ΠΡΟΣΦΑΤΑ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αναδημοσίευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αναδημοσίευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017






Αυτό το άρθρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό του Μαλατέστα Pensiero e Volontà το Μάιο του 1926.

Θεωρητικά «δημοκρατία» σημαίνει κυβέρνηση του λαού· κυβέρνηση από όλους για όλους με τις προσπάθειες ολονών. Σε μια δημοκρατία ο λαός πρέπει να είναι σε θέση να λέει ό,τι θέλει, να ορίζει τους εκτελεστές της βούλησής του, να παρακολουθεί τις επιδόσεις τους και να τους απομακρύνει όταν τον βολεύει.
Φυσικά αυτό προϋποθέτει ότι όλα τα άτομα που απαρτίζουν ένα λαό είναι σε θέση να σχηματίζουν γνώμη και να την εκφράζουν για όλα τα θέματα που τα ενδιαφέρουν. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας είναι πολιτικά και οικονομικά ανεξάρτητος και ως εκ τούτου κανένας, που ζει, να μην είναι υποχρεωμένος να υποβληθεί στη βούληση άλλων.
Αν υπάρχουν τάξεις και άτομα που στερούνται των μέσων παραγωγής και επομένως εξαρτώνται από τους άλλους από το μονοπώλιο πάνω στα μέσα αυτά, το λεγόμενο δημοκρατικό σύστημα δεν μπορεί παρά να είναι μόνο μια υποκρισία, και μια υποκρισία που χρησιμεύει για να εξαπατά τη μάζα του λαού και να την κρατάει υπάκουα με μια εξωτερική επίδειξη εθνικής κυριαρχίας, ενώ η διακυβέρνηση των προνομιούχων και κυρίαρχων τάξεων είναι στην πραγματικότητα διασωσμένη και παγιωμένη. Τέτοια είναι η δημοκρατία και τέτοια ήταν πάντα σε μια καπιταλιστική δομή, όποια μορφή κι αν παίρνει, από συνταγματική μοναρχία μέχρι τη λεγόμενη άμεση διακυβέρνηση.
Δεν θα μπορούσε να υπάρχει τέτοιο πράγμα σαν τη δημοκρατία, κυβέρνηση του λαού, σε κάτι άλλο πέρα από ένα σοσιαλιστικό καθεστώς, όταν τα μέσα παραγωγής και διαβίωσης είναι κοινωνικοποιημένα και το δικαίωμα όλων να παρεμβαίνουν στη λειτουργία των δημοσίων υποθέσεων βασίζεται και είναι εγγυημένο από την οικονομική ανεξαρτησία του κάθε ατόμου. Σε αυτή την περίπτωση θα φαινόταν ότι το δημοκρατικό σύστημα ήταν το πλέον σε θέση να εγγυηθεί τη δικαιοσύνη και την εναρμόνιση της ατομικής ανεξαρτησίας με τις βιοτικές ανάγκες της κοινωνίας. Και έτσι φαίνεται, περισσότερο ή λιγότερο καθαρά, σε εκείνους που, στην εποχή των απόλυτων μοναρχιών, πολέμησαν, υπέφεραν και πέθαναν για την ελευθερία.
Αλλά για το γεγονός ότι, βλέποντας τα πράγματα όπως πραγματικά είναι, η κυβέρνηση όλου του λαού προκύπτει ότι είναι κάτι ανέφικτο, λόγω του γεγονότος ότι τα άτομα που απαρτίζουν το λαό έχουν διαφορετικές απόψεις και επιθυμίες και ότι ποτέ, ή σχεδόν ποτέ, σε οποιαδήποτε ερώτηση ή πρόβλημα δεν μπορούν όλοι να συμφωνήσουν. Ως εκ τούτου η «κυβέρνηση όλου του λαού», αν πρέπει να έχουμε μια κυβέρνηση, μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να είναι μόνο κυβέρνηση της πλειοψηφίας. Και οι δημοκράτες, είτε σοσιαλιστές είτε όχι, είναι πρόθυμοι να συμφωνήσουν. Προσθέτουν, είναι αλήθεια, ότι πρέπει κανείς να σέβεται τα δικαιώματα της μειοψηφίας· αλλά δεδομένου ότι είναι η πλειοψηφία που αποφασίζει ποια είναι αυτά τα δικαιώματα, ως αποτέλεσμα οι μειοψηφίες έχουν μόνο το δικαίωμα να κάνουν ό,τι θέλει και επιτρέπει η πλειοψηφία. Το μόνο όριο στη βούληση της πλειοψηφίας θα ήταν η αντίσταση που οι μειοψηφίες ξέρουν και μπορούν να προβάλλουν. Αυτό σημαίνει ότι θα υπήρχε πάντα ένας κοινωνικός αγώνας, στον οποίο ένα μέρος των μελών, αν και πλειοψηφία, έχει το δικαίωμα να επιβάλει τη βούλησή της στους άλλους, ζεύοντας τις προσπάθειες όλων στους δικούς της σκοπούς.
Και εδώ θα ήθελα να κάνω μια παρένθεση για να δείξω πώς, με βάση το σκεπτικό που υποστηρίζεται από τις αποδείξεις των γεγονότων του παρελθόντος και του παρόντος, δεν είναι καν αλήθεια ότι όπου υπάρχει κυβέρνηση, δηλαδή εξουσία, αυτή η εξουσία ενυπάρχει στην πλειοψηφία και ότι στην πραγματικότητα κάθε «δημοκρατία» ήταν, είναι και πρέπει να μην είναι τίποτε λιγότερο από «ολιγαρχία» – κυβέρνηση των λίγων, μια δικτατορία. Όμως, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, προτιμώ να σφάλω προς την πλευρά των δημοκρατών και να υποθέσω ότι μπορεί πραγματικά να υπάρξει μια πραγματική και ειλικρινής κυβέρνηση πλειοψηφίας.
Κυβέρνηση σημαίνει το δικαίωμα να φτιάχνω το νόμο και να τον επιβάλω σε όλους δια της βίας: χωρίς αστυνομική δύναμη δεν υπάρχει κυβέρνηση.
Τώρα, μπορεί μια κοινωνία να ζήσει και να προοδεύσει ειρηνικά για το γενικό καλό, μπορεί σταδιακά να προσαρμοστεί στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες αν η πλειοψηφία έχει το δικαίωμα και τα μέσα να επιβάλει τη βούλησή της δια της βίας στις απείθαρχες μειοψηφίες;
Η πλειοψηφία είναι, εξ ορισμού, οπισθοδρομική, συντηρητική, εχθρός του νέου, νωθρή στη σκέψη και πράξη και ταυτόχρονα παρορμητική, υπερβολική, ευεπηρέαστη, επιφανειακή στους ενθουσιασμούς και παράλογους φόβους της. Κάθε καινούργια ιδέα προέρχεται από ένα ή μερικά άτομα, είναι αποδεκτή, αν είναι εφικτή, από μια περισσότερο ή λιγότερο σημαντική μειοψηφία και πείθει την πλειοψηφία, αν το κάνει ποτέ, μόνο αφότου έχει αντικατασταθεί από καινούργιες ιδέες και καινούργιες ανάγκες και έχει ήδη καταστεί ξεπερασμένη και μάλλον ένα εμπόδιο, παρά ένα κίνητρο για την πρόοδο.
Αλλά θέλουμε, τότε, μια κυβέρνηση μειοψηφίας;
Σίγουρα όχι. Αν είναι άδικο και επιβλαβές για την πλειοψηφία να καταπιέζει τις μειοψηφίες και να εμποδίζει την πρόοδο, είναι ακόμη πιο άδικο και επιβλαβές για μια μειοψηφία να καταπιέζει το σύνολο του πληθυσμού ή να επιβάλει τις δικές της ιδέες δια της βίας οι οποίες ακόμη και αν είναι καλές θα προκαλούσε τον αποτροπιασμό και την αντίθεση μόνο και μόνο γιατί είναι επιβεβλημένες.
Και έπειτα, δεν πρέπει κανείς να ξεχνάει ότι υπάρχουν όλα τα είδη των διαφορετικών μειοψηφιών. Υπάρχουν μειοψηφίες εγωιστών και κακούργων όπως υπάρχουν φανατικών που πιστεύουν ότι διακατέχονται από την απόλυτη αλήθεια και, με εντελώς καλή πίστη, επιδιώκουν να επιβάλουν στους άλλους ό,τι έχουν στην κατοχή τους για να είναι ο μόνος τρόπος σωτηρίας, ακόμη και αν είναι απλή ανοησία. Υπάρχουν μειοψηφίες αντιδραστικών που επιδιώκουν να γυρίσουν πίσω το ρολόι και είναι διαιρεμένες ως προς τους δρόμους και τα όρια της αντίδρασης. Και υπάρχουν επαναστατικές μειοψηφίες, διαιρεμένες επίσης ως προς τα μέσα και τους σκοπούς της επανάστασης και την κατεύθυνση που η κοινωνική πρόοδος θα έπρεπε να πάρει.
Ποια μειοψηφία θα έπρεπε να πάρει τον έλεγχο;
Αυτό είναι θέμα ωμής βίας και ικανότητας για ίντριγκες, και οι πιθανότητες ότι η επιτυχία θα έπεφτε στην πιο ειλικρινή και πιο αφοσιωμένη στο γενικό καλό δεν είναι καλές. Για να κατακτήσει την εξουσία χρειάζεται ιδιότητες που δεν είναι ακριβώς εκείνες που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί ότι η δικαιοσύνη και η ευημερία θα θριαμβεύσει στον κόσμο.
Αλλά εγώ θα συνεχίσω εδώ να δίνω σε άλλους το πλεονέκτημα της αμφιβολίας και να υποθέσω ότι μια μειοψηφία ήρθε στην εξουσία την οποία, μεταξύ εκείνων που φιλοδοξούν να έρθουν στην κυβέρνηση, θεωρώ την καλύτερη για τις ιδέες και τις προτάσεις της. Θέλω να υποθέσω ότι οι σοσιαλιστές ήρθαν στην εξουσία και θα πρόσθετα, επίσης τους αναρχικούς, αν δεν εμποδιζόμουν από μια αντίφαση όρων.
Αυτό θα ήταν το χειρότερο από όλα;
Ναι, για να κερδίσει εξουσία, είτε νόμιμα είτε παράνομα, πρέπει κανείς να έχει αφήσει στην άκρη του δρόμου ένα μεγάλο μέρος του ιδεολογικού φορτίου του και να έχει απαλλαγεί από όλους τους ηθικούς ενδοιασμούς του. Και στη συνέχεια, άπαξ στην εξουσία, το μεγάλο πρόβλημα είναι πώς να μείνει εκεί. Κάποιος πρέπει να δημιουργήσει ένα κοινό ενδιαφέρον για τη νέα κατάσταση και να επισυνάψει στους κυβερνώντες μια νέα προνομιούχα τάξη, και να καταστείλει κάθε είδους αντιπολίτευση με κάθε δυνατό μέσο. Ίσως στο εθνικό συμφέρον, αλλά πάντα με καταστρεπτικά ως προς την ελευθερία αποτελέσματα.
Μια εγκαθιδρυμένη κυβέρνηση, βασισμένη στην παθητική συναίνεση της πλειοψηφίας και ισχυρή σε αριθμούς, στην παράδοση και στο συναίσθημα – μερικές φορές ειλικρινώς – ότι είναι στη σωστή μεριά, μπορεί να αφήσει λίγο χώρο στην ελευθερία, τουλάχιστον εφ’ όσον οι προνομιούχες τάξεις δεν αισθάνονται ότι απειλούνται. Μια νέα κυβέρνηση, η οποία βασίζεται στην υποστήριξη μόνο μιας συχνά πενιχρής μειοψηφίας, είναι υποχρεωμένη εξ ανάγκης να είναι τυραννική.
Αρκεί να σκεφθεί κανείς τι οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές έκαναν όταν ήρθαν στην εξουσία, είτε προδίδουν τις αρχές και τους συντρόφους τους ή με μεγάλη επιτυχία στο όνομα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν είμαστε ούτε υπέρ μιας κυβέρνησης πλειοψηφίας ούτε υπέρ μιας κυβέρνησης μειοψηφίας· ούτε υπέρ της δημοκρατίας ούτε υπέρ της δικτατορίας.
Είμαστε υπέρ της κατάργησης του χωροφύλακα. Είμαστε υπέρ της ελευθερίας όλων και της ελεύθερης συμφωνίας, η οποία θα είναι εδώ για όλους όταν κανείς δεν έχει τα μέσα να εξαναγκάζει τους άλλους, και όλοι ασχολούνται με την καλή λειτουργία της κοινωνίας. Είμαστε υπέρ της αναρχίας.
Μάιος 1926
Πηγή, Μετάφραση: Αιχμή

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

 



του Κώστα Θεολόγου.

Πόσο ανόητη και απολίτικη μου φαίνεται η έκφραση
«καταδικάζω την βία από όπου κι αν προέρχεται;». 
Αν δεν διακρίνουμε τις βίαιες συμπεριφορές, δεν μπορούμε να τις εντάξουμε – ή να τις κατατάξουμε- σε ορθολογικό πλαίσιο και να τις περιορίσουμε σε διαδικασίες κοινωνικής μάθησης.
Κατ’ αρχάς  όσοι υποστηρίζουν την καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται -ως άσπιλες θεούσες της ενορίας μας- δεν έχουν συλλογιστεί ποτέ τα ηθικά ζητήματα που εγείρονται σε αναμετρήσεις μεταξύ ισχυρών και αδυνάτων;
 
Είναι πάντα το δίκαιο και ηθικό; Είναι πάντα το νόμιμο και δίκαιο; 
Είναι πάντα το νόμιμο και ηθικό; 
Διότι, αν δεν τα συλλογίζονται και αυτά, 
τότε είναι μάλλον μωρές, ει μη μόνον, απολίτικες παρθένες. 
Ας θυμίσουμε και τον Χριστό με βούρδουλα να τα κάνει λίμπα στο Ναό του Σολομώντα, επειδή τον είχαν καταντήσει αγοραίο χώρο οι κάθε λογής έμποροι. Αλλά, αυτή η θεάρεστη εικόνα αποτελεί μάλλον για τον σεβασμιότατο Αμβρόσιο το πρότυπο συχώρεσης για την αρβύλα του νεοναζιστή που κλοτσάει τις πραμάτειες των έγχρωμων και τους ίδιους τους έγχρωμους- παιδιά ενός κατώτερου ή διαφορετικού θεού.
Όσοι διατείνονται ότι επί της αρχής κάθε βία είναι κακή, στη πράξη δεν μπορούν να κάνουν καμία συστηματική διάκριση ανάμεσα σε διαφορετικά είδη βίας, ή να αναγνωρίσουν τα αποτελέσματά τους σε εκείνους που την υφίστανται και σε εκείνους που την ασκούν.
 Να κατανοήσουμε, λοιπόν, τις κοινωνικές χρήσεις της βίας, να διακρίνουμε τους διαφορετικούς τύπους της βίαιης δραστηριότητας και να διατυπώσουμε συστηματικούς κανόνες γι’ αυτήν.  

Η σύγχρονη φιλελεύθερη κουλτούρα μας υπερασπίζεται ως αλήθεια την πεποίθηση ότι κάθε βία είναι χειρότερη από τη μη βία σε κανονικές συνθήκες. Όμως, δεν είναι έτσι ακριβώς.
 
Στο ποινικό δίκαιο αθωώνεται ακόμη και ο ανθρωποκτόνος, 
όταν διαπράττει το έγκλημά του εν αμύνη.
 
 Μια γυναίκα που αντιστέκεται στον βιαστή της, 
ένα παιδί που κλοτσάει στα αχαμνά έναν κλέφτη του χαρτζιλικιού του,
 ένας συνταξιούχος που τρώει γκλομπιές από αστυνομικό 
και αντιστέκεται (ο γέροντας) ρωμαλέα με γροθιές, 
ένας ταύρος που σκίζει με τα κέρατά του τα σκέλια ενός ταυρομάχου;
 
 Είναι και αυτές περιπτώσεις βίας που πρέπει να καταδικάσουμε; 
Αλλά ας περιοριστούμε στη βία μεταξύ των ανθρώπων.
Η βία είναι, εν ολίγοις, μια κατάσταση που στερείται παντελώς ηθικών αρχών και ηθικών πρακτικών. 

Η βία ως πόλεμος φαίνεται πως είναι αποφασιστικά ανήθικη. Γι’ αυτό ίσως ο Τόμας Χομπς (1588-1679) περιέγραψε την ζωή των ανθρώπων εκτός των ορίων του νόμου και της ηθική, ως πόλεμο όλων εναντίον όλων (bellum omnium contra omnes).  

Αφ’ ης στιγμής τα συμφέροντα στον αναπάντεχο πόλεμο των πανίσχυρων τραπεζών και βιομηχανιών εις βάρος ή έναντι των αδυνάτων λαών του κόσμου είναι τόσο μεγάλα, μήπως είναι εύλογο να δικαιούνται οι άνθρωποι να παραβλέπουν οποιαδήποτε ηθική απαγόρευση στη διάρκεια ενός τέτοιου πολέμου, μιας τέτοιας αναμέτρησης, μιας τέτοιας ασύμμετρης απειλής και να αντιστέκονται στην «άοπλη», αλλά ολοκληρωτική, βία που τους ασκείται;
Η σύγκρουση μεταξύ των ανθρώπων συνιστά ένα πανάρχαιο κοινωνικό φαινόμενο. Ως πόλεμος, δηλαδή ως ακραιφνής εκδοχή της βίας, προϋποθέτει κοινωνική οργάνωση, νομιμοποίηση, χρηματοδότηση, βιομηχανία κτλ. 

Όπως κι άλλα πράγματα που κανονικά θεωρούνται ότι υπόκεινται στο φάσμα της ηθικής, η βία του πολέμου επιφέρει σοβαρές συνέπειες στους άλλους και στον κόσμο όλο.
 
Σε πολλές περιπτώσεις, αναμφίβολα, η ηθική στάση απαιτεί θυσίες. 
 
Εξαιτίας της ηθικής διάστασης της βίας, της βαρύτητας των 
συνεπειών της και των απαιτήσεων της ηθικής, ακόμη και ενώπιον 
του θανάτου, 
ο πόλεμος και η βία μάλλον συνιστούν φαινόμενα που εντέλει 
ανταποκρίνονται 
διακεκριμένα στην ηθική μομφή και καταδίκη.
Όσοι, λοιπόν, καταδικάζουν την βία από όπου κι αν προέρχεται δεν λαμβάνουν υπόψη τους τα κριτήρια του δίκαιου πολέμου και της δικαιολογημένης βίας και φαίνεται να υποστηρίζουν ότι είναι προτιμότερο να πεθαίνουμε (=ηθικά) υποταγμένοι, παρά να ζούμε (=ανήθικα) αντιστεκόμενοι.  

Ας επιλέξει, λοιπόν, ο καθένας τι θα μάθει στα παιδιά του.

ΠΗΓΗ: Ιδεοπηγή

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

 


της Κατερίνας Γκαράνη
Αυτό το κείμενο δεν θα το γουστάρετε πολύ. Στην πρώτη κιόλας παράγραφο που θα δείτε ότι δεν αναφέρεται στο προβληματάκι σας, στο μισθουλάκο σας, στα δικαιώματα των Ελλήνων, στην εθνική συνείδηση θα το προσπεράσετε. Έτσι όπως προσπερνάτε αυτά που δεν έχουν αντικείμενο ΕΣΑΣ. 
Εσείς οι βαρβάτοι άντρακλες και μεις οι γυναίκες που γουστάρουμε μόνο βαρβάτους ας σκεφτούμε μία στιγμή και μόνο ότι επειδή ερωτευόμαστε αποκλειστικά ανθρώπους του αντίθετου φύλου ή ερωτοτροπούμε μόνο με το αντίθετο φύλο ή ότι επιλέγουμε να διανύσουμε την ζωή μας μόνο με άτομο του αντίθετου φύλου θα έπρεπε να κρυβόμαστε, να τρώμε ξύλο αν τολμούσαμε να κάνουμε γνωστή σε άλλους την επιλογή μας, να μάς καθαρίζουν με αυτόματο όπλο σε ταβέρνα που διασκεδάζουμε γιατί είμαστε αυτό που είμαστε και ας σκεφτούμε μία στιγμή ότι θα υπάρχουν χώρες στον πλανήτη που δεν θα θεωρούν σωστό να είμαστε "κανονικοί".  
Στις 23 Ιουνίου του 16ου έτους της δεύτερης χιλιετίας μετά Χριστόν, τα Ηνωμένα Έθνη για πρώτη φορά στην ιστορία τους αποφάσισαν ότι πρέπει να μπει θέση ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα για τα δικαιώματα της LGBT κοινότητας (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι και διαφυλικοί). Μετά το παγκόσμιο μακελειό επί αιώνες, το οποίο δεν κόπασε καθόλου τον 20ο και τον 21ο αιώνα και το οποίο στοχοποιεί την ελευθερία του ατόμου να επιλέγει αυτό που θέλει να είναι, μόνο 23 κράτη του ΟΗΕ υιοθέτησαν την απόφαση από συνολικά 47. Ούτε καν τα μισά αφού 18 είπαν όχι στον εμπειρογνώμονα που θα καταγράφει εγκλήματα εναντίον των LGBT ως εγκλήματα εναντίον ανθρώπων ενώ 6 σφύριξαν αδιάφορα και απείχαν από την σημαντικότατη αυτή απόφαση αν και έχει αργήσει ίσα με 70 χρόνια. 
Περίμενε κανείς να δει ποιες υπερ-πολιτισμένες χώρες έκαναν την πρόταση προς τον ΟΗΕ για την καταγραφή των εγκλημάτων σε συνεργασία με τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ εναντίον ανθρώπων. Και δεν ήταν υπερ-πολιτισμένες. Δεν ήταν Ευρωπαϊκές. Ήταν η Αργεντινή, η Ουρουγουάη, η Χιλή, η Κολομβία, το Μεξικό, η Κόστα Ρίκα και η Βραζιλία. 
Δύο από τις 17 χώρες που αρνήθηκαν την θέση εμπειρογνώμονα στον ΟΗΕ (και βέβαια δεν πρόκειται να συνεργαστούν ως κράτη για την καταγραφή εγκλημάτων εναντίον ανθρώπων στις χώρες τους αν και υποχρεούνται από την απόφαση) είναι οι υπερ-αναπτυγμένες Κίνα και Ρωσία. Για την Κίνα  δε, η ελληνική "αριστερή' κυβέρνηση σκύβει στα τέσσερα για μία επενδυσούλα τύπου Cosco κι ας μην θεωρεί ανθρώπους τους "διαφορετικούς". Δυστυχώς την λίστα με τις υπόλοιπες χώρες του "Όχι" και της "Αποχής" δεν την έχουν ακόμη δημοσιεύσει έτσι ώστε να δούμε αν πρόκειται για χώρες που καταπατώνται γενικά τα ανθρώπινα δικαιώματα και πόσο μάλλον τα δικαιώματα των "διαφορετικών". Και βέβαια αν είναι χώρες με απίστευτη θρησκευτοκρατία ή στρατιωτικό καθεστώς.
Ο πλανήτης είναι ένα ναζιστοκοποιημένο διποδικό μόρφωμα και όσα μακελειά τύπου Ορλάντο και να γίνουν δεν πρόκειται κανείς να δώσει ιδιαίτερη σημασία. Εμείς οι "κανονικοί" -είτε έτσι το θέλησε η φύση, είτε έτσι γουστάρουμε να είμαστε- θεωρούμε ότι οι εγκληματικές πράξεις εναντίον ανθρώπων, που δεν είναι σαν εμάς, δεν είναι καν θέμα συζήτησης, δεν είναι εγκλήματα. Τσουβαλιάζουμε όλοι τα αδιαπραγμάτευτα δικαιώματα των άλλων (δεν αφορούν μόνο την σεξουαλική ταυτότητα) και τα βάζουμε σε φούρνους τύπου Άουσβιτς για να μην βρομίσει η δική μας τακτοποιημένη ζωή και τα εθιμοτυπικά, θρησκευτολαγνικά δεδομένα κομμένα στα μέτρα μας. Όχι στα μέτρα του δικαίου. 
Οι φωτογραφίες από την Σαουδική Αραβία με λιθοβολημένες γυναίκες που απλά ερωτεύθηκαν  μάς κάνει να ανατριχιάζουμε, να λέμε "κοίτα οι ισλμαμιστές τι κάνουν στις γυναίκες ενώ εμείς είμαστε καλοί χριστιανοί". Οι φωτογραφίες με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης απλωμένα σε όλη την Ελλάδα τους λίγο ευαίσθητους μάς κάνει να λέμε "απαράδεκτο να συμπεριφέρονται έτσι σε ανθρώπους". Αλλά το ξύλο που τρώει ένας "πούστης" ή μία "λεσβιάρα" μάς αφήνει ασυγκίνητους. Τους διαχωρίζουμε από τα δικά μας δικαιώματα γιατί νομίζουμε ότι το πρόβλημά τους είναι οι λάθος ορμόνες ή ότι όλοι θέλουν να μάς προκαλέσουν.  Μα έτσι που αντιμετωπίζουμε το θέμα που δεν θα έπρεπε να είναι θέμα, είναι λογικό να υπάρχουν και υστερικές προκλήσεις.
Δεν υπάρχει λόγος μυθοποίησης του "διαφορετικού". Ακριβώς όπως "πούστηδες" στο μυαλό και στην συμπεριφορά είναι πληθώρα "κανονικών" ανθρώπων έτσι ακριβώς υπάρχουν "πούστηδες" και στην "διαφορετική" πλευρά. Όμως το θέμα μας δεν είναι ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου αλλά το δικαίωμά του να είναι αυτός που θέλει να είναι. Στην δεύτερη χιλιετία μ.Χ ακόμη συζητούμε τα αυτονόητα, ακόμα υπάρχει η ανάγκη να δημιουργούνται κοινότητες "LGBTΙ", κινήματα "Γυναικείων Δικαιωμάτων", "Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων", "Δικαιώματα Αναπήρων", "Δικαιωμάτων των Ζώων" μόνο και μόνο για να υπερασπιστούν τα αυτονόητα που καταπατούν οι υπόλοιποι "κανονικοί". Αυτοί ντε, που όταν καταπατάται το δικαίωμα τους για την προσωπική τους ελευθερία (που ορίζεται μόνο από το πορτοφόλι τους) βρίζουν τους πάντες γιατί δεν του συμπαραστέκονται για να την διεκδικήσει. 
Η ψηφοφορία των κρατών-μελών για τους LGBT αντιπροσωπεύει τον ανθρώπινο πλανήτη. Οι μισοί από τους μισούς θεωρούν αδιαπραγμάτευτο το αυτονόητο, οι υπόλοιποι μισοί (όπως οι ΗΠΑ) το κάνουν για ψηφοθηρικούς λόγους (αφού εκτελούν ακόμη μαύρους γιατί είναι μαύροι και λατίνους γιατί είναι λατίνοι), τα 2/3 των μειοψηφούντων κρατών λένε ξεκάθαρα "όχι" και οι πονηροί απέχουν γιατί ο ναζισμός κρύβεται κάτω από την δήθεν ελευθερία, όπως η απέχουσα από την ψηφοφορία, Νότια Αφρική.

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016


mpogdanos_roupakias 

Δημιουργία Ξανά ή γιατί οι κουράδες παινεύουν το βόθρο τους

by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ


Ο ειδικός, ο αναλυτής, ο διανοούμενος, τουτέστιν ο σύγχρονος μάντης, μολονότι τυφλός από ζωή, αφού δεν την έχει βιώσει αλλά την έχει μελετήσει ως παρατηρητής, δείχνει στους άλλους το δρόμο.
Είναι ο σοφός και ο άριστος που έγινε σοφός και άριστος με λεφτά.
Είναι εκείνος που έχει χάσει την συναίσθηση του άλλου ως απαράβατα άλλου, και ο οποίος δεν είναι ικανός ούτε για οίκτο ούτε για τρόμο παρά μονάχα για μια γοητεία που κίβδηλα συνδέεται με την ευσπλαχνία, η οποία είναι απλώς η ιδιαίτερη βουβαμάρα της αδιαφορίας των ανθρώπων για την κοινή ζωή.
Πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη υπάρχουν ανθρώπινες ορδές καταδικασμένες στην αδιάφορη κίνηση μιας νεκρής και συναισθηματικά αδιάφορης καθημερινότητας.
Ένας κουρασμένος και αδιάφορος μάντης, βολεμένος μέσα στα προνόμια που του εξασφάλισε η εξουσία, φιλεύσπλαχνος και απελπισμένος αποθεώνει καθημερινά τα γκεσέμια του νεοφιλελευθερισμού.
Η επίκλησή του στο βασίλειο του τεχνητού φωτός του επάνω κόσμου δηλαδή του χρήματος γίνεται με δουλοπρεπή συνέπεια.
Είναι το χρήμα που τον έθρεψε και τον έκανε σοφό, αυθεντία, οικονομολόγο, πάστορα, επιχειρηματία.
Είναι το χρήμα που του δίνει το λόγο, και του επιτρέπει να μιλά στα πλήθη, να απευθύνεται στους πολλούς κι όχι στο περιθώριο.
Είναι το χρήμα, η δύναμη και η δόξα το σημείο τομής του με το ναζισμό.
Η επιβίωση και η κοινωνική άνοδος των ικανοτέρων, δηλαδή των ισχυρότερων, είναι το παιχνίδι της πολιτικής βίας το οποίο αποθεώνει ο ναζισμός.
Για τα θύματα ενός τέτοιου κοινωνικού πολέμου, όλους τους αδύναμους ανθρώπους και τους υπερασπιστές τους (τους προδότες του Έθνους, αναρχικούς, αντιεξουσιαστές και κομμουνιστές), δεν υπάρχει καμία πρόνοια, αντιθέτως υπάρχει η πρόθεση της εξόντωσης.
Το κοινωνικό κράτος έχει αξία για τους ναζήδες, μόνο όμως για τους Έλληνες ή μόνο για τους Γερμανούς, επειδή είναι μηχανισμός αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της Φυλής.
Ο κοινωνικός δαρβινισμός του ναζί είναι ένα καθεστώς διακρίσεων που θέλει να εμφανίζεται ως αποτέλεσμα δικαιοσύνης –μιας δικαιοσύνης που απονέμεται στους «άξιους», σε μια βιολογική ελίτ, που προσδιορίζεται από τον υποτιθέμενο φυσικό τόπο παραγωγής αλήθειας που είναι η βιολογική διαφορά, το Αίμα.
Οι πιο αδύναμοι πρέπει να κάνουν στην άκρη, στην εξορία ή στον θάνατο, για να ζήσουν οι ισχυροί με τον πλούτο και την δόξα που τους αξίζει.
Ο νεοφιλελευθερισμός απ’ την άλλη είναι ο κοινωνικός δαρβινισμός δια της αγοράς. Τόπος που παράγει αλήθεια, η αγορά, επικυρώνει κοινωνικά τις ατομικές δεξιότητες, γνώσεις, προσπάθειες και θυσίες όσων παράγουν εμπορεύματα –είτε αυτοπροσώπως είτε με τη διαμεσολάβηση ενός εργοδότη.
Κάθε άτομο ρίχνεται στον ανταγωνισμό με τους άλλους παραγωγούς, με τα εφόδιά του, που είναι το «ανθρώπινο κεφάλαιο» του, για την επικράτηση, την υλική ανταμοιβή, τον πλουτισμό και την κοινωνική αναγνώριση.
Η επιβίωση και η κοινωνική άνοδος των ικανοτέρων, δηλαδή των ισχυρότερων, είναι το παιχνίδι της καπιταλιστικής αγοράς το οποίο αποθεώνει ο νεοφιλελευθερισμός.
Για τα θύματα αυτού του κοινωνικού πολέμου δεν υπάρχει καμία πρόνοια εκτός από την φιλανθρωπία, είτε με την παραδοσιακή της μορφή είτε ως «δίχτυ κοινωνικής προστασίας» για όσους πέφτουν εκτός παλαίστρας.
Το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος δεν έχει αξία για αυτούς επειδή νοθεύει το παιχνίδι της αγοράς, που είναι τόπος παραγωγής αλήθειας: μιας αλήθειας που πρέπει να ακουστεί επειδή εγκαθιδρύει μια φυσική τάξη πραγμάτων μεταξύ ατόμων με κριτήριο την προσωπική τους αξία, το «ανθρώπινο κεφάλαιό» τους.
Ο κοινωνικός δαρβινισμός των νεοφιλελεύθερων είναι ένα καθεστώς διακρίσεων που θέλει να εμφανίζεται ως αποτέλεσμα δικαιοσύνης –μιας δικαιοσύνης που απονέμεται στους «άξιους», σε μια δημοκρατική ελίτ, που δεν προσδιορίζεται από τον Θεό, αλλά από τον φυσικό τόπο παραγωγής αλήθειας που είναι η αγορά.
Οι χαμένοι της αγοράς, σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία με δεξιά διακυβέρνηση είναι οι φτωχοί που ζουν στο όριο της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτοί δηλαδή που κάνουν το σκατό τους παξιμάδι και σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία με σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση είναι οι φτωχοί που ζουν με «δίχτυ κοινωνικής προστασίας», με φιλανθρωπία και ευσπλαχνικό παπαδαριό-κυρίως αυτό που έχει αδυναμία στα αγοράκια-.
Σε κάθε περίπτωση, οι πιο αδύναμοι πρέπει να κάνουν στην άκρη για να ζήσουν οι ισχυροί με τον πλούτο και την φήμη που τους αξίζει.
Ένα μίσος βουβό και υπόγειο έρχεται τώρα να πυροδοτήσει ο ειδικός, ο σοφός, ο δημοσιολόγος, το σπουδαγμένο παιδί που έρχεται φρέσκο απ’ τη Λόντρα με ξυρισμένο κεφάλι και ξυρισμένο μυαλό.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι καλυμμένος ναζισμός με φτέρες φιλανθρωπίας μέσα στη ζούγκλα των ανθρώπινων διαφορών που διαμόρφωσε η ιστορία.
Οι νεοφιλελεύθεροι χρειάζονται τους ηλίθιους φασίστες για να κάνουν τη δουλειά τους. Τους μπράβους και τους δολοφόνους.
Κανείς μπούλης νεοφιλελεύθερος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του. Θέλει προστασία. Ο Χίτλερ δεν λέρωσε ποτέ τα χέρια του με αίμα. Αυτό ήταν δουλειά των ηλιθίων.
Μέσα στην αγκαλιά του νεοφιλελεύθερου δια της κοινοβουλευτικής οδού και του λεγόμενου συνταγματικού τόξου-ας φτύσουμε όλοι μαζί τ’ αρχίδια μας- χωράνε και οι μαχαιροβγάλτες, οι δολοφόνοι και οι κάθε λογής πατριώτες παλληκαράδες.
Όσο για την ακραιφνή συμπάθεια του δηλωμένου νεοφιλελεύθερου προς τον δηλωμένο ναζί ας μην ξεχνάμε πως κάθε κουράδα παινεύει το βόθρο της.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Jean-Jacques Rousseau (1712-1778)


Από το «Οι εξομολογήσεις», εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997.


«[…] Συνυπάρχουν σ’ εμένα δύο σχεδόν ασυμβίβαστα πράγματα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω πώς: μια πολύ θερμή ιδιοσυγκρασία, με αισθήματα δυνατά, ασυγκράτητα, και μια σκέψη αργή, συγκεχυμένη, με ιδέες που μου έρχονται πάντα εκ των υστέρων. Θα έλεγε κανείς πως η καρδιά και το μυαλό μου δεν ανήκουν στο ίδιο άτομο. Η αίσθηση πλημμυρίζει την ψυχή μου ακαριαία, σαν αστραπή · αλλά αντί να με φωτίσει, με καίει και με τυφλώνει. Αισθάνομαι τα πάντα, αλλά δεν βλέπω τίποτα. Είμαι φλεγόμενος, αλλά βλαξ. Για να σκεφτώ, πρέπει να είμαι ψύχραιμος. Το περίεργο είναι πως είμαι ιδιαίτερα εύστοχος, ή ακόμα και πνευματώδης, αρκεί να με περιμένουν. Βρίσκω τις πιο αποστομωτικές απαντήσεις, αλλά μονάχα με την ησυχία μου, γιατί επί τόπου δεν θυμάμαι να έκανα ή να είπα ποτέ τίποτα αξιόλογο. Θα μπορούσα να κάνω μία απολαυστική συζήτηση δι’ αλληλογραφίας, όπως λέγεται ότι παίζουν σκάκι οι Ισπανοί. Όταν κάποτε διάβασα εκείνη τη χαρακτηριστική ιστορία κάποιου δούκα της Σαβοΐας, ο οποίος αναφώνησε ξαφνικά στα μισά του δρόμου: «Να τα φάτε, Παρισινέ πραματευτή*», είπα μέσα μου: «Να, ποιος είμαι».
_______________________________
*Το περιστατικό αναφέρεται στα παζάρια του Δούκα της Σαβοΐας κάποτε, σε κατάστημα των Παρισίων. Για την αγορά ενός αντικειμένου πρόσφερε ένα εξευτελιστικό ποσό και τότε ο καταστηματάρχης που δεν το γνώριζε του απάντησε με τη λέξη "σκατά". Ο Δούκας θύμωσε, αλλά δεν βρήκε άμεσα απάντηση στη συμπεριφορά του εμπόρου. Τη βρήκε, βέβαια, στα μισά του δρόμου της επιστροφής, όταν ήδη βρισκόταν κοντά στη Λυών.


Αυτή τη βραδύτητα στη σκέψη, που συμβαδίζει με έναν καταιγισμό στην αντίληψη, δεν έχω μόνο όταν μιλάω, την έχω και μόνος μου όταν δουλεύω. Οι σκέψεις μου ταξινομούνται στο μυαλό μου με απίστευτη δυσκολία. Αναβράζουν υπόγεια, ζυμώνονται, κοχλάζουν, μέχρι που ανάβω, πάλλομαι, με πιάνει ταχυπαλμία. Αλλά στο διάστημα αυτού του αναβρασμού, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο · δεν μπορώ να γράψω ούτε λέξη · πρέπει να περιμένω. Σιγά – σιγά, ανεπαίσθητα, ο σάλος καταλαγιάζει, το χάος ξεμπερδεύεται και το κάθε τι μπαίνει στη θέση του, αλλά αργά και ύστερα από μια άγρια και παρατεταμένη σύγχυση. Έχετε δει ποτέ όπερα στην Ιταλία; Όταν αλλάζει σκηνή, κυριαρχεί στα μεγάλα αυτά θέατρα μια τρομερή αναμπουμπούλα που διαρκεί αρκετή ώρα. Όλα τα σκηνικά γίνονται άνω κάτω, βλέπεις από όλες τα μεριές ένα εκνευριστικό σούρτα φέρτα και έχεις την εντύπωση πως πρόκειται να γκρεμιστεί το παν. Αλλά σιγά – σιγά όλα τακτοποιούνται, δεν λείπει πια τίποτα, και βλέπεις κατάπληκτος ένα μαγευτικό θέαμα να διαδέχεται αυτή την έκρυθμη κατάσταση. Κάτι παρόμοιο είναι και η διαδικασία που συντελείται μέσα στο κεφάλι μου όταν προσπαθώ να γράψω. Αν είχα την υπομονή να περιμένω πρώτα, ώστε να δώσω ύστερα σε όλη τους την ομορφιά τα όσα αναδύονται μέσα από αυτή, ελάχιστοι συγγραφείς θα με είχαν ξεπεράσει.

Σ’ αυτό οφείλεται και η τεράστια δυσκολία με την οποία γράφω πάντα. Τα χειρόγραφα μου, γεμάτα σβησίματα, μουντζούρες και μπερδεμένες διορθώσεις που δεν διαβάζονται, δείχνουν περίτρανα πόσον κόπο κατέβαλα για να τα γράψω. Δεν υπάρχει ούτε ένα που να μη χρειάστηκε να το αντιγράψω τέσσερις και πέντε φορές προτού το δώσω στο τυπογραφείο. Ποτέ δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα καθισμένος σ’ ένα τραπέζι, με μια πένα στο χέρι και μπροστά μου μια κόλλα χαρτί. Μόνο περπατώντας ανάμεσα στις πέτρες και τα δέντρα ή τη νύχτα, ξαπλωμένος και ξάγρυπνος στο κρεβάτι μου, μόνο τότε γράφω και πάντα νοερά. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο αργή είναι αυτή η διαδικασία για έναν άνθρωπο εντελώς ανίκανο να απομνημονεύσει οτιδήποτε, έναν άνθρωπο που ποτέ στη ζωή του δεν κατόρθωσε να μάθει έξι στίχους απ’ έξω. Υπάρχουν παράγραφοι στα κείμενα μου, που τις στριφογύριζα και τις ξαναστριφογύριζα πέντε και έξι νύχτες στο μυαλό μου μέχρι να είναι έτοιμες να μπουν στο χαρτί. Γι’ αυτό και τα καταφέρνω καλύτερα με τα κείμενα που απαιτούν πολλή δουλειά, παρά με εκείνα που γράφονται με κάποια προχειρότητα, όπως ας πούμε τα γράμματα, ένα είδος στου οποίου το πνεύμα δεν μπόρεσα ποτέ μου να μπω, και που ανέκαθεν αποτελούσε για ‘μένα πραγματικό μαρτύριο. Για να καταφέρω να γράψω ένα γράμμα για οποιοδήποτε ασήμαντο θέμα, πρέπει να παιδευτώ ώρες ολόκληρες. Αν δοκιμάσω να γράψω απευθείας ό,τι μου έρχεται, δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω · το γράμμα μου γίνεται μία δαιδαλώδης, ατέλειωτη φλυαρία, και είναι πολύ αμφίβολο, αν βγάζει κάποιο νόημα αυτός που το διαβάζει.

Δεν δυσκολεύομαι μόνο να διατυπώσω τις σκέψεις μου, δυσκολεύομαι και να τις διαμορφώσω. Έχω μελετήσει τους ανθρώπους και πιστεύω πως είμαι αρκετά καλός παρατηρητής. Κι όμως, σ’ αυτά που βλέπω, δεν μπορώ να δω τίποτα · μόνο σ’ εκείνα που θυμάμαι βλέπω καθαρά, και είμαι οξυδερκής μόνο στις αναμνήσεις μου. Σε όλα συμβαίνουν, όλα όσα λένε και κάνουν οι άλλοι μπροστά μου, δεν διαβλέπω τίποτα, δεν εμβαθύνω σε τίποτα. Το μόνο που προσέχω είναι η επιφάνεια. Αργότερα, όμως, μου ξανάρχονται όλα. Θυμάμαι τον τόπο, τον χρόνο, το ύφος, το βλέμμα, την κίνηση, την ειδική συνθήκη · τίποτα δεν μου διαφεύγει. Και τότε, μέσ’ από εκείνα που έκαναν ή είπαν, καταλαβαίνω τι σκέφτονταν και σπάνια πέφτω έξω.

Από το πόσο ελάχιστα ελέγχω το μυαλό μου, όταν είμαι μόνος μου, μπορείτε εύκολα να φανταστείτε τι μου συμβαίνει ανάμεσα σε κόσμο, όπου για να μιλήσει κανείς εύστοχα πρέπει να σκεφτεί εν ριπή οφθαλμού χίλια δυο πράγματα μαζί. Και η ιδέα μόνο όλων εκείνων των συμβατικών κανόνων, από τους οποίους είναι βέβαιο πως κάποιον θα ξεχάσω, αρκεί για να χάσω τα λόγια μου. Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω που βρίσκουν οι άλλοι το κουράγιο να μιλάνε σε μια συντροφιά, όπου σε κάθε σου λέξη πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου όλους τους παρευρισκομένους, κι όπου μόνο αν ξέρεις τα πάντα για τον χαρακτήρα και την προσωπική ιστορία του καθενός, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αυτό που θα πεις δεν θα θίξει κανέναν. Πάνω σ’ αυτό, οι άνθρωποι των σαλονιών έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: επειδή ξέρουν καλύτερα τι δεν πρέπει να πουν, μπορούν να είναι πιο σίγουροι γι’ αυτό που λένε. Αλλά και πάλι κάνουν κι αυτοί κάποιες γκάφες. Φανταστείτε τώρα έναν άνθρωπο που πέφτει μέσα εκεί ουρανοκατέβατος. Είναι σχεδόν αδύνατον να μιλήσει έστω και ένα λεπτό, χωρίς να το μετανιώσει. Όσο για την κουβέντα ανάμεσα σε δύο άτομα, έχει ένα άλλο μειονέκτημα, που για ‘μένα είναι ακόμη χειρότερο. Είσαι υποχρεωμένος να μιλάς συνεχώς. Όταν σου μιλάνε, πρέπει να απαντάς και όταν πέφτει σιωπή πρέπει να τη σπας. Αυτός ο αφόρητος καταναγκασμός θα ήταν ήδη υπεραρκετός για να με κάνει να αποφεύγω τις συναναστροφές. Δεν υπάρχει για ‘μένα χειρότερη καταπίεση από την υποχρέωση να μιλάω χωρίς χρονοτριβή και χωρίς ανάπαυλα. Δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με τη θανάσιμη απέχθεια μου για κάθε μορφή καταδυνάστευσης, αλλά αρκεί να πρέπει να μιλήσω οπωσδήποτε για να είναι βέβαιο ότι θα πω κάποια βλακεία.

Το τραγικότερο είναι ότι, αντί να κρατάω το στόμα μου κλειστό, όταν δεν έχω να πω τίποτα, με πιάνει μια μανία να μιλήσω για να εκπληρώσω το χρέος μου, μια ώρα αρχύτερα. Σπεύδω να ψελλίσω διάφορες κουβέντες ασυνάρτητες, και είμαι τυχερός αν δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Προσπαθώντας να κατανικήσω ή να κρύψω τη βλακεία μου καταφέρνω να μην την επιδείξω. […]».

ΠΗΓΗ: - Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997. Πηγή: www.lifo.gr
«[…] Συνυπάρχουν σ’ εμένα δύο σχεδόν ασυμβίβαστα πράγματα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω πώς: μια πολύ θερμή ιδιοσυγκρασία, με αισθήματα δυνατά, ασυγκράτητα, και μια σκέψη αργή, συγκεχυμένη, με ιδέες που μου έρχονται πάντα εκ των υστέρων. Θα έλεγε κανείς πως η καρδιά και το μυαλό μου δεν ανήκουν στο ίδιο άτομο. Η αίσθηση πλημμυρίζει την ψυχή μου ακαριαία, σαν αστραπή · αλλά αντί να με φωτίσει, με καίει και με τυφλώνει. Αισθάνομαι τα πάντα, αλλά δεν βλέπω τίποτα. Είμαι φλεγόμενος, αλλά βλαξ. Για να σκεφτώ, πρέπει να είμαι ψύχραιμος. Το περίεργο είναι πως είμαι ιδιαίτερα εύστοχος, ή ακόμα και πνευματώδης, αρκεί να με περιμένουν. Βρίσκω τις πιο αποστομωτικές απαντήσεις, αλλά μονάχα με την ησυχία μου, γιατί επί τόπου δεν θυμάμαι να έκανα ή να είπα ποτέ τίποτα αξιόλογο. Θα μπορούσα να κάνω μία απολαυστική συζήτηση δι’ αλληλογραφίας, όπως λέγεται ότι παίζουν σκάκι οι Ισπανοί. Όταν κάποτε διάβασα εκείνη τη χαρακτηριστική ιστορία κάποιου δούκα της Σαβοΐας, ο οποίος αναφώνησε ξαφνικά στα μισά του δρόμου: «Να τα φάτε, Παρισινέ πραματευτή*», είπα μέσα μου: «Να, ποιος είμαι». (Σ.Σ: *Το περιστατικό αναφέρεται στα παζάρια του Δούκα της Σαβοΐας κάποτε, σε κατάστημα των Παρισίων. Για την αγορά ενός αντικειμένου πρόσφερε ένα εξευτελιστικό ποσό και τότε ο καταστηματάρχης που δεν το γνώριζε του απάντησε με τη λέξη "σκατά". Ο Δούκας θύμωσε, αλλά δεν βρήκε άμεσα απάντηση στη συμπεριφορά του εμπόρου. Τη βρήκε, βέβαια, στα μισά του δρόμου της επιστροφής, όταν ήδη βρισκόταν κοντά στη Λυών). Αυτή τη βραδύτητα στη σκέψη, που συμβαδίζει με έναν καταιγισμό στην αντίληψη, δεν έχω μόνο όταν μιλάω, την έχω και μόνος μου όταν δουλεύω. Οι σκέψεις μου ταξινομούνται στο μυαλό μου με απίστευτη δυσκολία. Αναβράζουν υπόγεια, ζυμώνονται, κοχλάζουν, μέχρι που ανάβω, πάλλομαι, με πιάνει ταχυπαλμία. Αλλά στο διάστημα αυτού του αναβρασμού, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο · δεν μπορώ να γράψω ούτε λέξη · πρέπει να περιμένω. Σιγά – σιγά, ανεπαίσθητα, ο σάλος καταλαγιάζει, το χάος ξεμπερδεύεται και το κάθε τι μπαίνει στη θέση του, αλλά αργά και ύστερα από μια άγρια και παρατεταμένη σύγχυση. Έχετε δει ποτέ όπερα στην Ιταλία; Όταν αλλάζει σκηνή, κυριαρχεί στα μεγάλα αυτά θέατρα μια τρομερή αναμπουμπούλα που διαρκεί αρκετή ώρα. Όλα τα σκηνικά γίνονται άνω κάτω, βλέπεις από όλες τα μεριές ένα εκνευριστικό σούρτα φέρτα και έχεις την εντύπωση πως πρόκειται να γκρεμιστεί το παν. Αλλά σιγά – σιγά όλα τακτοποιούνται, δεν λείπει πια τίποτα, και βλέπεις κατάπληκτος ένα μαγευτικό θέαμα να διαδέχεται αυτή την έκρυθμη κατάσταση. Κάτι παρόμοιο είναι και η διαδικασία που συντελείται μέσα στο κεφάλι μου όταν προσπαθώ να γράψω. Αν είχα την υπομονή να περιμένω πρώτα, ώστε να δώσω ύστερα σε όλη τους την ομορφιά τα όσα αναδύονται μέσα από αυτή, ελάχιστοι συγγραφείς θα με είχαν ξεπεράσει. Ένα κείμενο του Ρουσσώ για τους αιώνια ντροπαλούς, για όσους νιώθουν ότι δεν ανήκουν πουθενά Σ’ αυτό οφείλεται και η τεράστια δυσκολία με την οποία γράφω πάντα. Τα χειρόγραφα μου, γεμάτα σβησίματα, μουντζούρες και μπερδεμένες διορθώσεις που δεν διαβάζονται, δείχνουν περίτρανα πόσον κόπο κατέβαλα για να τα γράψω. Δεν υπάρχει ούτε ένα που να μη χρειάστηκε να το αντιγράψω τέσσερις και πέντε φορές προτού το δώσω στο τυπογραφείο. Ποτέ δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα καθισμένος σ’ ένα τραπέζι, με μια πένα στο χέρι και μπροστά μου μια κόλλα χαρτί. Μόνο περπατώντας ανάμεσα στις πέτρες και τα δέντρα ή τη νύχτα, ξαπλωμένος και ξάγρυπνος στο κρεβάτι μου, μόνο τότε γράφω και πάντα νοερά. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο αργή είναι αυτή η διαδικασία για έναν άνθρωπο εντελώς ανίκανο να απομνημονεύσει οτιδήποτε, έναν άνθρωπο που ποτέ στη ζωή του δεν κατόρθωσε να μάθει έξι στίχους απ’ έξω. Υπάρχουν παράγραφοι στα κείμενα μου, που τις στριφογύριζα και τις ξαναστριφογύριζα πέντε και έξι νύχτες στο μυαλό μου μέχρι να είναι έτοιμες να μπουν στο χαρτί. Γι’ αυτό και τα καταφέρνω καλύτερα με τα κείμενα που απαιτούν πολλή δουλειά, παρά με εκείνα που γράφονται με κάποια προχειρότητα, όπως ας πούμε τα γράμματα, ένα είδος στου οποίου το πνεύμα δεν μπόρεσα ποτέ μου να μπω, και που ανέκαθεν αποτελούσε για ‘μένα πραγματικό μαρτύριο. Για να καταφέρω να γράψω ένα γράμμα για οποιοδήποτε ασήμαντο θέμα, πρέπει να παιδευτώ ώρες ολόκληρες. Αν δοκιμάσω να γράψω απευθείας ό,τι μου έρχεται, δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω · το γράμμα μου γίνεται μία δαιδαλώδης, ατέλειωτη φλυαρία, και είναι πολύ αμφίβολο, αν βγάζει κάποιο νόημα αυτός που το διαβάζει. Δεν δυσκολεύομαι μόνο να διατυπώσω τις σκέψεις μου, δυσκολεύομαι και να τις διαμορφώσω. Έχω μελετήσει τους ανθρώπους και πιστεύω πως είμαι αρκετά καλός παρατηρητής. Κι όμως, σ’ αυτά που βλέπω, δεν μπορώ να δω τίποτα · μόνο σ’ εκείνα που θυμάμαι βλέπω καθαρά, και είμαι οξυδερκής μόνο στις αναμνήσεις μου. Σε όλα συμβαίνουν, όλα όσα λένε και κάνουν οι άλλοι μπροστά μου, δεν διαβλέπω τίποτα, δεν εμβαθύνω σε τίποτα. Το μόνο που προσέχω είναι η επιφάνεια. Αργότερα, όμως, μου ξανάρχονται όλα. Θυμάμαι τον τόπο, τον χρόνο, το ύφος, το βλέμμα, την κίνηση, την ειδική συνθήκη · τίποτα δεν μου διαφεύγει. Και τότε, μέσ’ από εκείνα που έκαναν ή είπαν, καταλαβαίνω τι σκέφτονταν και σπάνια πέφτω έξω. Όσο για την κουβέντα ανάμεσα σε δύο άτομα, έχει ένα άλλο μειονέκτημα, που για 'μένα είναι ακόμη χειρότερο. Είσαι υποχρεωμένος να μιλάς συνεχώς. Όταν σου μιλάνε, πρέπει να απαντάς και όταν πέφτει σιωπή πρέπει να τη σπας. Αυτός ο αφόρητος καταναγκασμός θα ήταν ήδη υπεραρκετός για να με κάνει να αποφεύγω τις συναναστροφές. Από το πόσο ελάχιστα ελέγχω το μυαλό μου, όταν είμαι μόνος μου, μπορείτε εύκολα να φανταστείτε τι μου συμβαίνει ανάμεσα σε κόσμο, όπου για να μιλήσει κανείς εύστοχα πρέπει να σκεφτεί εν ριπή οφθαλμού χίλια δυο πράγματα μαζί. Και η ιδέα μόνο όλων εκείνων των συμβατικών κανόνων, από τους οποίους είναι βέβαιο πως κάποιον θα ξεχάσω, αρκεί για να χάσω τα λόγια μου. Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω που βρίσκουν οι άλλοι το κουράγιο να μιλάνε σε μια συντροφιά, όπου σε κάθε σου λέξη πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου όλους τους παρευρισκομένους, κι όπου μόνο αν ξέρεις τα πάντα για τον χαρακτήρα και την προσωπική ιστορία του καθενός, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αυτό που θα πεις δεν θα θίξει κανέναν. Πάνω σ’ αυτό, οι άνθρωποι των σαλονιών έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: επειδή ξέρουν καλύτερα τι δεν πρέπει να πουν, μπορούν να είναι πιο σίγουροι γι’ αυτό που λένε. Αλλά και πάλι κάνουν κι αυτοί κάποιες γκάφες. Φανταστείτε τώρα έναν άνθρωπο που πέφτει μέσα εκεί ουρανοκατέβατος. Είναι σχεδόν αδύνατον να μιλήσει έστω και ένα λεπτό, χωρίς να το μετανιώσει. Όσο για την κουβέντα ανάμεσα σε δύο άτομα, έχει ένα άλλο μειονέκτημα, που για ‘μένα είναι ακόμη χειρότερο. Είσαι υποχρεωμένος να μιλάς συνεχώς. Όταν σου μιλάνε, πρέπει να απαντάς και όταν πέφτει σιωπή πρέπει να τη σπας. Αυτός ο αφόρητος καταναγκασμός θα ήταν ήδη υπεραρκετός για να με κάνει να αποφεύγω τις συναναστροφές. Δεν υπάρχει για ‘μένα χειρότερη καταπίεση από την υποχρέωση να μιλάω χωρίς χρονοτριβή και χωρίς ανάπαυλα. Δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με τη θανάσιμη απέχθεια μου για κάθε μορφή καταδυνάστευσης, αλλά αρκεί να πρέπει να μιλήσω οπωσδήποτε για να είναι βέβαιο ότι θα πω κάποια βλακεία. Το τραγικότερο είναι ότι, αντί να κρατάω το στόμα μου κλειστό, όταν δεν έχω να πω τίποτα, με πιάνει μια μανία να μιλήσω για να εκπληρώσω το χρέος μου, μια ώρα αρχύτερα. Σπεύδω να ψελλίσω διάφορες κουβέντες ασυνάρτητες, και είμαι τυεχρός αν δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Προσπαθώντας να κατανικήσω ή να κρύψω τη βλακεία μου καταφέρνω να μην την επιδείξω. […]». ΠΗΓΗ: - Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997. Πηγή: www.lifo.gr

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016




Απόσπασμα από ένα γράμμα του Αντόν Τσέχωφ στον αδερφό του Νικολάι.
 
«Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι σέβονται την ανθρώπινη ατομικότητα και γι' αυτό είναι πάντοτε συγκαταβατικοί, γελαστοί, ευγενικοί, υποχρεωτικοί.
Δεν χαλούν τον κόσμο για το σφυρί ή για τη γομολάστιχα που χάθηκαν. Δεν αγανακτούν για τους θορύβους ή το κρύο. Δέχονται με καλοσύνη τα χωρατά και την παρουσία ξένων ανθρώπων στο σπιτικό τους. Δεν συμπονούν μονάχα τους κατώτερους, τους αδύναμους και τις γάτες. Πονάει η ψυχή τους και για κείνο που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι.
Είναι ντόμπροι και φοβούνται το ψέμα σαν τη φωτιά. Δεν λένε ψέματα ακόμα και για τιποτένια πράγματα. Το ψέμα προσβάλλει εκείνους που το ακούνε και ταπεινώνει στα μάτια τους εκείνους που το λένε. Δεν παίρνουν ποτέ πόζα, στο δρόμο είναι όπως και στο σπίτι τους, δεν ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κατώτερου τους.
Δεν είναι φλύαροι και δεν αναγκάζουν τον άλλο να ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους όταν δεν τους ρωτάει. Δεν ταπεινώνονται για να κεντήσουν τη συμπόνια του διπλανού. Δεν παίζουν με τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής των άλλων για να κερδίζουν σαν αντάλλαγμα αναστεναγμούς και χάδια.
Δεν λένε "εμένα κανείς δεν με καταλαβαίνει", ούτε "πουλήθηκα για πέντε δεκάρες", γιατί αυτά δείχνουν πως αποζητάν τις φτηνές εντυπώσεις. Είναι πρόστυχα τερτίπια, ξεθωριασμένα, ψεύτικα. Δεν είναι ματαιόδοξοι. Δεν τους απασχολούν τέτοια ψεύτικα διαμάντια όπως οι γνωριμίες με εξοχότητες.

Όταν κάνουν δουλειά που δεν αξίζει ένα καπίκι, δεν γυρίζουν με χαρτοφύλακα των εκατό ρουβλιών και δεν καμαρώνουν πως τάχα τους άφησαν να μπουν εκεί που δεν επιτρέπουν στους άλλους. Κι ο Κριλώφ ακόμα λέει πως το άδειο βαρέλι ακούγεται πιο πολύ από το γεμάτο.
Αν έχουν ταλέντο, το σέβονται. Θυσιάζουν γι' αυτό την ησυχία τους, τις γυναίκες, το κρασί, την κοσμική ματαιότητα. Είναι περήφανοι για την αξία τους και έχουν συνείδηση της αποστολής τους. Αηδιάζουν από την ασχήμια και καλλιεργούν μέσα τους την ομορφιά.
Δεν μπορούν να κοιμηθούν με τα ρούχα, δεν μπορούν να βλέπουν στο τοίχο κοριούς, να πατούν σε φτυσιές. Δαμάζουν όσα μπορούν και εξευγενίζουν το ερωτικό ένστικτο. Δεν κατεβάζουν βότκα όπου βρεθούν. Πίνουν μονάχα όταν είναι ελεύθεροι και τους δίνεται ευκαιρία. Γιατί τους χρειάζεται "γερό μυαλό σε γερό κορμί"».

ΠΗΓΗ: http://karaggelikyriakimaria.blogspot.nl/2015/01/blog-post_14.html

Τρίτη 24 Μαΐου 2016


Ιωάννης Ιωαννίδης
Δημοσιεύθηκε:



Νομίζω πως στην ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους, όποτε έγιναν εκλογές, το Κανένα ήταν πάντα το πρώτο κόμμα. Μετράω στο Κανένα αυτούς που δεν έδωσαν την ψήφο τους σε καμία κομματική παράταξη, είτε γιατί δεν μπορούσαν, είτε γιατί δεν ήθελαν να την δώσουν. Στο Κανένα συμπεριλαμβάνονται οι Έλληνες που οι άλλοι Έλληνες δεν τους αφήνανε να ψηφίσουν, είτε γιατί ήταν γυναίκες, είτε γιατί ήταν ξενιτεμένοι, είτε γιατί ανήκανε σε πολιτικούς χώρους υπό διωγμό. Στο Κανένα συμπεριλαμβάνονται επίσης οι Έλληνες που προτιμήσανε να απέχουν ή να ρίξουν λευκό ή άκυρο. 

Οι Έλληνες που δεν μπορούσαν να ψηφίσουν ήταν από μόνοι τους πάντα περισσότεροι από τους Έλληνες που ψήφιζαν το κόμμα που κέρδιζε επίσημα τις εκλογές. Οι φυλετικοί και πολιτικοί αποκλεισμοί άρθηκαν ευτυχώς εδώ και πολλά χρόνια. Όμως η διασπορά των Ελλήνων στην υφήλιο μεγάλωνε με το χρόνο καθώς η χώρα έδιωχνε συνεχώς νέες γενιές, για άλλους λόγους κάθε φορά: οικονομικοί μετανάστες, επιστημονικοί μετανάστες, μετανάστες της σιχασιάς που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την κοινωνική παραλυσία. Μάλιστα οι πρώην διωγμένοι τώρα γίνονται διώκτες ηθελημένα ή άθελα. Δεν ξεχνώ τα εργαστήρια του πανεπιστημίου υπό κατάληψη, με τα τρύπια ανορθόγραφα πανό αριστειδομπαλτομαρξισμού, με τους κομματικούς φρουρούς να βάζουν στη διαπασών Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη «και περπατούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανέναν». Άλλοτε αγαπημένη μουσική και ποίηση που όμως τώρα δημιουργούσε μόνο σιχασιά που σε έδιωχνε μακριά, όσο γίνεται μακρύτερα από το όνειδος που ονόμαζε «επανάσταση» την αναίσχυντη τεμπελιά του καταληψία.

Το 2009 ήταν η τελευταία χρονιά που το κόμμα που κέρδισε επίσημα τις βουλευτικές εκλογές της ελληνικής δημοκρατίας είχε περισσότερες ψήφους από το άθροισμα της αποχής, των λευκών, και των άκυρων, από εκείνους που μπορούσαν αλλά δεν ήθελαν να ψηφίσουν κάποιο κόμμα. Στις επόμενες εκλογές, οι αποχές ξεπεράσανε την παράταξη που ανακηρύχτηκε νικήτρια των εκλογών. Τον Ιανουάριο του 2015, αποχές, λευκά και άκυρα τιμήθηκαν συνολικά από 3.730.211 Έλληνες, ενώ το κόμμα που επίσημα ανακηρύχτηκε νικητής μάζεψε στο παρδαλό μαντρί του μόνο 2.245.978 θύματα.
Άρα, μετά το 2009, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, το κάθε ένα από τα δυο μεγάλα τμήματα του Κανένα ήταν από μόνο του ισχυρότερο από το κόμμα που επίσημα κέρδισε τις εκλογές. Το σύνολο του Κανένα ήταν υπερδιπλάσιο του επίσημου νικητή. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, φαίνεται πως το Κανένα θα έχει την απόλυτη πλειοψηφία του ελληνισμού και μπορεί να ξεπεράσει και το 60%. Από τα 13 περίπου εκατομμύρια των ενηλίκων Ελλήνων, κάπου τέσσερα εκατομμύρια στη διασπορά και άλλα τέσσερα εκατομμύρια (μπορεί και περισσότεροι) στον ελλαδικό χώρο ανήκουν στη μεγάλη, τεράστια, κι ανύπαρκτη αγκαλιά του Κανένα. 

Η πλειοψηφία αυτή είναι ετερόκλητη. Ίσως περιλαμβάνει στις τάξεις της κάποιους κατάκοιτους γέροντες και λίγους παλαβούς, όμως είναι σίγουρο ότι περιλαμβάνει και ό,τι καλύτερο διαθέτει ο ελληνισμός. Το 85-90% των σημαντικότερων Ελλήνων επιστημόνων βρίσκονται στη διασπορά, όπως έχω εξηγήσει αλλού , και η πλειοψηφία από τους σημαντικότερους Έλληνες καινοτόμους, επιχειρηματίες, διανοούμενους και ανθρώπους της τέχνης βρίσκονται επίσης στη διασπορά. Και μόνο με βάση αυτό το στοιχείο, τεκμηριώνεται πως η μεγάλη πλειοψηφία των σοβαρών, ταλαντούχων, κορυφαίων Ελλήνων εμπίπτουν στον μεγάλο, τεράστιο κι ανύπαρκτο χώρο του Κανένα. 

Επιπλέον ανάμεσα στους πολλούς σοβαρούς, ταλαντούχους, κορυφαίους Έλληνες που εναπομένουν στην Ελλάδα και αγωνίζονται ακόμα να κάνουν το έργο τους στον ελλαδικό χώρο, ελάχιστοι έχουν εκφραστεί και τοποθετηθεί υπέρ κάποιου συγκεκριμένου κόμματος. Θα μου πείτε πως εκατοντάδες καθηγητές πανεπιστημίου και «διανοούμενοι» και «κορυφαίοι» είτε συμμετέχουν σαν υποψήφιοι βουλευτές είτε τάσσονται ανοιχτά με προκηρύξεις υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος. Όμως προσεκτική ανάλυση όλων αυτών των κομματικών προσχώσεων και ομαδοποιήσεων του τύπου «117 κατασκευαστές πλυντηρίων συνιστούν Skip» δείχνει πως ελάχιστοι ανήκουν στους πραγματικά κορυφαίους. Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Για παράδειγμα, ο διάμεσος αριθμός επιστημονικών αναφορών των 23 υποψήφιων πανεπιστημιακών και ερευνητών βουλευτών επικρατείας των 9 δημοφιλέστερων κομμάτων είναι 94, αριθμός που δηλώνει επιλογή κυρίως από τον πολύ βαθύ πάτο της μετριοκρατίας. Είναι πιθανό ότι πάνω από το 90% των κορυφαίων Ελλήνων, εκείνων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν πραγματικά τη χώρα με το ταλέντο, τη γνώση, την κοινωνική προσφορά και τη διεθνή ισχύ τους, ανήκουν στη μεγάλη, τεράστια, ανύπαρκτη οικογένεια του Κανένα. 

Δεν έχω καταμετρήσει μέχρι τώρα στη δύναμη του Κανένα αυτούς που ψηφίζουν μεν κάποιο κόμμα, αλλά το κάνουν με απροθυμία ή και με αηδία, απλώς μη βλέποντας τι καλύτερο θα είχανε να ψηφίσουν. Αξιολύπητη μοίρα. Να προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι μπορείς να ανεχτείς λίγο παραπάνω απατεωνιά, ξιπασιά, αμορφωσιά, ανικανότητα, βλακεία, εγωπάθεια, για να ψηφίσεις με μαύρη καρδιά κάποιο αριστερό κομματικό τσούρμο ή κάποια δεξιά κομματική κόζα νόστρα. Να προσπαθείς συνέχεια να δηλητηριάσεις τη λογική σου για να δεχτεί την περισσότερη έκπτωση, με έναν μιθριδατισμό εναντίον της ένστασης που θέτει η στοιχειώδης αίσθηση αυτοσεβασμού. Συμβιβασμός χωρίς τέλος. Αν μετρήσω και αυτούς τους αξιολύπητους ανθρώπους στη δύναμη του Κανένα, ο ευρύτερος μεγάλος, τεράστιος, ανύπαρκτος συνασπισμός του Ευρύτερου Κανένα πλησιάζει το 95% των Ελλήνων και περικλείει στη μεγάλη, τεράστια, άδεια αγκάλη του σχεδόν όλους τους κορυφαίους Έλληνες.

Όχι το 100%. Υπάρχει ίσως ένα 5% των Ελλήνων που ψηφίζει με πλήρη παρρησία, με πλήρη πεποίθηση, με πλήρη ηλιθιότητα ή με πλήρες θράσος, χωρίς ενδοιασμό, χωρίς αγωνία, χωρίς αιδώ για τη δυσκολία και τη σοβαρότητα των περιστάσεων. Ανάμεσά τους βρίσκεται ό,τι πιο σάπιο, κίβδηλο, και παρωχημένο διαθέτει ο ελληνισμός σήμερα. Είναι όσοι καίγονται να προλάβουν να συμμετάσχουν στο πλιάτσικο της χώρας είτε σαν ασύδοτοι κυβερνήτες είτε σαν ακόμα πιο ασύδοτοι αντιπολιτευόμενοι - ό,τι κάτσει. Σε αυτούς ανήκει η Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος βρίσκεται υπό κατάληψη από μια ολιγαρχία μετριοκρατών. Η Ελλάδα βρίσκεται υπό κατάληψη από Έλληνες.

Κυριακή 17 Απριλίου 2016


Από τη γη ερχόμαστε και στη γη καταλήγουμε. Γεννιόμαστε ως πλάσματα φυσικά και μας διέπουν απόλυτα οι νόμοι και οι ρυθμοί του Οικοσυστήματος. Η ύπαρξή μας, κάθε μας κίνηση, δράση ή επέμβασή μας είναι συνιστώσα του Χάους του δημιουργικού και εξισορροπητικού της Φύσης.

Το διάστημα ανάμεσα στον ερχομό και την κατάληξή μας είναι ένα δώρο πολύτιμο, μοναδικό και λέγεται Ζωή, έχει δε ως Λόγο ύπαρξης έναν, μοναδικό και απόλυτο: Να βλέπουμε, να αγγίζουμε, να ακούμε, να οσφραινόμαστε, να γευόμαστε, να ψυχανεμιζόμαστε, να λογιζόμαστε κάθε στιγμή το προαιώνιο και συνεχές ετούτο Θαύμα της Δημιουργίας, τον Κόσμο, αναπόσπαστο μέρος του οποίου είμαστε κι εμείς οι ίδιοι, κόσμημα και η ύπαρξή μας για τα άλλα όντα ολόγυρα. Για κανέναν απολύτως άλλο Λόγο δεν έχουμε γεννηθεί παρά μονάχα για Αυτόν, για να μετέχουμε και να συμμετέχουμε του Θαύματος.

Για να μπορέσουμε όμως να είμαστε κάθε στιγμή αντάξιοι του δώρου της Ζωής που μας προσφέρθηκε από τη Φύση, έχουμε ένα Χρέος, εξίσου μοναδικό και απόλυτο: Το Είναι μας ολόκληρο, το σώμα, ο νους και η ψυχή μας να αποτελούν κάθε στιγμή κρίκο της αλυσίδας της Ζωής. Ζωή να μπαίνει μέσα μας ως ύλη, ως λογισμός και ως αίσθηση και πάλι Ζωή να βγαίνει ως ύλη, ως λόγος και ως πράξη. Έχουμε Χρέος απόλυτο και μοναδικό να μην την σταματούμε με το φθαρτό σαρκίο μας την αέναη συνέχεια των κύκλων της Ζωής, να μην «καταναλώνουμε» Ζωή αφοδεύοντας υλικά, νοητικά και ψυχικά τον Θάνατο.

Και για να φέρνουμε εις πέρας κάθε στιγμή το Χρέος μας ετούτο, μία, μοναδική και απόλυτη επίσης είναι η Ευθύνη μας: Να αφοδεύουμε σπόρους ζωντανούς καθημερινά στη γη. Είναι η πλέον τρανή απόδειξη Πολιτισμού αυτή αλλά και η μόνη ασφαλής ένδειξη προσωπικής Υγείας.

Αν φτάσεις στο σημείο αυτό, να παράγεις Ζωή ως ύλη, ως πνεύμα και ως αίσθηση, να την προσλαμβάνεις από τη Φύση γύρω σου, να τρέφεσαι μ’ αυτήν σωματικά, πνευματικά και ψυχικά, να την μεταβολίζεις εντός του φυσικού και ταπεινού σαρκίου σου και να Την αφοδεύεις εν τέλει πάλι πίσω στη γη ως ύλη, λόγους, πράξεις και συναίσθημα, ανταποδίδοντάς της ό,τι αυτή σου πρόσφερε και αναπαράγοντας Ζωή, ανοίγοντας έτσι, άλλους και πάλι κύκλους Της, τότε τελείς πλέον εν Αρμονία απόλυτη με το Σύμπαν και δεν έχεις παρά να εμπιστεύεσαι απόλυτα το Χάος του το Δημιουργικό.

Η μέθοδος για να μπορείς ως Άνθρωπος, ον φυσικό να αντεπεξέλθεις στην Ευθύνη σου, να φέρεις εις πέρας το Χρέος σου, να ζεις κάθε στιγμή τη Ζωή σου τιμώντας τον Λόγο που σού δόθηκε ως δώρο, είναι κι αυτή μία, μοναδική και απόλυτη: Η Φυσική Ζωή. Η Ζωή η βασισμένη στην φιλοσοφία της Μη Επέμβασης, της Ανεπαίσθητης Ύπαρξής σου επί της γης, της Μη Εκβίασης ουδέ στο ελάχιστο των φυσικών ρυθμών και νόμων, της συνύπαρξης και της συνεργασίας σου με τα άλλα πλάσματα, με τα οποία συναποτελείς ισότιμα τον Κόσμο.

Κάθε άλλος τρόπος να ζει ένα φυσικό πλάσμα Άνθρωπος, κυρίως δε αυτός ο σύγχρονος καταναλωτικός βίος, ουδεμίαν έχει σχέση με Ζωή, αποτελεί  Ύβρη και οδηγεί μόνο σε Έντρομο Ατομικό Θάνατο, ο οποίος έρχεται ξαφνικά και πρόωρα ως Νέμεσις, μια συνιστώσα του Χάους και αυτή. Όπως ακριβώς σταματάει την Ζωή κάθε στιγμή με το σαρκίο του ο καταναλωτής της, έτσι ακριβώς και ο Θάνατός του δεν οδηγεί ξανά σε Ζωή, είναι στείρος και όχι ζωογόνος, εξ ου και ο Τρόμος που τον συνοδεύει.

Μοναχά κατανοώντας και νιώθοντας ο άνθρωπος ότι οι Φυσικοί Νόμοι και οι Ρυθμοί είναι απαράβατοι και απαραβίαστοι από τον ίδιον αφού δημιουργήθηκε, ορίζεται, οριοθετείται και διέπεται από Αυτούς, ότι όλα είναι Ενέργεια και όλα μεταβολές Της, τίποτε δηλαδή δεν κερδίζεται δίχως να χάνεται κάτι ανάλογο κάθε στιγμή, γεγονός που συνεπάγεται ότι κανενός είδους τεχνητή από τον καταναλωτή ζωή, ανάπτυξη, ευφορία, άνεση, βολή, πρόοδος, πολιτισμός και τα λοιπά παρόμοια δεν υφίστανται καν ως έννοιες, ή τουλάχιστον ότι όλα αυτά είναι απολύτως πρόσκαιρα και ουτοπικά, όπως το τεχνητό και χωλό σύστημα εντός του οποίου ορίζονται, αφού στην διάρκεια του χρόνου οι συνέπειές τους, πολλαπλασιάζονται μέσα στο Χάος του μόνου ρεαλιστικού, ως αυθύπαρκτου, συστήματος, του Οικοσυστήματος και επιστρέφουν με τη μορφή “θεομηνιών”, ασθενειών και θανάτου σε αυτόν και σε όλα τα άλλα πλάσματα, μονάχα τότε ο άνθρωπος θα αποκτήσει την συνειδητότητα να Ζει κάθε στιγμή.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016



του Ιωάννη Ιωαννίδη 
Καθηγητή Παθολογίας, Έρευνας, Πολιτικής Υγείας και Στατιστικής Πανεπιστημίου Stanford

Αγαπητέ κύριε Μητσοτάκη, αγαπητέ Κυριάκο, ως παλιός συμμαθητής και ασήμαντος απλός πολίτης θέλω δημόσια να σας δώσω συγχαρητήρια και για την εκλογή στην ηγεσία της ΝΔ και γιατί πληροφορήθηκα ότι έχετε το καλύτερο βιογραφικό της χώρας. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, δεν ανήκω σε κανένα κόμμα. Ίσως είμαι στενόμυαλος, αλλά φοβάμαι ότι όλα τα κόμματα βλάπτουν τη Συρία το ίδιο, όπως έγραφε και ο Καβάφης πολύ πριν η Ελλάδα γίνει Συρία.
Το ότι διαθέτετε ένα από τα καλύτερα βιογραφικά της χώρας έγινε αρχικά αντιληπτό στο πανελλήνιο σε προεκλογική συνέντευξή σας σε δημοφιλή τηλεπερσόνα. Ως κακομοίρης επιστήμονας πρέπει να αναγνωρίσω πως πλέον οι πιο πιστευτές πηγές επιστημονικών πληροφοριών είναι πρωτίστως οι τηλεπερσόνες και έπονται σε απόσταση αναπνοής τα παραθρησκευτικά και κοσμικά μέντιουμ. Μετά από αυτή την βιογραφική αποκάλυψη, επικρατήσατε απέναντι σε τρεις τιτάνες του δεξιού πνεύματος. Τώρα ηγείστε ενός κόμματος που, επειδή τιμά την αριστεία και εστιάζει στην παιδεία, έχει εξαποστείλει ως ευρωβουλευτή για να εκπολιτίσει την υπόλοιπη Ευρώπη σε θέματα πολιτισμού και παιδείας τον γίγαντα ποδοσφαιριστή Ζαγοράκη. Τρέμω να αναφέρω τα ονόματα δεκάδων άλλων φωστήρων του κόμματος που έχουν εξαθλιώσει σεμνά και ταπεινά την Ελλάδα επί έτη πολλά. Για να είστε αρχηγός πλέον όλων αυτών, πρέπει να διαθέτετε όχι απλώς ένα από τα καλύτερα, αλλά το καλύτερο βιογραφικό της χώρας - και πάλι λίγο είναι ίσως για να τα βγάλετε πέρα.
Δεν αστειεύομαι- ή, ορθότερα, δεν αστειεύομαι μόνο. Γνωρίζω ότι έχετε σπουδάσει σε εξαιρετικά πανεπιστήμια. Τα ίδια προσόντα (άριστα σε πτυχίο και μεταπτυχιακά σε εξαιρετικά πανεπιστήμια) έχει και μια κοπέλα που προσλάβαμε πέρυσι σαν βοηθό γραμματέα της γραμματέως σε ένα τμήμα που διευθύνω στο Στάνφορντ. Δεν κάνω αυτή τη σύγκριση για να τη μειώσω, η κοπέλα είναι ικανότατη και πανέξυπνη. Απλώς δεν ξεκινάνε όλα τα παιδιά την καριέρα τους από διευθυντής τραπεζικού ομίλου και πάνω.
Γνωρίζετε βέβαια ότι από ακαδημαϊκή άποψη υπάρχουν πάνω από 200 χιλιάδες Έλληνες με μεγαλύτερη απήχηση από εσάς στην επιστημονική βιβλιογραφία, κυρίως νεότεροι, και πολλοί από αυτούς άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι σε πράγματα άσχετα με την επιστήμη τους. Γνωρίζετε επίσης ότι από επαγγελματική άποψη υπάρχουν ακόμα περισσότεροι Έλληνες με άριστες περγαμηνές και μεγαλύτερη εργασιακή εμπειρία από εσάς που όμως είναι άνεργοι ή απελπιστικά χαμηλόμισθοι. Απλώς εσείς τα καταφέρατε και πήγατε μπροστά, και εύγε. Αυτοί ακόμα δυστυχώς ψάχνονται - ελπίζοντας να μη χρειαστεί να ψάχνουν και σκουπιδοντενεκέδες. Σας παρακαλώ, όσο ψηλά κι αν φτάσει το άστρο σας, μην ξεχάσετε όλους αυτούς τους αποτυχημένους που ίσως τελικά θα έπρεπε να έχουν καλύτερη τύχη, αν υπήρχε στοιχειώδης ισοπολιτεία και αξιοκρατία.
Άκουσα την ομιλία στην κοινουβουλευτική ομάδα του κόμματός σας. Γενικά τα είπατε πολύ ωραία, είστε ικανός ρήτορας. Στρωτός λόγος και αρκετά λογικά ή έστω λογικοφανή επιχειρήματα. Ειδικά όταν είπατε ότι τιμάτε την αριστεία, κόντεψα να λιποθυμήσω απ' τη χαρά μου. Όμως γρήγορα συνήλθα, ενθυμούμενος ότι οι κομματικοί σας σύντροφοι κατέχουν εξίσου πολλά από τα πανελλήνια ρεκόρ αναξιοκρατίας και μετριοκρατίας όσο και οι κομματικοί σας αντίπαλοι - με βάση την προσωπική μου εμπειρία από τον ελληνικό πανεπιστημιακό χώρο. Επίσης σας χειροκροτήσανε μεν οι από κάτω, αλλά αυτοί οι καλοί καγαθοί άνθρωποι στα έδρανα δεν μου φάνηκαν και πολύ χαρούμενοι με τη ζωή τους. Πολλές κατεβασμένες φάτσες και πολλή βλεφαρόπτωση με κροκοδειλίσιο βλέμμα διαπίστωσα. Πολλοί βήχανε, και δεν έφταιγε μόνο η χειμερινή έξαρση ιώσεων για τα συγκοπτικά βηχαλάκια. 
Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοείτε. Το μεγάλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι ένα: ότι διέθετε και συνεχίζει να διαθέτει τέλειους πολιτικούς. Απλώς δε διαθέτει τίποτε άλλο. Οι πολιτικοί της είναι τόσο τέλειοι και καταλαμβάνουν τόσο χώρο στο κοινωνικό γίγνεσθαι που δεν αφήνουν τίποτε άλλο να ανθίσει. Αν ο τέλειος πολιτικός ορίζεται ως αυτός που μπορεί να πείθει, ο λαός μας παράγει αστείρευτα ταλέντα. Τετριμμένα γνωστό παράδειγμα: χαρισματικός ασύλληπτος ιδεοληπτικός καταστρέφει με εντατικούς ρυθμούς την Ελλάδα επί επτά μήνες, καταπατά ασύστολα όλα όσα είχε υποσχεθεί, δίνει ρεσιτάλ διαχειριστικής ανικανότητας. Έστω κι έναν Έλληνα (πέρα από τα ξαδελφάκια του) να έπειθε να τον ξαναψηφίσει, θα του έβγαζα το καπέλο για μεγαλοφυία στην τέχνη της πειθούς. Κι όμως έπεισε κάπου 2 εκατομμύρια και ξαναεκλέχτηκε πρωθυπουργός. Η απατεωνιά μαγικά μεταμορφώνεται σε χάρισμα.
Άλλο λαμπρό παράδειγμα: αρρενωπό μοντέλο που λανσάρει κομμώσεις γουλί, παρδαλά πουκάμισα και σακάκια με κόκκινη ρίγα πείθει εκατομμύρια Έλληνες και ακόμα περισσότερους ξένους ότι είναι διαπρεπής οικονομολόγος, χωρίς να έχει δημοσιεύσει ποτέ έστω και μια επιστημονική δημοσίευση σε ένα από τα 30 καλύτερα περιοδικά οικονομικών επιστημών. Τον αναφέρω γιατί αυτός ήταν ο προηγούμενος κάτοχος του τίτλου του καλύτερου βιογραφικού της χώρας στα τοπικά καλλιστεία μετριότητας.
Θέλετε κι άλλα παραδείγματα; Δημοσιογράφος που χρειάζεται διερμηνέα για να συνεννοηθεί με αγγλόφωνους επενδυτές ηγείται απτόητος κόμματος που πείθει εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες ότι εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Άλλη αρχηγός κόμματος, συνταξιούχος από τα σαράντα κάτι, πείθει εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες ότι στοχεύει στην παραγωγική ανάπτυξη. Άλλος καλός κύριος πείθει εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες ότι ο Στάλιν ζει. Άλλοι πείθουν τόσους ή και περισσότερους για ακόμα πιο απίθανα πράγματα.
Σίγουρα έχουμε τέλειους πολιτικούς, να το χωνέψουμε αυτό. Μπορούμε όμως να έχουμε και τίποτε άλλο; Υπάρχει κάποια πιθανότητα να αφήσουμε ανθρώπους που ξέρουν το αντικείμενό τους και που δεν έχουν καμία διάθεση, κανένα ταλέντο, καμία κλίση για την πολιτική, το συνδικαλισμό, την κομματική συμμετοχή, τις επιτροπές και τα γραφεία των κομματαρχών, να κάνουν τη δουλειά τους και να προσφέρουν το έργο τους; Υπάρχει περιθώριο για κάποιο έργο, δημιουργία, ποιότητα, καινοτομία εκτός από την πολιτική στη χώρα; Κάτι αντίστοιχο είχα ρωτήσει παλιότερα και τον κ. Τσίπρα σε ένα κείμενό μου και απάντησε σαφέστατα με τις πράξεις του: Όχι. Κάτι τέτοια δυσοίωνα ερωτήματα εξακολουθώ να θέτω, ο απαισιόδοξος. Και εκεί πάνω έρχεστε κι εσείς, κύριε Μητσοτάκη, με το καλύτερο βιογραφικό της χώρας. Κάποιες φορές που σας ακούω, λέω, «Κοίτα, λες αυτός να είναι αληθινός αξιοκράτης επιτέλους, απίστευτο!» Αλλά έπειτα ακούγεται το κοφτό βηχαλάκι, κοιτάω ποιοι σας συντροφεύουν ολόγυρα, και θυμάμαι πάλι περί τίνος πρόκειται.
Αγαπητέ κύριε Μητσοτάκη, αγαπητέ Κυριάκο, εύχομαι καλή επιτυχία, και σε εσάς και σε όλους τους ταλαντούχους Έλληνες πολιτικούς όλων των κομματικών χώρων. Είστε τόσο τέλειοι που, με τις αρχές του υγιούς ανταγωνισμού που πρεσβεύετε και όπως προβλέπει η θεωρία επιβίωσης του καταλληλότερου, έχετε επιτυχημένα εκδιώξει σχεδόν όλους τους υπόλοιπους πολίτες από τη χώρα κυριολεκτικά ή ψυχικά. Να μην ανησυχείτε καθόλου, δεν πρόκειται για γενοκτονία, μια μικρή εθνοκάθαρση είναι μόνο, όπως θα έλεγε και ο αιώνιος φοιτητής υπουργός παιδείας. Κοιτάξτε να μας διαιωνίσετε εσείς οι πολιτικοί τουλάχιστον, μιας κι εμείς οι Έλληνες σβήνουμε. Η Ελλάδα είναι πανέμορφη χώρα, να την χαίρεστε και να τη νέμεστε, την κερδίσατε με το σπαθί σας, με τα καλύτερα βιογραφικά σας. Είμαι βέβαιος ότι μαζί με εσάς, θα βρούνε δουλειές και οι τηλεπερσόνες, τα παραθρησκευτικά και κοσμικά μέντιουμ, και οι υπάλληλοι τηλεφωνικών κέντρων Siemens για πολιτική διαφήμιση. Ίσως αρκούν αυτά τα μοντέρνα επαγγέλματα για τη χώρα.
Ελπίζω τελικά να σταθείτε συνεπής στις αξίες σας, όποιες κι αν είναι αυτές. Δεν ξέρω όμως αν μπορείτε. Τι να πω, προσπαθήστε. Για παράδειγμα, με βάση το αξιακό σας σύστημα, στις ΗΠΑ μια επιχείρηση που χρωστάει τεράστια ποσά και βλάπτει κραυγαλέα το δημόσιο συμφέρον, δεν αλλάζει απλώς κτίριο headquarters για να πληρώνει λιγότερο ενοίκιο. Κανονικά, θα πρέπει να κηρυχθεί χρεοκοπημένη και οι ηγέτες της να οδηγηθούν σε δίκη και πιθανότατα στη φυλακή. Με βάση αυτές τις αξίες, ένα κόμμα που χρωστάει πάνω από 100 εκατομμύρια Ευρώ θα έπρεπε να κηρύξει χρεοκοπία και οι ηγέτες του να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη. Δεν ξέρω αν το συνειδητοποιήσατε καλά ακόμα, αλλά είστε πλέον ο ηγέτης αυτού ακριβώς του κόμματος.