοδετείον Μιχ. Αρνιώτου. Αθήναι


4. Βιβλιοδέτης Γραμμογράφος της Β[ασιλικής] Αυλής Μ. Αρνιώτης. Αθήναι


5. Τυπογραφείον και βιβλιοδετείον Ν. Καργιωτάκη και Σία. Οδός Αγίου Μάρκου 9


6. Βιβλιοδετείον Βασ. Σ. Κοντομανώλη. Οδός Ιπποκράτους 3 "έναντι Βαλ. Βιβλιοθ."




7. Βιβλιοδετείον Ν. Σ. Λάρδη. Αθήναι


8. Βιβλιοδετείον Θεοδ. Μαστραποστόλη. Οδ. Βουλής 5


9. Βιβλιοδετείον Ιωάν. Μούτση. Ασκληπιού 11. 



10. Βιβλιοδετείον Μπετσάκου. Στοά Πεζματζόγλου 10


11. Βιβλιοδετείον Πέτρου Δ. Πεντεφρή. Οδός Ευρυπίδου 2.





12. Βιβλιοδετείον Γεωρ. Ραζή. Χαριλ. Τρικούπη 21


13. Βιβλιοδετείον & Χρυσωτήριον Κωνστ. Ν. Φλωριανού. Κολοκοτρώνη 54.


14. Καλλιτεχνικόν Βιβλιοδετείον Τυπογραφείον Ν. Κ. Ψάλλη. Σόλωνος 110


15.Βιβλιοδετείον και Γραμμογραφείον Μαρίας Νικολάου, Οδός Νομισματοκοπείου και Πραξιτέλους 17


16. Βιβλιοδετείον Γ. Μίνωος, απέναντι Φρουραρχείου, αριθμ. 2


17. Βιβλιοδετείον Γ. Μίνωος, Κολοκοτρώνη 4 - Αθήναι


Δείτε ακόμη:
Σφραγίδες βιβλιοπωλείων σε βιβλία
Βιβλιοδέτες και βιβλιοπωλεία του Πειραιά: επισήματα και σφραγίδες
Βιβλιοπωλεία της Κωνσταντινούπολης: σφραγίδες και επισήματα του 19ου και του 20ου αιώνα

Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Μεγάλο Σάββατο


"Μα τι με θες;" - του είπε βγαίνοντας στην πίσω αυλή. " Έχω βάλει το λάδι για τα κεφτεδάκια. Θα κάψει". Της ζήτησε μόνο να τη βγάλει μια φωτογραφία με την καινούρια του μηχανή. Εκείνη του χαμογέλασε, πάντα χαμογελούσε στα καμώματά του. Στάθηκε δίπλα στη γλάστρα με την ορτανσία, δεν σκέφτηκε να βγάλει την ποδιά, κοίταξε ντροπαλά το μεταλλικό μαρκούτσι που θα την απαθανάτιζε, έδεσε τα χέρια μπροστά και έγινε πια φωτογραφία. Ύστερα μπήκε ξανά βιαστική στο σπίτι, έριξε τα κεφτεδάκια στο λάδι και τα χρόνια πέρασαν και πέθανε. Και τη θάψαν στο Δεύτερο Νεκροταφείο. Και έβαλαν στον τάφο επάνω τη φωτογραφία δίπλα στην ορτανσία με τα χέρια δεμένα μπροστά. Να κοιτάει ντροπαλά το μαρκούτσι που την απαθανάτιζε.

***
ο πίνακας είναι του Μιχάλη Μαδένη

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Μεγάλη Παρασκευή


Μια μέρα είδα στον ύπνο μου πως πετούσα. Ξυπνώντας δεν ήμουν στο κρεβάτι μου. Έκτοτε είμαι ένας τραυματισμένος άγγελος ή πουλί.

***
ο πίνακας είναι του Χρόνη Μπότσογλου

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Μεγάλη Τετάρτη


Ο πατέρας του πατέρα μου έλεγε πως ο ύπνος είναι που πάμε να κοροϊδέψουμε τους πεθαμένους. Όμως εγώ δεν θέλω άλλο να τους κοροϊδεύω.

***
ο πίνακας είναι του Χρήστου Παλλαντζά

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Μεγάλη Τρίτη


Οι σκιές μας σέρνονται μια ζωή σε τοίχους και δρόμους ψάχνοντας μια τρύπα να χωθούν. Πάντα το καταφέρνουν στο τέλος.

***
ο πίνακας είναι του Εδουάρδου Σακαγιάν

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

Πουτανία


Μπήκε στο «Πέντε» στην Κυπριάδου, λίγο μετά βρήκε θέση και κάθισε. Στο σταθμό στην Αγία Βαρβάρα οι πιο πολλοί κατέβηκαν. Παίρνοντας την Πατησίων το τρόλεϊ ξαναγέμισε. Είχε ανοίξει το βιβλίο του και διάβαζε δίπλα στο μεγάλο παράθυρο κι άφηνε το πρώτο φως της μέρας να φωτίσει το ανάπηρο μέσα του σιγά-σιγά. Σαν χάδι.

Στο ύψος της Κλωναρίδου πρέπει να μπήκε εκείνη. Γύρω στα 50, υπερβολικά λεπτή και νευρώδης, με βαμμένα ξανθά μαλλιά και απεριποίητη φτέρνα. Δεν θα την πρόσεχε έτσι απορροφημένος που ήταν στην ανάγνωση, αν δεν ξεκινούσε να μιλάει με μια παράξενη, κάπως στριγκή φωνή, που κάποιες φορές γινόταν αλλόκοσμα αργόσυρτη. Έλεγε για την πουτανία και τις πουτάνες τις Ουκρανές  που δεν ξέρουν να πουν «καλημέρα» και ύστερα πως δεν πρέπει να ζούνε εδώ αν δεν ξέρουν να πουν καλημέρα. Και ύστερα για τον πρωθυπουργό που πρέπει να τον κρεμάσουν που τους άνοιξε τις πόρτες και μπήκαν στη χώρα. Στη χώρα την Πουτανία. Είχε πιάσει μια γριά που έκανε το λάθος και την κοίταξε και της έδειχνε και της μιλούσε και η κακομοίρα η γριά ήταν απελπισμένη κι έκανε το σταυρό της κι έλεγε «Χριστέ μου φύλαγε».


Στο ύψος της Σταδίου πλέον φώναζε με την παράξενη φωνή της. Όλοι την άκουγαν και κανείς δεν μιλούσε. Μόνο η γριά έκανε το σταυρό της. Κι εκείνος είχε κλείσει το βιβλίο. Και κανείς δεν μιλούσε. Κι εκείνος σκέφτηκε πόσο παραβίασε η τρέλα της, ο παραλογισμός και η βία του, τις αντιστάσεις μας, πως αν κάποιος λογικός επιχειρούσε να ακουστεί μέσα σε αυτό το τρόλεϊ δεν θα το είχε καταφέρει, πόσο φοβόμαστε να αντισταθούμε στην τρέλα, πόσο αδύναμοι φανήκαμε να υποκριθούμε πως δεν ακούμε την τρελή στο κήρυγμα του μίσους ένα πρωινό του Απρίλη του δύο χιλιάδες δεκαέξι. Αν θες να σε ακούσουν και να σε φοβηθούν πρέπει να περάσεις απέναντι.

***
ο πίνακας είναι του Andrzej Wróblewski

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Τσαλάκωσε το χαρτί


Ο Γιώργος έφτιαχνε καραβάκια από χαρτί στα εγγόνια του. Ειδικά στη μικρή πρέπει να είχε φτιάξει εκατοντάδες, Η πρώτη ύλη του ήταν τα διαφημιστικά φυλλάδια που άφηναν στην είσοδο οι διάφοροι διανομείς. Εκείνη τα μάζευε και του τα έδινε και όλο το σπίτι γέμιζε ταξίδια φανταστικά και φουρτουνιασμένες θάλασσες. Τώρα όμως ησύχασε για πάντα η θάλασσα μέσα στο σπίτι μας και τα δρομολόγια σταμάτησαν. Χθες βγαίνοντας από το σπίτι έσκυψε να μαζέψει από το πλατύσκαλο το χαρτί κάποιου ενεχυροδανειστηρίου. «Τι το θες;» της είπε θυμωμένος ο πατέρας της. «Να φτιάξουμε καραβάκι!» του απάντησε, «φτιάχναμε καραβάκια με τον παππού…». «Τώρα πια δεν θα φτιάχνουμε» της είπε και τα μάτια του έγιναν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα με καραβάκια ναυαγισμένα. Τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε στον κάδο ανακύκλωσης.

***
ο πίνακας είναι του Αχιλλέα Χρηστίδη

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Οι βιβλιοθήκες ως εξωτικά φρούτα

[Αναδημοσίευση από άρθρο του "Βιβλιοθηκάριου" στο Hit & Run]


Στη συνείδηση του εγχώριου ευρέος κοινού οι βιβλιοθήκες είναι περίπου σαν εξωτικά αξιοθέατα των αναπτυγμένων πολιτιστικά κρατών, οι ελληνικές δε, περιορίζονται μάλλον σε «πρωτοπόρες» πρωτοβουλίες οραματιστών που βγάζουν την… Ψωροκώσταινα από τον χαυνωτικό απομονωτισμό της. Με δυο λόγια οι βιβλιοθήκες είναι κάτι ιδιαίτερο που αξίζει να θαυμάζει κανείς… από μακριά. Ετούτο το στερεότυπο φαίνεται να καλλιεργείται απόλυτα από τα ΜΜΕ και τους πολλαπλασιαστές γνώμης που δρουν στον ψηφιακό ενημερωτικό κόσμο… Ένας αγαπημένος τίτλος πολιτιστικών κειμένων σχετικά με τις βιβλιοθήκες τα τελευταία χρόνια- θα τον έχετε δει και ίσως αναπαράγει κι εσείς ουκ ολίγες φορές – είναι «οι δέκα πιο ωραίες βιβλιοθήκες του κόσμου». Στοιχεία του τίτλου μπορεί κάθε φορά να διαφοροποιούνται (το επίθετο: σημαντικές, πρωτότυπες, παράξενες, πλούσιες… ή ο τόπος: της Ευρώπης, της Αθήνας, της Ελλάδας, της Βρετανίας…), όμως το νόημα είναι η επιφάνεια της εικόνας, η αρχιτεκτονική σε βάρος του περιεχομένου, η πρωτοτυπία σε βάρος των υπηρεσιών, η «πρωτοτυπία» σε αντίστιξη με τα στερεότυπα περί «σκονισμένων εγχώριων βιβλιοθηκών». Στη μεγάλη εικόνα για τις ελληνικές βιβλιοθήκες που με ποικίλους τρόπους επιχειρούμε να συνθέσουμε τα τελευταία χρόνια θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν και βιβλιοθήκες που υποστηρίζονται από ιδιωτικά ιδρύματα, οι οποίες χαίρουν προνομιακού ενδιαφέροντος από τα ΜΜΕ. Η εικόνα που αυτά μας δίνουν είναι επομένως ένας βαρύνων παράγοντας στην εικόνα που έχουν οι καταναλωτές των ΜΜΕ για τις βιβλιοθήκες.



Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που η πλούσια και κάποτε πολύ «ορεξάτη» βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη έχασε και την τελευταία βιβλιοθηκονόμο της. Η Βιβλιοθήκη ενός ιδιωτικού ιδρύματος που φημιζόταν τα προηγούμενα χρόνια για την… άπληστη και επιθετική αύξηση του περιεχομένου του, φάνηκε να επενδύει πολλά στη συγκέντρωση του υλικού, αλλά όχι στην οργάνωσή και τη διάθεσή του στους ερευνητές. Είναι πιο εύκολο να μασάς δωρεές από το να τις επεξεργάζεσαι και να τις αξιοποιείς, ειδικά αν η εξασφάλιση δωρεών γίνεται χωρίς εκτίμηση κόστους, σχέδιο, επεξεργασμένο όραμα και αποστολή. Οπότε έρχεται η στιγμή που τύποις και ουσιαστικά χρεοκοπείς. Σε παρόμοιο δρόμο κινδυνεύει να βαδίσει άλλη μία βιβλιοθήκη Ιδρύματος, αυτή του Ευγενίδου. Μια από τις σημαντικότερες και δυναμικότερες βιβλιοθήκες των τελευταίων χρόνων, που ανέπτυξαν χαμηλόφωνα αλλά ουσιαστικά και εντυπωσιακά υπηρεσίες και υλικό, και αποτελεί τη δεύτερη (αν όχι πρώτη) επιλογή για κάθε πολίτη του λεκανοπεδίου της Αττικής να δανειστεί βιβλία ή να τα μελετήσει σε ευχάριστους και κατάλληλους χώρους. Η μόνη μη δημοτική δανειστική βιβλιοθήκη για όλους στο Λεκανοπέδιο απέλυσε πρόσφατα δύο βιβλιοθηκονόμους (το Ευγενίδειο έχει απολύσει και άλλους εργαζόμενους τον τελευταίο καιρό) και υπάρχει φόβος πως θα υπάρξουν και άλλες απολύσεις στο μέλλον. Κατά την εκτίμηση ανθρώπων του κλάδου οι απολύσεις είναι συνέπεια της γειτνίασης με τη Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη του ΙΣΝ και της δημόσιας δανειστικής βιβλιοθήκης που θα περιέχει, η οποία φέρεται να επηρεάζει τη διοίκηση του Ιδρύματος Ευγενίδου στην αντίληψή της για το ρόλο, τη χρησιμότητα και τη χρηματοδότηση της βιβλιοθήκης τους.
  

Το τρίτο φρούτο αυτής της ιστορίας είναι φρέσκο, δεν είναι κάτι καινούριο, δεν φαίνεται να επιδιώκει καμιά πρωτοτυπία – μάλλον εμφανίζεται με έναν υπεροπτικό νέο-συντηρητισμό – έκανε ωστόσο μια χολιγουντιανού τύπου εμφάνιση στις πολιτιστικές σελίδες τόσο της «Καθημερινής» όσο και της «Αυγής» και λέγεται «Ιστορική Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Αικ. Λασκαρίδη». Πλούσιο «περιτύλιγμα», ένας πανέμορφος αρχιτεκτονικά χώρος, σπουδαία ονόματα ιδιωτικών συλλογών (αν και εδώ που τα λέμε, λίγο σόλοικο να ανακοινώνεις δωρεές που ακόμη δεν τις έχεις βάλει στο χέρι), παχιά λόγια και μεγαλοστομίες (πχ.: «Καμία πανεπιστημιακή ή ακαδημαϊκή βιβλιοθήκη, από τον 15ο αιώνα και μετά, δεν κατόρθωσε να διαθέτει σε βιβλιογραφικό επίπεδο την απαραίτητη πληρότητα που να καλύπτει συγκεκριμένο πεδίο γνώσης, σε σύγκριση και σε συνάρτηση με τη βιβλιοθήκη ενός λογίου»), αλλά και «κρυμμένες» λεπτομέρειες: σιδερένιες βέργες στα ράφια των βιβλιοθηκών δεν επιτρέπουν να πάρεις το βιβλίο, ωράρια επισκέψεων περιορισμένα και μόνο μετά από επικοινωνία, μη βιβλιοθηκονομική επεξεργασία του υλικού. Η Ιστορική Βιβλιοθήκη του Ιδρύματος Αικ. Λασκαρίδη φαίνεται να διαφημίζει τους δωρητές, αλλά όχι τα βιβλία τους, φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη βιβλιοθήκη ως εύθραυστη κιβωτό και όχι ως λειτουργικό χώρο, φαίνεται να αντιμετωπίζει το βιβλίο όχι ως αντικείμενο προς χρήση αλλά ως έκθεμα. Με την επικοινωνιακή και οικονομική δυναμική της δρα παραπλανητικά και αλλοιώνει το μήνυμα και την αξία της έννοιας της βιβλιοθήκης με πιο «αποτελεσματικό» τρόπο από οποιονδήποτε άλλο – το μήνυμά της φτάνει σε πολλούς, τους συναντά έτοιμους να αποδεχτούν την εικόνα και τον εξωτισμό αυτού του φρούτου.

Οι σημερινές συνθήκες εντός κι εκτός Ελλάδος στο χώρο των βιβλιοθηκών είναι δυστυχώς αδυσώπητες τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Στην Ελλάδα ενώ αναμένουμε τα φιλόδοξα σχέδια για το δίκτυο βιβλιοθηκών που θα συγκροτήσει η Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη, γνωρίζουμε ότι οι βιβλιοθήκες συνολικά χρηματοδοτούνται οριακά, αδυνατούν να αγοράσουν νέο υλικό στο σύνολό τους, είναι εξαιρετικά υποστελεχωμένες μετά από τις απολύσεις όλων των συμβασιούχων που εργάζονταν σε αυτές και τις συνταξιοδοτήσεις του όποιου ειδικευμένου ή μη μόνιμου προσωπικού τους, οι σχολικές είναι ουσιαστικά καμένη γη, οι ιατρικές και νοσοκομειακές βασίζονται στον… πατριωτισμό των λιγοστών ειδικευμένων, οι παιδικές είναι κλειστές, οι ερευνητικές αδυνατούν να ακολουθήσουν βιβλιογραφικά τις εξελίξεις, οι πανεπιστημιακές άλλοτε έχουν κι άλλοτε όχι πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων και στα ηλεκτρονικά περιοδικά… Ακόμη κι αν ξέρουμε να περιγράψουμε την κατάσταση, αδυνατούμε να την μετατρέψουμε όμως σε αμείλικτους αριθμούς: πόσες βιβλιοθήκες έκλεισαν στην Ελλάδα; Πόσοι εργάζονταν και πόσοι εργάζονται σε αυτές; Πόσα δαπανώνται για αγορά υλικού, εξοπλισμό και λειτουργικά έξοδα; Ποιος είναι ο πληθυσμός που εξυπηρετούν; Ποιο ποσοστό της επικράτειας καλύπτει η λειτουργία τους; Ποτέ δεν μπορέσαμε να περιγράψουμε με αριθμούς την κατάσταση, ούτε καν τις εποχές που τα ΕΣΠΑ μοιράζονταν αφειδώς, όπου και όπως μοιράζονταν.


Αντίθετα, στο Ηνωμένο Βασίλειο τα πράγματα περιγράφονται – και ας μην βιαστούμε να πούμε «άλλο η Βρετανία». Το BBC News σε άρθρο του για τις βρετανικές βιβλιοθήκες στις 29 Μαρτίου παρουσιάζει με απόλυτο τρόπο τη ζοφερή κατάσταση των βιβλιοθηκών στη Γηραιά Αλβιόνα: τα τελευταία 5 χρόνια το κλείσιμο εκατοντάδων βιβλιοθηκών (στο πλαίσιο ισχυρών περικοπών) είχε ως άμεση συνέπεια τη μείωση του συνολικού προσωπικού των βιβλιοθηκών κατά το ¼ . 343 βιβλιοθήκες (κτίρια και κινητές) έκλεισαν, 232 συγχωνεύτηκαν, και 111 αναμένεται άμεσα να κλείσουν. Ο αριθμός του προσωπικού ήταν 31.977 το 2010 και 24.044 σήμερα. Την ίδια στιγμή μια εντυπωσιακή άνοδος των εθελοντών φαίνεται να προσπαθεί να αντικαταστήσει την έλλειψη: 15861 άμισθοι/εθελοντές εργάστηκαν στις βιβλιοθήκες της Βρετανίας το 2010, οι διπλάσιοι (31403) το 2015. Επιπλέον στοιχεία φαίνεται να προκύπτουν και να καταγράφουν πολύ κακές εξελίξεις και στις συνήθειες των χρηστών των βιβλιοθηκών: μειώθηκε κατά 2/3 ο χρόνος που περνούν στους υπολογιστές των βιβλιοθηκών, σχεδόν σε κάθε περιοχή του Ηνωμένου Βασιλείου μειώθηκαν οι δανεισμοί του υλικού.

Φαίνεται πως τα διάφορα πειράματα που δοκιμάζονται εντός κι εκτός Ελλάδας για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της Κρίσης και των φιλελεύθερων πολιτικών για περικοπές στη χρηματοδότηση των πολιτιστικών οργανισμών δεν έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στην καλύτερη περίπτωση αποτελούν πρόσκαιρο μαξιλάρι, στη χειρότερη βασικό μοχλό ιδιωτικοποίησης (μέσω συμπράξεων με εταιρείες και υιοθεσίας από χορηγικά ιδρύματα) και αλλοίωσης του παιδευτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού τους ρόλου. Αξίζει επομένως να επιστρέψουμε τον προβληματισμό και τη μαχητική διεκδίκησή μας στην απαίτηση για δημόσιες βιβλιοθήκες, πλήρως εξοπλισμένες, σύγχρονες, δωρεάν και πλήρως στελεχωμένες και να μην σπαταλάμε τις δυνάμεις μας σε λύσεις-ασπιρίνη. Για να το πούμε επιγραμματικά: οι χορηγίες και ο εθελοντισμός είναι ασπιρίνη που δεν γιατρεύει τον καρκίνο των πολιτιστικών οργανισμών. Αν νομίζουμε εμείς και οι κυβερνήσεις πως η ασπιρίνη θα πολεμήσει την αρρώστια κάνουμε μεγάλο κακό, όχι μόνο γιατί δεν εργαζόμαστε για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά και γιατί συνεργούμε στη διαιώνιση και την επιδείνωση της κατάστασης.

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Μονόπρακτα (σε αυτή την πόλη)


Πάνω σε ένα άδειο βάθρο (για κάποιο άγαλμα που δεν στήθηκε ποτέ ή
που κάποια στιγμή θα στηθεί) έξω από την Ακαδημία Αθηνών
Ένας λερός και άστεγος τοξικοξαρτημένος άντρας σήμερα
Έχυσε ηρωίνη στις φλέβες του αδιάφορος για τον κόσμο γύρω του
Που επίσης αδιαφορεί γι’ αυτόν

Στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών
Μια μαμά φωτογράφισε το γιο της, ο μικρός χαμογελούσε στο φακό

Ένας καλοντυμένος άντρας στη Σταδίου που φορούσε κοστούμι
Και περπατούσε με τη σιγουριά των 30 του χρόνων
Πως κάθε μέρα γαμάει τον κόσμο
Κοίταξε επίμονα την τεράστια διαφήμιση ενός καλοντυμένου άντρα που
Φορούσε κοστούμι με τη σιγουριά των 30 του χρόνων
Πως κάθε μέρα γαμάει τον κόσμο

Μια ομάδα τουριστών περίμενε στον κουλουρά
Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας να αγοράσει κουλούρι Θεσσαλονίκης
(τόποι και λαοί μπερδεμένοι από παλιά)

Ένας νεκρός πήγε (τον πήγαν) στην τελευταία του κατοικία
Στο Δεύτερο Νεκροταφείο – αριθμός τάφου 14861 αριθμός ταυτότητας αριθμός μητρώου κοινωνικής ασφάλισης αριθμός φορολογικού μητρώου
Και η άνοιξη τριγύρω εκρήγνυται στις νεραντζιές - νεραντζούλα
Φουντωμένη που ‘ναι τ’ άνθη σου.

Σε αυτή την πόλη παίζουμε τα ατομικά μας μονόπρακτα κάθε μέρα
Με κάποια ποίηση στο λόγο μας και μια θεατρικότητα

Στην κίνησή μας

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Το παραμύθι της ανάπηρης κούκλας


Μια φορά ήταν μια παλιά κούκλα σε ένα παζάρι. Τις Κυριακές ντυνόταν το καλό της φουστάνι και καθόταν πάνω σε μια απλωμένη κουβέρτα, ανάμεσα στα ράθυμα πόδια των ανθρώπων και στα αρπαχτικά τους μάτια που αναζητούν επίμονα τις ευκαιρίες. Γύρω της ποικίλα σπαράγματα ξένων ζωών, ρημαγμένων νοικοκυριών, τραυματισμένα από τα χρόνια και τους ανθρώπους, διαθέσιμα για μια τελευταία χρήση μέχρι το θάνατο. Ραγισμένα βάζα, γύψινα μπιμπελό, παλιές φωτογραφικές μηχανές, ορειχάλκινα γουδιά, καρφίτσες και παράσημα ελληνικά και ξένα, μετάλλια και διαμνημονεύσεις,  βιβλία κάθε είδους, λάμπες λαδιού και φωτιστικά, κάδρα με ζωγραφιές και αυτοκινητάκια, ιατρικά εργαλεία, γυαλιά από πολυέλαιους, γραμμόφωνα και δίσκοι βινυλίου.


Ξάφνου στάθηκε μπροστά της ένα όμορφο, χαρούμενο κοριτσάκι. Έδειξε την κούκλα σε έναν κύριο που της κρατούσε το χέρι. «Κοίτα μπαμπά μια ανάπηρη κούκλα» του είπε. Κι ύστερα φύγαν από ‘κει και πήγαν κι έφαγαν παγωτό στη λιακάδα και τα χείλια τους γέμισαν σοκολάτα και γελούσαν κι ήταν σαν να είχαν και οι δύο ένα γλυκό μουστάκι ή ένα μεγάλο περίγραμμα γύρω από το στόμα, όπως των κλόουν. Που πριν την παράσταση ζωγραφίζουν ένα τεράστιο χαμόγελο να κρύβει την αναπηρία της ευτυχίας τους. Ή να την αναδεικνύει τελοσπάντων.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Καρτ-ποστάλ με χαρταετούς


Να ξέρεις. Θα μου λείψει πολύ που δεν θα ξαναφτιάξουμε χαρταετό μαζί. Είναι παράξενο που δεν έμαθα τόσα χρόνια δίπλα σου να φτιάχνω, αλλά διάλεγα τα χρώματα και σχεδίαζα τα σχήματα κι ύστερα εσύ έφτιαχνες το σκελετό και τέντωνες τις πετονιές και κόβαμε τις κόλλες το χαρτί με τα μαθηματικά των ουρανών και λωρίδες τα πολύχρωμα στολίδια της ουράς. Και ανήμερα την Καθαρά Δευτέρα βγαίναμε περήφανοι στο δρόμο που είχαμε το δικό μας χαρταετό και παίρναμε τα βουνά να τον πετάξουμε. Θυμώνω με μένα  ξέρεις. Που δεν έμαθα.

Γιώργος

***
Ο πίνακας είναι του Σπ. Βασιλείου

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Αυτός κι ο άλλος (θεατρική δοκιμή για το Νάρκισσο)


Σκηνή 1η:
Α: (στον Β) Ποιος είναι αυτός; (δείχνει τον Γ)
Β: (Στον Α) Αυτός ή ο άλλος; (δείχνει εναλλάξ τον Γ και τον Δ)
Γ. (Στον Δ) Εμένα είπε «αυτό» αυτός; (δείχνει τον Α)
Δ. (Στον Γ) Και ο άλλος (δείχνει τον Β)
Β. (Στον Α.) Εμένα είπε «άλλο» αυτός; (δείχνει τον Δ)
Α. (Στον Β) Αυτός (δείχνει τον Δ) ή ο άλλος; (Δείχνει τον Γ)
Γ. (Στον Δ) Εμένα είπε «άλλο» αυτός; (Δείχνει τον Β)
Δ. (στον Γ) Αυτός (Δείχνει τον Α) ή ο άλλος; (Δείχνει τον Β)
Γ. (Στον Δ) Ο άλλος είναι αυτός (δείχνει τον Α)
Δ. (Στον Γ) Αυτός είναι ο άλλος (δείχνει τον Β)
Α. (Στον Β) Εμένα είπε «άλλο» αυτός; (δείχνει τον Γ)
Β. Ο άλλος (δείχνει τον Δ)
Α. (Στον Β) Εσύ είσαι ο άλλος. Εγώ είμαι αυτός. Αυτός είναι ο άλλος (Δείχνει τον Δ) και ο άλλος είναι αυτός (Δείχνει τον Γ)
Β. (Στον Α.) Εγώ είμαι αυτός. Εσύ είσαι ο άλλος. Ο άλλος είναι αυτός (Δείχνει τον Δ) και αυτός είναι ο άλλος (Δείχνει τον Γ)
Δ. (Στον Γ) Εγώ δεν είμαι αυτός που λέει ο άλλος (Δείχνει τον Α).
Γ. (Στον Δ) Αυτός (δείχνει τον Β).
Β. (Στον Γ) Εγώ είμαι ο άλλος
Α. (Στον Δ) Αυτός (δείχνει τον Β)
Δ (Στον Α) Ο άλλος (δείχνει τον Γ)
Α. (Στον Β) Ποιος είναι αυτός; (δείχνει τον Γ)
Β. (Στον Α) Ο άλλος (Δείχνει τον Δ)
Γ. (Στον Δ) Εμένα είπε άλλο αυτός; (δείχνει τον Α)
Δ. (Στον Γ) Ο άλλος (δείχνει τον Α.)
Γ. (Στον Δ) Κι ο άλλος; (δείχνει τον Β)
Δ. (Στον Γ) Κι αυτός (Δείχνει τον Β)
Β. (Στον Δ) Εγώ είμαι ο άλλος που λέει ο άλλος (δείχνει τον Γ) και κανένας άλλος
Α. (Στον Γ) Εγώ είμαι ο άλλος που λέει ο άλλος (δείχνει τον Δ) και κανένας άλλος
Δ. (Στον Β) Εγώ είμαι ο άλλος που λέει ο άλλος (δείχνει τον Α) και κανένας άλλος
Γ. (Στον Α) Εγώ είμαι ο άλλος που λέει ο άλλος (δείχνει τον Β) και κανένας άλλος

Σκηνή 2η:
Ε. (Στον Α) Ποιος είναι αυτός; (Δείχνει τον Β)
Α. Ποιος;
Ε. Αυτός! (Δείχνει τον Β)
Α. Ο άλλος
Ε. Όχι ο άλλος (δείχνει τον Γ). Αυτός σου λέω (δείχνει τον Β)
Α. Ο άλλος.
Ε. Ο άλλος είναι αυτός (δείχνει τον Γ)
Α. Αυτός (δείχνει τον Γ) είναι ο άλλος
Ε. Όχι αυτός (δείχνει τον Γ) ο άλλος
Α. Ποιος άλλος;
Ε. Αυτός (δείχνει τον Β)
Α. Αυτός είναι ο άλλος

Σκηνή 3:
Β. Ποιος είναι αυτός (Δείχνει τον Ε) που είναι με τον άλλο;
Γ. Ποιον άλλο;
Β. Αυτόν (δείχνει τον Α)
Γ. Αυτός (δείχνει τον Α) δεν είναι αυτός
Β. Ποιος είναι αυτός; (δείχνει τον Α)
Γ. Δεν είναι αυτός, αυτός (δείχνει τον Α). Είναι ο άλλος
Β. Ποιος είναι ο άλλος;
Γ. Αυτός (δείχνει τον Α)
Β. Κι αυτός; (δείχνει τον Ε)
Γ. Ο άλλος

***
ο πίνακας έχει τίτλο "Narcissus" και είναι της Ivana de Vivanco 

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

Από χαμόγελο σε χαμόγελο μερικά χέρια δρόμο μονάχα



Όλα ξεκίνησαν από ένα τηλεφώνημα και ένα μήνυμα στο facebook: “Με πήρε η μάνα τηλέφωνο από την Κόρινθο. Να της βρω φορτηγό και ανθρώπους να πάμε να μαζέψουμε 50 κλούβες πορτοκάλια και να τα πάμε να τα διανείμουμε στους πρόσφυγες στον Πειραιά.” Μέσα σε λίγες ώρες είχαν βρεθεί τα χέρια που θα μάζευαν τα πορτοκάλια, ένας φίλος βρήκε πώς θα συσκευαστούν, αμέσως αγόρασε τα σακιά και πρότεινε σε μια ψηφιακή πλατφόρμα μεταφορών (την JoinCargo) να βοηθήσει.




Η Join Cargo βρήκε τον αλληλέγγυο οδηγό που ήρθε από την Αθήνα, φόρτωσε το φορτηγό του και πήγε τα πορτοκάλια στον Πειραιά. Την Πέμπτη 3 Μαρτίου 12 άνθρωποι συνεργαστήκαμε για να μαζευτεί, να συσκευαστεί, να μεταφερθεί, να δοθεί και να διανεμηθεί ένας τόνος πορτοκάλια.

Την Κόρινθο και τον Πειραιά τους ένωσαν μερικά χέρια και η θέληση για αλληλεγγύη.








Στις δύο άκρες χαμόγελα. Η αγροτική επαρχία μπορεί να βοηθήσει τους ξεριζωμένους πρόσφυγες. Ακόμη και με την παραγωγή που μένει αδιάθετη. Αρκεί η θέληση να γίνει πράξη. Η αλληλεγγύη έχει πρόσωπο και χέρια. Πρόσωπο γιατί ως μονάδες εκκινούμε και μονάδες συναντάμε, χέρια γιατί η αλληλεγγύη είναι αλυσίδα, συνεργασία, πράξη, συνεννόηση.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Ο Δίας


Τις τελευταίες μέρες ο Δίας μονάχα κοιτούσε. Ή άκουγε. Ή προσπαθούσε να δει και να ακούσει. Είχε σταματήσει να τρώει. Δεν σηκωνόταν, δεν περπατούσε. Μόνο στεκόταν ξαπλωμένος έξω από το σπίτι του. Οι άνθρωποι του σπιτιού μάλλον ένοχα κινούνταν μπροστά του, ένιωθαν το βλέμμα του να τους αγκιστρώνει στο αναπόφευκτο φευγιό του. Ήταν πια 14 χρόνων. Ένα λυκόσκυλο που έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα θα μπορούσες να πεις. Και έσβησε χθες το πρωί.

Ήρθε στο πατρικό σπίτι αρχές του 2002. Όταν παντρευτήκαμε ο Δίας ήταν κουταβάκι, το δέσαμε αναγκαστικά στο πίσω μέρος του σπιτιού, το μπροστινό θα υποδεχόταν τους πολυάριθμους καλεσμένους μας. Ένας από αυτούς, ο πεθερός μου ο Γιώργος, τον πλησίαζε όλο το βράδυ, έπαιζε μαζί του, του μιλούσε, δεν το πολυχώνευε αυτό το δέσιμο και τον αποκλεισμό από τη γιορτή. Ύστερα από δυο χρόνια, τον Ιούνιο του 2004, κάναμε το πρώτο μας παιδί. Ο Δίας και ο Κωνσταντίνος γίναν φίλοι. Τα καλοκαίρια στην Κόρινθο ήταν για τον Κωστή ο παππούς, η θάλασσα, η γιαγιά και ο Δίας. Έτρεχαν μαζί, έκαναν κωλοτούμπες στο χορτάρι, κυνηγούσαν τη μπάλα, κρύβονταν, μιλούσαν (ο Κωστής με τη γλώσσα και ο Δίας με τα μάτια του). Τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού και των διακοπών ο Δίας μας έφερνε στην αυλή σκοτωμένους αστρίτες και κωλοσαφράδες, αποδεικνύοντας πως ήξερε να προστατεύει το παιδί.


Τα χρόνια πέρασαν, το παιδί μεγάλωσε, γεννήθηκε και η μικρή, έμαθε κι εκείνη να ζει μαζί του, να παίζει με το γέρο, να του μιλάει. Για εκείνη τα καλοκαίρια στην Κόρινθο γίναν η γιαγιά, η θάλασσα, ο παππούς και ο Δίας. Τα Χριστούγεννα τον είδαμε όλοι τελευταία φορά. Η μάνα μας είπε πως δεν του μένει πολλή ζωή μέσα του. Ένας νέος σκύλος είχε εν τω μεταξύ μπει στην οικογένεια, ο Μόρτης. Αλητάκος και στα ντουζένια του. Ο Γιώργος, ο πεθερός μου, είχε αποχαιρετήσει το γέρο φεύγοντας τα Χριστούγεννα. Ένας διπλός αποχαιρετισμός, αφού κι εκείνος πέθανε πριν 10 μέρες. Πριν δέκα μέρες είπαμε στον Κωστή πως πέθανε ο παππούς. Χθες του είπαμε πως πέθανε και ο Δίας.

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

Ό,τι πιο μικρό να ήσουν


Να 'σουνα λέξη, η πιο μικρή να ήσουν, ένα διαζευκτικό "ή" έστω. Σε ένα τραγούδι. Να σε χαϊδέψει η μελωδία και μια αντρική φωνή να σε τραγουδήσει μέσα στη νύχτα. Σε ένα τραγούδι που να πονάει στην αρχή κι ύστερα να μην πονάει, μόνο μέσα στη μέθη του να αψηφάει το θάνατο και να χορεύει δακρυσμένο.

Να 'σουνα ένα αυτοκινητάκι μικρό, ξεχασμένο κάτω από το κρεβάτι. Που το άφησε ένα παιδί. Που τώρα φώλιασε στην αγκαλιά της μάνας του. Και μιλάει ασταμάτητα.

Να 'σουνα δρόμος που πάει στη λήθη.

Αχ!

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Ποδάρια έξω λοιπόν!


[Αναδημοσίευση κειμένου του "Βιβλιοθηκάριου" στο Hit & Run]*

*
* "(Με αφορμή τη συνέντευξη του Ζιγκμουντ Μπάουμαν στην εφημερίδα EL PAIS, όπου αναφέρεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λέγοντας πως «Τα κοινωνικά δίκτυα κάθε άλλο παρά μας μαθαίνουν να κάνουμε διάλογο αφού είναι τόσο εύκολο να αποφύγεις την αντιπαράθεση… Εξάλλου οι περισσότεροι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα για να συνδεθούν πραγματικά, ούτε για να διευρύνουν τους ορίζοντές τους, αλλά, αντίθετα, για να αυτο-περιοριοριστούν σε μία ζώνηάνεσης και ασφάλειας (comfort zone) όπου ο μόνος ήχος που ακούγεται είναι η ηχώ της δικής τους φωνής, το μόνο πράγμα που βλέπουν είναι η αντανάκλαση του ίδιου τους του προσώπου» ζητήσαμε από ανθρώπους ενεργούς στα social media να μας πουν τη γνώμη τους πάνω σε αυτό.)"
*

Νομίζω πως ο παππούς, ο Μπάουμαν, έχει δίκιο. Και είναι λίγο εκνευριστικό αυτό. Υποψιάζομαι δε, πως μάλλον δεν είναι χρήστης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Είναι σαν τους παπούδες τους δικούς μας που μας κοροϊδεύουν όταν βγάζουμε σέλφι, ή όταν καρφωνόμαστε στις οθόνες κινητών, τάμπλετ, λάπτοπ και υπολογιστών, όταν “μας αρέσει” με ρυθμό πολυβόλου στο σκρολλάρισμα ό,τι «ανεβάζουν” οι φίλοι μας. Που μας ρωτούν “γιατί τα κάνετε όλα αυτά”, γιατί “δεν βγαίνετε έξω να μιλήσετε με κανέναν άνθρωπο, να διασκεδάσετε, να φλερτάρετε”;

Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπήκα ως μονάδα. Με κάποια πράγματα στο κεφάλι μου που τα νόμιζα “κοινή πεποίθηση”: είμαι ο εκδότης του εαυτού μου, γράφω όσα έχω μέσα μου, σπάω τη σιωπή των παραδοσιακών μέσων για μια σειρά από ζητήματα και οπτικές, απευθύνομαι στη γενιά μου, συγκροτώ μέτωπο. Εν αρχή ήταν τα blog. Μικρές μονάδες με μικρά “εγώ” που άρχισαν δειλά να γίνονται παρέες με ένα αρχικό κίνητρο να “διαβαστούν”. Οι παρέες μεγάλωσαν και τα εγώ επίσης. Κάποιοι έγραψαν βιβλία, κάποιοι «δημοσιογραφούν» κάποιοι σταμάτησαν να γράφουν. Οι επιβραβεύσεις, οι πλάκες, τα πεσίματα και οι τρολλιές πέρασαν από τα σχόλια των μπλογκ στις αναρτήσεις στο facebook. Το facebook έγινε κάπως σαν φαστφουντάδικο, γρήγορα να φάμε προτυποποιημένο φαγητό, σε ευχάριστο χώρο κι ύστερα να φύγουμε. Γρήγορα κατάλαβες πως πιο εύκολα τσιμπάς like με μια φωτογραφία που δείχνει τα ποδάρια σου, παρά με ένα λινκ που ο άλλος, ο «φίλος» δεν θα ανοίξει ποτέ από το κινητό ή το τάμπλετ του για να διαβάσει ένα μακρύ, στοχαστικό ή μη κείμενο. Και ύστερα πήγες στο twitter, σαν να πηγαίνεις γήπεδο ήταν: οι άλλοι παίζουν μπάλα κι εσύ βρίζεις την πουτάνα τη μάνα του διαιτητή. Τρελό ξεκαύλωμα. Σαν μαλακία μάλλον. Θέλω να πω… μια γρήγορη εύκολη ανακούφιση. Που να χωρέσουν χάδια και προκαταρκτικά σε 140 γράμματα; Σε όλα αυτά βάλε και τις συνθήκες γύρω: η οικονομική και πολιτική κρίση, η ανάγκη για αντίλογο, ο Δεκέμβρης του ’08, το Σύνταγμα και οι Αγανακτισμένοι, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά, το «ΟΧΙ» και η συνθηκολόγηση, η ήττα. Ο αντίλογός μας στην κυριαρχία των ΜΜΕ ήταν η κόλλα που μας έδεσε. Ασκηθήκαμε στον αντίλογο, και είναι κακή αρχή για να πας στο λόγο. Πόσο μάλλον στο διάλογο, τον οποίο δεν επιδιώξαμε ποτέ νομίζω. Ούτε οι απέναντι εξάλλου (δεν τον είχαν ανάγκη, ούτε εξασκήθηκαν ποτέ σε αυτόν έχοντας τα ΜΜΕ στα χέρια τους).

Προφανώς το πρόβλημα είναι δομικό με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά εκτός από το κλίμα φταίει κι ο γάιδαρος. Δεν ήμασταν παρά ελάχιστες στιγμές «κοινότητα». Όταν το θελήσαμε. Όμως οι στιγμές αυτές ήταν μάλλον μαγικές, ιδίως επειδή βασίστηκαν στην γραφή, την ανάγνωση και το σχολιασμό. Ήταν τέτοιες μέρες το 2011 (7 Φεβρουαρίου). Μια αρχική συζήτηση μεταξύ 7 μπλόγκερ για δι-ιστολογικό αφιέρωμα στο Φόβο, ως εργαλείο της πολιτικής εξουσίας, έγινε αφιέρωμα 116 ανθρώπων που έγραψαν ταυτόχρονα και ανάρτησαν ένα κείμενο με αυτό το θέμα. Ήταν δύσκολο να συνεννοηθούμε, τσακωθήκαμε τις παραμονές, είπαμε λόγια βαριά. Αλλά βγήκαμε όλοι μαζί μπροστά. Να πούμε πως δεν πρέπει να φοβηθούμε, πως πρέπει να αντισταθούμε στο φόβο που παλεύει να μας νικήσει. Δεν είναι η μόνη στιγμή. Μέσα από τα blog γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους ή μάλλον ενδιαφέροντα κείμενα. Δεν είναι λίγο αυτό.

Έχω την αίσθηση πως ενώ στην αρχή μιλούσαμε για διαδικτυακές «περσόνες» σήμερα πια μιλάμε γι’ ανθρώπους που ξεγυμνώθηκαν – το αν η γύμνια αποκαλύπτει ομορφιές ή ασχήμιες είναι θέμα περιπτωσιακό κάθε φορά. Πάντως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι φαινόμενο με χαρακτηριστικά, με αιτίες και αποτελέσματα. Ταχύτητες και ποσότητες, ιδεολογικά σχήματα και συγκυρίες, χρήστες και δημιουργοί ψηφιακού περιεχομένου, διαμορφωτές και καταναλωτές τάσεων, αντιλήψεων, συνηθειών, αναλυτές και αναλυόμενοι… είναι πολλές οι παράμετροι αυτής της ιστορίας που εκτός από περιεχόμενο διακινεί και χρήμα, έχει κεφάλαιο που επενδύει και κερδίζει από όλα αυτά.


Δεν ξέρω. Ίσως να είναι καλύτερα τα καφενεία και οι παρέες, τα κλειδωμένα ημερολόγια και τα φωτογραφικά άλμπουμ στα ντουλάπια της βιβλιοθήκης μας. Ακόμη δεν ξέρω.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Αγκαλιά


Τρωτός. Αυτές τις μέρες είμαι τρωτός. Γυμνός, χωρίς πανοπλίες και μάσκες. Γυμνός αγαπάς πιο αληθινά τους ανθρώπους. Παραμορφώνουν το βλέμμα σου οι πανοπλίες. «Αγαπάς», ήθελα να πω «συγχωρείς», «καταλαβαίνεις»... Οι γυμνοί άνθρωποι είναι ωραίοι, - πάντα το πίστευα αυτό. Είναι ωραίοι χωρίς απαραίτητα να είναι καλοί ή σπουδαίοι, χρήσιμοι, εργατικοί, δίκαιοι ή ανοιχτόκαρδοι. Μονάχα αληθινοί, τραυματισμένοι. Η γύμνια τους είναι ένα τραύμα που χαίνει, η αλήθεια είναι ένα τραύμα εδώ που τα λέμε. Οι τραυματισμένοι άνθρωποι είναι ο καθρέφτης μου, αν θέλω τον κοιτώ, του μιλάω, ομολογώ τη συνενοχή μου με τους καθρέφτες μου. Αθώοι κι ένοχοι, τι σημασία έχει όταν είμαστε νικημένοι; Τους κοιτώ στο δρόμο. Άνθρωποι πολλοί, διαφορετικοί. Ένας ψηλός νέος με μούσι, μια μεσήλικη γυναίκα πολύ χοντρή, ένας λερός άστεγος άντρας, πρέπει να είναι άπλυτος χρόνια, κάθεται σε μία στάση στην Ασκληπιού. Πίσω του είναι μια γυναίκα – δεν είναι στα καλά της (γιατί ποιος είναι;), έχει απλώσει παράξενα αντικείμενα και κορδέλες στους θάμνους γύρω της (εκεί πίσω από το καθισμένο άγαλμα του Παλαμά στην Ακαδημίας) και μιλάει μόνη της – σαν μάγισσα που λέει ξόρκια που διώχνουν το κακό που επιμένει. Είναι κάτι γέροι ένα πρωί της προηγούμενης εβδομάδας, καθισμένοι σε ένα παγκάκι στην Πλατεία Παπαδιαμάντη, τους λούζει ο ήλιος κι εκείνοι συνομιλούν χαμηλόφωνα. Δεκάδες άνθρωποι, ανεβασμένοι σε μηχανάκια, μια κοπέλα που περπατούσε χορτασμένη έρωτα, μια στερημένη από έρωτα δασκάλα που χόρευε συνεχώς, ένας άντρας που χόρευε τους καημούς και τη μοναξιά του και τα ασήκωτα βάρη της ζωής του, μια άλλη γυναίκα που χόρευε μονάχα για τον άντρα της και μια γυναίκα, η δικιά μου γυναίκα, που χορεύει με χέρια ανοιχτά κοιτώντας πάντα ψηλά: καριόλη θεέ κοίταξέ με, χορεύω μαλάκα. Είναι ένα πόδι σε μια παλιά φωτογραφία, ένα χέρι που σε ακουμπάει στον ώμο. Και οι αγκαλιές. Οι αγκαλιές αυτών των ημερών. Που υποδέχονται. Έλα να σε πάρω αγκαλιά, μέσα μου τρέμει η ψυχή μου, ταράζονται οι παιδικές μου βεβαιότητες. Έλα να τη σκεπάσουμε, να τη θερμάνουμε με τη ζωή των σωμάτων μας. Έλα μαζί να χορέψουμε το χορό της απώλειας. Αγκαλιά. Νομίζω πως για να αγκαλιάζεις τον κόσμο πρέπει να είσαι γυμνός. Ανυπεράσπιστος. Χωρίς πανοπλία. Οι πανοπλίες δυσκολεύουν τις αγκαλιές. Η αγκαλιά είναι ο χορός της απώλειας

***
ο πίνακας είναι του Γεώργιου Ρόρρη