Ο όρος μπλουζ αναφέρεται στη λαϊκή μουσική των μαύρων Αμερικανών. Ένα είδος που «γεννήθηκε» στις αφροαμερικανικές κοινότητες των νότιον πολιτειών των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα και έφθασε στη δεκαετία του 1960 να αποτελεί το βασικό στοιχείο στην εξέλιξη της αμερικανικής μουσικής.
Μολονότι η συνοδεία οργάνων είναι σχεδόν καθολική, τα μπλουζ είναι κατά βάση φωνητικά. Περισσότερο λυρικά παρά αφηγηματικά, τα τραγούδια εκφράζουν κυρίως τη λύπη ή τη μελαγχολία στον έρωτα. Για πολλά χρόνια τα μπλουζ καταγράφονταν μόνο από μνήμης, ζωντανά και σε προσωπικό επίπεδο. Πρώτη τους εμφάνιση στο δέλτα του Βόρειου Μισισιπή μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Βασισμένα στις αφρικανικές ρίζες τους (μπαλάντες και ρυθμικούς χορούς) εξελίχθηκαν σταδιακά σε μουσική για έναν τραγουδιστή, που δημιουργούσε «διάλογο» ανάμεσα στη φωνή και στην κιθάρα του, τραγουδώντας έναν στίχο και απαντώντας οργανικά.
Επηρεάστηκαν από τα τραγούδια της δουλειάς και του αγρού, το ραγκτάιμ, τη θρησκευτική μουσική και την ελαφρά λαϊκή μουσική των λευκών. Ξεκίνησαν και παίχτηκαν κυρίως από νότιους έγχρωμους εργάτες της γης και οι πρώτες αναφορές στα μπλουζ χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1890 ως τις αρχές του 1900. Το 1912 κυκλοφόρησε το τραγούδι «Memphis Blues», του Γουίλιαμ Κρίστοφερ Χάντι, το οποίο έγινε αμέσως πολύ δημοφιλές.
Τα πρώτα μπλουζ ακολουθούσαν, σε ό,τι αφορά το ρυθμικό τους πρότυπο, τον συχνά ακανόνιστο ρυθμό της φωνής, όπως φαίνεται σε ηχογραφήσεις της δεκαετίας του 1920, ακόμη και της δεκαετίας του 1930, από τους θρυλικούς Τσάρλι Πάτον, Μπλάιντ Λέμον Τζέφερσον, Ρόμπερτ Τζόνσον, Λάιτνινγκ Χόπκινς κ.ά. Οι πρώτες ηχογραφήσεις έγιναν στη δεκαετία του 1920 από μαύρες τραγουδίστριες όπως οι Μάμι Σμιθ, Με Ρέινι, Ίντα Κοξ Και Μπέσι Σμίθ.
Μολονότι η συνοδεία οργάνων είναι σχεδόν καθολική, τα μπλουζ είναι κατά βάση φωνητικά. Περισσότερο λυρικά παρά αφηγηματικά, τα τραγούδια εκφράζουν κυρίως τη λύπη ή τη μελαγχολία στον έρωτα. Για πολλά χρόνια τα μπλουζ καταγράφονταν μόνο από μνήμης, ζωντανά και σε προσωπικό επίπεδο. Πρώτη τους εμφάνιση στο δέλτα του Βόρειου Μισισιπή μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Βασισμένα στις αφρικανικές ρίζες τους (μπαλάντες και ρυθμικούς χορούς) εξελίχθηκαν σταδιακά σε μουσική για έναν τραγουδιστή, που δημιουργούσε «διάλογο» ανάμεσα στη φωνή και στην κιθάρα του, τραγουδώντας έναν στίχο και απαντώντας οργανικά.
Επηρεάστηκαν από τα τραγούδια της δουλειάς και του αγρού, το ραγκτάιμ, τη θρησκευτική μουσική και την ελαφρά λαϊκή μουσική των λευκών. Ξεκίνησαν και παίχτηκαν κυρίως από νότιους έγχρωμους εργάτες της γης και οι πρώτες αναφορές στα μπλουζ χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1890 ως τις αρχές του 1900. Το 1912 κυκλοφόρησε το τραγούδι «Memphis Blues», του Γουίλιαμ Κρίστοφερ Χάντι, το οποίο έγινε αμέσως πολύ δημοφιλές.
Τα πρώτα μπλουζ ακολουθούσαν, σε ό,τι αφορά το ρυθμικό τους πρότυπο, τον συχνά ακανόνιστο ρυθμό της φωνής, όπως φαίνεται σε ηχογραφήσεις της δεκαετίας του 1920, ακόμη και της δεκαετίας του 1930, από τους θρυλικούς Τσάρλι Πάτον, Μπλάιντ Λέμον Τζέφερσον, Ρόμπερτ Τζόνσον, Λάιτνινγκ Χόπκινς κ.ά. Οι πρώτες ηχογραφήσεις έγιναν στη δεκαετία του 1920 από μαύρες τραγουδίστριες όπως οι Μάμι Σμιθ, Με Ρέινι, Ίντα Κοξ Και Μπέσι Σμίθ.