Friday, 15 February 2013

Ὁ προσευχόμενος νοῦς ζητᾶ ἕνωση μὲ τὴν καρδιὰ..

Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ

Κλείστηκαν οἱ θύρες τῶν αἰσθημάτων: Ἡ γλώσσα σωπαίνει, τὰ μάτια εἶναι σφαλισμένα, τ’ αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε τίποτε ἀπ’ ὅσα συμβαίνουν γύρω μου. Ὁ νοῦς, ἀποτινάζοντας τὸν ζυγὸ τῶν γήινων λογισμῶν, ντύνεται τὴν προσευχὴ καὶ κατεβαίνει στὸν ἐσωτερικὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς. Ἡ θύρα, ὅμως, τοῦ θαλάμου εἶναι κλειστή. Παντοῦ σκοτάδι, σκοτάδι ἀπροσπέλαστο. Καὶ ὁ νοῦς, καθὼς βρίσκεται σὲ ἀπορία, ἀρχίζει νὰ χτυπᾶ μὲ τὴν προσευχὴ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς. Στέκεται ὑπομονετικὰ μπροστά της καὶ τὴ χτυπᾶ· περιμένει· πάλι χτυπᾶ· πάλι περιμένει· πάλι προσεύχεται... Καμιὰ ἀπάντηση, καμιὰ φωνὴ δὲν ἀκούγεται! Νεκρικὴ ἡσυχία, ταφικὴ σιωπὴ καὶ ζοφερὸ σκοτάδι. Ὁ νοῦς φεύγει ἀπὸ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς λυπημένος, θρηνώντας πικρὰ καὶ ζητώντας παρηγοριά. Δὲν τοῦ ἐπιτράπηκε νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸν Βασιλέα τῶν βασιλέων μέσα στὸ ἁγιαστήριο τοῦ ἐσωτερικοῦ θαλάμου τῆς καρδιᾶς.
— Γιατί; Γιατί ἀπορρίφθηκες:

— Ἐπειδὴ ἔχω πάνω μου τὴ σφραγίδα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ συνήθεια νὰ σκέφτομαι τὰ γήινα μοῦ ἀποσπᾶ τὴν προσοχή. Δὲν ἔχω μέσα μου δυνάμεις, γιατί δὲν ἔρχεται νὰ μὲ βοηθήσει τὸ Πνεῦμα, τὸ πανάγιο καὶ πανάγαθο Πνεῦμα. Αὐτὸ ἀποκαθιστᾶ τὴν ἑνότητα τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ σώματος, ποὺ διασπάστηκε μὲ τὴ φοβερὴ πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Μάταιες εἶναι οἱ προσωπικές μου προσπάθειες μόνες τους, χωρὶς τὴν παντοδύναμη, δημιουργικὴ βοήθεια τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνο, βέβαια, εἶναι ἀπέραντα φιλάνθρωπο καὶ πολυέλεο, ἀλλὰ ἡ δική μου ψυχικὴ ἀκαθαρσία δὲν Τὸ ἀφήνει νὰ μὲ πλησιάσει. Θὰ λουστῶ, λοιπόν, στὰ δάκρυα, θὰ καθαριστῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου μὲ τὴν Ἐξομολόγηση, δὲν θὰ προσφέρω στὸ σῶμα μου τροφὴ καὶ ὕπνο, ποὺ ἡ πλησμονὴ τους γεννᾶ στὴν ψυχὴ τὸ σαρκικὸ φρόνημα. Ντυμένος ὅλος μὲ τὸν θρῆνο τῆς μετάνοιας θὰ πλησιάσω τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς μου. Ἐκεῖ θὰ σταθῶ ἤ θὰ καθήσω σὰν τὸν τυφλό τοῦ Εὐαγγελίου καί, ὑπομένοντας τὸ βάρος καὶ τὴ θλίψη ποὺ προξενεῖ τὸ σκοτάδι, θὰ φωνάζω δυνατὰ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει: «Ἐλέησέ με!» (1).

Κατεβαίνει, λοιπόν, ὁ νοῦς στὸν ἐσωτερικὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς, στέκεται ἐκεῖ μπροστὰ καὶ ἀρχίζει νὰ φωνάζει δυνατὰ μὲ δάκρυα. Μοιάζει μ’ ἕναν τυφλό, ποὺ δὲν βλέπει τὸ ἀληθινὸ καὶ ἀνέσπερο φῶς, καὶ μ’ ἕναν κωφάλαλο, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε λαλιὰ οὔτε ἀκοὴ πνευματικὴ (2). Αἰσθάνεται ὅτι εἶναι πραγματικὰ τυφλὸς καὶ κωφάλαλος, ὅτι στέκεται μπροστὰ στὴν πύλη τῆς Ἱεριχώ —τῆς καρδιᾶς, ποὺ τὴν κατοικοῦν οἱ ἁμαρτίες— καὶ ὅτι περιμένει τὴ θεραπεία του ἀπὸ τὸν Σωτήρα, ποὺ δὲν Τὸν βλέπει, ποὺ δὲν Τὸν ἀκούει καὶ ποὺ ἐντούτοις Τὸν φωνάζει, καθὼς βρίσκεται στὴν τραγικὴ αὐτὴ κατάσταση. Τὸ ὄνομά Του δὲν τὸ γνωρίζει- «Υἱὸ τοῦ Δαβὶδ» (3) Τὸν ὀνομάζει: Ἡ σάρκα καὶ τὸ αἷμα δὲν μποροῦν νὰ τιμήσουν τὸν Θεὸ ὡς Θεὸ (4).

— Δεῖξτε μου τὸν δρόμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ περάσει ὁ Σωτήρας!

— Ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι ἡ προσευχή, ὅπως λέει σὲ κάθε ἄνθρωπο ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη: «Ἐμένα μὲ δοξάζει ἡ προσφορὰ ὑμνωδίας, καὶ σ’ ὅποιον βαδίζει αὐτὸν τὸν δρόμο θὰ δείξω τὴ σωτηρία μου» (5).

— Πέστε μου, πότε θὰ περάσει ὁ Σωτήρας; Τὸ πρωί, τὸ μεσημέρι ἤ τὸ βράδυ;

— «Νὰ εἶστε ἄγρυπνοι, γιατί δὲν ξέρετε ποιὰ μέρα θὰ ἔρθει ὁ Κύριος σας» (6).

Ὁ δρόμος εἶναι γνωστός, μὰ ἡ ὥρα ἄγνωστη! Θὰ μείνω ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, ὄρθιος ἤ καθισμένος στὴν πύλη τῆς πόλης, ἔχοντας στὸν νοῦ μου τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ ἐξαγνίσει τὸν λαό Του μὲ τὸ ἴδιο Του τὸ αἷμα, θανατώθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη. Ἂς πᾶμε. λοιπόν, κι ἐμεῖς κοντά Του, ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδο (δηλαδὴ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας), καὶ ἂς ὑποστοῦμε τὸν ἴδιο μ’ Αὐτὸν ἐξευτελισμὸ» (7).

Ὁ κόσμος παρέρχεται (8), τίποτα δὲν εἶναι μόνιμο σ’ αὐτὸν οὔτε κἄν μὲ πόλη δὲν πρέπει νὰ τὸν παρομοιάζουμε, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ χωριό. Θ’ ἀφήσω, λοιπόν, τὴν περιουσία μου, στὴν ὁποία ἔχω προσκολληθεῖ καὶ τὴν ὁποία ὅλοι ἐγκαταλείπουν ὅταν πεθαίνουν, συχνὰ καὶ πρὶν πεθάνουν. Θ’ ἀφήσω τὶς τιμὲς καὶ τὴ δόξα, ποὺ χάνονται. Θ’ ἀφήσω τὶς ἡδονὲς τῶν αἰσθήσεων, ποὺ ἀφαιροῦν κάθε ἱκανότητα γιὰ πνευματικὲς ἀσκήσεις καὶ ἐνασχολήσεις. «Γιατί δὲν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη πολιτεία, ἀλλὰ λαχταροῦμε τὴ μελλοντικὴ» (9), ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τώρα στὴν καρδιά μου μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτήρα μου.

Ὅποιος δὲν ἀνέβει πνευματικὰ στὴ μυστικὴ Ἱερουσαλὴμ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ ἐπιτραπεῖ στὴν ψυχή του, μετὰ τὴν ἔξοδό της ἀπὸ τὸ σῶμα, νὰ μπεῖ στὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Τὸ πρῶτο εἶναι προϋπόθεση τοῦ δευτέρου (10).


1. Λουκ. 18:38, 39.

2. Πρβλ. Μάρκ. 7:32.

3. Λουκ. 18:39.

4. Πρβλ. Α΄ Κορ. 15:50.

5. Ψαλμ. 49:23.

6  Ματθ. 24:42.

7. Ἑβρ. 13:12-13.

8. Α' Ἰω. 2:17.

9. Ἑβρ. 13:14.

10. Πρβλ. Ὁσίου Ἡσυχίου τοῦ Πρεσβυτέρου. Πρὸς Θεόδουλον λόγος ψυχωφελὴς καὶ σωτήριος περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς κεφαλαιώδης, δ', ριζ'.


www.agiazoni.gr

“Μία συγκλονιστική ιστορία Ανθρωπιάς”! ..



Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι.
Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.


Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια τής γριούλας, δεν μίλησε.
Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου». Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.
Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.
Αλλ’ ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.
Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».
Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα.
Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».

Thursday, 14 February 2013

St.Nikodemos the Hagiorite-How to kindle the love of God in oneself by entering deeply into the sacrament of the Eucharist


Unseen Warfare

In order to kindle a great love of God in yourself by entering deeply into the heavenly sacrament of the blood and flesh of Christ,
turn your thought to the contemplation of the love, which God has shown you personally in this sacrament. For this great and
almighty God was not content with creating you in His likeness and image, and when you sinned and offended Him and so fell from
your high rank, He was not satisfied with sending His Only-begotten Son to live thirty-three years on earth to deliver you, and, by
terrible torment and painful death on the cross, to redeem and snatch you out of the hands of the devil, to whom you became
enslaved through sin, and again to restore you to your former rank; no, He also deigned to establish the sacrament of His flesh and
blood as food for you, so that the whole power of His incarnated dispensation might imbue your nature most essentially. Make this
last token of God’s strong love for you the object of your constant contemplation and deep pondering, so that, seeing its manifold
fullness and richness, you should thereby feed and inflame your heart with undivided love and longing for God.
(1) Think of the time when God began to love you, and you will see that His love for you has no beginning. For since He himself is
eternal in His divine nature, eternal also is His love for you, whereby before all ages He took counsel with Himself and resolved to
give you His Son in a miraculous and ineffable manner. Realising this, rejoice in ecstasy of spirit and cry: ‘So even in the abyss of
eternity my nothingness was watched over and loved by the infinite God; even then did He make provision for my good, and His
love, which is beyond all words, resolved to give me for food His Only-begotten Son. After this, can I permit myself for a single
moment not to cleave to Him with all my thought, all my desire and all my heart?”
(2) Think also that all mutual affections between creatures, however great they may be, have their measure and their limit, beyond
which they cannot go. Only the love of God for us is limitless. So, when it became necessary to satisfy it in a certain special way, He
sacrificed to it His Son, Who is His equal in greatness and infinitude, for His nature is one and the same. Thus His love is as great as
His gift, and conversely His gift as great as His love. Both the one and the other are so great, that no created mind can conceive
anything greater. So requite this boundless love at least with all the love of which you are capable.
(3) Reflect further that God conceived this love for us not through any necessity, but solely through His natural loving-kindness. He
loved us from Himself spontaneously, with love as much beyond measure as beyond understanding.
(4) Reflect also that on our side we could never have forestalled this love by any deed so worthy of praise or reward, that the infinite
God would requite our utter poverty with the wealth of His love; that He loved us only because in His loving-kindness He wished it;
and not only loved us, but gave Himself to us, His unworthy creatures.
(5) Look at the purity of this love and see that, unlike the love of creatures, it is unmixed with any expectation of future gain from
us. For God has no need of gain from outside, being Himself all-sufficing and all-blessed in Himself. Thus, if He wished to pour
His ineffable love and loving-kindness upon us. He did so not for the sake of any profit for Himself from us, but for our own good.

Thinking of all this, can you help crying out in yourself: ‘O the wonder of it! The Almighty God has laid His heart upon me, the
least of His creatures! What dost Thou wish of me, 0 King of glory? What dost Thou expect of me, who am nothing but dust and
ashes? I see clearly, 0 Lord my God, in the light of Thy infinite love, that Thou hast but one desire, which most reveals the radiance
of Thy love for me, namely that Thou desirest to give me the whole of Thyself as food and drink for no other purpose but to
transmute the whole of me into Thyself, not because Thou hast any need of me, but because I have extreme need of Thee; for in
this way Thou dwellest in me and I in Thee; and through this union of love I become as Thou art. In human words: through the
union of my earthly heart with Thy heavenly heart a single divine heart is created in me.”
Such thought cannot but fill you with wonder and joy, when you see yourself so highly valued by God and so beloved by Him, and
understand that in His infinite love for you He seeks and desires nothing from you, save only to attract your love to Him self and
thus to give you bliss, by delivering you from every passionate attachment to creatures and to yourself. For then you will be able to
bring the whole of yourself as a burnt offering to Him, your God, and from then onwards, for all the rest of your life, only love of
Him and an ardent desire to please Him will possess your mind, your will, your memory and all your senses. Every favour coming
from God’s love for you can produce this effect in your soul: but this effect is most natural if you look with understanding on the
most blessed sacrament of the divine Eucharist. While you look at it with your mind, open your heart to it, and pour out the
following devout prayers and loving sighs: ‘Oh, heavenly Food! When shall the hour come when I am totally immolated for Thee
and consumed, not by some other fire, but by the fire of Thy love? 0 uncreated Love, 0 Bread of Life! When shall I live by Thee
alone, for Thee alone and in Thee alone? When, 0 my life, beautiful, sweet and eternal, when, 0 Manna from heaven, shall I turn
away from all other earthly food, when shall I desire only Thee and be fed by Thee alone? When will it be, 0 my all-satisfying
sweetness, 0 my highest good! 0 my Lord, most desired and most good! Tear this poor heart of mine from every wrong attachment
and tendency, adorn it with Thy holy virtues and fill it with that good disposition which would make me, in all sincerity, do all things
solely to please Thee! Then, at last, I shall attain to opening to Thee my heart, no longer unworthy of Thee, and, invoking Thee with
love, shall make Thee enter it. And then, my Lord, having entered it, Thou wilt not meet with resistance and wilt perform therein all
the actions Thou art wont to perform in souls devoted to Thee.”
In such loving thoughts and feelings you may spend the evening and morning, preparing for communion. Then, when the sacred
hour of communion draws near, imagine most vividly, with humility and warmth of heart, Whom you are about to receive into
yourself, and who are you, who are about to receive Him.
He is the Son of God, clothed in inconceivable greatness, before Whom tremble the heavens and all the powers: He is the Holy of
holies, brighter than the sun, purity beyond all comprehension, compared with which all created purity is filth. In His love for you
He took the form of a slave, chose to be despised, scorned and crucified by the malice of the lawless world, and at the same time
remained God, holding in His hand the life and death of the whole world. And who are you? You are—nothing, who in your
corruption, evil and malice have become less than nothing, worse than the least and most unclean of all creatures, the laughing stock
of the demons of hell. Carried away by your fantasies and lusts, you have scorned your great Lord and Benefactor and, instead of
giving thanks to the bountiful God for so many and such great favours, you have trodden under foot His priceless blood, spilt for
your sake. Yet, in spite of it all, He is calling you to His divine supper in His unceasing and unchanging love for you. At times He
even forces you to approach it by fearful admonitions, reminding you of His words said to all: ‘Except ye eat the flesh of the Son of
man, and drink his blood, ye have no life in you” (John vi. 53); and just as He does not shut to you the door of His mercy, so He
does not turn His face away from you, even though, in your sins, you are a leper, weak, blind and poor, a slave to all passions and
vices.
The only things He demands of you are:
(1) That you should grieve in your heart at having offended Him;
(2) that you should abhor sin above all things, any sin, great or small;
(3) that you should give yourself up to Him entirely and care for one thing only, with all the love and longing of your heart —to
conform to His will always and in everything you do, and be for ever fully obedient to Him alone;
(4) that you should have a firm faith in Him and an unshakeable trust that He will have mercy upon you, will cleanse you of all your
sins and will protect you from all your enemies, both visible and invisible.
Fortified by this ineffable love of God for you, approach the Holy Communion with holy fear and love, saying: ‘ I am unworthy,0
Lord, to receive Thee; for many and many a time have I angered Thee by my sins, and have not yet mourned all my wicked deeds.
I am unworthy, 0 Lord, to receive Thee; for I have not yet cleansed myself of the dispositions and attachments to what is not
pleasing to Thee. I am unworthy, 0 Lord, to receive Thee, for I have not yet surrendered in all sincerity to Thy love, Thy will and
obedience to Thee. 0 my God, all-powerful and infinitely good! In Thy merciful loving-kindness, do Thou Thyself make me worthy
of receiving Thee, for I run to Thee with faith.”

After this, when you have received the Holy Communion, shut yourself in the secret depths of your heart and, forgetting all created
things, address to God these or similar words: ‘ Almighty King of heaven and earth! Who made Thee enter my unworthy heart,
when I am accursed, and poor, and blind, and naked? No one, of course, but Thy immeasurable love for me. 0 uncreated love! 0
love most sweet! What dost Thou want of me, beggar that I am? Nothing, as I see and understand, except my love for Thee;
nothing, except that no other fire should burn on the altar of my heart but the fire of my love for Thee, which would consume all
love and all desire other than that of bringing myself to Thee as a burnt offering and fragrant incense. Naught else didst Thou ever
desire or seek from me, and naught else dost Thou desire or seek from me new. So hear now, 0 Lord, the vows of my heart! See, I
combine my desire with Thy desire; and as Thou hast given the whole of Thyself to me, so I give the whole of myself to Thee, to be
wholly in Thee. I know, 0 Lord, that this cannot be, unless I renounce myself wholly; it cannot be if any trace of self-love remains in
me, if I harbour some sympathy or disposition towards a will of my own, thoughts of my own, or some self-pandering habits of my
own. Therefore I desire and I strive from now onwards to oppose myself in all that is not acceptable to Thee, but which my soul
may desire, and to compel myself to do all things pleasing to Thee, even if everything in me and outside me should rebel against it.
By myself, I have not strength enough to succeed in this. But since from now on Thou art with me, I daringly trust that Thou
Thyself wilt accomplish in me all that is needed. I seek and strive that my heart may be as one with Thy heart; and I trust that Thy
grace wilt grant me this. I seek and strive to see nothing and to hear nothing, to think of nothing and have sympathy with nothing,
except that which Thy will, determined by Thy commandments, leads me to and shows, and I trust that it will be granted me by Thy
power working in me. I strive and I seek not to let attention stray from the heart, where Thou dwellest, there to gaze at Thee
unceasingly and be warmed by the rays of light issuing from Thee; and I trust that this will be given me by the touch and embrace of
Thy hands. I strive and seek for Thee alone to be henceforth my light, strength and joy; and I trust to be given this by Thy saving
action on my inner man. It is of this that I pray and shall always continue to pray. 0 merciful Lord, grant me this, grant me this.’
Then strive to increase from day to day your faith in this most holy sacrament of the Eucharist, and never cease to wonder at the
miraculous mystery of it, reflecting on how God manifests Himself to you in the guise of bread and wine, and becomes essentially
present in you, to make you more holy, righteous and blessed. For blessed are they who do not see, yet believe; according to the
words of the Saviour: ‘ Blessed are they that have not seen, and yet have believed” (John xx. 29). And do not wish that God should
manifest Himself to you in this life under any guise other than this sacrament. Try to set alight in yourself a warm desire for this
sacrament and to make progress every day both in your fervent readiness to do only God’s will, and in spiritual wisdom, making it
the queen and ruler over all your actions of the spirit, the soul and the body. Every time you take communion, while partaking of
this bloodless sacrifice, offer yourself as a sacrifice to God, that is, profess your complete readiness to endure every affliction, every
sorrow and every wrong you may meet in the course of your life, for the sake of the love of God, Who sacrificed Himself for us.
St. Basil the Great describes more fully the duty imposed on the communicant by the Holy Communion, basing it on the words of
St. Paul that those who eat the flesh of the Lord and drink His blood show the Lord’s death (I Cor. xi. 26). This death was suffered
by the Lord for the sake of all men, and so also for the communicants. For what purpose? ‘ That they which live should not
henceforth live unto themselves, but unto him which died for them, and rose again’ (II Cor. v. 15). So those who approach the Holy
Communion with faith, love and such readiness to be faithful to God’s commandments and to every clear manifestation of His will,
that they are prepared to lay down their lives for it, undertake the task no longer to live either for themselves, the world or sin, but
for the Lord God they receive into themselves in the Holy Communion, Who died and rose again for them.
Finally, having received through the Holy Communion the Lord, Who sacrificed Himself for you, and having partaken of the force
of this sacrifice, after glorifying the Lord and rendering thanks to Him, send in the name of this sacrifice prayers and supplications
to your heavenly Father about your own needs, of the spirit, the soul and the body, then about the holy Church of God, your family,
your benefactors and the souls of those who died in faith.
Being connected with the sacrifice through which the Son of God has obtained mercy for us all from God the Father, this prayer
will be heard and will not be left without fruit.

Taken from "Unseen Warfare",Saint Nikodemos the Hagiorite.

Wednesday, 13 February 2013

π.Κονάνος-Λάρνακα 2013-Μιλώντας για το Θεό σήμερα

Ο πατήρ Ανδρέας Κονάνος μίλησε στη Λάρνακα της Κύπρου την Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013 με θέμα «Μιλώντας για το Θεό σήμερα...»

Γ.Νεκταρίου Μουλατσιώτη-Οι τρεις πόλεμοι και οι ασκήσεις για να βγεις νικητής

Ομιλία Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη με θέμα: "ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΕΙΣ ΝΙΚΗΤΗΣ" Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ την Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013.

Κάτα πόσο είναι ορθόδοξο το "τάμα", "τάξιμο" που κάνουμε σε έναν Άγιο;

 του π. Αθανασίου Γιουσμά

Οι πιστοί συχνά πυκνά αποθέτουν τάματα στις εικόνες της Παναγίας ή των Αγίων μας, θέλοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, ή απλώς να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη τους, ή σε κάποιες άλλες περιπτώσεις να… «καλοπιάσουν» τον Άγιο και να «εξαναγκάσουν» με τον τρόπο τους το θείον, να υπακούσει στο αίτημά τους.
Τα τάματα είναι μια πανάρχαια συνήθεια των πιστών όλου του κόσμου και όλων των εποχών που έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Ο Χριστιανός προβαίνει σ’ αυτήν την ενέργεια, με την ίδια λογική που κάποιος προσφέρει ένα δώρο στο άτομο εκείνο, που τον εξυπηρέτησε σε μια σημαντική δουλειά. Πρόκειται για ένα παμπάλαιο έθιμο. 

Στους αρχαίους Έλληνες υπήρχε η συνήθεια οι πιστοί να προσφέρουν αφιερώματα στους θεούς τους, τα οποία μπορεί να ήταν ευτελούς αξίας, π.χ., ζώα, ή και πολύτιμα χρυσελεφάντινα αντικείμενα. Από εκείνα τα χρόνια συνήθιζαν να εναποθέτουν στα ιερά τους και στα αγάλματά τους ομοιώματα πασχόντων μελών, κάτι που το συναντάμε και στις μέρες μας. Στη μάχη του Μαραθώνα, οι Αθηναίοι είχαν «τάξει» στη θεά Άρτεμη να της θυσιάσουν τόσες κατσίκες όσοι οι εχθροί που θα σκότωναν! Επειδή μάλιστα σκότωσαν πάρα πολλούς κι αδυνατούσαν να εκπληρώσουν αυτή τους την υποχρέωση, μετέτρεψαν το τάξιμο σε 500 ζώα κάθε χρόνο. Ας σημειώσουμε πως το φαινόμενο της θυσίας ως αφιέρωμα στο Θεό, απαντάται και στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Αναθήματα υλικά αλλά και πνευματικά, αναφέρονται και στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Ιακώβ, φεύγοντας από τη Μεσοποταμία, υποσχέθηκε στο Θεό την ίδρυση ιερού χώρου προσευχής. Η Άννα, υποσχέθηκε να αφιερώσει στην υπηρεσία του Θεού το παιδί της, αν κατάφερνε να αποκτήσει.
Όλα αυτά που συνήθως «τάζουν» οι πιστοί και τα αφιερώνουν σε ιερά της Εκκλησίας μας πρόσωπα ονομάζονται «αναθήματα». Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «ανατίθημι» που σημαίνει αναθέτω, εμπιστεύομαι-αφιερώνω. Συνήθως τα τάματα είναι προσφορές ή αντιπροσφορές. Παρακαλεί, δηλαδή, ο πιστός έναν Άγιο, να του πραγματοποιήσει μια επιθυμία, υποσχόμενος να του το ανταποδώσει με την προσφορά ενός αντικειμένου. Τάξιμο βέβαια, μπορεί να είναι και κάτι απλό, όπως, π.χ., να δώσει στο παιδί του το όνομα του Αγίου, να νηστέψει για κάποιο διάστημα, να φορέσει μαύρα ενδύματα δεκαπέντε ημέρες πριν τη γιορτή της Παναγίας, κ.λπ.
Στη βαθύτερη έννοιά του, δυστυχώς το τάξιμο είναι ουσιαστικά ένα είδος συμφωνίας, μια εμπορική πράξη μεταξύ του πιστού και του ιερού προσώπου – έτσι τουλάχιστον το βλέπουν οι ακατήχητοι πιστοί.
Ο Χριστιανισμός ως «θρησκεία*»  κατεξοχήν πνεύματος και ελευθερίας, δεν επιμένει ούτε συνιστά τα αναθήματα, ιδιαίτερα τα υλικά. Αυτά που αποδέχεται είναι τα πνευματικά μονάχα αναθήματα. Και τι εννοώ; Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ως πιστοί είναι πως, δεν είναι δυνατόν να πετύχουμε τη λύτρωση και τη σωτηρία, αφιερώνοντας ορισμένα αναθήματα σ’ έναν Άγιο, όταν δεν ζούμε σύμφωνα με τις αρχές του Χριστιανισμού. Σ’ αυτή την περίπτωση τα τάματα είναι κυριολεκτικά άχρηστα. Συνετέλεσαν ή στον αμαρτωλό εμπλουτισμό ορισμένων επιτήδειων ή χρησίμευσαν στο να βοηθήσει η Εκκλησία οικονομικά τον αγώνα, λ.χ., του 1821 ή του 1940 εκποιώντας τα τάματα των πιστών και θέτοντάς τα στην υπηρεσία του έθνους.
Το καλύτερο ανάθημα πάντως για την Ορθοδοξία μας, ήταν και είναι η αφιέρωση του ίδιου μας του εαυτού στο Χριστό, δηλαδή να ζούμε – σύμφωνα με τις δυνάμεις του ο καθένας– έτσι όπως ο Χριστός μάς έχει ζητήσει κι όχι αμαχητί να παρασυρόμαστε και να υποδουλωνόμαστε στις αδυναμίες μας. Αυτό είναι το καλύτερο «τάμα» που θα μπορούσαμε να προσφέρουμε στο Θεό, στην Παναγία μας και στους Αγίους μας, αν θέλουμε να κερδίσουμε την ψυχική μας λύτρωση και σωτηρία.

*η ορθότερη έννοια είναι: Εκκλησία
 

πηγή:εδώ

Σχόλιο: Βεβαίως, τα τάματα είναι μια ευλογημένη συνήθεια των πιστών. Δείχνουν την αγάπη τους και την εμπιστοσύνη τους στους Αγίους, στην Παναγία και στον Θεό, όμως όταν γίνεται το τάμα παίρνοντας την μορφή μιας ρηχής συμφωνίας (ρουσφέτι) τότε όντως όχι μόνο δεν είναι κάτι το θεάρεστο αλλά αντιθέτως κινείται στα πλαίσια του παγανισμού και σκοταδισμού. Η Χάρις του Θεού δεν λειτουργεί μαγικά. Η Εκκλησία έχει τα Μυστήρια! Ο πιστός χριστιανός δια του μυστηριακού τρόπου προάγεται πνευματικά μετέχοντας στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Ένα τάμα από μόνο του δεν σώζει ούτε μας βοηθά ουσιαστικά εάν δεν συνοδεύεται με μετάνοια, ταπείνωση, υπακοή στην Εκκλησία, συμμετοχή στα Ιερά Μυστήρια. 

Ναί τί μας έταξε ο Θεός με το στόμα του απ. Παύλου: "...ε δ τέκνα, κα κληρονόμοι, κληρονόμοι μν Θεο, συγκληρονόμοι δ Χριστο, επερ συμπάσχομεν να κα συνδοξασθμεν..".(Ρωμ.8,17) 

Μετάφραση-Παράφραση:
Εάν δε είμαθα τέκνα, κατά λογικήν συνέπειαν είμεθα και κληρονόμοι· κληρονόμοι μεν του Θεού, που είναι πατέρας μας, συγκληρονόμοι δε μαζί με τον Χριστόν,εάν βεβαίως πάσχωμεν και ταλαιπωρούμεθα μαζί με τον Χριστόν δια να δοξασθώμεν έτσι μαζί του.


Η μοναδική "συμφωνία" τελικά που υπάρχει μεταξύ πιστού ανθρώπου και του Χριστού είναι το: "Γενηθήτω το θέλημά Σου".

Θέωση και Ορθοδοξία

 
H θέωση δυνατή δια των ακτίστων ενεργειών του Θεού
Του Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσ. Γρηγορίου

Θέωση και Ορθοδοξία

Στην Ορθόδοξο Εκκλησία του Χριστού μπορεί ο άνθρωπος να πετύχει την θέωση, επειδή η Χάρις του Θεού, σύμφωνα με την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι άκτιστος. Ο Θεός δεν είναι μόνο ουσία, όπως νομίζουν οι Δυτικοί, αλλά είναι και ενέργεια. Εάν ο Θεός ήταν μόνο ουσία, δεν θα μπορούσαμε να ενωθούμε, να κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι η ουσία του Θεού είναι φοβερή και απρόσιτη στον άνθρωπο, κατά το «ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται» (Εξ. λγ', 20).

Ας αναφέρουμε ένα κάπως σχετικό παράδειγμα από τα ανθρώπινα. Αν πιάσουμε ένα ηλεκτρικό καλώδιο γυμνό, θα πεθάνουμε. Όταν όμως ενώσουμε μία λάμπα στο καλώδιο, φωτιζόμαστε. Την ενέργεια του ηλεκτρικού ρεύματος την βλέπουμε, την χαιρόμαστε, μας βοηθεί. Την ουσία του δεν μπορούμε να την πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ας μας επιτραπή να πούμε, συμβαίνει και με την άκτιστο ενέργεια του Θεού.



Εάν θα μπορούσαμε να ενωθούμε με την ουσία του Θεού, θα εγινόμαστε και εμείς κατ' ουσίαν θεοί. Δηλ. όλα θα εγίνοντο θεοί, θα υπήρχε μία σύγχυσις, και τίποτε δεν θα ήταν ουσιαστικά θεός. Ό,τι πιστεύουν με λίγα λόγια στις ανατολικές θρησκείες, π.χ. στον Ινδουϊσμό, όπου ο θεός δεν είναι προσωπική ύπαρξις, αλλά συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ' όλον τον κόσμο, και στους ανθρώπους και στα ζώα και στα πράγματα (Πανθεϊσμός).

Εάν πάλι ο Θεός είχε μόνο την αμέθεκτη θεία ουσία χωρίς τις ενέργειές Του, θα παρέμενε ένας θεός αυτάρκης, κλεισμένος στον εαυτό του, ακοινώνητος στα πλάσματα του.[...]

Με τις άκτιστες αυτές ενέργειές Του ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και συνεχίζει να τον συντηρή. Δίδει ουσία και υπόστασι στον κόσμο μας με τις ουσιοποιητικές ενέργειές Του. Είναι παρών στην φύσι και συντηρεί το σύμπαν με τις συντηρητικές ενέργειές Του. Φωτίζει τον άνθρωπο με τις φωτιστικές Του ενέργειες. Τον αγιάζει με τις αγιαστικές ενέργειες. Τον θεώνει, τέλος, με τις θεωτικές ενέργειές Του. Άρα με τις άκτιστες ενέργειές Του ο άγιος Θεός μπαίνει στην φύσι, στον κόσμο, στην ιστορία, στην ζωή των ανθρώπων.

Οι ενέργειες του Θεού είναι θείες ενέργειες. Είναι κι αυτές Θεός χωρίς να είναι η ουσία Του. Είναι Θεός και γι' αυτό θεώνουν τον άνθρωπο. Εάν οι ενέργειες του Θεού δεν ήσαν θείες, άκτιστες ενέργειες, τότε δεν θα ήσαν Θεός, δεν θα μπορούσαν να μας θεώσουν, να μας ενώσουν με τον Θεό. Θα υπήρχε μία αγεφύρωτη απόστασις μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Με το να έχη όμως ο Θεός θείες ενέργειες και με τις ενέργειες αυτές να ενώνεται μαζί μας, μπορούμε να κοινωνούμε μαζί Του και να ενωνώμαστε με την Χάρι Του, χωρίς να ταυτιζώμαστε με τον Θεό, όπως θα εγίνετο αν ενωνώμαστε με την ουσία Του.

Ενωνόμαστε λοιπόν με τον Θεό δια των ακτίστων θείων ενεργειών Του κι όχι δια της ουσίας Του. Αυτό είναι το μυστήριο της Ορθοδόξου Πίστεως και ζωής μας.

Αυτό δεν μπορούν να το δεχθούν οι Δυτικοί αιρετικοί. Επειδή είναι ορθολογισταί, δεν κάνουν διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, και λέγουν ότι ο Θεός είναι μόνο ουσία. Γι' αυτό και δεν μπορούν να ομιλούν περί θεώσεως του ανθρώπου. Διότι πώς θα θεωθή κατ' αυτούς ο άνθρωπος, αφού δεν δέχονται άκτιστες αλλά κτιστές τις θείες ενέργειες; Και πώς μπορεί κάτι κτιστό, δηλ. έξω από τον ίδιο τον Θεό, να θεώση τον κτιστό άνθρωπο; [...]

Τον ΙΔ' αιώνα έγινε μία μεγάλη αναταραχή στην Εκκλησία, την οποία προκάλεσε ένας Δυτικός μοναχός, ο Βαρλαάμ. Άκουσε αυτός ότι οι αγιορείται μοναχοί ωμιλούσαν περί θεώσεως. Πληροφορήθηκε ότι εγίνοντο άξιοι μετά από πολύ αγώνα, κάθαρσι από τα πάθη και πολλή προσευχή, να ενωθούν με τον Θεό, να λάβουν εμπειρία του Θεού, να δουν τον Θεό. Άκουσε ότι έβλεπαν το άκτιστο φως, το οποίο είδαν οι άγιοι Απόστολοι κατά την Μεταμόρφωσι του Σωτήρος Χριστού στο όρος Θαβώρ.

Έχοντας όμως ο Βαρλαάμ το δυτικό, αιρετικό, ορθολογιστικό πνεύμα αδυνατούσε να αντιληφθή την γνησιότητα αυτών των θείων εμπειριών των ταπεινών μοναχών, κι έτσι άρχισε να κατηγορή τους αγιορείτας ως τάχα πλανεμένους, αιρετικούς και ειδωλολάτρας. Έλεγε δηλ. ότι είναι αδύνατο να βλέπη κανείς την Χάρι του Θεού, επειδή δεν γνώριζε τίποτε περί διακρίσεως ουσίας και ακτίστου ενεργείας στον Θεό.

Τότε η Χάρις του Θεού ανέδειξε ένα μεγάλο και φωτισμένο διδάσκαλο της Εκκλησίας μας, τον αγιορείτη άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αυτός με πολλή σοφία και φώτισι από το Θεό, αλλά και από προσωπική του εμπειρία, είπε και έγραψε πολλά και εδίδαξε, σύμφωνα και με τις άγιες Γραφές και την Ιερά Παράδοσι της Εκκλησίας, ότι είναι άκτιστο το φως της Χάριτος του Θεού, είναι θεία ενέργεια. Ότι όντως βλέπουν το φως αυτό οι θεωμένοι άνθρωποι ως ανωτάτη, υψίστη εμπειρία της θεώσεως, και βλέπονται μέσα στο φως αυτό του Θεού. Αυτό είναι η δόξα του Θεού, η λαμπρότης Του, το Θαβώρειο φως, το φως της Αναστάσεως του Χριστού και της Πεντηκοστής, και η φωτεινή νεφέλη της Παλαιάς Διαθήκης. Πραγματικό άκτιστο φως Θεού, κι όχι συμβολικό, όπως πλανεμένα νόμιζε ο Βαρλαάμ και οι όμοιοί του.

Στη συνέχεια όλη η Εκκλησία, με τρεις μεγάλες Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και κήρυξε πως η εν Χριστώ ζωή δεν είναι απλώς ηθικοποίησις του ανθρώπου αλλά θέωσις, που σημαίνει συμμετοχή στην δόξα του Θεού, θέα του Θεού, της Χάριτός Του, του ακτίστου φωτός Του. [...]

Μέχρι σήμερα οι Δυτικοί θεωρούν κτιστή την θεία Χάρι, την ενέργεια του Θεού. Είναι δυστυχώς και τούτο μία από τις πολλές διαφορές μας, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρώς υπ' όψιν στον θεολογικό διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν είναι μόνο το filiogue, το πρωτείο εξουσίας και το «αλάθητο» του πάπα, από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Παπικών. Είναι και τα ανωτέρω. Αν δεν δεχθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί ότι η Χάρις του Θεού είναι άκτιστος, δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί τους, έστω κι αν δεχθούν όλα τα άλλα. Διότι ποιος θα ενεργήση την θέωσι, αν η θεία Χάρις είναι κτίσμα κι όχι άκτιστος ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος;

(Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, Καθηγουμένου της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, Η θέωσις ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου, σελ. 34-41)

Από το περιοδικό Εν Συνειδήσει. Έκδοση της Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου. Δεκέμβριος 2006.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...