Εβελίν Μπριζού-Πελέν, Ο μεγάλος έρωτας του βιβλιοθηκάριου, εικονογράφηση Βερονίκ Ντες, μετάφραση Ρένα Χατχούτ, Σύγχρονοι Ορίζοντες, Αθήνα 2000, 47 σ., σειρά: Λογοτεχνία για παιδιά.
Για νεαρούς αναγνώστες από 8 ετών και πάνω
Άλλο ένα παιδικό βιβλίο. Αυτή τη φορά απευθύνεται σε παιδιά του δημοτικού που η καθημερινότητά τους κινείται μέσα σε μικρές αριθμητικά κοινωνίες (χωριά ή θα μπορούσε να είναι και γειτονιές), όπου οι άνθρωποι με τα διάφορα επαγγέλματά τους συνυπάρχουν συγκροτημένα και λειτουργικά. Γνωρίζονται μεταξύ τους, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους. Το περιβάλλον δεν είναι του αστικού χάους και των μεγάλων αποστάσεων, των άγνωστων προσώπων. Γραμμένο με απλότητα, φαντασία και χιούμορ, περιγράφει την ιστορία μεταστροφής ενός βιβλιοθηκάριου που αποτελεί εξαίρεση σε σύγκριση με τους άλλους που νοιάζονται για τον ρόλο τους. Εκείνος είναι εκεί για να είναι εκεί, χωρίς να είναι στα αλήθεια εκεί.
Στο εβδομαδιαίο Δημοτικό Συμβούλιο του Κάτω Χωριού οι παράγοντες (ο κηπουρός, ο παπάς, ο ταχυδρόμος, η δασκάλα) έχουν να ζητήσουν κάτι για να κάνουν την δουλειά τους καλύτερα. Όλοι εκτός από τον Φουλμπέρ τον βιβλιοθηκάριο που δεν χρειάζεται ποτέ τίποτα. Μαζεύει τα χρήματα που του δίνει ο δήμαρχος. Δεν θέλει ούτε ράφια ούτε βιβλία. Έχει ένα και μοναδικό βιβλίο στην βιβλιοθήκη του, δεμένο με μια χοντρή αλυσίδα για να μην του το κλέψουν και δεν θέλει άλλο. Τα πολλά θα είναι μπελάς. Έως την ημέρα που πατάει το πόδι της στην βιβλιοθήκη η Ροζ-Μαρί. Διαβάζει αυτό το ένα και μοναδικό βιβλίο που είναι κηπουρικής με προσοχή και φεύγει. Σε ένα σημείο του Πάνω Χωριού οι τρεις πεινασμένοι ληστές γυρεύουν τρόπο να χορτάσουν τη λαιμαργία τους και σχεδιάζουν να επιτεθούν στη βιβλιοθήκη, εικάζοντας ότι έχει απόθεμα χρημάτων εφόσον δεν έχει βιβλία. Ο Φουλμπέρ στο μεταξύ, προκειμένου να προσελκύσει την Ροζ-Μαρί στη βιβλιοθήκη ξανά, αγοράζει ένα νέο βιβλίο, μαγειρικής, και μετά ένα άλλο και μετά άλλο, συνεχώς, τα ράφια γεμίζουν. Διαβάζει τα βιβλία που διαβάζει και η Ροζ-Μαρί και τα συζητάνε. Όταν τελικά εισβάλλουν οι ληστές, γιατί μια καταρρακτώδης βροχή έχει καθυστερήσει την επίθεσή τους, όλα τα φυλαγμένα χρήματα έχουν γίνει βιβλία και ο Φουλμπέρ δεν μπορεί να τους αφήσει να τα κλέψουν. Γίνονται τα όπλα του εναντίον των ληστών, τους τα πετά και τους απωθεί. Ένας ήρωας. Τελικά η βιβλιοθήκη έχει βιβλία, το χωρίο μπορεί να τα δανειστεί και ο Φουλμπέρ παντρεύεται την Ροζ-Μαρί.
Ένα παιδικό βιβλίο για τα βιβλία, τις βιβλιοθήκες, τα ράφια, το διάβασμα, τον δανεισμό, την βαρεμάρα που συχνά προκαλούν όλα αυτά και την ανατροπή στην αντίδραση που μπορεί να φέρνει ο σιωπηλός κλειστός κόσμος της ανάγνωσης. Το βιβλίο του ερωτευμένου βιβλιοθηκάριου δίνει μια άλλη απάντηση στην ερώτηση «Γιατί διαβάζουμε;». Ναι και βέβαια, διαβάζουμε για να μάθουμε, να ενημερωθούμε, να ταξιδέψουμε και να δραπετεύσουμε, να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας, να φανταστούμε και να καλλιεργηθούμε, να ψυχαγωγηθούμε, γιατί είναι μια ‘συνταγή’ επιτυχίας, από περιέργεια, γιατί έτσι πρέπει, είναι καλό και σωστό, κλπ, κλπ. Διαβάζουμε όμως, και γιατί αγαπάμε ανθρώπους, γενικά και ειδικά, συγκεκριμένα. Ο Φουλμπέρ μαθαίνει να διαβάζει γιατί η Ροζ-Μαρί διαβάζει και αυτός την αγαπάει και επιθυμεί να τον αγαπήσει και αυτή. Τα βιβλία είναι ένα πεδίο διασταύρωσης ιδιαίτερης επικοινωνίας. Διαβάζουμε γιατί αγαπάμε να είμαστε κοντά στους ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε πράγματα, έχουμε πνευματική και ψυχική συγγένεια. Διαβάζουμε γιατί το διάβασμα είναι μια πράξη μοιράσματος. Και δεν μας αρέσει να πορευόμαστε μόνοι. Υποδεικνύουμε τίτλους, παλιούς και νέους, ξεχασμένους και τρέχοντες, απρόσμενους και προκλητικούς, και νά ακουμπάμε εσωτερικά σημεία κοινωνίας. Διαβάζουμε και ξυπνάμε στα μονοπάτια των σκέψεων, των εικόνων, των αισθημάτων των συγγραφέων, εμείς οι αναγνώστες, ενωμένοι, κατοικημένοι από τις αναγνώσεις μας. Το είναι μας ξενιστές τους. Ένα σύνολο αναγνώσεων που τελικά ζυμώνονται δυναμικά συνεχώς και αέναα σε ένα, τον καθένα αναγνώστη.
Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008
Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008
ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 18
Luis Sepúlveda,Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης, μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις opera, Αθήνα 2005, 135 σ.
Βιβλίο γραμμένο στην Γιουγκοσλαβία και την Γερμανία τις χρονιές 1987 και 1988 από τον Χιλιανό συγγραφέα Λουίς Σεπουλβέδα καταδικασμένο για προδοσία από το στρατοκρατικό καθεστώς της πατρίδας του, κυκλοφόρησε το 1993 και είναι το πρώτο του βιβλίο. Διαβασμένο πλατιά, πολυμεταφρασμένο σε μια πληθώρα γλωσσών και βραβευμένο κατ’ επανάληψη είναι ένα οικολογικό μυθιστόρημα βασισμένο σε προσωπικές εμπειρίες.
Στο πρόσωπο του Αντόνιο Χοσέ Μπολίβαρ Προάνιο βρίσκεται εκείνο το είδος των ανθρώπων που ενώ εντάσσονται -έστω και χαλαρά- στο κοπάδι που ανήκουν, την κοινωνία των ‘πολιτισμένων’ λευκών, την ίδια ώρα είναι σε θέση να καταλαβαίνουν και άλλους κόσμους και αποδέχονται την σοφή ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος. Ο Αντόνιο αντιλαμβάνεται και αποκρυπτογραφεί την Φύση, τον παλλόμενο κόσμο που περιλαμβάνει, σαν τους ινδιάνους της φυλής Σουάρ που ζουν στα δάση του Αμαζονίου και που τον άφησαν να ζήσει μαζί τους σαν δικός τους χωρίς να είναι δικός τους, και να μάθει τους τρόπους τους. Γνωρίζει ανάγνωση, διαβάζει αργά, συλλαβίζοντας ξανά και ξανά έως ότου δαμάσει τις λέξεις, τις προτάσεις, τις παραγράφους, τις σελίδες, ολόκληρα βιβλία. Για να αποφασίσει ποια βιβλία ήταν του γούστου του επισκέφθηκε ένα σχολείο, όπου πήρε μεν «απαντήσεις για κάποια θέματα, αλλά γέμισε αμφιβολίες για κάποια άλλα». Μετά από αυτό αποφάσισε ότι τα βιβλία που επιθυμούσε να διαβάζει κατά αποκλειστικότητα και τον εφοδίαζε ο οδοντογιατρός δόκτωρ Ρουμπικούντο Λοατσαμίν ήταν τα βιβλία αγάπης, λυπητερά, μέχρι δακρύων, «με ανθρώπους που αγαπιούνται αληθινά» «όπως κανείς δεν έχει αγαπηθεί ποτέ» και «υποφέρουν αβάσταχτα». Το τέλος των ιστοριών αγάπης, μετά τις πολλές δοκιμασίες και στεναχώριες, ο Αντόνιο το θέλει ευτυχισμένο. Γραφή, όμως, δεν κατέχει. Ίσως λίγο ξέρει να χαράζει το όνομά του.
Ένας γκρίνγκο κυνηγός ασυλλόγιστα ξεκληρίζει έναν αρσενικό οσελότο, τα πέντε μικρά (αιλουροειδές) και τραυματίζει το θηλυκό που με τη σειρά του τον σκοτώνει. Ξεκινά μια περιπέτεια καταδίωξης, πυροδοτημένη από έναν κυνηγό που δεν κυνηγά με τους κανόνες της Φύσης αλλά χωρίς όρους και έλεος, ό,τι νάναι, ό,τι βρει. Το αιλουροειδές επιτίθεται και σε άλλους και ο Δήμαρχος συγκροτεί ομάδα για να κυνηγήσει το ζώο, περιλαμβάνοντας τον Αντόνιο. Μετά από διάφορες αστοχίες, τον αφήνουν μόνο να αντιμετωπίσει το ζώο. Εκείνος προσπαθεί να ερμηνεύσει την συμπεριφορά του, φέρνει στο μυαλό κάθε εμπειρία πάλης και αντιπαράθεσης. Η αναμεταξύ τους τελική όλο αγωνία αναμέτρηση καταλήγει στον θάνατο της «γάτας» μα αμέσως μετά, ο Αντόνιο πετά το όπλο του, το «σιδερένιο θηρίο», βγάζει την τεχνητή του οδοντοστοιχία (σημάδι ότι δεν θέλει να μιλήσει με κανέναν και προτιμά να απομονωθεί), κατηγορεί τον άμυαλο γκρίνγκο, τον αρχομανή δήμαρχο και όσους επεμβαίνουν καταστροφικά στον Αμαζόνιο και επιστρέφει στα βιβλία του «που μιλούσαν γι’ αγάπη με λέξεις τόσο όμορφες, ώστε κάπου κάπου, τον έκαναν να λησμονεί τη βαρβαρότητα των ανθρώπων». Εδώ, με τούτα λόγια κλείνει το βιβλίο. Μην νομίσετε ότι σας κλέβω το τέλος που στο κάτω κάτω είναι προβλέψιμο γιατί όλο είναι τόσο γλυκογραμμένο βιβλίο (όπως και τα άλλα του) που αξίζει για την διαδρομή του.
Έτσι μερικά πράγματα είναι πιο ζωντανά και πιο όμορφα στην λογοτεχνία από ό,τι στην αληθινή ζωή. Η λογοτεχνία μας δίνει το δικαίωμα στην αυταπάτη, προσφέρει το περιθώριο της διατύπωσης μιας ιδεατής κατάστασης, ανοίγει χαραμάδες προς την ελπίδα για το καλύτερο τέλος, αν όχι την ουτοπία Ένα καταφύγιο αρκεί να συλλαβίζεις. Ίσως αυτό να είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση του πολιτισμένου κόσμου (μεγάλες κουβέντες!) που όλα τα άλλα τα ισοπεδώνει στο όνομα ενός συγκεκριμένου τύπου προόδου και μιας μονόδρομης εξέλιξης.
Βιβλίο γραμμένο στην Γιουγκοσλαβία και την Γερμανία τις χρονιές 1987 και 1988 από τον Χιλιανό συγγραφέα Λουίς Σεπουλβέδα καταδικασμένο για προδοσία από το στρατοκρατικό καθεστώς της πατρίδας του, κυκλοφόρησε το 1993 και είναι το πρώτο του βιβλίο. Διαβασμένο πλατιά, πολυμεταφρασμένο σε μια πληθώρα γλωσσών και βραβευμένο κατ’ επανάληψη είναι ένα οικολογικό μυθιστόρημα βασισμένο σε προσωπικές εμπειρίες.
Στο πρόσωπο του Αντόνιο Χοσέ Μπολίβαρ Προάνιο βρίσκεται εκείνο το είδος των ανθρώπων που ενώ εντάσσονται -έστω και χαλαρά- στο κοπάδι που ανήκουν, την κοινωνία των ‘πολιτισμένων’ λευκών, την ίδια ώρα είναι σε θέση να καταλαβαίνουν και άλλους κόσμους και αποδέχονται την σοφή ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος. Ο Αντόνιο αντιλαμβάνεται και αποκρυπτογραφεί την Φύση, τον παλλόμενο κόσμο που περιλαμβάνει, σαν τους ινδιάνους της φυλής Σουάρ που ζουν στα δάση του Αμαζονίου και που τον άφησαν να ζήσει μαζί τους σαν δικός τους χωρίς να είναι δικός τους, και να μάθει τους τρόπους τους. Γνωρίζει ανάγνωση, διαβάζει αργά, συλλαβίζοντας ξανά και ξανά έως ότου δαμάσει τις λέξεις, τις προτάσεις, τις παραγράφους, τις σελίδες, ολόκληρα βιβλία. Για να αποφασίσει ποια βιβλία ήταν του γούστου του επισκέφθηκε ένα σχολείο, όπου πήρε μεν «απαντήσεις για κάποια θέματα, αλλά γέμισε αμφιβολίες για κάποια άλλα». Μετά από αυτό αποφάσισε ότι τα βιβλία που επιθυμούσε να διαβάζει κατά αποκλειστικότητα και τον εφοδίαζε ο οδοντογιατρός δόκτωρ Ρουμπικούντο Λοατσαμίν ήταν τα βιβλία αγάπης, λυπητερά, μέχρι δακρύων, «με ανθρώπους που αγαπιούνται αληθινά» «όπως κανείς δεν έχει αγαπηθεί ποτέ» και «υποφέρουν αβάσταχτα». Το τέλος των ιστοριών αγάπης, μετά τις πολλές δοκιμασίες και στεναχώριες, ο Αντόνιο το θέλει ευτυχισμένο. Γραφή, όμως, δεν κατέχει. Ίσως λίγο ξέρει να χαράζει το όνομά του.
Ένας γκρίνγκο κυνηγός ασυλλόγιστα ξεκληρίζει έναν αρσενικό οσελότο, τα πέντε μικρά (αιλουροειδές) και τραυματίζει το θηλυκό που με τη σειρά του τον σκοτώνει. Ξεκινά μια περιπέτεια καταδίωξης, πυροδοτημένη από έναν κυνηγό που δεν κυνηγά με τους κανόνες της Φύσης αλλά χωρίς όρους και έλεος, ό,τι νάναι, ό,τι βρει. Το αιλουροειδές επιτίθεται και σε άλλους και ο Δήμαρχος συγκροτεί ομάδα για να κυνηγήσει το ζώο, περιλαμβάνοντας τον Αντόνιο. Μετά από διάφορες αστοχίες, τον αφήνουν μόνο να αντιμετωπίσει το ζώο. Εκείνος προσπαθεί να ερμηνεύσει την συμπεριφορά του, φέρνει στο μυαλό κάθε εμπειρία πάλης και αντιπαράθεσης. Η αναμεταξύ τους τελική όλο αγωνία αναμέτρηση καταλήγει στον θάνατο της «γάτας» μα αμέσως μετά, ο Αντόνιο πετά το όπλο του, το «σιδερένιο θηρίο», βγάζει την τεχνητή του οδοντοστοιχία (σημάδι ότι δεν θέλει να μιλήσει με κανέναν και προτιμά να απομονωθεί), κατηγορεί τον άμυαλο γκρίνγκο, τον αρχομανή δήμαρχο και όσους επεμβαίνουν καταστροφικά στον Αμαζόνιο και επιστρέφει στα βιβλία του «που μιλούσαν γι’ αγάπη με λέξεις τόσο όμορφες, ώστε κάπου κάπου, τον έκαναν να λησμονεί τη βαρβαρότητα των ανθρώπων». Εδώ, με τούτα λόγια κλείνει το βιβλίο. Μην νομίσετε ότι σας κλέβω το τέλος που στο κάτω κάτω είναι προβλέψιμο γιατί όλο είναι τόσο γλυκογραμμένο βιβλίο (όπως και τα άλλα του) που αξίζει για την διαδρομή του.
Έτσι μερικά πράγματα είναι πιο ζωντανά και πιο όμορφα στην λογοτεχνία από ό,τι στην αληθινή ζωή. Η λογοτεχνία μας δίνει το δικαίωμα στην αυταπάτη, προσφέρει το περιθώριο της διατύπωσης μιας ιδεατής κατάστασης, ανοίγει χαραμάδες προς την ελπίδα για το καλύτερο τέλος, αν όχι την ουτοπία Ένα καταφύγιο αρκεί να συλλαβίζεις. Ίσως αυτό να είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση του πολιτισμένου κόσμου (μεγάλες κουβέντες!) που όλα τα άλλα τα ισοπεδώνει στο όνομα ενός συγκεκριμένου τύπου προόδου και μιας μονόδρομης εξέλιξης.
Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008
ΒΙΒΛΙΟΜΑΖΕΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΣΚΟΡΠΙΣΜΑΤΑ
Είναι φορές που ορισμένα πράγματα μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους και στην τελική δεν είναι. Ή μάλλον καλύτερα τίποτα δεν είναι εντελώς άσχετο, πάντοτε υπάρχει κάτι, ένα υποσύνολο στο μεγάλο σύνολο που τα περιλαμβάνει όλα. Για παράδειγμα. Η εταιρεία ελαστικών Michelin που κατασκευάζει ρόδες αυτοκινήτων έχει εκδώσει διάσημους οδηγούς εστιατορίων ανά την Γαλλία. Άσχετο; Όχι και τόσο μιας και για να δειπνήσεις σε ένα καλό εστιατόριο θα πρέπει όχι μόνο να βγεις από το σπίτι σου αλλά και να μπεις στο αυτοκίνητο, να διανύσεις μια απόσταση για να φτάσεις στον προορισμό σου, άρα να φθείρεις τα λάστιχά σου...
Άλλο. Έως τα 1840 οι επιστολές στην Μεγάλη Βρετανία για να φτάσουν στον προορισμό τους κόστιζαν ανάλογα με το βάρος και την απόσταση που έπρεπε να καλύψουν. Το κόστος αυτό επιβαρυνόταν ο παραλήπτης και όχι ο αποστολέας. Ορισμένοι συνήθιζαν να στέλνουν στις οικογένειές τους κενούς φακέλους, οι οποίες όταν τους λάμβαναν αρνούνταν να πληρώσουν καθώς ο κενός φάκελος ήταν αρκετός για να μεταφέρει το πασιφανές μήνυμα ότι ο αποστολέας ήταν ζωντανός και σε καλή κατάσταση ώστε να στείλει τον φάκελο. Το επαναλαμβανόμενο γεγονός ανέβαζε την τιμή αποστολής και μόνον οι οικονομικά εύποροι ήταν σε θέση να ανταλλάσσουν αλληλογραφία. Η αλληλογραφία ήταν μια απασχόληση της ελίτ. Η πρόταση του Rowland Hill ανέτρεψε την εικόνα. Πρότεινε όλα ανεξαιρέτως τα γράμματα να κοστίζουν μια πένα άσχετα με το βάρος και την απόσταση που έπρεπε να διανύσουν. Η πένα θα έπρεπε να προπληρώνεται από τον αποστολέα, και ως απόδειξη της πληρωμής ήταν μια «σφραγίδα»,το γραμματόσημο που κολλιόταν πάνω στον φάκελο. Ο Rowland Hill υποστήριξε ότι με αυτήν την μέθοδο θα επιτυγχάνονταν δύο στόχοι: η αλληλογραφία θα αυξανόταν κάθετα και θα γινόταν επικερδής αλλά το βασικότερο ήταν ότι περισσότεροι θα ήταν σε θέση να την χρησιμοποιήσουν. Συνακόλουθα θα δινόταν ένα σοβαρό κίνητρο στην εκπαίδευση και στην εκμάθηση της γραφής και ανάγνωσης, εφόσον θα υπήρχε ένα τόσο πρακτικό κίνητρο. Επιπλέον, έλεγε, ότι το έθνος θα δενόταν στενότερα καθώς δεν θα χάνονταν οι δεσμοί των ανθρώπων εξαιτίας της γεωγραφικής απόστασης. Η ιδέα του, επιχειρηματολογούσε, δεν θα είχε μόνο οικονομική επιτυχία αλλά θα έφερνε σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Δεν τον πολυπίστεψαν τότε. Το πάλεψε πολύ πριν ψηφιστεί στο Κοινοβούλιο. Τα αποτελέσματα υπήρξαν θεαματικά όταν η πρόταση υιοθετήθηκε. Μέσα σε 10 χρόνια 50 χώρες μιμήθηκαν την ιδέα των προπληρωμένων γραμματοσήμων. Το πώς ένα οργανωμένο φτηνό ταχυδρομικό σύστημα ωφέλησε την διάδοση της γραφής και ανάγνωσης μπορεί να μοιάζει ασύνδετο αλλά να που δεν είναί ούτε άσχετο ούτε αυτονόητο.
Άλλο. Έως τα 1840 οι επιστολές στην Μεγάλη Βρετανία για να φτάσουν στον προορισμό τους κόστιζαν ανάλογα με το βάρος και την απόσταση που έπρεπε να καλύψουν. Το κόστος αυτό επιβαρυνόταν ο παραλήπτης και όχι ο αποστολέας. Ορισμένοι συνήθιζαν να στέλνουν στις οικογένειές τους κενούς φακέλους, οι οποίες όταν τους λάμβαναν αρνούνταν να πληρώσουν καθώς ο κενός φάκελος ήταν αρκετός για να μεταφέρει το πασιφανές μήνυμα ότι ο αποστολέας ήταν ζωντανός και σε καλή κατάσταση ώστε να στείλει τον φάκελο. Το επαναλαμβανόμενο γεγονός ανέβαζε την τιμή αποστολής και μόνον οι οικονομικά εύποροι ήταν σε θέση να ανταλλάσσουν αλληλογραφία. Η αλληλογραφία ήταν μια απασχόληση της ελίτ. Η πρόταση του Rowland Hill ανέτρεψε την εικόνα. Πρότεινε όλα ανεξαιρέτως τα γράμματα να κοστίζουν μια πένα άσχετα με το βάρος και την απόσταση που έπρεπε να διανύσουν. Η πένα θα έπρεπε να προπληρώνεται από τον αποστολέα, και ως απόδειξη της πληρωμής ήταν μια «σφραγίδα»,το γραμματόσημο που κολλιόταν πάνω στον φάκελο. Ο Rowland Hill υποστήριξε ότι με αυτήν την μέθοδο θα επιτυγχάνονταν δύο στόχοι: η αλληλογραφία θα αυξανόταν κάθετα και θα γινόταν επικερδής αλλά το βασικότερο ήταν ότι περισσότεροι θα ήταν σε θέση να την χρησιμοποιήσουν. Συνακόλουθα θα δινόταν ένα σοβαρό κίνητρο στην εκπαίδευση και στην εκμάθηση της γραφής και ανάγνωσης, εφόσον θα υπήρχε ένα τόσο πρακτικό κίνητρο. Επιπλέον, έλεγε, ότι το έθνος θα δενόταν στενότερα καθώς δεν θα χάνονταν οι δεσμοί των ανθρώπων εξαιτίας της γεωγραφικής απόστασης. Η ιδέα του, επιχειρηματολογούσε, δεν θα είχε μόνο οικονομική επιτυχία αλλά θα έφερνε σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Δεν τον πολυπίστεψαν τότε. Το πάλεψε πολύ πριν ψηφιστεί στο Κοινοβούλιο. Τα αποτελέσματα υπήρξαν θεαματικά όταν η πρόταση υιοθετήθηκε. Μέσα σε 10 χρόνια 50 χώρες μιμήθηκαν την ιδέα των προπληρωμένων γραμματοσήμων. Το πώς ένα οργανωμένο φτηνό ταχυδρομικό σύστημα ωφέλησε την διάδοση της γραφής και ανάγνωσης μπορεί να μοιάζει ασύνδετο αλλά να που δεν είναί ούτε άσχετο ούτε αυτονόητο.
Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2008
ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 17
Της Μαριάννας
Stefan Bοllmann, Επικίνδυνες οι γυναίκες που διαβάζουν: γυναίκες αναγνώστριες στη ζωγραφική και τη φωτογραφία, μετάφραση Πελαγία Τσινάρη, Ποταμός, Αθήνα 2007, 152 σ.
Λεύκωμα, άλμπουμ, είναι εκείνο το είδος του βιβλίου που περιέχει φωτογραφίες οι οποίες αναφέρονται σε ένα συγκεκριμένο τόπο, γεγονός, πρόσωπο ή ό,τι άλλο. Στο μεταίχμιο αυτής της ειδικής κατηγορίας που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στην οπτικοποιημένη εποχή μας, βρίσκονται οι Επικίνδυνες γυναίκες που διαβάζουν. Λεύκωμα ξέχειλο από λογιών λογιών γυναίκες βγαλμένες από το παρελθόν το μακρινό μαζί με το τόσο κοντινό σχεδόν παρόν, αγκαλιά με κείμενα του γραπτού λόγου. Μια εικαστική αφήγηση της ανάγνωσης, μια πολυεπίπεδη επιλεκτική πολιτιστική αποτίμηση γυναικείων όψεων με κοινό παρονομαστή το διάβασμα, από τον 13ο έως και τον φρέσκο αιώνα που περπατάμε. Ένα λεύκωμα, όμως, που δεν αφήνει τον αναγνώστη του να περιηγηθεί ολομόναχος τις εικόνες του. Εδώ, ο συγγραφέας τον παίρνει από το χέρι, του μιλά, του εξηγεί πώς να πλησιάσει το εικαστικό υλικό που του σερβίρει. Τον έχει από κοντά και του ψιθυρίζει στο αυτί τροφοδοτώντας τον με ιστορικές πληροφορίες, αποσαφηνίζοντας τα μη αυτονόητα (στην τρίτη περιδιάβαση νομίζω ότι οι αναγνώστες θα πρέπει να ελευθερωθούν από τη φωνή του συγγραφέα και να πορευτούν ανεξάρτητα, μόνοι τους).
Προτάσσονται δυο πρόλογοι: της Elke Heidenreich με τίτλο «Στον ιστό της λέξης» και του Stefan Bollmann, όπου ο καθένας επιλέγει να σταθεί σε διαφορετικά σημεία γύρω από το θέμα. Η διήγηση σε εικόνες προχωρά μέσα στο χρόνο κερδίζοντας όλο και περισσότερες εικόνες ανάγνωσης, προσθέτοντας αναγνώστριες με νέα χαρακτηριστικά. Χτισμένο σε έξι κεφάλαια συνολικά, ξεκινά από «Εκεί όπου κατοικεί η λέξη: χαρισματικές αναγνώστριες» οι γυναίκες της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, προφήτισσες που προβλέπουν το μέλλον μέσα από λευκές σελίδες. Οι «Προσωπικές στιγμές» με τις «μαγεμένες αναγνώστριες» που απομονωμένες κατοχυρώνουν ένα δικό τους ατομικό χρόνο και χώρο, οι «Τόποι της απόλαυσης» αποκτούν «αναγνώστριες με αυτοπεποίθηση» με βιβλία εύχρηστα που δηλώνουν άνεση απέναντι στην παιδεία του βιβλίου, οι «Ώρες απόλαυσης» περιέχουν «αισθαντικές αναγνώστριες» που μοιράζονται συναισθήματα όπως περνάνε μέσα από τα γραπτά άλλων, «Σε αναζήτηση του εαυτούς τους» είναι οι «παθιασμένες αναγνώστριες» που βυθίζονται και γίνονται ένα με αυτά που διαβάζουν, όπως η Μαντάμ Μποβαρύ, στις «Μικρές αποδράσεις» (το μεγαλύτερο κεφάλαιο του λευκώματος) οι «μοναχικές αναγνώστριες» του 20ού αιώνα ψάχνουν απαντήσεις σε ερωτήματα και διαβάζουν για διάφορους λόγους με διάφορους τρόπους.
Το όνομα του καλλιτέχνη με μεγάλα γράμματα στα ελληνικά και με μικρά λατινικά στοιχεία κάτω με τις ημερομηνίες που τον ορίζουν, ο τίτλος του έργου και το όνομα του μουσείου όπου φιλοξενείται σήμερα, ο πίνακας ή φωτογραφία και οι συνοδευτικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες που δίνονται ποικίλλουν, είναι ανομοιογενείς και αφορούν το έργο άμεσα και έμμεσα. Στοιχεία για την εποχή, τα σύμβολα και πού παραπέμπουν (ένα κόκκινο βιβλίο τον 16ο αιώνα έχει την αλληγορική σημασία μιας υπόσχεσης γάμου για παράδειγμα), αναφορές για τις συνήθεις απεικονίσεις ανάλογα με τον συρμό του δυτικού πολιτισμού, τα δεδομένα, για το ύφος, την περιπέτεια ενός πίνακα που σώθηκε πρόσφατα από φωτιά, τη χρήση ενός άλλου ως εξώφυλλο δημοφιλούς διάσημου βιβλίου, την ταυτότητα των επώνυμων γυναικών που μας θεωρούν ανταποδίνοντάς μας το βλέμμα μέσα από το χαρτί.
Όρθιες, σκυμμένες, καθιστές, ξαπλωμένες, με το πρόσωπο αποστραμμένο από τον θεατή, σε στάση απόλυτης συγκέντρωσης, σε χαλάρωση, μόνες ή πάλι όχι, σε κλειστούς ιδιωτικούς χώρους, σε δημόσιους, έξω, διαβάζουν. Μάτια, μάτια, μάτια βυθισμένα στο χαρτί, στα τυπωμένα και γραμμένα σημάδια, στα λόγια, τις νοερές και νοητικές αναπαραστάσεις που γεννάνε. Μάτια που διαβάζουν εδώ και βλέπουν άλλα εκεί κάπου, ονειρεύονται, μεταφέρονται αλλού, που διεκδικούν προσβάσεις σε καταστάσεις, σε αισθήματα.
Αν υποτεθεί ότι οι γυναίκες είναι έτσι κι αλλιώς επικίνδυνες (μας το λένε από παλιά, από μικρές, χωρίς καλά καλά να μας το εξηγούν, το λένε κάποιες γραφές, δηλώνεται με ένα σωρό τρόπους, στα αστεία και στα σοβαρά) οι γυναίκες που όχι μόνο διαβάζουν αλλά τους αρέσει να διαβάζουν είναι εντελώς τελείως επικίνδυνες, και αν και χαμένες στους προσωπικούς δικούς τους παράκοσμους, απειλητικές. Προς πάσα κατεύθυνση.
Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008
ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΑ 16
Hariett Scott Chessman, Η Λύντια Κασσάτ διαβάζει την πρωινή εφημερίδα, μυθιστόρημα, μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου, Άγρα, Αθήνα 2002, 232 σ.
Τόσα τα είδη της γραφής, τόσα τα είδη του λόγου και της έκφρασής του και άλλοι τόσοι οι συνδυασμοί τους. Και αν συνταιριαστούν και με άλλα είδη της ανθρώπινης εκφραστικότητας προκύπτουν ακόμα περισσότερες ποικιλίες δημιουργίας που τροφοδοτούν η μια την άλλη, με τρόπους πρωτότυπους που μεταθέτουν τα όρια των ειδών, καταπατούν τα σύνορα, αχρηστεύουν τους ορισμούς. Και εντέλει είναι φορές που φτιάχνουν νέα είδη από τα οποία μερικά εξελίσσονται και ανθίζουν και ορισμένα παραμένουν υβρίδια μιας ιδέας. Αν σε ζωγραφιές μπουν λόγια που ίσως και να ειπώθηκαν και λόγια που μάλλον δεν ειπώθηκαν αλλά τα σκέφτηκε η συγγραφέας που ανάπλασε με τις γνώσεις της και με τις εντελώς προσωπικές ευαισθησίες της τότε προκύπτει μια ιστόρηση αληθινής ιστορίας φιλτραρισμένης που συγχρόνως πατάει σε στοιχεία της περασμένης πραγματικότητας. Και δεν έχει να κάνει τόσο με τα γεγονότα αυτά καθαυτά αλλά με τα αισθήματα και τις εικόνες του νου, τότε και σήμερα.
Η Αμερικανίδα ζωγράφος Mary Cassat (1844-1926) ζωγράφισε την αδελφή της Λύντια (1837-1882) πέντε συνολικά φορές σε διαφορετικές στάσεις: διαβάζοντας, πίνοντας τσάι, με το βελονάκι στον κήπο, οδηγώντας μια άμαξα και μπροστά στο τελάρο του κεντήματος. Η Λύντια βαριά άρρωστη από το καλοκαίρι του 1881, βλέπει τον αδύναμο εαυτό της μέσα από τους πίνακες της αγαπημένης της αδελφής. Βλέπει πώς εκείνη την βλέπει. Πώς θα την δουν στην συνέχεια, θα την γνωρίσουν και θα την θυμούνται αργότερα μέσα από τους όλο συγκίνηση και λεπτότητα ιμπρεσιονιστικούς πίνακες. Μια διαδικασία αυτογνωσίας που διαθλάται πέρα δώθε. Η συγγραφέας Hariett Scott Chessman που διδάσκει γραφή στο Πανεπιστήμιο του Yale έστησε την μυθοπλασία της γύρω από αυτούς τους πέντε πίνακες, ανασυστήνοντας την ζωή της αμερικανικής οικογένειας που ζει στο Παρίσι. Φαντάστηκε το χρονικό του κάθε πίνακα, τις σκέψεις, τα μύχια της Λύντια. Έκτισε την οικιακή ατμόσφαιρα και τα βαριά σύννεφα που στέκονταν σε κάθε βήμα της (αρρώστιες και θάνατοι μικρών αδελφών) και έδωσε αδρά το Παρίσι των καλλιτεχνών με τα γεγονότα που τους κινητοποιούσαν. Εισχώρησε στον κόσμο τους υποθέτοντας τις συνήθειές τους, τις διαδρομές τους, τις παρέες και το αναγνωστικό τους υπόβαθρο: μια μίξη της αγγλόφωνης (Τέννυσον) και της γαλλικής (Φλωμπέρ) κουλτούρας.
Ας επικεντρωθούμε (το απαιτεί η στήλη Βιβλία για Βιβλία άλλωστε) στον πρώτο πίνακα/κεφάλαιο που έχει τον τίτλο «Γυναίκα που διαβάζει». Βλέπουμε την δεξιά πλευρά του μοντέλου του έργου, την Λύντια, μισοξαπλωμένη αλλά όχι εντελώς χαλαρή πάνω στον πράσινο καναπέ. Ο λαιμός της χωμένος στο λευκό σάλι κρύβει ένταση. Δείχνει ήρεμη και συγκεντρωμένη στην διπλωμένη εφημερίδα που διαβάζει. Δεν φαίνεται ο τίτλος της εφημερίδας αλλά η συγγραφέας είναι σίγουρη ότι πρόκειται για το Petit Journal. Περιγράφει και την σκηνή επιλογής του αντικειμένου της ανάγνωσης, υποθέτει και διχοστασία στην επιλογή. Η Λύντια θα προτιμούσε να κρατά το βιβλίο της, την Μαντάμ Μποβαρύ που διαβάζει για δεύτερη φορά καθώς κατά την διάρκεια της πόζας έχει διαβάσει όλα τα άρθρα, ακόμα και τις διαφημίσεις της εφημερίδας (σ. 28-29). Μετανιώνει που δεν έχει το μυθιστόρημά της. Αντίθετα η Μαίη σχολιάζει κριτικά: «Οι πίνακες απεικονίζουν μονίμως γυναίκες με ένα βιβλίο στο χέρι… Μια εφημερίδα είναι ότι πρέπει… Είναι τόσο μοντέρνο. Δείχνει πως είσαι μια γυναίκα σκεπτόμενη». Διαλέγει μια δυναμική ανάγνωση, μέσα στα τρέχοντα γεγονότα, την ζωντανή καθημερινότητα για την άρρωστη αδελφή της. Σαν να μην παραδέχεται το γεγονός της επικείμενης απώλειας με αυτήν την κίνηση.
Έχει σημασία. Οι ζωγραφικοί πίνακες μαρτυρούν τις σχέσεις βιβλίου, ανάγνωσης και γυναικών στο πέρασμα του χρόνου. Τι διαβάζουν, πώς και πού διαβάζουν, τι σκέφτονται, τι νιώθουν την μαγική ώρα της ανάγνωσης. Από την θρησκευτικότητα του Ευαγγελίου και των προφητικών κειμένων, στο διάβασμα επιστολών, στην σιωπηλή μοναχική ανάγνωση που ελευθερώνει, στην ανάγνωση που ψυχαγωγεί και ευχαριστεί, στο πάθος της ανάγνωσης, ιδιωτικά στην άνεση του ατομικού, στην φιλόξενη συνήθως φύση, με παρέα ως ομαδική δράση, σε δημόσιους χώρους. Θέμα δοσμένο με πλήθος τεχνοτροπιών.
Αυτάαα!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)