Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

Ο ρεμπέτης του ντουνιά Μάρκος Βαμβακάρης

Ο Μάρκος Βαμβακάρης υπήρξε ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, ο «Γενάρχης» του μπουζουκιού, το «Δέντρο» που βγάζει τους κλώνους της λαϊκής μουσικής. Η παρουσία του στην ελληνική μουσική σκηνή, από το 1930, σηματοδότησε μια σειρά από γεγονότα και οροθέτησε μεγάλες εξελίξεις που συνδέθηκαν με την πορεία του ρεμπέτικου, του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού (και, σε προέκταση, της λαϊκής μουσικής) μέχρι τις ημέρες μας, δηλαδή στην εκπνοή του περασμένου αιώνα.
Η ουσία, πάντως, είναι μία: ότι ο ιδιοφυής (και μεγαλοφυής) αυθεντικός λαϊκός καλλιτέχνης (συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, οργανοπαίκτης) με τις εμπνεύσεις, το ταλέντο και την προσφορά του, ολοκλήρωσε ένα μεγαλόπνοο έργο, το οποίο αποτελεί ακόμη τη μεγάλη πλατφόρμα, που πάνω σ' αυτήν κινείται και δημιουργεί, 70 χρόνια, ένας κόσμος ολόκληρος, που ασχολείται με αυτό που ονομάζουμε και εννοούμε λαϊκό τραγούδι.
Ο Μάρκος γεννήθηκε το πρωί της Τετάρτης 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας στην Ερμούπολη της Σύρου από καθολικούς γονείς, τον Δομένικο και την Ελπίδα, που ήταν φτωχοί αγρότες. Ήταν ο πρωτότοκος από τα αδέλφια του (Λεονάρδος, Φραγκίσκος, Αργύρης, Ρόζα, Γκράτσια).

Από πολύ μικρός μπήκε στη σκληρή βιοπάλη. Εγκατέλειψε -λόγω φτώχειας - το Δημοτικό σχολείο από την τρίτη τάξη και έκανε θελήματα και δουλειές του ποδαριού στη Σύρο.

Σύρα η Απάνω Χώρα σου


Οι μουσικές καταβολές του και οι εμπνεύσεις του αρχίζουν μέσα από την οικογένειά του και την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο πατέρας του έπαιζε ωραία φυσαρμόνικα, γκάιντα και γρατσουνούσε το μπουζούκι. Ο παππούς του έγραφε στίχους. Δεν μπορούσε να μην επηρεασθεί από αυτό το κλίμα ο μικρός Μάρκος, ο οποίος παράλληλα παρακολουθούσε τις αποκριάτικες αναπαραστάσεις των ζεϊμπέκηδων, που γίνονταν εκείνα τα χρόνια στην Ερμούπολη. Αυτές ήταν και οι πρώτες πηγές των μεγάλων (αργότερα) εμπνεύσεών του.
Λέει ο ίδιος: «Το 1909 με βρίσκει 5 χρονώ παιδάκι. Ήμουνα από τότες κιμπάρης. Σφιχτοδεμένος. Είχα πρόωρη ανάπτυξη. Παρατήραγα δεξιά αριστερά. Σφουγγάρι. Τα μάτια μου αρπάχνανε. Εβύζαιναν παντού. Έστηνα το αυτί και άκουγα εκεί που μιλούσαν οι γέροι, οι σοφότεροι. Να μάσω τη γλώσσα. Μ’ αρένανε ν’ ακώ κουβέντες όταν ιστορούσανε. Άκουγα. Κι ό,τι λέγανε το κράτηγα. Μου αρένανε τα μυστήρια του ντουνιά. Επήγαινα και στις γκάιντες, εκεί που τραγουδάγανε. Το κάθε ξημέρωμα με έβρισκε στο πόδι. […] Τα γράμματα τα αγάπησα, τα έπαιρνα στον αέρα. Επήγα στο σχολείο. Ξύλινα θρανία. Και ένας πίνακας. Κιμωλίες με το δελτίο, πιο ακριβές κι απ’ το γαρούφαλο. Βιβλία δεν είχαμε. Το μάθημα το αρπάζαμε απ’ το στόμα του δάσκαλου. Μόλις τέλειωνα με τη διδασκαλία ξαμολιόμουνα στα χωράφια κι έλεγα μεγαλοφώνως τι άκουσα. Τα ’λεγα πολλές φορές. Αφού φχαριστιόμουνα το ξανάρχιζα κι έβαζα και δικά μου μέσα. Ό,τι μου ’ρχότανε. Το μεγάλωνα. Άμα μου άρεσε μια λέξη, μια φράση, την έλεγα και την ξανάλεγα. Κι όταν με σήκωνε στο μάθημα του ξηγιόμουνα αβέρτα. Εκεί όμως που πάθαινα μεγάλη ζημιά ήταν με τον Πάρι και την Ωραία Ελένη. Τον Αγαμέμνονα. Ξέρξη. Δαρείο. Τους Άθλους του Ηρακλέους. Όπου εστεκόμουνα αυτούς τους πατριώτες τους έβλεπα ομπρός μου. Και τις ναυμαχίες. Εκείνη που έλαβε χώρα στη Σαλαμίνα. Ετούτοι οι πρόγονοι πολύ µε συγκίνησαν. Ταίριαξαν µε την ψυχή µου. Ο δάσκαλος καταλάβαινε τι αντάρα γινόταν µέσα µου και µε είχε περί πολλού.

Ήθελα να ’μουν Ηρακλής


Ήµαστε ζόρικοι. Αλλά σ’ εµένα δεν σήκωσε ποτές χέρι. Γιατί είχα έρωτα στα γράµµατα. Τους άλλους τους µούρλαινε στις φάπες. Τους διάταξε, ο καθένας να φέρνει τη βέργα του. Και µε τη βέργα του τον έδερνε. Να και τούτη, να και ’κείνη. Και του καρούλιαζε τα χέρια. Όταν έµαθα την αλφαβήτα, γιόµισαν τα µάτια µου δάκρυα. Μου κονόµησε ο πατέρας ένα µολύβι. Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις. Τις έγραφα και µετά τις διάβαζα φωναχτά. Τι δε θα ’δινα να θυµηθώ την πρώτη λέξη που ’γραψα. Αλάφρωσε η ψυχή µου από τη φούντωση. Τα γράµµατα µου παίρναν την στενοχώρια. 

Από µικρό παιδάκι στα βάσανα. Έβλεπα τον πατέρα µου να δουλεύει, να κουράζεται. Αλλά το ψωµί δεν έφτανε. Πώς να θρέψει τρία παιδιά; Κι η µάνα µου µαρτύρησε να µας αναστήσει. Είχα κλίση στα γράµµατα. Κι όταν φτάσαµε σ’ εκείνους, Βυζάντιο και τα ρέστα, ξανάπαθα ζηµιά. Όλους εκείνους τους αυτοκρατόρους, Κωνσταντινούπολη, Αγία Σοφιά. Έπεφτα να πλαγιάσω, αλλά πού ύπνος. Τα ’παιρνα απ’ το δάσκαλο και τα ’φερνα στον ύπνο. Συντροφία. Ξαγρύπναγα και τα ’βλεπα. Κοιµόµανε και ’ρχόσαντε στα όνειρα. Βυζάντιο. Η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Εσηκωνόµουνε ως υπνοβάτης και ξέβγαινα όξω τες νύχτες, µπας και τους συναντήσω. Κι όλο ρώταγα το δάσκαλο εκείνα που σκεφτόµουνα, να πάρω απαντήσεις. Αλλά δεν κράτησα πολύ τα γράµµατα. Πριν τελειώσω την τέταρτη τάξη, το 1912, επήραν τον πατέρα µου στρατιώτη και άφησα το σχολείο για να πάµε µε τη µάνα µου σε δουλειά. Τρία µωρά στο σβέρκο. Εµένα. Τον Λεονάρδο. Και τον Φραγκίσκο. Ήµανε ο µεγαλύτερος. Κι ήπρεπε να κονοµάµε. Από δουλειά σε δουλειά, εγίνηκα κι εφηµεριδοπώλης. Εξέκλεφτα χρόνο στις γωνιές και κλεφτά εδιάβαζα τα µεγάλα γράµµατα.Τους τίτλους. Κι εµάθαινα τα γραµµατάκια. Και τα καλλιεργούσα όπως όπως». (Από τη σειρά «Ρεμπέτικος Μύθος» των εκδόσεων Τεγόπουλου-Μανιατέα. Κείμενα και επιμέλεια Γιώργης Χριστοφιλάκης).
Ο νεαρός Φραγκοσυριανός καθολικός το 1917 εγκατέλειψε τη Σύρο και βρέθηκε στον Πειραιά. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η δύσκολη και μεγάλη πορεία του στη ζωή, στον κόσμο του μπουζουκιού και στο τραγούδι. Και όλα αυτά δένουν μεταξύ τους με τρόπο απόλυτο και μοναδικό. Γιατί ¬ όπως ο ίδιος έλεγε ¬ τις εικόνες της ζωής του τις έκανε τραγούδια. Ό,τι του συνέβαινε, ό,τι έβλεπε γύρω του και ό,τι ένιωθε στον εσωτερικό του κόσμο, τα έγραφε, τα έπαιζε, τα χόρευε και τα τραγουδούσε.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση ενός αυτοβιογραφικού τραγουδιού του «Ο Μάρκος πολυτεχνίτης», που συνέθεσε μαζί με τον μαέστρο Σπύρο Περιστέρη το 1937 και το τραγούδησε με τη Σοφία Καρίβαλη. Στους στίχους του «Πολυτεχνίτη» καταγράφει τις μεγάλες δυσκολίες που συνάντησε στη ζωή του και βγάζει όλο το άσχημο κλίμα της τρομερής ανεργίας, της αναζήτησης δουλειάς από εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που προσπαθούσαν να επιβιώσουν την εποχή του Μεσοπολέμου.

Ο Μάρκος πολυτεχνίτης


Εκεί, ο Βαμβακάρης δίνει τις πιο δυνατές εικόνες από τη ζωή του, από τότε που πήγε στον Πειραιά. Εργάσθηκε φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, εργάτης στους γαιάνθρακες, υπάλληλος σε μπακάλικο, σε μανάβικο, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, ενώ για πολλά χρόνια δούλεψε γδάρτης στα σφαγεία του Πειραιά και της Αθήνας. Ήταν το τελευταίο από τα επαγγέλματα που έκανε ο Μάρκος, μέχρι να ασχοληθεί οριστικά με το μπουζούκι και το τραγούδι. Η τελευταία δουλειά του ήταν αντίθετη με τον χαρακτήρα του και τη θεωρούσε «καταναγκαστικό έργο», γιατί ο ίδιος ήταν πολύ ευαίσθητος με τα ζώα. Άλλωστε, ως το τέλος της ζωής του, στην αυλή του σπιτιού του στην Κοκκινιά, είχε άλογο, γαϊδούρι, κότες, γάτες και ωδικά πτηνά.
Από το 1925, λίγο πριν από την απόλυσή του από τον Στρατό, κάτι σημαντικό φαίνεται ν' αλλάζει στη ζωή του Μάρκου. Ένας μπουζουκτσής Μικρασιάτης, ο Νίκος Αϊβαλιώτης, ήταν ο άνθρωπος που μύησε τον Βαμβακάρη στα μυστικά και στον κόσμο του μπουζουκιού. Από μαρτυρίες λιμενεργατών ¬ που έχει καταγράψει ο ιστορικός Παναγιώτης Κουνάδης ¬ ο μουσικός πλέον Μάρκος τριγυρνά στις ταβέρνες, τα ουζερί και τους τεκέδες του Πειραιά και παίζει με το μπουζούκι του σμυρναίικα τραγούδια αλλά και τις πρώτες δικές του δημιουργίες, που δεν είχαν ακόμη κυκλοφορήσει σε δίσκους.

Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά


Η αρχή της δεκαετίας του 1930 οροθετεί πλέον τις μεγάλες καινοτομίες και αλλαγές για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, με πρωταγωνιστή τον Βαμβακάρη. Τότε πρωτολειτουργεί το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων της εταιρείας Columbia στη Ριζούπολη της Ν. Ιωνίας. Ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν είναι απλώς έτοιμος να ηχογραφήσει τα πρώτα του τραγούδια, αλλά να τα παίξει με το μπουζούκι του, κάτι που εθεωρείτο αδιανόητο μέχρι τότε για τους υπεύθυνους μαέστρους που είχαν τον πρώτο λόγο στις γραμμοφωνήσεις των δίσκων, που γίνονταν στο εξωτερικό. Το 1932, ο Γιώργος Μπάτης με δύο τραγούδια του, «Σου 'χει λάχει» και «Μπάτης ο Δερβίσης», εγκαινιάζει τις φωνογραφήσεις στη Ριζούπολη και σχεδόν ταυτόχρονα ο Μάρκος Βαμβακάρης παίζει με το μπουζούκι του και τραγουδά «Ταξίμ Σερφ» και «Εφουμάραμ’ ένα βράδυ». Δυστυχώς όμως, τα τραγούδια αυτά, όπως και κάποιες άλλες συνθέσεις του Βαμβακάρη, δεν κυκλοφόρησαν, γιατί οι τότε υπεύθυνοι παραγωγοί δίσκων είχαν φοβηθεί, επειδή το μπουζούκι ήταν κοινωνικά υποβαθμισμένο και εθεωρείτο το όργανο του τεκέ και των καταγωγίων, καθώς εκεί μέσα τραγουδούσαν τραγούδια με περιεχόμενο γύρω από τα ναρκωτικά.

Εφουμάραμ’ ένα βράδυ


Η παρουσία του Μάρκου στη δισκογραφία δεν συνδέεται μόνο με τη χρησιμοποίηση του μπουζουκιού ως βασικού οργάνου της λαϊκής ορχήστρας. Αυτό ήταν πλέον η ντε φάκτο αναγνώριση ενός παρεξηγημένου, αλλά ωστόσο μαγικού οργάνου. Ο Βαμβακάρης, από το 1930 έως το 1940, ήταν ο άνθρωπος, ο συνθέτης και στιχουργός που διεύρυνε τη θεματολογία του ρεμπέτικου. Προσάρμοσε, δηλαδή, τα τραγούδια τα δικά του, αλλά και των άλλων δημιουργών του Πειραιά (που είχαν παραλάβει τη σκυτάλη από τους Μικρασιάτες μουσικούς και μαέστρους), στην ψυχολογία της μεγάλης μάζας του λαού, μια ψυχολογία που διαμορφωνόταν από μια σειρά κοινωνικών γεγονότων. Η φτώχεια, η κοινωνική αδικία, η μετανάστευση και άλλα κοινωνικά προβλήματα πέρασαν μαζί με άλλη θεματολογία μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδια, που μετά το 1933 κυκλοφορούν πλέον σε δίσκους και χωρίς προβλήματα.

Ο Βαμβακάρης, μεταξύ 1933 και 1934, συνεργάζεται με τις εταιρείες ΟDΕΟΝ - ΡΑRLΟΡΗΟΝΕ, όπου επικεφαλής είναι ο Μίνως Μάτσας, ο οποίος παράλληλα γράφει στίχους για ελαφρά τραγούδια, αλλά δείχνει και μια συμπάθεια στο ρεπερτόριο του Μάρκου, που φωνογραφεί τον «Χαρμάνη» και το οργανικό «Αράπ Ζεϊμπέκικο» και περίπου άλλα 30 τραγούδια. (Δες σχετικά στο Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς: η μήτρα του ρεμπέτικου Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος, Ανέστης Δελιάς, Γιώργος Μπάτης).
Παρ’ όλα αυτά, όμως, το μπουζούκι και τα ρεμπέτικα θεωρούνται από τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης υποβαθμισμένα και οι άνθρωποι που τα γράφουν και τα τραγουδούν αντιμετωπίζονται ως εκπρόσωποι των τεκέδων και των καταγωγίων. Ακριβώς την ίδια εποχή ¬ όπως είναι γνωστό ¬ συμπίπτει και η συγκρότηση και η εμφάνιση της πρώτης ρεμπέτικης κομπανίας του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Συμμετέχουν ο Γιώργος Μπάτης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέστης Δελιάς. Αυτοί συγκρότησαν την κομπανία «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς», η δημιουργία της οποίας υπήρξε, κατά τον Βαμβακάρη, η πιο σημαντική δουλειά στα πρώτα χρόνια της μεγάλης πορείας του στο λαϊκό τραγούδι.

Φραγκοσυριανή


Η πιο παραγωγική, ίσως, περίοδος του Βαμβακάρη ήταν η πενταετία 1935-1940. Έγραψε πολλά τραγούδια και ανάμεσα σ' αυτά είναι και η περίφημη «Φραγκοσυριανή», που έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα σε εκατοντάδες επανεκτελέσεις. Ο Μάρκος πλέον έχει κατορθώσει να περάσει ένα δικό του μουσικό κλίμα, που επιβάλλει το ρεμπέτικο ως λαϊκό είδος τραγουδιού στην Ελλάδα. Το ρεπερτόριο του Μάρκου περιλαμβάνει περί τα 350-400 τραγούδια, που έγραψε όλες τις περιόδους της πορείας του στο ρεμπέτικο. Μέσα από αυτά τα τραγούδια μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο μεγαλοφυής αλλά και αυθεντικός λαϊκός δημιουργός. Οι μελωδίες του είναι πολύ σπουδαίες, οι στίχοι λιτοί, αλλά γλαφυροί, γεμάτοι εικόνες. Οι ρυθμοί θαυμάσιοι. Η ερμηνεία αμίμητη. Μέσα από αυτή την καλπάζουσα δημιουργία του καλλιτέχνη όμως βγαίνει και μια σύγκρουση συναισθημάτων, η οποία σε τελευταία ανάλυση διαμορφώνει το τελικό ύφος των τραγουδιών. Αν πάρουμε ως παράδειγμα δύο από τα πιο γνωστά τραγούδια του Μάρκου, θα διαπιστώσουμε αντιθέσεις στα πάντα. Οι μουσικοί δρόμοι πάνω στους οποίους έγραφε ήταν το νιαβέντι και ο πειραιώτικος. Ο πρώτος είναι ο πιο ευαίσθητος. Ο δεύτερος μάγκικος, σκληρός. Σε νιαβέντι έγραφε την πιο μεγάλη λαϊκή καντάδα, ένα τραγούδι γεμάτο ρομαντισμό και ευαισθησία:

Θα ρθω να σε ξυπνήσω


Και η αντίθεση με δρόμο πειραιώτικο:

Θέλω μαστούρης να γινώ


Αυτή η τρομερή αντιφατικότητα που υπάρχει στα τραγούδια του Βαμβακάρη δικαιολογεί ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι είναι αληθινός, είναι ο εαυτός του. Όλα τα τραγούδια του είναι ρυθμικά και βυζαντινά και, όπως λέει χαρακτηριστικά ο γιος του Στέλιος, «τα τραγούδια του τα έγραφε πάνω στα πόδια του». Δηλαδή, του ερχόταν η έμπνευση του στίχου και της μουσικής και όπως όλα αυτά έβγαιναν από μέσα του, πάνω στο μεράκι του, έκανε κινήσεις, χόρευε και τραγουδούσε. Αυτός ήταν ο τρόπος που έφτιαχνε τα τραγούδια του ο Βαμβακάρης.
Ο Στέλιος Βαμβακάρης λέει ακόμη ότι ο πατέρας του ήταν ένας τέλειος και αυθεντικός λαϊκός χορευτής. Κι όταν έπαιζε και τραγουδούσε σε κάποια κέντρα του Πειραιά, οι καταστηματάρχες τον πλήρωναν μόνο και μόνο για να τον βλέπουν να χορεύει, επειδή τους εντυπωσίαζε. Οι κινήσεις του όλες ήταν τόσο υπολογισμένες και σωστές, που νόμιζες ότι είχε σπουδάσει χρόνια σε χοροδιδασκαλείο.
Δεν πρέπει, όμως, να περνά απαρατήρητη και η παρουσία του Μάρκου ως μοναδικού ερμηνευτή ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών. Η φωνή του ήταν ¬ κατά τους παλιούς συναδέλφους του ¬ σαν... μπουζούκι. Δηλαδή, έδενε με τον ήχο του μπουζουκιού. Ήταν βραχνή, αλλά διέθετε μια απαράμιλλη τεχνική. Εκτός από τα δικά του, τραγούδησε και έκανε επιτυχίες τα πρώτα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη («Να γιατί γυρνώ μες στην Αθήνα», «Δροσούλα»), του Απόστολου Χατζηχρήστου, του Σπύρου Περιστέρη, του Τόλη Χάρμα και άλλων δημιουργών της εποχής του. Ο Τσιτσάνης τον αγαπούσε ιδιαίτερα και ένιωθε για τον Μάρκο πολύ μεγάλο θαυμασμό.

Να γιατί γυρνώ μες στην Αθήνα


Ένα στοιχείο που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι ότι ο Βαμβακάρης έγραψε τραγούδια (και τα τραγούδησε) για τον πόλεμο του 1940 («Αν φύγουμε στον πόλεμο» και «Στης Αλβανίας τα βουνά»), αλλά και για την Κατοχή. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με το θρυλικό «Χαϊδάρι», που το έγραψε το 1944. Τραγουδήθηκε εκείνα τα χρόνια, αλλά δεν το εμφάνισε μετά τον πόλεμο. Ο Γιώργος Νταλάρας ερμήνευσε το τραγούδι αυτό στα «Ρεμπέτικα της Κατοχής» σε μουσική Στέλιου Βαμβακάρη. Τα πρώτα 20 χρόνια που έγραψε ρεμπέτικα τραγούδια ο Μάρκος, και γενικά διακρίθηκε ως δημιουργός, ήταν δύσκολα αλλά ευτυχισμένα. Η φτώχεια ξεπερνιόταν από τη δημιουργία. Η επιτυχία που γνώριζαν τα δεκάδες τραγούδια του τότε από τους δίσκους γραμμοφώνου και το πάλκο ήταν μεγάλη. Και κάπου αυτή η αναγνώριση είχε ορισμένες μουσικές απολαβές. Τόσες, ώστε να συντηρείται η οικογένειά του στο φτωχόσπιτο της Κοκκινιάς. Η σύντροφος της ζωής του Ευαγγελία και τα τρία παιδιά τους, Βασίλης, Στέλιος και Δομένικος. (Για την πρώτη του σύζυγο βλ. Ο Μάρκος εκδικητής και «Ισοβίτης»)

Στης Αλβανίας τα βουνά


Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940 με αρχές του 1950 αρχίζει μια νέα μετεξέλιξη στο λαϊκό τραγούδι, προσαρμοσμένη και αυτή στα σκληρά και άσχημα γεγονότα της μετακατοχικής - μετεμφυλιακής περιόδου. Από το κλασικό ρεμπέτικο στο βαρύ λαϊκό και με θέματα κυρίως κοινωνικά. Εδώ κάπου λοιπόν το ύφος της μουσικής του Βαμβακάρη και των συνθετών της γενιάς του δεν έχει ιδιαίτερη αποδοχή. Έτσι, για μια δεκαετία αρχίζουν τα πιο πικρά χρόνια της ζωής του. Πέρασε ημέρες και νύχτες πολύ δύσκολες, το μεροκάματο δεν έβγαινε, οι συνάδελφοί του δεν τον υπολόγιζαν κι εκείνος μαράζωνε, αφού αντιμετώπιζε ξανά, στα 50 του χρόνια αυτή τη φορά, πρόβλημα επιβίωσης. Συν τοις άλλοις, αντιμετώπιζε και την περιφρόνηση του κόσμου. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και ο Μάρκος, μακριά από τη δημοσιότητα, έχει πάει να παίξει σ' ένα ταβερνάκι. Εκεί, μια συντροφιά νεαρών άκουγε τραγούδια από το τζουκ μποξ του μαγαζιού που ήταν πλέον της μόδας. Όταν ο δίσκος τελείωσε, ο Μάρκος προσπάθησε να παίξει με το μπουζούκι του. Κάποιος από την παρέα πετάχτηκε και του είπε: «Άσε μας ρε γέρο τώρα, με το μπουζούκι σου». Ο Μάρκος ένιωσε τόσο προσβεβλημένος εκείνη τη στιγμή, που την άλλη ημέρα, με αφορμή αυτό το τραγικό για εκείνον γεγονός, έγραψε ένα ακόμη εξαιρετικό αυτοβιογραφικό τραγούδι, που ερμήνευσε αργότερα ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης:

Τι πάθος ατελείωτο


Τα δύσκολα χρόνια της μεγάλης φτώχειας του Μάρκου τα έζησε κοντά του ο γιος του Στέλιος (σήμερα συνθέτης και μπουζουκτσής), ο οποίος τον συνόδευε κι έβγαζε το πιατάκι για να μαζεύει τα κέρματα, όταν ο πατέρας του έπαιζε στα ταβερνάκια του Πειραιά. Στου «Παγιώτη» στου Ρέντη, στου «Ξύδη» στην Κοκκινιά και αλλού. «Γυρνούσαμε με τον γέρο ¬ λέει, ¬ μαζεύαμε κάποια λεφτά και κάναμε Χριστούγεννα». Στα μεγάλα μαγαζιά τότε δεν τον ήθελαν τον Μάρκο. Αλλά και όταν κάποιες φορές τον καλούσαν για το πάλκο, τον έβαζαν στην τρίτη σειρά, στο τέλος. «Το 1956, ¬ θυμάται ο Στέλιος Βαμβακάρης, ¬ στου Γιγουρτάκη στη Θηβών, ήταν φίρμες ο Κολουκάκης, ο Γιουλάκης, η Νανά, η Χάιδω, ο θείος μου ο Αργύρης. Όλοι έπαιρναν μεροκάματο από 150-300 δρχ. Του πατέρα μου του έδιναν 50 δρχ.!».

Η περιπέτεια με τα πικρά χρόνια του Μάρκου Βαμβακάρη τελείωσε αναπάντεχα το 1959, όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μ' ένα ποδήλατο πήγε στο σπίτι του, στην Κοκκινιά, απεσταλμένος του Τσιτσάνη που ήταν εκείνη την περίοδο καλλιτεχνικός διευθυντής στην εταιρεία Κολούμπια. «Μάρκο, αδελφέ», του είπε ο Γρηγόρης, «θα γυρίσουμε σε δίσκους τα παλιά σου τραγούδια κι ό,τι καινούργιο μας φτιάξεις». Από τότε αρχίζει μια καινούργια περίοδος δημιουργίας για τον Μάρκο, που κρατάει δώδεκα χρόνια. Δηλαδή μέχρι τον θάνατό του (8 Φεβρουαρίου 1972). Παλιά και νέα τραγούδια του Μάρκου τραγούδησαν τότε οι: Μπιθικώτσης, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Γκρέκα, Διονυσίου, Καμπάνης, Ρεπάνης, Ζαμπέτας, Νέγκρι, Μοσχολιού και νεότεροι ερμηνευτές: «Φραγκοσυριανή», «Αλεξανδριανή», «Μαύρα μάτια», «Διαζύγιο», «Πρωθυπουργός», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Κάβουρας», «Κορδελιώτισσα κ.ά.

Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια


Είναι αυτές οι εκτελέσεις από τις οποίες γνώρισε ο πολύς κόσμος το έργο του Βαμβακάρη και αγάπησε περισσότερο το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Τώρα πια, με τη νέα αναγνώριση, την καταξίωση, άρχισαν οι δόξες και οι τιμές για τον Μάρκο. Τιμητική συναυλία το 1966 στο θέατρο «Κεντρικόν». Βραδιά στο «Χίλτον» όπου έπαιξε και τραγούδησε με τον παλιό του φίλο Στέλιο Κυρομύτη και τους γιους του Στέλιο και Δομένικο, και άλλες εμφανίσεις σε πολλά μαγαζιά με Λαύκα, Στράτο και Παπαϊωάννου.
Μέσα από το έργο του Μάρκου και της γενιάς του, συνέχισαν οι μεγάλοι δημιουργοί Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Λεοντής, Λοΐζος, Μούτσης, Μαρκόπουλος. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και προγενέστεροι δημιουργοί που έγραψαν λαϊκά τραγούδια. «Ο Βαμβακάρης και η γενιά του έστρωσαν το τραπέζι, για ν' απολαμβάνουν σήμερα δεκάδες ή χιλιάδες μουσικοί», έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας και τόνιζε, όπου βρισκόταν: «Ο Μάρκος έκανε το μπουζούκι "επάγγελμα" και ζούμε απ' αυτό».
Αβίαστα, λοιπόν, βγαίνει το συμπέρασμα για τον Μάρκο ότι είναι ο «Γενάρχης» του μπουζουκιού και ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου. Με αυτόν τον τρόπο και εμείς νιώθουμε ευτυχείς που αυτό το μεγάλο κεφάλαιο της μουσικής μας καταξιώθηκε όπως του έπρεπε, αλλά και για τον ίδιο, που πέρασε μέσα από βάσανα και καημούς, αποτυπώνοντάς τα με ψυχή στα τραγούδια του, και που, έστω και στο τέλος, πρόλαβε να δει το έργο του να παίρνει τη θέση που του αρμόζει στην ιστορία της μουσικής του τόπου μας .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου