Μόλις βγήκε από τη θάλασσα του είπαν ότι είχε φτάσει η ώρα να επιστρέψει. Τους κοίταξε σαστισμένος, έτοιμος να διαμαρτυρηθεί αλλά εκείνοι επέμεναν. Τότε αυτός άρχισε ξαφνικά να κυλιέται στην άμμο μέχρι που κάθε σπιθαμή του σώματός του καλύφθηκε από ένα παχύ στρώμα. «Οι διακοπές σου τελείωσαν!», ξαναείπαν εκείνοι κι αυτός σε μια ύστατη προσπάθεια να τους μεταπείσει, έπεσε ικέτης στα πόδια τους. Έμεινε έτσι ακίνητος με τα χέρια ενωμένα στη στάση της απόλυτης επίκλησης ελπίζοντας ότι τελικά θα τον λυπηθούν και θα τον αφήσουν να παρατείνει τις διακοπές του.
«Το πλοίο φεύγει σε μία ώρα. Φρόντισε να είσαι εγκαίρως στο λιμάνι», του φώναξαν τελεσίδικα καθώς αποχωρούσαν από την παραλία. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά, μερικοί από τους παραθεριστές τον πλησίασαν λέγοντάς του αρχικά λόγια παρηγοριάς και στην συνέχεια τον παρακίνησαν να υπακούσει. Πιο πιεστικοί ήταν αυτοί που θα αναχωρούσαν τις επόμενες μέρες. «Στο κάτω- κάτω», του είπε ένας συνταξιούχος με απεριόριστο χρόνο διακοπών, «όλοι κάποια στιγμή θα φύγουμε». Αυτός όμως δεν αντέδρασε καθόλου, μόνο μία στιγμή οι πιο παρατηρητικοί διέκριναν μια ελάχιστη κίνηση, κάτι σαν αναστεναγμό να διαπερνά το σώμα του και σε κάποια σημεία η άμμος έκανε μικρές ανεπαίσθητες ρωγμές.
Αργότερα το καράβι που πέρασε πολύ κοντά στην παραλία, χωρίς αυτόν επιβάτη, έστειλε έξω ένα μεγάλο κύμα. Όλοι περιμένανε ότι θα παρέσυρε την άμμο, θα ξέπλενε το σώμα του και επιτέλους με την ψυχρολουσία θα σηκωνόταν. Όμως όταν τραβήχτηκαν τα νερά, η άμμος ήταν ανέπαφη κι εκείνος παρέμενε ακίνητος.
Ήταν ένα ανεξήγητο φαινόμενο που προβλημάτισε τους πάντες. Ένας πιτσιρικάς που είχε μανία να χαλάει κάθε εφήμερη δημιουργία στην παραλία, πήρε φόρα και κλώτσησε δυνατά το σώμα. Αμέσως μετά άρχισε να ουρλιάζει χοροπηδώντας στο άλλο πόδι. Τότε οι πιο τολμηροί φανερά εκνευρισμένοι αποφάσισαν να τον ανατρέψουν. Επεχείρησαν συντονισμένα αρκετές φορές, αλλά όσο και να προσπάθησαν δεν τα κατάφεραν. Ήταν πλέον πακτωμένος.
Η τελευταία παρέα που άφησε την παραλία όταν πια άρχισε να σουρουπώνει του απηύθυνε μια κοροϊδευτική καληνύχτα. Στη φωνή τους όμως διέκρινες ξεκάθαρα μια χροιά ζήλιας για το σθένος της μοναχικής του εξέγερσης. Το ίδιο βράδυ σε όλες τις ταβέρνες του νησιού πάνω από συναγρίδες της σχάρας, τηγανητά μπαρμπούνια και καλομαγειρεμενες αστακομακαρονάδες, το θέμα του πετρωμένου παραθεριστή μονοπώλησε τις συζητήσεις και ακούστηκαν τα πιο ευφάνταστα σενάρια στην προσπάθεια να εξηγηθεί το γεγονός.
Παρέμεινε εκεί άφθαρτος όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι αλλά και αυτά που ακολούθησαν. Κι επειδή οι άνθρωποι θέλουν να δίνουν ονόματα σε όλα, το τρίτο καλοκαίρι κάποιος είπε: «Σήμερα να πάμε στην παραλία του Προσκυνητή.» Όλοι κατάλαβαν αμέσως ποια εννοούσε και συμφώνησαν ότι το όνομα ήταν πολύ πετυχημένο, όχι μόνο λόγω της στάσης αλλά γιατί όπως κάποιος παρατήρησε το ‘γλυπτό’ ήταν στραμμένο προς το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, προστάτη του Νησιού από τότε που λέγεται ότι απώθησε τους πειρατές ορμώντας με το άρμα του στο καράβι τους , την τελευταία φορά που εκείνοι επιτέθηκαν στο Νησί πριν εκατό χρόνια.
Γρήγορα ο ‘ Προσκυνητής’ έγινε σημείο αναφοράς. Ο χώρος γύρω του ήταν το κομμάτι της παραλίας που γέμιζε πρώτο. Πολλοί άπλωναν πάνω του τις πετσέτες για να στεγνώσουν κι άλλοι ακουμπούσαν την πλάτη τους στα πλευρά του και διάβαζαν με τις ώρες. Όταν άνθιζαν τα κρινάκια, στο πίσω μέρος της παραλίας κοντά στη ξερολιθιά, μερικοί -παρά τις έντονες διαμαρτυρίες- κόβανε δυο τρία για να τα τοποθετήσουν στην οπή που σχημάτιζαν τα ενωμένα του χέρια. Και οι πιτσιρικάδες πολύ συχνά τον χρησιμοποιούσαν σαν ίππο ενόργανης: παίρνανε φόρα από μακριά, πατούσαν δυνατά ένα βήμα πριν, ακουμπούσαν τεντωμένα τα χέρια στη ράχη του και βρισκόταν με κατακόρυφη αναστροφή από την άλλη πλευρά.
Με τα χρόνια το αρχικό όνομα της παραλίας Ωραία Πούντα, άρχισε να ξεχνιέται - ακόμα και οι ντόπιοι αναγκάστηκαν να την αποκαλούν «του Προσκυνητή» ώστε να συνεννοούνται με τους τουρίστες που ερχόταν έχοντας αποστηθίσει εν πλω ταξιδιωτικούς οδηγούς που στις ανανεωμένες εκδόσεις τους είχαν αντικαταστήσει πλέον την παλιά με την νέα ονομασία.
Ένα καλοκαίρι πριν μερικά χρόνια, οι πρώτοι από τους τακτικούς παραθεριστές που έφτασαν στο νησί διαπίστωσαν έκπληκτοι ότι ο προσκυνητής δεν βρισκόταν πλέον στην παραλία. Οι ντόπιοι δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι απέγινε το ‘γλυπτό’. Ακολούθησαν έντονες συζητήσεις, διατυπώθηκαν εικασίες, εκφράστηκαν πολλές απόψεις, αλλά έτσι όπως οι άνθρωποι γρήγορα συνηθίζουν και τις πιο οδυνηρές αλλαγές, στο καράβι της επιστροφής ήδη είχαν ξεχάσει το γεγονός και είχαν αρχίσει να κάνουν νοερά τους συνήθεις φθινοπωρινούς προγραμματισμούς τους.
Αν το καλοκαίρι της εξαφάνισης κανένας δεν είχε απλώσει την πετσέτα του στο σημείο που ήταν ο Προσκυνητής, τα επόμενα με την κοσμοσυρροή που παρατηρήθηκε δεν έμεινε το παραμικρό κομμάτι της παραλίας ακάλυπτο. Η κοσμοσυρροή οφειλόταν κυρίως σε απανωτά εκτενή αφιερώματα στο Νησί σε περιοδικά, ένθετα Κυριακάτικων εφημερίδων. Το μερίδο του λέοντος αυτών των αφιερωμάτων διεκδικούσε η παραλία του Προσκυνητή. 'Διαμάντι του Πελάγους' και 'Επίγεια Εδέμ' ήταν οι δύο επικρατέστεροι χαρακτηρισμοί στις λεζάντες κάτω από πανοραμικές φωτογραφίες της παραλίας.
Κι ενώ στις λεζάντες δεν υπήρχε ποικιλία, τα κείμενα των αφιερωμάτων -που περιείχαν ως συνήθως λάθη και ανακρίβειες- ανέπτυσσαν το καθένα μια διαφορετική, εξωφρενική εκδοχή της ιστορίας του Προσκυνητή. Καμία από αυτές δεν είχε την παραμικρή σχέση με την αλήθεια. Σας παρακαλώ, αν έπεσαν στα χέρια σας παρόμοια δημοσιεύματα, μην πιστέψετε το παραμικρό. Ήμουνα εκεί και τα είδα όλα με τα μάτια μου. Το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού μου ποδιού είναι ακόμα θεόστραβο από εκείνη την κλωτσιά που του έριξα την ημέρα που πέτρωσε.
Στον Jean Bodenes
που φιλοτέχνησε τον ‘Προσκυνητή’
και σε όλους όσους δεν ήθελαν,
αλλά τελικά επέστρεψαν.
Μουσική: Quixote, του Brian Eno από το άλμπουμ Music for Films, Vol 3