Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

No 400

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

Με το απόσπασμα από «Το τάμα της Ανθούλας» του Ν. Λαπαθιώτη θα σας αποχαιρετήσουμε για φέτος.
Σας ευχόμαστε «Καλές Γιορτές» και «Ευτυχισμένο το 2007».
Ανανεώνουμε το ραντεβού μας για την Τετάρτη 3 Ιανουαρίου κι ελπίζουμε να είστε όλες και όλοι εδώ.

Έπρεπε το πρωί να ‘ναι στο λόχο – στις έξη θα βαρούσε προσκλητήριο – κι όμως, τώρα, δε νύσταζε καθόλου. Είχε πλάι του το Νίκο κι αυτό του 'φτανε. Σιγά-σιγά αλάργεψαν το βήμα.
Η γοητεία της βραδιάς μεθούσε την ψυχή τους. Ήταν μια ανακούφιση και σα μιαν ευτυχία να περπατούν οι δυο τους, μονάχοι. (…)
Η νύχτα ήταν αρκετά προχωρημένη, ώστε να μην υπάρχει φόβος για περίπολο. Έκαναν όλο το μεγάλο γύρο και πήγαν ως την άλλη τη μεριά ίσαμε την πλατεία Αλεξάντρας. Καθήσανε στην άκρη, στο πεζούλι. Είχαν βάνει πρόγραμμα να μην πάνε για ύπνο. Ο Νότης είχε κέφι για ρομάντζα…
Και το φεγγάρι προχωρούσε πάντα. Στο δρόμο δε φαινότανε ψυχή. Τα σπίτια, γύρω στο Πασαλιμάνι, φεγγαρολουσμένα, στη σειρά, έμοιαζαν με πρόσωπα κλεισμένα και νεκρά.
Κοίταζαν αμίλητοι τη θάλασσα.
Ξαφνικά, ο Νότης, δίχως λόγο, άρχισε να σιγοτραγουδάει. Η φωνή του ξέσπασε δειλά και σιγανά. Κ’ η φωνή του Νίκου, ενώθηκε μαζί της. Τραγουδούσαν αργά, μες στο φεγγάρι, με τα μάτια καρφωμένα πέρα, σα να ξυπνούσε μέσα τους μιαν ίδια νοσταλγία – μια νοσταλγία μακρυνή και παραπονεμένη, για κάποιον ακαθόριστο κ’ ευτυχισμένον κόσμο, που και των δυο τους η ψυχή με πάθος λαχταρούσε:
Βάρκα-βαρκούλα,
στα νερά- φύσα, βοριά μου, φύσα – (…)
Και το τραγούδι τους, σιγά-σιγά, δυνάμωσε. Μια νοσταλγία κέρδιζε, τριγύρω τους, τα πάντα…
Το φεγγάρι κόντευε να δύσει. Και προς το μέρος της ανατολής, φάνηκε δειλά, μια γαλανάδα, που, ώρα με την ώρα, προχωρούσε.
Ήταν ώρα να γυρίσουν πίσω.
Πάλι βουβοί κι αμίλητοι, πιασμένοι απ’ το χέρι, πήραν αργά το δρόμο του σταθμού. Πέρασαν απ’ το Θέατρο και βγήκαν στο Ρολόι. Και λίγο πριν να φτάσουν στο σταθμό, σ’ ένα στενάκι σκοτεινό, κοντά στην Αγορά, ο Νότης γύρισε προς τη μεριά του Νίκου – και δίχως λόγο, ξαφνικά, τον φίλησε αδερφικά…
.
Ναπολέων Λαπαθιώτης: Το τάμα της Ανθούλας (Λιβάνης)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2006

No 399

Image Hosted by ImageShack.usEugene Babusher (Ουκρανία)

Είναι νύχτα και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Στα χέρια μου κρατάω την πιο όμορφη φωτογραφία σου. Φοράς στολή αξιωματικού και μόλις έχεις πάρει το απολυτήριο του στρατού. Έχει πανσέληνο και περπατάμε αργά για να συναντήσουμε τη θάλασσα. Είσαι πολύ ωραίος. Το στέρνο σου ευρύ, τα πόδια σου καλοσχηματισμένα. Στο πρόσωπό σου τέλεια ισορροπία. Όλα τα χαρακτηριστικά σου ιχνογραφημένα με τέχνη θαυμαστή από την πιο καλή ώρα της νιότης σου. Τα καστανόξανθα κοντά μαλλιά σου, η σταρένια επιδερμίδα σου, τα πράσινα ολοκάθαρα μάτια σου και οι αρμονικές κινήσεις σου γέμιζαν το θαμπό σκοτάδι με την προσμονή κάποιας ολοκληρωτικής παράδοσης, που δυστυχώς δεν έγινε ποτέ.
.
Γιώργος Μανιώτης: Aνώνυμα γράμματα (ελληνικά γράμματα)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

No 398

Image Hosted by ImageShack.usWarwick Beecham (Αυστραλία)

«Εδώ έξω αφήνουμε τα ρούχα μας» είπε ο Αριστέας και άρχισε να ξεντύνεται. Δεν έμενε παρά να κάνω και εγώ το ίδιο. Η κατάσταση μου θύμιζε τα μπάνια του στρατού, μόνο που εδώ ήταν ο χώρος μισοσκότεινος και δεν υπήρχε άλλος κανείς.
Δίπλα μας υπήρχε ένα άνοιγμα και, αφού κατεβήκαμε μερικά πέτρινα σκαλοπάτια, βρεθήκαμε στη στέρνα μέσα. Γύρω από το στρογγυλό άνοιγμα έδενε η πέτρα με τη χαμηλή οροφή. Παντού νερό, ζεστό νερό που έβγαζε ατμούς και περιόριζε την ορατότητα.
Αναρωτήθηκα αν ήταν βαθιά, αλλά είδα τον Αριστέα να στέκεται ακριβώς στο κέντρο και μόλις να προεξέχει το κεφάλι του. Στήριξα τα χέρια μου στο πεζούλι και έβαλα τα πόδια μέσα. Το νερό έκαιγε, ήταν πολύ ζεστό. Μπήκα ακόμη πιο μέσα, μέχρι που βούλιαξα ολόκληρος. Το σώμα μου μούδιασε και ένιωσα παντού μια γλυκιά παραλυσία. Η αναπνοή μου πήρε έναν αργό ρυθμό.

Θεόδωρος Γρηγοριάδης: Κρυμμένοι άνθρωποι (Πατάκης)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006

No 397

Image Hosted by ImageShack.usGerald Moonen (Νέα Ζηλανδία)

Κανείς δε μας είχε μιλήσει σε τι πραγματικά χρησιμεύει ένα σώμα. Μόνο φόβο για το μέλλον και το άγχος του χρόνου μάς είχανε φανερώσει. Αρχίσαμε λοιπόν να ρωτάμε ο ένας τον άλλο και να μαθαίνουμε, σιγά σιγά, τα μυστήρια της ζωής. Αυτό μας μαλάκωσε και μας έκανε να καταθέσουμε τα πρόχειρα όπλα μας. Ο πόλεμος μεταξύ μας είχε οριστικά τελειώσει και αρχίσαμε να συμπαθούμε ο ένας τον άλλο. Κρυβόμασταν στα υπόγεια και σε διάφορες εγκαταλειμμένες οικοδομές, βγάζαμε τα ρούχα μας και δείχναμε ο ένας στον άλλο το θαύμα της ήβης μας. Φοβόμασταν να μη μας δούνε γιατί είχαμε την εντύπωση ότι κάναμε το πιο απαγορευμένο πράγμα στον κόσμο. Πολλές φορές ακουμπούσαμε τα γυμνά μας σώματα και χάιδευε ο ένας τον άλλο. Μετά αφού η ευχαρίστησή μας με τα αγγίγματα, τις θωπείες και τα φιλιά είχε χαθεί και είχε μείνει μόνο το σκληρό κουκούτσι των τύψεων, μαζεύαμε όπως όπως τα ρούχα μας, ντυνόμασταν, καθόμασταν σιωπηλοί ο ένας δίπλα στον άλλο, και ανάβαμε τσιγάρο. Και το τσιγάρο ήταν απαγορευμένο. Αλλά εμείς το ανάβαμε. Από τη μια, τα σώματα μας ρίχνανε χωρίς πολλές σκέψεις στον κρημνό μιας ερωτικής αλληλεγγύης και μας σπρώχνανε να γυμνωθούμε και να γνωρίσει ο ένας τον άλλο με το μέγα θαύμα της αφής, από την άλλη, το πέλμα του έξω κόσμου μάς αποκεφάλιζε με ένα μεγάλο τρόμο και την πεποίθηση ότι κάναμε άθελα μας το μεγαλύτερο παραστράτημα που τελικά θα ήταν η καταστροφή μας.

Γιώργος Μανιώτης: Σαράντα κύματα (ελληνικά γράμματα)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006

No 396

Image Hosted by ImageShack.usGalya Bukova(Βουλγαρία)

Ο Κώστας Ταχτσής είχε δηλώσει επανειλημμένα την απέχθεια του για απελευθερωτικά κινήματα, όπως για το ΑΚΟΕ, λόγου χάρη, και γενικότερα για οργανωμένες μορφές πάλης. Κάπου έβλεπε το θέμα που βρισκόταν στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του και αποτελούσε άξονα της ζωής του μ’ έναν τρόπο εξωπραγματικό, μεταφυσικό, σχεδόν ρομαντικό. Γιατί πρέπει να είναι κανείς βαθύτατα ρομαντικός για να πιστεύει πως θ’ αλλάξουν κάποιες κοινωνικές συνθήκες με μια τολμηρή συνέντευξη – που δεν υποτιμώ καθόλου τη σημασία της – ή με μια έκρηξη και μια τολμηρή αστικά συμπεριφορά που περιορίζεται, ωστόσο, σ’ ένα αυστηρά προσωπικό επίπεδο. Δυστυχώς, αυτά μπορούν να δίνουν μια αυτοϊκανοποίηση ή να εξασφαλίζουν έναν υψηλό βαθμό προσωπικής αξιοπρέπειας, αλλά αυτά είναι κέρδη ιδιωτικής κατανάλωσης. Μόνο μέσα από συλλογικές προσπάθειες και πιέσεις – μόνο, δηλαδή, μέσα από ένα είδος οργανωμένης πολιτικής πρακτικής και αγώνα – υπάρχει μια μικρή, ελάχιστη ίσως, ελπίδα αλλαγής. Προοπτική βελτίωσης κάποιων εχθρικών συνθηκών. Είναι κάτι που οι περισσότερες μειονότητες, πολύ περισσότερο εδώ, στο σκόρπιο και από χαρακτήρα ανένταχτο και διαλυμένο μέσα στη σχιζοφρένιά του Έλληνα δεν έχουν συνειδητοποιήσει.

Ανδρέας Αγγελάκης: Κώστας Ταχτσής. Η κοινωνική και ποιητική του περίπτωση (Καστανιώτης)

Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006

No 395

Image Hosted by ImageShack.usPedro Centeno Vallenilla (Βενεζουέλα)
.
Αν ξεπεράσει, λοιπόν, κανείς την επιθετικότητα αυτή, κατά βάθος ο Ταχτσής είχε δίκιο. Αυτός έβλεπε το πράγμα βαθιά, με μια φιλοσοφία που απέρρεε από μια μακροπρόθεσμη και μάλλον πεσσιμιστική αντίληψη των πραγμάτων, σύμφωνη με την καταραμένη του φύση και τις ατομικιστικές του πεποιθήσεις, όπως γράφει κάπου αλλού: «Καμία στράτευση, κανένα κίνημα δεν μπορεί βασικά ν’ αλλάξει την ανθρώπινη φύση».Οι άλλοι, πάλι, ιδρύοντας ένα κίνημα, ήταν φυσικό να ψάχνουν για πιο βραχυπρόθεσμες πολιτικές πρακτικές και για πιο πιασάρικες, αν και εφήμερες, θεωρητικές λύσεις. Πού να καθήσουν τώρα, ή μάλλον, πού να κάθονταν τότε, να διανοηθούν εκείνο το θαυμάσιο που, απ’ την προσωπική αντίφαση του ίδιου του τρανσβεστισμού του, ο Ταχτσής είχε στο μυαλό του, και που, αργότερα, έξοχα διατύπωσε ως εξής: «Σαν υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος ήμουν υποχρεωμένος να διαχωρίσω τα πράματα ακόμα κι αν συνέβαινε να μην με συμφέρει προσωπικά. Δεν μπορούσα ν’ αφήσω να ταυτιστεί με μια πουτάνα της Συγγρού ο σημερινός, ανιδιοτελής ομοφυλόφιλος έφηβος που ήμουν κι εγώ κάποτε…».Το κακό εκ μέρους του ΑΚΟΕ σκέφτομαι ότι ήταν όχι τόσο το να αποτανθούν στον Ταχτσή για βοήθεια, όσο το ότι, ψάχνοντας να επανδρώσουν το κίνημά τους με ονόματα, φτασμένους και επώνυμους, για την συνεπαγόμενη διαφήμιση και το κύρος του, να επιμένουν τόσο με τον Ταχτσή, αφού τον έβλεπαν να διαφωνεί ή διαφωνούσαν αυτοί μαζί του. Και το άλλο κακό, εκ μέρους του Ταχτσή, πάλι, ήταν το να επιμένει κι αυτός, τόσο εγωιστικά, και, αντί ν’ αποσυρθεί όταν έβλεπε ότι δεν τα ‘βρισκε μαζί τους, να επιτίθεται με γράμματα στον Τύπο, ζητώντας ως και την παρέμβαση της Αστυνομίας και του Υπουργείου, αυτός, ένας τόσο πονεμένος πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα άνθρωπος και καλλιτέχνης, με αποτέλεσμα να τα σκέφτεται όλα αυτά αργότερα, στις νηφάλιες στιγμές του, και να γράφει: « Εγώ τα ‘γραψα όλα αυτά; Τι μου ‘ρθε; Τους καημούς των τραβεστί τούς ήξερα καλύτερα απ’ τον Βελισσαρόπουλο κι όλους τους έμμεσους καλοθελητές που θα ‘τρεχαν στην εκδήλωση, γιατί να κάνω αυτήν την έμμεση επίθεση εναντίον τους;»
.
Τάκης Σπετσίωτης: Ταχτσής – Δεν ντρέπομαι. Λογοτεχνικό χρονικό (Πολύχρωμος Πλανήτης)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

No 394

Image Hosted by ImageShack.usSteve Walker (Καναδάς)

.......................................................................................18.6.88
Μελίνα,
κοινοί φίλοι μού έχουν μεταφέρει κατά καιρούς σου: «Γιατί με βρίζει ο Ταχτσής;» Διερωτώμαι ποιοι είναι αυτοί και σε τι αποβλέπουν όταν σου λένε ότι «σε βρίζω». Θα είχα πολλούς λόγους να το κάνω τα τελευταία οχτώ χρόνια, αλλά δεν το ‘κανα. Χωρίς αυτό βα σημαίνει ότι δεν εξέφραζα ενίοτε κάποια προσωπική πικρία ή την αντίθεσή μου στον τρόπο που ασκείς τα καθήκοντα σου ως υπουργός πολιτισμού.
Θα σου απαριθμήσω μερικά από τα αίτια της προσωπικής πικρίας μου. Αίτια για τα οποία ευθύνονται οι συνεργάτες που κατά καιρούς μαζεύεις γύρω σου, αναλαμβάνοντας όμως έτσι και την ευθύνη των ενεργειών τους.
Δε θα ξεχάσω ποτέ την αλγεινή εντύπωση που μου έκανε την ημέρα των εκλογών του ’81 η παρουσία του Νίκου Μουρατίδη («του Νίκου μας» κατά την έκφραση της Ζήκας). Ήταν ο άνθρωπος που από θαυμαστής μου το ’72, μετεβλήθη σε φανατικό εχθρό όταν αρνήθηκα να τον δέχομαι «για καφεδάκι» στο γραφείο μου το ’75 που ήμουνα στην ΕΡΤ. Κι ακόμα πιο φανατικός όταν αντιτάχθηκα στο γελοίο τρόπο ίδρυσης του ΑΚΟΕ εκ μέρους του Βελισσαρόπουλου – κάτω απ’ τις φούστες των εκδιδόμενων τραβεστί, απ’ τους οποίους μοιραία «καπελώθηκε» κι εκφυλίστηκε το κίνημα.
Ήταν ο άνθρωπος που έκανε τις δημόσιες σχέσεις του τραβεστί «Μπέτυ», τον οποίο, με τη μεσολάβηση της Μανουέλλας, δέχτηκες και στο σπίτι σου: κι αυτό την ίδια εποχή που, με παρότρυνση του Μπασιάκου – κι έχω σχετική δήλωση του «Μπέτυ» γι’ αυτό υπογεγραμμένη από μάρτυρες – απεπειράτο να με δολοφονήσει, και με τη συμμορία του απειλούσε τον Αγγελόπουλο να μη γυρίσει το «Τ.Σ.» γιατί θα του τα «κάναν λίμπα»

Κώστας Ταχτσής: Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής; (Πατάκης)

Κυριακή, Δεκεμβρίου 10, 2006

No 393

Image Hosted by ImageShack.usHans Kohl (Γερμανία)

Η κεντρική ιδέα του Τόνιο Κρέγκερ συνοψίζεται νομίζω στο δίλημμα του ίδιου του Μαν: Τέχνη ή Ζωή;
Τέχνη, όπως την καταλάβαινε την εποχή εκείνη, δηλαδή ηθικός μηδενισμός, άβυσσος, ή Ζωή, δηλαδή ανθρωπιά και καλοσύνη, αρετές που, περιέργως, ταύτιζε με τους «συνηθισμένους»; Αυτός ο αυθαίρετος διαχωρισμός των ανθρώπων σε «συνηθισμένους» κι «ασυνήθιστους» αποτελεί το μεγάλο μειονέκτημα του διηγήματος, αλλά και τη μεγάλη του γοητεία. Όταν εξετάσεις, βέβαι, κάπως ψύχραιμα το θεωρητικό του υπόβαθρο – επιστημονικοφιλοσοφικό, ψυχολογικό κτλ. – το βρίσκεις σαθρό ή τουλάχιστον σχηματικό και ελλιπές. Όσο μεγαλύτερος είναι ένας συγγραφέας – δηλαδή όσο περισσότερο είναι το έργο του προορισμένο ν’ αντέξει την δοκιμασία του χρόνου – τόσο λιγότερο διασπά την αιώνια ενότητα της ζωής, τόσο λιγότερο υποκύπτει στον πειρασμό να βάλει στους ανθρώπους πινακίδες – ο «κακός», ο «καλός», ο «αναίσθητος», ο «ευαίσθητος» κ.ο.κ. Τώρα πια, αν είμαστε για κάτι τι σχετικά βέβαιοι, είναι πως όλοι οι άνθρωποι είναι συγχρόνως και «καλοί» και «κακοί», κι εγκληματίες και θύματα. Βέβαια, αυτή η γνώση δεν έχει καταφέρει ακόνα να εισδύσει ως την καθημερινή ζωή, κι έτσι πέφτουμε όλοι μας συνεχώς στο ίδιο λάθος με τον Μαν. Κι απ’ την άλλη μεριά, ενώ είν’ αλήθεια πως οι άνθρωποι είναι συγχρόνως και εγκληματίες και θύματα, είναι εξίσου αλήθεια ότι μερικοί είναι περισσότερο εγκληματίες και λιγότερο θύματα, και ότι τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους τις υφίστανται αυτοί που είναι περισσότερο θύματα και λιγότερο εγκληματίες. Οι τύποι λοιπόν που διαγράφονται από τον Μαν σε τούτο το διήγημα, δεν είναι, στην πράξη, τόσο ξεπερασμένοι όσο κολακευόμαστε να πιστεύουμε στις αισιόδοξες στιγμές μας. Όλες οι επαναστάσεις – κοινωνικοπολιτικές, επιστημονικές, ψυχολογικές, σεξουαλικές κτλ. – δεν φαίνεται να ‘χουν αλλάξει και πολύ την ανθρώπινη «φύση». Ίσως κάποτε συμβεί κι αυτό, αν κι εγώ τουλάχιστο δεν το πολυπιστεύω.

Κώστας Ταχτσής: Η γιαγιά μου η Αθήνα (Ερμής)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 09, 2006

No 392

Image Hosted by ImageShack.usRinaldo Hopf (Γερμανία)

Τι βρήκα στην Ελλάδα επιστρέφοντας; Την ίδια κόλαση επαρχιωτισμού, παρωχημένων ιδεών κι άλυτων αντιφάσεων που ειχ’ αφήσει φεύγοντας. Οι νεαροί εργάτες και οι φοιτητές διαδήλωναν στους δρόμους υπό τους ήχους των θουρίων του Θεοδωράκη, 114, ψωμί-παιδεία-ελευθερία, στις ταβέρνες η πρώτη φουρνιά των καμακιών χόρευε το συρτάκι της αυτάρεσκη, ανίδεη κι οι τουρίστες χάζευαν. Κι αυτό το ‘λεγαν «άνοιξη», το ‘λεγαν «αναγέννηση».
Εγώ είχα τους ενδοιασμούς μου (…) Παιδεία ναι, κανείς δεν είχε αντίρρηση. Αλλά, γαμώτο, τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη μου ατυχή έκδοση, το βιβλίο μου είχε πουλήσει οχτώ αντίτυπα. Όσο για την ελευθερία, μμ, οι ίδιοι νέοι, που τη μια στιγμή το κραύγαζαν, την άλλη έκραζαν όποιον τολμούσε να φορέσει έστω και ένα απλό χρωματιστό πουκάμισο: «Σκοτώστε την!» Όταν έπεφταν απάνω τους βροχή τα κλομπ των μπάτσων, δεν ήμουν βέβαιος πως, πλαί στην αγανάκτηση, δεν ένιωθα και μια κρυφή ικανοποίηση.
Σ’ αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πώς να μιλήσω για πράματα που απείχαν ακόμα έτη φωτός απ’ τους καημούς αυτών των ανθρώπων που αγαπούσα και που, όπως ήλπιζα, μια μέρα θα με διάβαζαν; (…)
Κατέληξα στη λύση ενός αλληγορικού μυθιστορήματος ψευδο-επιστημονικής φαντασίας. Ο ήρωας, φαινομενικά ένας άνθρωπος όπως όλοι οι άνθρωποι, στην πραγματικότητα θα ‘χε έρθει – δεν το ‘χα αποφασίσει ακόμα – ή απ’ το διάστημα καβάλα σ’ ένα UFO ή από τη μυστηριώδη και ανεξιχνίαστη ακόμη περιοχή της παραψυχολογίας. Οι νόμοι της γήινης φυσικής δε θα ίσχυαν γι’ αυτόν. Θα εκινείτο σαν τον ψύλλο μέσα στο χώρο και το χρόνο, και θα ζούσε σ’ ένα όργιο αενάων μεταμορφώσεων.

Κώστας Ταχτσής: Το φοβερό βήμα (Εξάντας)

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 08, 2006

No 391

Image Hosted by ImageShack.usGengoroh Tagame (Ιαπωνία)

Πράγματι, η καταγραφή και διάσωση της όποιας ανθρώπινης εμπειρίας, και της παραμικρής, έχει πάντα αξία για τους επερχόμενους. Πόσο μάλλον που ο Ταχτσής δεν υπήρξε η όποια περίπτωση ζωής, αλλά σπάνιο δείγμα αναμφισβήτητα αυθεντικού καλλιτέχνη και αναγνωρισμένα ταλαντούχου διανοούμενου, που πέρασε κυριολεκτικά δια πυρός και σιδήρου, που, αν δεν διάλεξε, ενεδύθη, πάντως τον μανδύα του μαρτυρίου και κατρακύλησε, ενίοτε με ηδονή, όσο πιο κάτω γινόταν «στου Κακού τη σκάλα». Βάδισε στα χνάρια των μεγάλων κολασμένων, του Ζαν Ζενέ, «Άγιου και Μάρτυρα» κατά τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, του Αρθούρου Ρεμπώ (κατεχόταν ασφαλώς από αυτό που έχω ονομάσει «σύνδρομο Ρεμπώ» στη νεοελληνική λογοτεχνία, της σιωπής και της φυγής σε άλλες ηπείρους…), του τριαντεξάχρονου, που βιάστηκε να γράψει «ΤΕΛΟΣ», Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, του Πιερ Πάολο Παζολίνι, πιο πολύ, που κι αυτόν τον έλιωσε ο έσχατος «εραστής»…
ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

Από το επίμετρο του
Κώστας Ταχτσής: Το τρίτο στεφάνι από τη μεριά της Νίνας (Καστανιώτης)
Δραματουργική επεξεργασία: Θανάσης Θ. Νιάρχος – Νίκος Καραγεώργος

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

No 390

Image Hosted by ImageShack.usDonald Stuart Leslie Friend (Αυστραλία)

(…) στην κρίσιμη εκείνη ηλικία, έχασα μια μοναδική ευκαιρία να ενταχθώ στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της εποχής μου, να συμμεριστώ τις χαρές και τις λύπες των παιδιών της ηλικίας μου, αγοριών και κοριτσιών, κι ίσως μ’ αυτό τον τρόπο να κερδίσω και τον αμφίρροπο ακόμα τότε αγώνα που έδινα με τον εαυτό μου να κάνω μια λίγο πολύ ομαλή ερωτική ζωή. Όλα μέσα μου κλονίστηκαν. Ακόμα κι η πεποίθηση που είχα ότι ήξερα να γράφω. Στράφηκα προς την ποίηση. Όταν ωρίμασα και κατάλαβα πως εγώ είχα δίκιο και οι συμμαθητές μου άδικο, ξαναγύρισα στην πεζογραφία.
Το ’53 άρχισα να το σκάω απ’ την Ελλάδα – ταυτίζοντας θρασύτατα τον εαυτό μου με τον Ρεμπό. Πάντως υπήρχε ανάμεσά μας μια ομοιότητα: κάθε φορά αναγκαζόμουν να γυρίσω στην Ελλάδα ηττημένος. Το καλοκαίρι του ’56 έγραψα τα τελευταία ποιήματά μου κι αποφάσισα να ξαναφύγω απ’ την Ελλάδα και ν’ αφωσιωθώ στην πεζογραφία.

Κώστας Ταχτσής: Ένας Έλληνας δράκος στο Λονδίνο (Καστανιώτης)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 06, 2006

No 389

Image Hosted by ImageShack.usΓιάννης Τσαρούχης

ΑΓΑΠΗ

θα εξορύξω και θα πιω τα μάτια μου
για να σε δω με τα δικά σου μάτια
όταν κοιτάζεσαι
μεσ’ τον καθρέφτη για να ξυριστείς

Κώστας Ταχτσής: Καφενείο Το «Βυζάντιο» (Γαλαξίας-Ερμείας)

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 04, 2006

No 388

Image Hosted by ImageShack.usNick Bakes

Ούτε υποκριτής ήταν, ούτε πουριτανός. Αγαπούσε πολύ το σεξ για να καταδικάσει οποιαδήποτε έκφραση λαγνείας και, παρ’ ότι είχε αποθαρρύνει όσους ομοφυλόφιλους τον είχαν φλερτάρει, δεν ήταν η αδιαφορία ή η αποστροφή ο λόγος. Έτσι, η τωρινή ταραχή του οφειλόταν περισσότερο στο ότι τον είχαν εξαπατήσει παρά στο φύλο του απατεώνα.
«Τι μου έκανες;» Μόνο αυτό κατόρθωσε να πει. «Τι μου έκανες;»
Ο Πάι’ο πα δεν προσπάθησε να ξεφύγει, ίσως ξέροντας πως η γύμνια του ήταν η καλύτερη άμυνά του.
«Ήθελα να σε γιατρέψω» είπε. Η φωνή του, αν και τρεμάμενη, ήταν μελωδική.
«Μου έδωσες κάποιο ναρκωτικό»
«Όχι!» είπε ο Πάι.
«Μη μου λες εμένα όχι! Νόμισα πως ήσουν η Τζούντιθ! Με άφησες να πιστέψω πως ήσουν η Τζούντιθ!» Κοίταξε τα χέρια του κι ύστερα το μυώδες, λεπτό κορμί μπροστά του. «Ένιωσα εκείνη, όχι εσένα». Το ίδιο παράπονο πάλι. «Τι μου έκανες;»
«Σου έδωσα αυτό που λαχταρούσες» αποκρίθηκε ο Πάι.
Ο Ευγενής δεν είχε τι να ανταπαντήσει. Κατά κάποιον τρόπο, ήταν η αλήθεια.
.
Clive Barker: Ιμάτζικα (Bell)

Κυριακή, Δεκεμβρίου 03, 2006

No 387

Image Hosted by ImageShack.usClaudio Tessai (Βενεζουέλα)


Ο Γκρίφιν παίρνει βαθιά αναπνοή και λέει: «Έι, θες να ‘ρθεις σπίτι μου; Oι γονείς μου πήγαν στη Ρώμη για τα Χριστούγεννα». Κάποιος αλλάζει κασέτα, αναστενάζω, κοιτάζω το ποτήρι της σαμπάνιας που κρατάει, μετά αδειάζω γρήγορα το δικό μου και λέω: «βέβαια, γιατί όχι;»

Ο Γκρίφιν είναι όρθιος στο παράθυρο της κραβατοκάμαρας του, κοιτάζει έξω στην πίσω αυλή, στην πισίνα, φορώντας μόνο ένα σωβρακάκι κι εγώ κάθομαι στο πάτωμα, στηρίζοντας την πλάτη μου στο κρεβάτι του, βαριεστημένος, ξεμέθυστος και καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Ο Γκρίφιν με κοιτάζει και αργά, αδέξια, βγάζει το εσώρουχό του, εγώ παρατηρώ πως το μαύρισμά του είναι ενιαίο κι αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι γιατί και σχεδόν με πιάνουν τα γέλια.

Ξυπνάω κάποια στιγμή πριν να ξημερώσει. […] φοράω τα εσώρουχά μου, αφού βεβαιωθώ ότι δεν είναι του Γκρίφιν, μετά ρίχνω μια ματιά γύρω στο δωμάτιο και με πιάνει πανικός γιατί δεν μπορώ να βρω τα ρούχα μου. Τότε μού’ρχεται στο νού ότι η υπόθεση ξεκίνησε στο λίβινγκ ρουμ χτες βράδυ…
.
Μπρετ Ήστον Έλλις: Λιγότερο από μηδέν (σέλλας)

Σάββατο, Δεκεμβρίου 02, 2006

No 386

Image Hosted by ImageShack.usRobert Flynt (ΗΠΑ)

Άκουσε το φρενάρισμα του αυτοκινήτου, το τρίξιμο των λάστιχων μπροστά από το σπίτι και, επειδή ζούσε με το φόβο των αστυνομικών, πετάχτηκε από το κρεβάτι της για να κρυφοκοιτάξει. Από το παράθυρο είδε το αυτοκίνητο: στο γαλαζωπό φως της αυγής διέκρινε την απρόσωπη σιλουέτα του Μάυτα να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και, από την άλλη μεριά, τον οδηγό. Ετοιμαζόταν να πέσει πάλι στο κρεβάτι της όταν κάτι – κάτι παράξενο, ασυνήθιστο, δύσκολο να εξηγηθεί, να προσδιοριστεί - την τάραξε. Κράτησε το πρόσωπό της κολημμένο στο τζάμι. Γιατί ο άλλος είχε κάνει μια κίνηση για να αποχαιρετήσει τον Μάυτα που δεν της φάνηκε φυσιολογική για τον άντρα της. Από ένα χωρατατζή, ένα γλεντζέ, ένα μεθύστακα θα χώραγε μια τέτοια διαχυτικότητα. Όμως ο Μάυτα δεν ήταν ούτε παιχνιδιάρης ούτε πολύ ανοιχτός με τους φίλους του. Τότε λοιπόν; O τύπος, εν είδει αποχαιρετισμού, τον είχε αγγίξει στο άνοιγμα του παντελονιού. Στο άνοιγμα του παντελονιού. Του την κράταγε ακόμα και ο Μάυτα, αντί να του πάρει το χέρι από κει – φύγε μεθύστακα! πάρε το ξερό σου από κει, μεθύστακα! – αφέθηκε να παρασυρθεί προς το μέρος του. Τον αγκάλιαζε. Φιλιόντουσαν. Στο πρόσωπο, στο στόμα.
.
Μάριο Βάργκας Λιόσα : Mια ιστορία για τον Μάυτα ( Καστανιώτης)