Translate

14 Δεκεμβρίου 2011

Κείμενο της Βασιλικής Πέτσα για την Καχυποψία ενός άλλοθι




«Εκεί που σμίγουν τα βουνά με το μελτέμι / Κι αγκαλιάζεται η βροχή με τα καυτά μας ρούχα/ Εκεί εγεννήθη μια νυχτιά η δίψα για τις λέξεις»...

Ξεκινώ την παρουσίαση με αυτούς τους στίχους από το ποίημα «Αγέρι πρώτο», γιατί θεωρώ ότι συμπυκνώνουν τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Χρήστου Μιχαήλ και ορίζουν τους άξονες ανάλυσης στους οποίους θα κινηθώ.

Μια μικρή εισαγωγή πρώτα, όχι μόνο αποθησαυριστική, ούτε ως τέχνασμα για να σας τραβήξω το ενδιαφέρον: Τον Χρήστο τον γνώρισα το 2007, σε ένα meeting του περιοδικού στο οποίο γράφαμε μαζί τότε, εκείνος στη στήλη των blogs και της μουσικής, κι εγώ της λογοτεχνίας. Ευχάριστο παιδί και –αυτό που μου έκανε εντύπωση- ιδιαίτερα έξυπνος και ώριμος. Κρατήσαμε επικοινωνία, όπως οφείλουν τα συγγενή πνεύματα, και μια μέρα που βαριόμουν στη δουλειά, googlara το όνομά του στο ίντερνετ. Εμφανίζονται μπροστά μου σελίδες ποίησης με δικές τους δημιουργίες, του τηλεφωνώ, τον βρίζω που δεν μου έχει πει κάτι, κομπιάζει, σαν να ντρέπεται. Δεν τον πιέζω άλλο. Ένα χρόνο μετά, παρακολουθούμε μια θεατρική παράσταση, ψάχνω το πορτοφόλι του και ανακαλύπτω μια διπλωμένη σελίδα. Ένεκα της γυναικείας περιέργειας, το ανοίγω, φυσικά, το διαβάζω, και μου λέει ότι δεν ήταν δικό του. Ήταν. Δύο χρόνια μετά, πάνω σε έναν καφέ, δειλά, μου δίνει ένα χειρόγραφο. Δικό μου λέει –θα βγει. Είναι περήφανος, αλλά δείχνει φοβισμένος.

Καχυποψία, άλλοθι, μυστικοπάθεια, ενδείξεις μιας ερμητικής εσωτερικότητας και ο Χρήστος που μεγαλώνει γράφοντας. Και γράφοντας καλά, για να τον καθησυχάσουμε και λίγο. Μια ποιητική συλλογή που –κατά τη γνώμη μου- ανιχνεύει μια πορεία αυτοσυνειδησιακή προς την ωριμότητα. Αλλά και την έκθεση. Την προβολή. Ποιητική και προσωπική. Ένα άνοιγμα προς τα έξω και μια καταβύθιση προς τα μέσα. Μια ποίηση μαθητείας στην ζωή και στην τέχνη. Μια διαδρομή που δεν προχωρά ευθύγραμμα, αλλά αμφιταλαντεύεται, παλινδρομεί, καθηλώνεται, μεταπηδά. Όπως οφείλουν –και είναι- όλα τα περάσματα. Γράφοντας, αποκρυσταλλώνει σε λέξεις εμπειρίες και ζει μέσα από το πρίσμα μιας σκληρά ρεαλιστικής ποιητικής ματιάς. Είχαμε συζητήσει αν πρέπει στο βιογραφικό του να μπει η φράση «δεν είναι ποιητής». Του είχα πει ότι μου φαίνεται «δήθεν» μια τέτοια δήλωση και αχρείαστα μετριοπαθής. Ίσως, όμως, να ήθελε με αυτόν τον τρόπο να δηλώσει ότι πρωτίστως δεν είναι ποιητής και ότι άλλα στοιχεία ορίζουν την προσωπική του ταυτότητα, ότι δεν «είναι» κανείς ποιητής» -γιατί το «είναι» αφορά μια καθήλωση, ένα παγιωμένη κατάσταση- αλλά «γίνεται». Τα ποιήματά του είναι ρευστά, οι ποιητικές διαθέσεις εναλλασσόμενες και ο ίδιος σε εκκρεμότητα, ακροβατώντας στο μεταίχμιο αντιφατικών πλαισίων που αγωνίζονται να ενταχθούν σε μια διαλεκτική.

Αντιφάσεις, λοιπόν, παντού. Στον τόπο και στον χρόνο, για αρχή. Κύμματα, βροχή, ματωμένα κλίματα, φλέβες, μια εικονοποιεία δυνατή, μια μάχη προς την ποιητική δημιουργία, που αντιπαρατίθεται στα αγκάθια, στις ξερολιθιές, σε άγονα χωράφια, σε «κλειδωμένα δωμάτια», σε «έναν νου που ρήμαξε σ’ ετούτη τη γωνιά» της καθημερινότητας. Η ποίηση αναδεικνύεται όχι σε έναν τόπο ειδυλλιακό, ούτε σε καταφύγιο μια ιδεαλιστικής ευδαιμονίας, αλλά σε μια κινούμενη άμμο όπου περιπλανάται κανείς με πυρετώδη παλμό και πυρέσσοντα μάτια και ίσως η έμφαση να βρίσκεται σε αυτήν ακριβώς την περιπλάνηση, στην κίνηση, έναντι στη στασιμότητα της πραγματικής ζωής. «Τα πάντα ρει», βεβαίως, τα ταξίδια στην Κολχίδα και τα χέρια που είναι «κουπιά δεμένα με ξάρτια απ΄ του Κολόμβου τη γαλέρα» το δηλώνουν εμφατικά, όμως, από την άλλη, «εμείς μένουμε εδώ» κι ενώ «ποθούμε έναν ορίζοντα γεμάτο ακρογιαλιές», «στέκουμε μεθώντας πάνω στους τόπους που μεθύσανε οι σοφοί», αδύναμοι να προχωρήσουμε. Ένας Οδυσσέας δεμένος ο ίδιος στο κατάρτι, νιώθοντας ότι δεν έφυγε ποτέ από την Ιθάκη, αφού και οι άγονοι τόποι που είδε, οι αγκαλιές που γνώρισε και κλείσανε πια, του σκότωσαν όχι μόνο τη χαρά της περιπλάνησης, αλλά και τη νοσταλγία της επιστροφής.

Στάση και κίνηση, λοιπόν, σε τόπους άλλοτε έρημους σαν σεληνιακά τοπία και άλλοτε με οργιώδη ζωτικότητα σαν δάση του Αμαζονίου. Χωρίς πυξίδα, και αν έχει κανείς, ας δώσει και σε μας. Γιατί, όπως γράφει ο Χρήστος, «δύο βήματα κουτσά - στραβά· δύο στίχοι η ζωή μου». Ένα βήμα μπρος, ένα βήμα πίσω, σαν εκκρεμές και σαν ταλάντωση, γύρω από έναν ξεκρέμαστο εαυτό, που αντί να ακολουθεί τον οριζόντιο άξονα της εξέλιξης, σκάβει εν αγνοία του καθέτως. Και ο χρόνος, στο μεταξύ, να κυλά. Βράδια αλλεπάλληλα και απαράλλαχτα με ποτό, «μύρισε καλοκαίρι» και περιμένουμε «ώσπου να βγει πάνω από τη γη η δροσερή πανσέληνος του Αυγούστου», όμως «αλλάζει ο κόσμος κι εμείς γερνάμε αγκαλιά με τα ρολόγια», «κι είναι σου λέω εγώ τα χίλια χρόνια που είμαι πιωμένος πάνω στο ξύλινο κατάρτι». Αντιδιαστολή προσωπικού και αντικειμενικού χρόνου, με τη σχετικότητα της στιγμής να είναι απούσα και την κυκλικότητα των εποχών να μην κατορθώνει να αγγίζει την ατάραχη επιφάνεια ενός χρόνου αμετακίνητου. Είναι, ίσως, μια ασφάλεια ο χρόνος που παγώνει; Είναι περίεργες οι εμμονές με το χτες, ειδικά για έναν τόσο νέο άνθρωπο, δεν λέω ποιητή, θα με μαλώσει. Μιλά –ήδη- για «πένθη χλωμά», για «ένα παλτό ξεχασμένο αιώνες από τα μάτια της ζωής», γράφει «η σκόνη πέφτει απ’ τα ψηλά κι εδώ μας τυραννάνε για το μέλλον». Και είναι αυτή η σκόνη, όπως εξηγεί στο ποίημα «Ελάχιστο», «τριμμένα πάθη» που «πότισαν τον παλιό μας καναπέ».

Ε, ναι, λοιπόν. Πάθη. Όχι με την επικαιρότητα ενός παρόντος ή την προσμονή μιας ουτοπίας. Πάθη σβηστά, αγάπες μαραμένες που, “μυρίζουν θειάφι κι αλκοόλ από την ανάσα», πόθοι που γίνονται έρωτες και εμμονές που γίνονται αγάπες, όμως οι έρωτες αποδεικνύονται βρικόλακες που επιστρέφουν σαν απωθημένα, που αναγκάζουν να «βάζει κανείς τελείες», να ρίχνει κανείς «λίγο κρασί στα μάτια» μιας παλιάς αιθέριες αγαπημένης. Να προχωρά. Άλλη μια διαδρομή, άλλο ένα πέρασμα. Γιατί όπως λέει και το τραγούδι, «όποιος δεν χάσει στα χαρτιά και στην αγάπη, δεν έχει μάθει τη ζωή». Να προχωρά, λοιπόν, όχι όμως και να ξεχνάει. Γιατί, «σαν παρένθεση ανοιχτή περνάνε τη ζωή τους», χωρίς τέλος, γιατί μετά, πώς θα γράφονταν ποιήματα, αν όχι με ανοιχτές πληγές, αν όχι με το ασυμφιλίωτο της απώλειας που υποδηλώνει η μελαγχολία; Ούτε ο έρωτας λύτρωση, λοιπόν; Τότε τι;

Όχι, πάντως, τα ιδανικά. Αυτά, όπως δηλώνει, είναι κλεμμένα. Από τα περάσματα που κάνει ο Χρήστος Μιχαήλ, από την εναλλαγή προσώπων και προσωπείων, του εγώ, το εσύ, είναι το «εμείς» που πάσχει πρώτα απ’ όλα. Όχι ποιητικά. Και είναι εκεί ακριβώς που μένει μετέωρη η αποκρυστάλλωση μιας κοινωνικής ταυτότητας, όπως θα απαιτούσε μια ποίηση, ας το πούμε έτσι, μαθητείας. Μιλά για μια «αλύτρωτη γενιά και πλήρη», μιλά για «χρόνια που εκλιπαρούν σαν γριές για λίγη νοσταλγία», μιλά για «μέρες καθάριες και ηθικές» που «μελέτησαν το αύριο και χτίζουν για το αύριο τη ζωή τους». Και η νέα γενιά; Η γενιά του Χρήστου και η δική μου; «Κρυμμένη μες στης μνήμης το πιθάρι», όπως γράφει, με αγωνίες πάνω στις οποίες «ρίξαν σίδερα και μπετό», μια γενιά που ασφυκτιά στα αδιέξοδα και στα λάθη παλιότερων, που δεν χωρά στο μέλλον που της έχουν τάξει. Θα ήταν εύκολο να μιλήσει κανείς –πάλι- για την ήττα της αριστεράς, και ίσως σε αυτή την απαισιοδοξία να μπορούσε κανείς να εντοπίσει κανείς τον απόηχο της μελαγχολίας και εκλεκτικές συγγένειες με την γραφή της «ποίησης της ήττας», όμως δεν πρόκειται αυτή τη φορά για αγώνες άκαρπους, αλλά ακριβώς για την έλλειψη αυτών και κυρίως για τη χρεωκοπία ιδανικών που θα λειτουργούσαν ως οδοδείκτης σε μια πορεία απόκτησης πολιτικής συνείδησης. Μια γενιά που δεν έχει τα απαιτούμενα «γιατί» για να θυσιαστεί, μια γενιά, όπως δηλώνει, «επί πιοτού κρεμάμενη».

Αν όμως η ζωή απογοητεύει, αν τα πιστεύω ξεφτίσανε, αν οι έρωτες πλανεύουν, υπάρχει πάντα η τέχνη. Η ποίηση, εν προκειμένω. Στα 39 αυτά ποιήματα, έμμετρα και ελευθερόστιχα, δεν κατατίθεται η ψυχή, στους σκληρούς αυτούς καιρούς άλλωστε η μεταφυσική δεν έχει θέση, παρά μόνο σαν ένα άκαρπο «σώσον ημών», αλλά ουρλιάζει το σώμα, που ακόμα πονά και ακόμα επιθυμεί. Το σώμα που αναπνέει. Και κάπως έτσι μεγαλώνει κανείς. 

«Ανηφορίζοντας τη σκάλα», όπως σοφά διαβάζουμε, «ξεγελασμένοι από το χρόνο και απ’ τις βαθιές χαραγματιές μια μυροφόρου άνοιξης». Μέλος και επίσημα πλέον της νέας ποιητικής γενιάς που κατορθώνει σιγά σιγά να εγχαράσσει το δικό της στίγμα με όρους πολυφωνικότητας, ο Χρήστος Μιχαήλ, παραφράζοντας δύο του στίχους, μπορεί να ζει σε λάθος εποχή, δεν σπαταλά όμως τα χρόνια του. Και σίγουρα όχι το δικό μας χρόνο, όλων όσοι βρισκόμαστε απόψε εδώ.


*Διαβάστηκε στην δεύτερη παρουσίαση του βιβλίου 
που έγινε στην Πάτρα στις 6 Μαΐου 2011.

11 Δεκεμβρίου 2011

Συνέντευξη με τη Νατάσσα Μποφίλιου, τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο και τον Θέμη Καραμουρατίδη



Η συζήτηση μαζί τους δύσκολα μένει σε στεγανά κι αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση για κανέναν. Είναι τρεις άνθρωποι με γνώση, παιδεία, αλλά και κότσια. Περγαμηνές τους τα “ναι” και τα “όχι” τους. Χώρος τους, η αισθητική την οποία επέλεξαν και προσάρμοσαν έτσι ώστε να κινούνται μέσα της ελεύθερα, χωρίς υπεκφυγές. Τρόπος τους ο τρόπος που βουτάνε βαθιά στις ανθρώπινες σχέσεις και τις κάνουν τραγούδι. Ένα τραγούδι που τραγουδιέται από όλο και περισσότερους ανθρώπους, ανθολογημένους θα έλεγε κανείς από κάθε είδους κοινωνική, ηλικιακή αλλά και- γιατί όχι;- πολιτική προέλευση. Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι το απόσταγμα μιας μεγάλη συζήτησης που κάναμε μαζί τους ένα μεσημέρι. Η κουβέντα άρχισε πριν το κασετόφωνο τεθεί σε λειτουργία- σχεδόν ενστικτωδώς. Τα πρώτα λεπτά ηχογράφησης βρίσκουν τη Νατάσσα να λέει μεταξύ άλλων πως "...σε μια συνθήκη που όλα είναι τρομερά δύσκολα και υπάρχει έκπτωση σε όλες τις αξίες, στην οικονομία, στην πολιτική, σε όλες, οτιδήποτε έχει να κάνει με τον άνθρωπο αντιμετωπίζει πρόβλημα, όπως η τέχνη και εκείνοι που κάνουν τέχνη. Είναι προφανές."

Ναι, αλλά εσείς πάτε καλά: χιλιάδες κόσμος στην Τεχνόπολη, εκατοντάδες στην επαρχεία, πωλήσεις δίσκων...

Γ.Ε Όσον αφορά τη δημιουργία συμβαίνει το εξής: πριν λίγα χρόνια μπορούσες να κάνεις πράγματα και εκπτώσεις και να βγάλεις λεφτά. Τα τελευταία δύο χρόνια, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Είναι μονόδρομος πλέον να κάνεις αυτό που θέλεις και αν αυτό έχει απήχηση, επιβιώνεις στο χώρο. Το να κάνεις μια παραχώρηση ρεπερτορίου δεν θα σου αποφέρει τίποτα πια. Παλιά υπήρχε ο πειρασμός για τους καλλιτέχνες, τώρα όχι. Όταν ξεκινήσαμε συνέβαινε, αλλά αν είχες λίγο τις κεραίες σου τεντωμένες θα καταλάβαινες ότι δεν θα κρατούσε πολύ.

Ν.Μ Εμείς βέβαια δεν περάσαμε ποτέ τη φάση που να πιστέψουμε ότι κάνοντας αυτό που αγαπάμε θα βγάλουμε λεφτά. Ποτέ δεν μπήκαμε σε αυτό το τριπάκι. Γενικά αυτή η γενιά καλλιτεχνών και ειδικά αυτοί που βρίσκονται κοντά στο δικό μας είδος, δεν μπορεί να μπει σε αυτό τον πειρασμό γιατί έχει στήσει ένα πράγμα το οποίο έχει τη δική του ταυτότητα. Μπορεί να μην του αποφέρει πολλά κέρδη, αλλά δε νομίζω ότι κανείς από αυτή τη γενιά είχε στο μυαλό του ότι κάνοντας μουσική θα γίνει πλούσιος. Είμαστε μια γενιά τοποθετημένη στο έδαφος. Από τη μεριά μας εμείς οι τρεις κάνουμε μουσική έχοντας μια ιδεολογία μέσα μας και όχι ένα βίτσιο. Είναι στάση ζωής.

Θ.Κ Το ότι εμείς πάμε καλά πάντως, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να κλείσουμε τα αυτιά μας στο τι συμβαίνει γύρω. Μας απασχολεί το γεγονός ότι τα πράγματα δεν είναι καλά. Το ότι οι πωλήσεις μας είναι μεγαλύτερες από των υπολοίπων δεν μπορεί να μας καθησυχάσει.

Έχετε εντοπίσει τι είναι αυτό που πέτυχε στην περίπτωσή σας;

Ν.Μ Η χημεία και η επιμονή μας.

Σαν γενιά;


Θ.Κ Η συνέπεια. Είναι ξεκάθαρο αυτό που θέλουμε να δώσουμε, είτε καλό, είτε κακό, είτε μέτριο. Ήταν από την αρχή δηλωμένο και συνεχίζει να είναι πιστό. Δουλεύουμε με βάση αυτό που έχουμε εμείς ανάγκη. Προσωπικά θα ένιωθα τύψεις αν έκανα κάτι που δεν με εξέφραζε.

Γ.Ε Είναι και το άλλο. Όσοι ξεχώρισαν από αυτή τη γενιά είναι οι άνθρωποι που δεν τους τέθηκε ποτέ το δίλημμα των πολλών χρημάτων, το οποίο καθόρισε προηγούμενες γενιές καλλιτεχνών σε μεγάλο βαθμό.

Δηλαδή η συνέπειά σας ως προς ένα μέρος, είναι προϊόν της συγκεκριμένης συγκυρίας.

Ν.Μ Φυσικά και όχι. Όταν ξεκινάς δεν έχεις στο μυαλό σου ότι σε 4-5 χρόνια θα αντιμετωπίσεις μια τέτοια φοβερή κρίση που θα πλήξει όλη την Ευρώπη. Απλά και οι συνθήκες ευνόησαν το να μείνει μια γενιά συνειδητοποιημένη. Είναι επίσης μια γενιά που επίσης λόγω συνθηκών έχει δουλέψει πολύ και με τα χέρια, δεν της έχει χαριστεί κάτι. Ούτε συμβόλαια είχαμε εμείς, ούτε προκαταβολές, ούτε τίποτα.

Γ.Ε Αυτό που πληρωθήκαμε τοις μετρητοίς από την πρώτη στιγμή ήταν η επικοινωνία με τον κόσμο.

Καλλιτεχνικές εκπτώσεις είστε διατεθειμένοι να κάνετε στο όνομα της φιλίας;

Ν.Μ Να σου πω ειλικρινά; Εγώ μπορεί και να έκανα για έναν άνθρωπο που εκτιμώ και σέβομαι. Επίσης, θεωρώ ότι θα πρέπει να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλο αν μπορούμε και αν αυτή η κίνηση δεν βλάπτει κανέναν.

Ε.Γ. Εγώ δεν θα το έκανα. Αν κάτι δεν με καλύπτει καλλιτεχνικά δεν θα ήθελα να το κάνω.

Θ.Κ Εγώ μάλλον δεν θα το έκανα, αλλά θέλει πάρα πολλή σκέψη η κάθε περίπτωση.

Οι προηγούμενες γενιές καλλιτεχνών είχαν έντονο το στοιχείο της λυκοφιλίας. Υπήρξαν αντιπαλότητες. Αν βγήκαν μια δυο παρέες, ήταν εξαιρέσεις. Στη δικιά σας γενιά φαίνεται να υπάρχει μια σύμπνοια. Υπάρχει χώρος για όλους και δεν υπάρχει λόγος για προστριβές;

Θ.Κ Νομίζω ότι δεν διακυβεύεται κάτι. Αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς είναι να συμμαχήσουμε για να δημιουργήσουμε μια συνθήκη για να υπάρξουμε.

Γ.Ε Είναι σημαντικό να φτιαχτεί μία σκηνή χωρίς τα λεφτά που υπήρχαν τότε. Κάποτε υπήρχε το θέμα αν θα μοιραστείς το μεροκάματο ή αν θα το πάρεις όλο μόνος σου. Τώρα δεν υπάρχει μεροκάματο. Υπάρχει κοινό που τη μια μέρα θα ακούσει τη Νατάσσα, την άλλη κάποιον άλλο. Δεν χρειάζεται οι τραγουδιστές να παλέψουν για να κερδίσουν τη μεγάλη μάζα του κοινού.

Ν.Μ Εγώ δεν πιστεύω ότι είναι αυτό μόνο. Ο λόγος που είμαστε μια τέτοια γενιά είναι οι συνθήκες που λέγαμε πριν. Όταν έχεις δουλέψει τόσο πολύ, δεν μπορείς να ψωνιστείς, σέβεσαι την κούραση και την προσπάθεια του άλλου ακόμη και αν δεν ταιριάζεις απόλυτα μαζί του. Κι εμείς, κακά τα ψέματα, κάνουμε κάτι διαφορετικό.

Ναι, αλλά αν δεν υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις στο κοινό, τι είναι αυτό που το κάνει να ακολουθεί τόσο διαφορετικά πράγματα;

Θ.Κ Αυτά τα διαφορετικά πράγματα παλιά συνυπήρχαν σε αυτό που λέμε “έντεχνο”.

Ν.Μ Το στυλ δεν διαφοροποιεί τη μουσική. Αισθητικά είμαστε το ίδιο.

Γ.Ε Είναι και πιο πολυσυλλεκτική η εποχή. Όταν η κύρια επαφή που έχεις με ένα τραγούδι είναι το ίντερνετ, μπορεί τη στιγμή που το ακούς στο youtube, δίπλα στα προτεινόμενα να δεις έναν άλλο νέο καλλιτέχνη και να τους ακούσεις ταυτόχρονα.

Το κοινό σας ξέρετε ποιο είναι;

Γ.Ε Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα στο οποίο δεν μπορείς να φτάσεις είναι το ποιο τελικά είναι το κοινό σου. Μπορεί να σε ακούσει ο οποιοσδήποτε που σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του μπορεί να ήρθε σε επαφή με αυτό που κάνεις και να τον εξέφρασε.

Θ.Κ Όλοι τους όμως γραπώνονται από μια συγκίνηση που τους προκαλεί η δουλειά μας.

Για να κατατοπίσω λίγο την κουβέντα, σε άλλες χρονικές στιγμές του ελληνικού τραγουδιού, υπήρχε από ένα κοινό που αναδείκνυε κάποιους καλλιτέχνες. Εσάς, αλλά και άλλους της γενιάς σας, θεωρώ ότι σας έχει βοηθήσει πολύ το λεγόμενο “κοινό του Γκαζιού”.

Γ.Ε Δεν υφίσταται πλέον αυτό στο Γκάζι. Υφίσταται σε συγκεκριμένα μαγαζιά όπου πάνε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, διαφορετικές μεταξύ τους. Αν μιλούσαμε πριν εφτά χρόνια για το κοινό αυτό θα μιλούσαμε για τα γκέι στέκια και όσους σύχναζαν σε αυτά. Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα. Αν πας Σάββατο βράδυ στην πλατεία θα βρεις παιδιά από το Θησείο, παιδιά από το Μπουρνάζι, παιδιά που φεύγουν από το Village για να καταλήξουν εκεί. Αν θέλεις να το εξετάσουμε τοπικά, στην υπόλοιπη Ελλάδα που παίζουμε, πώς γίνεται να συμβαίνει αυτό που λες; Το feedback που παίρνουμε δεν δείχνει ότι οι ακροατές μας προέρχονται από έναν συγκεκριμένο χώρο, αλλά από πολλούς.

Θ.Κ Το κοινό αυτό είναι ένα μωσαϊκό και αν το αντιμετωπίσουμε ως μωσαϊκό, όπου όλα τα γούστα είναι συγκεντρωμένα, τότε ναι, προερχόμαστε όλοι από εκεί κατά μία έννοια και αναδεικνυόμαστε από αυτό.

Γ.Ε Ξέρω ποιοι δεν μας ακούνε, αλλά δεν μπορώ να σου πω ποιοι μας ακούνε.

Ποιοι δεν σας ακούνε;

Γ.Ε Όσοι βγαίνουν έξω απλά για να διασκεδάσουν ακολουθώντας τις τηλεοπτικές τάσεις.

Ισχύει ότι έχετε βάλει ρήτρα στα συμβόλαιά σας να μην διαφημίζεται τηλεοπτικά οι δίσκοι σας στην τηλεόραση;

Γ.Ε Ισχύει. Δεν θεωρούμε ότι μέσα από την τηλεόραση μπορούσε να διαφημιστεί σωστά αυτό που κάνουμε. Ευτυχώς έχουμε άλλους τρόπους να διαφημίζουμε τη δουλειά μας και δεν πιστεύουμε ότι ο ίδιος κόσμος που παρακολουθεί εκείνη τη στιγμή τηλεόραση είναι ο ίδιος που θα ακούσει τη Νατάσσα να λέει για παράδειγμα το Μέτρημα.

Στον πρώτο δίσκο της Νατάσσας με τον Κώστα Τσίρκα και τον Γεράσιμο είχατε γράψει ότι ευχαριστούμε τα παιδιά που συναντάμε έξω. Στα “Τρία μυστικά” γράψατε ότι ευχαριστείτε τα παιδιά που σας στέλνουν μηνύματα στο inbox. Τόσο πολύ άλλαξαν τα πράγματα;

Γ.Ε Δεν έγινε τυχαία αυτό. Όταν έγραφα αυτά τα πράγματα ήταν πολύ ξεκάθαρο το πού απευθυνόμαστε. Οι “Εκατό μικρές ανάσες” δεν ήταν ένας τυχαίος τίτλος. Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε εμείς μαζί τους μέσα από τη μουσική χωρίς εκείνες να μπορούν άμεσα. Μετά βρέθηκε τρόπος, το Facebook σε μεγάλο βαθμό. Στην ουσία είναι ο ίδιος κόσμος που νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια να σου πει πώς αισθάνεται πίσω από την οθόνη του, παρά να έρθει να σου μιλήσει εκεί που παίζεις.

Θ.Κ Μιλάμε για 3 πολύ σημαντικά χρόνια για την εξέλιξη της επικοινωνίας. Οι “Εκατό μικρές ανάσες” ήταν από τους τελευταίους δίσκους εκείνης της εποχής, από μια μικρή εταιρία που προσπάθησε να λειτουργήσει λίγο όπως οι μεγάλες.

Άρα τα social networks δεν κοιμίζουν τον κόσμο καθώς λέγεται.

Γ.Ε Εγώ δεν το πιστεύω αυτό. Ο κάθε άνθρωπος χρησιμοποιεί το κάθε μέσο με τον τρόπο που έχει μάθει και όπως νομίζει καλύτερα.

Θ.Κ Βέβαια, όλο αυτό δεν έχει μόνο τα ευτυχή αποτελέσματα της επικοινωνίας, αλλά και τα δυσάρεστα της πρόχειρης επικοινωνίας. Βλέπεις ότι φτιάχνεται μια γνωριμία η οποία αρχίζει και τελειώνει εξαιρετικά γρήγορα και μπορείς να διαγράψεις τον άλλο με ένα απλό Χ. Έχουν αλλάξει πολλά, οι ρυθμοί, οι αντοχές, οι χρόνοι. Για μένα είναι χειρότερο αυτό, δεν υπάρχει κανένας κόπος.

Ν.Μ Εγώ προσωπικά βαριέμαι να σου πω την αλήθεια με όλο αυτό ως σύστημα. Δεν μου λέει τίποτα να μην δω τους φίλους μου από κοντά, να μην πιούμε ένα ποτό μαζί.

Όσο ήσασταν στη Μικρή Άρκτο, ο πρώτος και ο δεύτερος δίσκος με τραγουδίστρια τη Νατάσσα, ήταν στημένοι καλλιτεχνικά, από την άποψη ότι κοσμούνταν από ζωγραφικούς πίνακες. Τα “Τρία μυστικά” και τα “Εισιτήρια διπλά”, υπάρχει το πρόσωπο της Νατάσσας στο εξώφυλλο. Αλλαγή μάρκετινγκ;

Γ.Ε Ήταν αρχή της πρώτης εταιρίας να μην βάζει τα πρόσωπα των καλλιτεχνών στο εξώφυλλο και μέρος του κινήματός της να βγάζει δίσκους στα πρότυπα του βιβλίου. Μας βρήκε σύμφωνους όλο αυτό γιατί δεν είχαμε ματαιοδοξία για το ποιος θα βγει πρώτος και ποιος θα φανεί παραπάνω. Το πρόσωπο της Νατάσσας μπήκε έπειτα στον δίσκο γιατί υπήρχε η εξής συμφωνία με τα Μετρόπολις: Τρία μυστικά και παραστάσεις να είναι ένα ενιαίο πράγμα. Θέλαμε να βγάλουμε τη Νατάσσα μόνη της στη σκηνή και να βασίσουμε την πρόταση μας στην καλλιτεχνική της περσόνα. Ήταν δική μας απόφαση να κυκλοφορήσει η φωτογραφία της με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο τότε. Επρόκειτο για το soundrtack εκείνων των παραστάσεων.

Ν.Μ Προσωπικά μου αρέσουν όλα τα εξώφυλλα που έχουμε κάνει. Στην αρχή μου προκαλούσε μεγάλη αμηχανία να είμαι στο εξώφυλλο του δίσκου, αλλά έκανα μια μικρή παραχώρηση μέσα μου γιατί θεωρούσα ότι δεν ήταν τόσο σημαντικό, μιας και είχαμε διαλέξει φωτογράφο.

Γεράσιμε, σε μια συνέντευξή σου είχες πει ότι θα ήθελες κάποια στιγμή να πληρωθείς ως επαγγελματίας στιχουργός. Μετά από τέσσερις δίσκους και ένα single, τα έχεις καταφέρει;

Γ.Ε Θα ήθελα να ζω από αυτό. Δεν πήρα τα χρήματα που περίμενα και φυσικά δεν έχω πληρωθεί ποτέ για τις πωλήσεις. Πληρωνόμαστε μόνο από τις παραστάσεις μας και οι τρεις.

Θ.Κ Μπορεί να μην πληρωνόμαστε όσα δικαιούμαστε, αλλά η αλήθεια είναι ότι ζούμε από αυτό που κάνουμε. Δύσκολα μεν, αλλά ζούμε από αυτό.
Παρόλα αυτά κανείς σας δεν “αγανακτεί” .

Γ.Ε Η αγανάκτηση είναι κατάσταση, δεν είναι ενέργεια. Απόδειξη είναι ότι απέναντι σε όλο αυτό η κυβέρνηση πήρε πολύ συγκεκριμένη στάση: είπε ότι θα τους περάσει. Για να κατεβάσεις καθεστώς θέλει πολύ δουλειά, να αλλάξουμε τον τρόπο που εμείς βλέπουμε τη σχέση μας με το δημόσιο.

Θ.Κ Να φύγει ο πρωθυπουργός. Να έρθει ποιος; Είχε μια συγκίνηση όλο αυτό, αλλά το κακό είναι ότι δεν είχε καμία ενδοσκόπηση, καμία αναμέτρηση με ον εαυτό σου. Πρώτα αναμετρούμαστε με τον εαυτό μας και μετά με όλους τους άλλους.

Ν.Μ Αλήθεια, το καλοκαίρι γιατί δεν είχαμε αγανακτησμενους; Την άποψή μου την έχω ξαναδηλώσει. Αγανακτώ, αλλά δεν είναι αυτό το ρήμα που με εκφράζει, παθαίνω άλλα πράγματα πιο σημαντικά. Μπορεί κάποιοι να αγανακτούν αλλά δεν μας λένε τι θα γίνει μετά την αγανάκτηση. Για μένα το κίνημα των Αγανακτισμένων δεν δείχνει την επόμενη ημέρα, αλλά τη σημερινή. Για το αύριο τι θέσει παίρνει; Δεν στοχεύει σε ένα καλύτερο μέλλον αλλά στο να φύγουμε από το παρόν. Μπορεί να είναι η αρχή ενός κινήματος, αλλά κίνημα ολοκληρωμένο δεν είναι, δεν είναι πολιτική πράξη. Είχα πει στην αρχή ότι αν με έπειθε αυτή η συγκέντρωση ότι έχει νόημα, θα κατέβαινα κι εγώ να διαδηλώσω στην πλατεία.

Μα σε είδαμε να τραγουδάς στην Πλατεία Συντάγματος παρέα με τον Παύλο Συνοδινό...

Ν.Μ Δεν τραγούδησα στο πλευρό των Αγανακτησμένων. Τραγούδησα για τα παιδιά που έπιασε η αστυνομία και το κράτος ζητούσε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό για να τους αποφυλακίσει. Κάποιοι από αυτούς δε, ήταν άσχετοι με τη συγκέντρωση, απλώς έτυχε να βρεθούν εκεί τη λάθος ώρα. Μπορεί να μην συμφωνώ με κάτι, αλλά δεν δέχομαι να μπει ένας άνθρωπος στη φυλακή επειδή εξασκεί τα δικαιώματά του στη δημοκρατία.

Από τι πάσχουμε ως κοινωνία που αγανακτεί έτσι, μιας και έχει ψηφίσει κατ' επανάληψη αυτούς που έχει ψηφίσει;

Θ.Κ Από το ότι κανείς δεν κάνει σωστά τη δουλειά του, είτε ως πολίτης, είτε ως υπάλληλος του γραφείου του. Ο καθένας μας κοιτάει να σώσει το τομάρι του σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Έτσι έχουμε ανθρώπους που έχουνε τρία αυτοκίνητα, δέκα πιστωτικές κάρτες και τσακώνονται κάθε μέρα στο ΙΚΑ για την ουρά αλλά δεν υπολογίζουν ότι η ευθύνη σε αυτό που γίνεται είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό δικιά τους, του αδερφού τους, του γείτονά, αλλά και του πρωθυπουργού.

Γ.Ε Αν ξεκινούσαμε από αυτό που λέει ο Θέμης, πραγματικά όλα θα ήταν διαφορετικά. Ο όρος “πολίτης” σταμάτησε να λειτουργεί στην Ελλάδα από τα αρχαία χρόνια. Δεν έχουμε αγωγή πολίτη. Αυτό που μαθαίνουμε από τα σπίτια μας και τις οικογένειές μας είναι πώς θα βολευτούμε και μέχρι εκεί. Η χώρα μπορεί να καταρρέει, εσύ κοίτα να τρυπώσεις κάπου.

Ν.Μ Το φαινόμενο αυτό κάνει πλέον όλο το δυτικό κόσμο αλλά και το μοντέλο του καπιταλισμού να καταρρέει. Δεν είναι μόνο στην Ελλάδα, είναι και στην Ισπανία παντού. Απλώς καταρρέει το μοντέλο του δυτικού κόσμου γιατί δεν βασίζεται σε ουσιαστικά και αληθινά πράγματα, βασίζεται στο πώς θα γίνει ο καθένας πλουσιότερος, όχι καλύτερος.

Υπάρχουν όμως και πολλές χώρες του δυτικού κόσμου που όμως η κοινωνία τους λειτουργεί κανονικά, δεν έχουν όλοι τα προβλήματα της Ελλάδας.
Ν.Μ Είναι πάρα πολλές οι χώρες και μάλιστα πολύ μεγάλες που έχουν τέτοια προβλήματα. Δες την Αμερική.

Γ.Ε Συμβαίνει κυρίως σε χώρες που δεν έχουν πολιτική αγωγή, δεν είναι όλος ο δυτικός κόσμος έτσι. Υπάρχουν ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πολιτική αγωγή, που ο πολιτικός δεν μπορεί να κάνει πολλές ατασθαλίες γιατί ξέρει ότι ο πολίτης θα τον κρίνει, ότι θα πρέπει να λογοδοτήσει σε αυτό τον πολίτη. Αυτό γίνεται στις χώρες που οι κυβερνώντες ξέρουν ότι ο κόσμος είναι αδιάφορος και μπορούν να τον μπερδέψουν.

Θα μας σώσει κάτι;

Γ.Ε Η αυτογνωσία. Να δούμε τι φταίει σε εμάς.

Ν.Μ Συμφωνώ. Όπως έλεγε και ο Λένιν, η επανάσταση και η αλλαγή ξεκινάει από τον εαυτό σου.

Ένας κακεντρεχής μπορεί να προβάλει διάφορα αρνητικά πράγματα στη δουλειά σας. Ας πούμε, αυτή η σημείωση “με την υπογραφή του Γεράσιμου Ευαγγελάτου και του Θέμη Καραμουρατίδη” στα live κατά πόσο στέκει αξιοπρεπώς όταν μιλάμε για τόσο νέους καλλιτέχνες σαν κι εσάς.

Θ.Κ Από 17 ετών που βάζεις την υπογραφή σου στην ταυτότητά σου, αυτή ισχύει κανονικά. Γιατί όχι στη δική μας περίπτωση; Αυτά τα δύο που κάνουμε εμείς (επιμέλεια προγράμματος και ενορχήστρωση) είναι δύο ιδιότητες που πληρώνονται κανονικά, όπως ο φωτιστής, ο μπασίστας. Πάντα αναγκράφεται ο ενορχηστρωτής και ο άνθρωπος που έχει στήσει το πρόγραμμα στις ζωντανές εμφανίσεις. Εμείς εξάλλου στις αφίσες μας πάντα βάζουμε και τους μουσικούς και όλους τους συντελεστές.

Γ.Ε Δεν προτείνω κάτι ως αυθεντία, τη δουλειά μου υπογράφω κι εγώ και ο Θέμης. Δεν λέμε ότι το αριστούργημα που θα δείτε το υπογράφουμε εμείς. Λέμε ότι αυτό που θα δείτε, ακόμα και αν δεν είναι καθόλου καλό, το υπογράφουμε εμείς. Κι αυτό για εμάς είναι μαγκιά, να μην κρυβόμαστε δηλαδή πίσω από το κεντρικό πρόσωπο, που είναι η Νατάσσα, και να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για αυτό που θα προκύψει. Κι επίσης δεν θεωρώ ότι ούτε ο Θέμης ούτε εγώ εκφραζόμαστε λιγότερο καλλιτεχνικά απ' ότι η Νατάσσα που τραγουδάει. Τα δικά μου λόγια λέει και θέλω να έχω λόγο πάνω σε αυτά την ώρα που παρουσιάζονται ζωντανά στο κοινό. Ο Θέμης αντιστοίχως είναι ανάγκη να έχει απόλυτο έλεγχο στο πώς θα είναι ο ήχος όλου αυτού του πράγματος. Με τη σειρά της η Νατάσσα θα πρέπει να έχει απόλυτο λόγο για το πώς αυτή εκφράζεται ως ερμηνεύτρια για να βγει όλο αυτό καλύτερα προς τα έξω. Αν κάποιος έβλεπε το πρόγραμμά μας χωρίς τις ενορχηστρώσεις του Θέμη και τη δική μου επιμέλεια, θα έβλεπε ένα άλλο πρόγραμμα. Πάρε γοα παράδειγμα τη Λίνα Νικολακοπούλου, που αν τότε στο ξεκίνημά της δεν είχε πατήσει πόδι μαζί με τον Κραουνάκη και δεν είχε υπογράψει όσα έκανε στα λάιβ, θα την είχαν καταδικάσει στη μοίρα των περισσότερων στιχουργών που μένουν στην αφάνεια.

Ν.Μ Συνήθως αυτές οι κακεντρέχειες δεν προέρχονται από ανθρώπους που έχουν δουλέψει χρόνια σε αυτή τη δουλειά, αλλά από ανθρώπους που έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα ότι στην Ελλάδα θα είσαι νέος καλλιτέχνης μέχρι 45 χρονών και για να έχει αξία αυτό που κάνεις θα πρέπει να φέρεις την υπογραφή κάποιου που τον έχει αναγνωρίσει ο χρόνος. Όταν κάνεις μια καλλιτεχνική πρόταση πρέπει να βάλεις την υπογραφή σου.

Έχω διαβάσει επίσης κάποιες γκρίνιες σχετικά με το “Έχω ένα σχέδιο” του Θέμη και το γεγονός ότι ένας τόσο νέος συνθέτης επιλέγει να τραγουδήσει και να δισκογραφήσει τραγούδια του.

Θ.Κ Είμαι ένας συνθέτης που έβγαλε δίσκο με τη δουλειά του και όχι ένας τραγουδιστής. Αυτό θα είμαι πάντα και ως τέτοιος νομίζω ότι τραγουδάω μια χαρά. Επίσης, από τα 19 τραγούδια του δίσκου εγώ ερμηνεύω τα τέσσερα. Είναι κάτι που μου αρέσει να κάνω καταρχήν, αλλά στο βαθμό που το έκανα στον συγκεκριμένο δίσκο. Δεν μπορώ να σου πω ότι θα κάνω μια δικιά μου συναυλία σε μεγάλο χώρο και θα τραγουδήσω εγώ.

Ν.Μ Με εκπλήσσει που μερικοί- και μάλιστα μικροί ηλικιακά- περιμένουν από τους νέους ανθρώπους να μην έχουν ταυτότητα. Αυτός ο άνθρωπος που αντιμετώπισε έτσι τον δίσκο του Θέμη, έχει κάθε δικαίωμα να τον απορρίψει, αλλά κανένα δικαίωμα να καταδικάζει έτσι από τη στιγμή που δεν του τον επιβάλει κανένας. Το πρόβλημα που έχουμε στο χώρο είναι ότι ο καθένας μπορεί να γράψει μια κριτική και να την επισημοποιεί ως κριτικός.

Αυτό όμως δεν έχει ανοίξει την αγορά της κριτικής; Ο καθένας να μπορεί να πει την άποψή του ακόμα και αν είναι απλός ακροατής.

Θ.Κ Την έχει διαλύσει θέλεις να πεις. Πολλοί από τους ανθρώπους που έγραψαν κακή κριτική για τον δίσκο μου είχαν πει πριν από αυτό ότι έχω πολύ ωραία φωνή και να δοκιμάσω να τραγουδήσω κανονικά. Όταν ένας άνθρωπος έχει διαβάσει πάρα πολύ Όμηρο στη ζωή του, δεν σημαίνει ότι μπορεί να τον διδάξει κιόλας. Το ίδιο είναι και η κριτική. Στην Αμερική οι σπουδές για κριτική είναι πέντε χρόνια σπουδές, δεν μπορείς να πας για κριτικός επειδή δεν έχεις πετύχει ως τραγουδιστής.

Φτάνοντας προς το τέλος, θέλετε να μου πείτε πού θα σας δούμε το χειμώνα;

Ν.Μ Ετοιμάζουμε παραστάσεις από αρχές Φεβρουαρίου σε έναν νέο χώρο στο Γκάζι, το Gazoo. Επίσης το Νοέμβριο Θα παίξουμε στη Θεσσαλονίκη.

Δισκογραφικά; Άλλη μια φορά μαζί;

Γ.Ε Θα κυκλοφορήσει λογικά τέλη Δεκεμβρίου. Είναι ένας δίσκος που δεν είχαμε σκοπό να γίνει. Ενώ με τον Θέμη γενικά δουλεύουμε πολλά πράγματα ταυτόχρονα, σκεφτόμασταν πως είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε και είχαμε φτάσει σε ένα σημείο όπου όλοι θα ψάχναμε χωριστά τι θα κάνουμε. Κάποια στιγμή αφού έχουμε ρίξει έναν μεγάλο τσακωμό, βρισκόμαστε για φαγητό. Τους λέω λοιπόν ότι έχω κάτι που θέλω να τους δείξω, κάτι που έχω ετοιμάσει, αλλά όχι για τους τρεις μας. Όταν τους δείχνω τα κομμάτια, η Νατάσσα ενθουσιάστηκε. Ο Θέμης κατάλαβε ότι αυτό του μιλάει αλλά παθαίνει έναν τρόμο, γιατί έχουμε συνεννοηθεί για τελείως άλλα πράγματα.

Θ.Κ Εμείς το πρωί είχαμε τσακωθεί και τελικά σχεδόν προέκυπτε δίσκος.

Ν.Μ Εκείνο το βράδυ ο Θέμης μελοποίησε τρία από τα έξι τραγούδια.

Θ.Κ Στιχουργικά, ερμηνευτικά αλλά και μουσικά είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Είναι χωρισμένο σε δύο διαφορετικούς άξονες. Είναι σαν δύο διαφορετικούς δίσκους σε έναν και εξετάζουμε το ενδεχόμενο να γίνει διπλός.

Γ.Ε Το ευτυχές είναι ότι όλοι μας βρισκόμαστε κοντά στα τριάντα πια. Αφήσαμε πίσω όλα αυτά που βρίσκονται στους προηγούμενους δίσκους. Η λέξη κλειδί για αυτό τον δίσκο είναι η ενηλικίωση. Η αφετηρία αυτού του υλικού είναι το πέρασμά μας σε άλλη εποχή.


*Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Μετρονόμος
τεύχος #42 Ιούλιος- Σεπτέμβριος 2011. 

Κείμενο του Σπύρου Αραβανή για την Καχυποψία ενός άλλοθι




Θα ξεκινήσω από τον τίτλο του βιβλίου: «Η καχυποψία ενός άλλοθι». Ας δούμε μια ανάγνωσή του. Η καχυποψία του να είσαι ποιητής ενός άλλοθι του να είσαι νέος. Άρα ο Χρήστος Μιχαήλ από τον τίτλο κιόλας καλείται να αντιμετωπίσει δυο δαίμονες που αλληλοσφάζονται. Το καχύποπτο της ποίησης και το άλλοθι της νεότητάς του. Έχει λοιπόν να αναμετρηθεί και με τα δύο. Να πείσει δηλαδή το αναγνωστικό κοινό κατ’ αρχήν οτι το να είσαι ποιητής, δεν θα κολλήσω δίπλα σε αυτό την ανούσια φράση «στις μέρες μας», το να είσαι ποιητής, λοιπόν, σκέτο, σημαίνει πως μπορεί να περάσεις από το «εκφράζομαι» (πήξαμε από αυτό) στο «εκφράζω». Σε αυτό το ζητούμενο τα ίδια ποιήματά του Μιχαήλ δίνουν τις πρώτες απαντήσεις. Ο λόγος του ενώ σε ένα πρώτο επίπεδο φαίνεται προσωπικός εσωκλείει τις αλήθειες μας. «Και τι είμαι εγώ για να σας μιλώ; Ένας απρόσκλητος κλητήρας των ονείρων» γράφει στο ποίημα «Αυτογνωσία» και ακούγεται το ίδιο πανανθρώπινος με το ξεκάθαρου νοήματος «Ξεγελασμένοι από το χρόνο/ κι απ’ τις βαθιές χαραγματιές μιας μυοφόρου άνοιξης ανηφορίζουμε τη σκάλα». Ο λόγος του λυρικός χρησιμοποιεί ως στιχουργικά βέλη πολλά από τα στοιχεία που οι σύγχρονοι επαΐοντες της ποίησης αποκηρύσσουν ως ξεπερασμένα. Μηβάζετε επίθετα στο λόγο σας, λένε. Ο Μιχαήλ οικοδομεί το λόγο του με αυτά. Από τα πιο κοινόχρηστα μέχρι τα πιο λογοτεχνικά κλείνει τα αυτιά του στις κριτικές σειρήνες και στους λεξιλογικούς περιορισμούς του twitter και μιλά τη γλώσσα που τον εκφράζει. Τη γλώσσα που έμαθε μέσα από τους ποιητές που αγαπά, την ποιητική μετρική του Μάνου Ελευθερίου, το ακαριαίο του Άλκη Αλκαίου, την ατμόσφαιρα του Κώστα Καρυωτάκη, την μελαγχολία του Θάνου Ανεστόπουλο από τα πάλαι ποτέ Διάφανα Κρίνα και άλλων. Οι επιρροές του ξεκάθαρες, λοιπόν,. όσο ξεκάθαρη είναι και η ανάγκη του να αποτίσει έμμεσα και άμεσα φόρο τιμής σε ανθρώπους που του φανέρωσαν τον κόσμο της ποίησης. Γιατί δεν ανοίγουν οι νέοι λογαριασμοί αν δεν κλείσουν οι παλιοί. Και ο Μιχαήλ σοφά αφήνει να φανεί η ευγνωμοσύνη του σε αυτούς που του έμαθαν την αλφαβήτα της σκέψης, κάτι που πιθανόν οι επίσημοι δάσκαλοί του δεν του έμαθαν ποτέ. Είμαι σίγουρος οτι στο επόμενο βιβλίο του θα ξεπεράσει αυτό το αναγκαστικό στάδιο, θα έρθει πιο κοντά στην ιδιοφωνία του, θα αρχίσει να σκοτώνει τους λογοτεχνικούς πατέρες του κατά το κοινώς λεγόμενο, θα αρχίσει δηλαδή να αφαιρεί συνειδητά.

Λένε ακόμα «οτι είναι ξεπερασμένα τα ποιήματα με μέτρο». Ο Μιχαήλ γράφει και αρκετά έμμετρα ποιήματα όπως θα διαβάσετε στο βιβλίο. Μάλιστα, μόνο το ποίημα του «Χειμώνας» αριθμεί 15 ομοιοκατάληκτες τετράστιχες στροφές. Γράφει ακόμη και το πλέον δεσμευτικό και συνάμα εξαιρετικό χαϊκού: «Σκόνη πότισε ο παλιός μας καναπές, τριμμένα πάθη». Αλλά καταφέρνει στα έμμετρά του ποιήματα να εμφανίζεται περισσότερο ελευθερωμένος από ό,τι στον ελεύθερό του στίχο. Και στηρίζεται στις επίσης σήμερα αποκλεισμένες παρομοιώσεις χρησιμοποιώντας τις πολλές φορές ανατρεπτικά και στα λοιπά καλολογικά στοιχεία. Θα πει βέβαια κάποιος σωστά «επειδή χρησιμοποιεί τέτοιου είδους ποιητικά τεχνάσματα πάει να πει οτι είναι καλός ποιητής ή ότι οι σύγχρονοί του που δεν χρησιμοποιούν δεν είναι;». Όχι βέβαια. Δεν μίλησα για καλός ποιητής. Αυτό είναι υποκειμενικό. Μίλησα για καθαρός ποιητής. Που αδιαφορεί για τις τρέχουσες ποιητικές συνθήκες και αναμετράται με τις λέξεις του όπως φαντάζομαι θα αναμετριόταν με τη χρηματοοικονομική και τραπεζική διοικητική που σπούδασε. Ενώπιος ενωπίω. Απομονωμένος από τις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης που συχνότατα εμφανίζεται –όπως και πολλοί από εμάς άλλωστε‐ και από τη δημοσιοσχετίστικη λογική που ελέω επαγγέλματός του (δημοσιογράφος σε μουσικά περιοδικά όπως το Δίφωνο, το Όασις, το musicheaven, το e‐ tetradio κ.ά.) έχει αναγκαστικά υιοθετήσει. Στα ποιήματά του αυτά δεν κυνηγά το add ή το like των φίλων του ούτε τη δημοσιογραφική είδηση. Κυνηγά το συναίσθημά του. Την σπίθα της έμπνευσής του. Τη λέξη του. Και αυτό είναι ένα σημείο που πραγματικά θέλω να τον συγχαρώ κρούοντας του παράλληλα δημόσια το κώδωνα του κινδύνου που αφορά και εμένα ως συνάδελφό του στη δημοσιογραφία αλλά και κοντινό στην ηλικία του. Χρήστο, τις εκπτώσεις, που φαίνεται οτι δεν έκανες στα ποιήματά σου μην τις δεχτείς ούτε στην επαγγελματική σου ζωή και στη μελλούμενη –εύχομαι‐ στιχουργική σου πορεία – καθώς θα πρέπει να το αποκαλύψω αυτό, γράφει και στίχους όπως θα διαπιστώσετε στη συνέχεια και μόνοι σας‐. Και το άλλοθι, για να περάσω, στο δεύτερο μισό του τίτλου του βιβλίου, το άλλοθι οτι είμαστε νέοι –συνεπώς μας συγχωρούνται τα λάθη και οι παρορμήσεις‐ μοιάζει με μια αλυσίδα από αυτές που σέρνουν στα πόδια τους οι κατάδικοι. Ο Μιχαήλ φαίνεται οτι μέχρι τώρα δεν επηρεάζεται από τη σκλαβιά αυτής της αλυσίδας –άλλωστε έχει κρύψει καλά τα 24 του χρόνια κάτω από το αραιό της κεφαλής του‐ αλλά εκμεταλλεύεται το πλεονέκτημα που αυτή προσφέρει. Να βαδίζει αργά και μεθοδικά για να μπορεί να προχωρήσει. Γιατί έτσι κυλούν και τα ποιήματά του. Με στέρεη πρόοδο. Θα ευχόμουν να κρατήσει αυτό το ρυθμό στις ανάσες του.

Το να είσαι ποιητής, τέλος, όμως σημαίνει και κάτι άλλο: οτι πρέπει και να πραγματώνεις αυτό που έγραφε στο περίφημο βιβλίο του «Ποιητική Τέχνη» ένας άλλος συνάδελφός του, πια και με τη βούλα, ο Νικολά Μπουαλώ ο οποίος σαν σήμερα, το 1636, γεννιόταν στο Παρίσι: «Να μην είναι οι στίχοι, έγραφε, η μόνη σας απασχόληση. Να φροντίζετε τους φίλους, να είστε άνθρωπος εμπιστοσύνης. Δεν αρκεί να είστε γοητευτικός και ευχάριστος σ’ ένα βιβλίο, πρέπει ακόμη να ξέρετε να συνομιλείτε και να φέρεστε». Σε αυτό το ζητούμενο την απάντηση μπορώ να τη δώσω ο ίδιος. Ισχύει. Ρητά και κατηγορηματικά δίχως περαιτέρω δακρύβρεχτες προσωπικές εξομολογήσεις και αποδεικτικά στοιχεία. Όσοι τον γνωρίζουν, γνωρίζουν. Χρήστο, δεν εύχομαι να είναι ευπώλητο το βιβλίο σου. Του εύχομαι να έχει καλούς αναγνώστες. Τα ποιητικά νιάτα σου αντρειώθηκαν. Για πάντα. Σας ευχαριστώ.

*Διαβάστηκε στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου 
στον Ιανό της οδού Σταδίου στη 01/11/2010. 
Δημοσιεύτηκε επίσης στο τεύχος #39 
του περιοδικού Μετρονόμος.

Το ερωτηματολόγιο του Προυστ




φωτό Βάσια Αναγνωστοπούλου


Ο Χρήστος Α. Μιχαήλ εργάζεται ως δημοσιογράφος σε μουσικά περιοδικά όπως το Δίφωνο, το www.e-tetradio.gr και το www.musicheaven.gr. Ως έφηβος άργησε να ακούσει καλή μουσική και να διαβάσει λογοτεχνία, γι’ αυτό τώρα επιδίδεται σε αυτά με σχετική λαιμαργία. Τον Οκτώβριο του 2010 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Η καχυποψία ενός άλλοθι». Ποιήματά από το βιβλίο του περιλαμβάνονται στη μουσική παράσταση "Των μαγεμένων προσευχές" του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου, η οποία παρουσιάζεται αυτή την περίοδο στη μουσική σκηνή "Εννέα Όγδοα ". Μας απαντά στο ημερολόγιο του Προυστ. 






Τι είναι για σας ευτυχία;
Η εσωτερική ισορροπία. 



Τι είναι για σας δυστυχία; 
Πέρα από την εσωτερική ανισορροπία, η ανελευθερία στις επιλογές. 



Ποιο πράγμα θεωρείτε ότι σας χαρακτηρίζει; 
Η μνήμη. 



Ποιο είναι το βασικό σας ελάττωμα; 

Η αναβλητικότητα σε πράγματα δυσάρεστα πλην όμως αναγκαία. 



Ποιο ταλέντο θα θέλατε να είχατε; 

Να καταλαβαίνω τη Στατιστική Επιστήμη. 



Πού θα θέλατε να ζείτε;
Στο Κέντρο της Αθήνας. 



Τι απεχθάνεστε περισσότερο; 
Την προδοσία σε κάθε επίπεδο. 



Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια; 
Στα μεθυσμένα. 



Ποια θεωρείτε τη σπουδαιότερη αξία; 

Την αγάπη, που μεταξύ άλλων σημαίνει αυταπάρνηση. 

Ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία; 
 
Διάβασμα συνοδευόμενο από ένα φλιτζάνι ζεστό καφέ. 



Τι εκτιμάτε σε ένα φίλο; 

Δεν θα πρωτοτυπήσω ιδιαίτερα, την εντιμότητα. 



Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ήρωας; 

Όποιος δεν εκμεταλλεύτηκε ευκαιριακά τους ιδεολογικούς αγώνες που έδωσε. Προφανώς δεν είναι ένας, αλλά δεν είναι και αμέτρητοι. 




Ποιοι είναι οι ήρωές σας στην πραγματική ζωή; 

Ίσως και να μην το γνωρίζουν. Ας τιμήσουμε την ανωνυμία τους καλύτερα. 

Πώς θα θέλατε να πεθάνετε; 

Στον ύπνο, όχι μόνος. 



Ποιο είναι το μότο σας; 

Όποιος ξεχνάει χάνεται, ραγίζει όποιος θυμάται. 



Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Η Μάρω Δούκα. 



Οι αγαπημένοι σας ποιητές;
Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Μάνος Ελευθερίου. 



Οι αγαπημένοι σας συνθέτες; 
Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Θάνος Μικρούτσικος 



Ποια αρετή εκτιμάτε σε έναν άντρα; 

Το γνώθι σεαυτόν. 



Ποια αρετή εκτιμάτε σε μια γυναίκα; 

Το γνώθι σεαυτόν, επίσης. 



Το αγαπημένο σας χρώμα; 

Το μαύρο. Μακράν. 



Ποιος θα θέλατε να ήσαστε; 
Κάποιος ευτυχισμένος χωρίς πολλές ανάγκες. 



Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτό τον καιρό; 

Αμηχανία.



Το Critique.gr για την Καχυποψία ενός άλλοθι






Ο Χρήστος Μιχαήλ μοιάζει με γλύπτη. Τα ποιήματά του έχουν μορφή, ζωή, αναπνοή. Τα ποιήματά του λένε ιστορίες που βρίσκονται μέσα στην καρδιά μας, οικείες κι ας μην τις έχουμε ξανακούσει. Γιατί ο Χρήστος Α. Μιχαήλ γράφει πρώτα με την καρδιά και έπειτα με το χέρι.

«Ένας απρόσωπος κλητήρας των ονείρων» λέει πως είναι στο ποίημα Αυτογνωσία. Απρόσωπος δε θα μπορούσε να είναι ποτέ. Αν υπάρχει κάτι στα ποιήματά του, πέρα από τη ψυχή που καταθέτει χωρίς εκπτώσεις, αυτό είναι ο χαρακτήρας του, καθώς σύντομα μπορεί κανείς να διακρίνει ότι ανήκουν στον Χρήστο Μιχαήλ. Ίσως νιώθει εκτός εποχής, ίσως το ποίημά του «Ποιητής», αναφέρεται στον ίδιο, ίσως και όχι. Δεν μπορεί όμως να αναιρέσει την τέχνη του. Πηγαία, αληθινή, αυθεντική.


Ο ποιητής δε περιορίζεται σε μία συγκεκριμένη φόρμα. Στη συλλογή του  υπάρχει ακόμα και χαϊκού, ενώ δεν είναι λίγα τα τραγούδια του που θα μπορούσαν να μελοποιηθούν. Πειραματίζεται ή παίζει; Χρησιμοποιεί τη ρίμα αλλά δεν την ενστερνίζεται, τα ελεύθερά του ποιήματα διαφέρουν το ένα από το άλλο όσο η μέρα με τη νύχτα. Τι κάνει λοιπόν; Δουλεύει με τις λέξεις όπως ένας γλύπτης με το καλέμι. Και το αποτέλεσμα είναι μοναδικό. Σ’ αυτό συμβάλει και μια τέχνη ακόμα: η γραφιστική. Όχι στην πληρότητα των ποιημάτων του Μιχαήλ, αλλά στην οντότητά τους ως βιβλίο. Υπεύθυνη για αυτό είναι η Παναγιώτα Τσιμπαλίδη. Πενάκι που χαράσσει το ίδιο βαθιά στη καρδιά όσο και οι λέξεις του Μιχαήλ. Κι έτσι, συμπληρώνει ο ένας τον άλλον. Δονούνται με την ίδια συχνότητα και χαρίζουν ένα σπάνιο βιβλίο. Παίζει κι αυτή με το μελάνι της ∙ πειραματίζεται; Πάντως σίγουρα δίνει στα ποιήματα κάτι που δεν ξέρω αν είχε αναρωτηθεί κανείς ότι λείπει. Δένει τόσο πολύ με τα κείμενα που πραγματικά, αν δεν υπήρχε η εικονογράφηση, και πόσω μάλλον η συγκεκριμένη, ίσως, να χανόταν κομμάτι της προσωπικότητας του βιβλίου. Οι δύο μαζί μοιάζουν με τη μουσική που συνοδεύει το τραγούδι.


Ανάμεσα στα πιο αξιοσημείωτα ποιήματα, το «Carre Φιξ», που ανεδείχθη ιδιαίτερα από την απαγγελία του κυρίου Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου. στην παρουσίαση της συλλογής στον Ιανό Κοντά και τα «Άβατο» , «Τσέλο», «Κλειδωνιά». Ο καθένας μπορεί να βρει κάτι δικό του στη συλλογή, κάτι που είναι σαν να γράφτηκε για εκείνον. Και θα το καταλάβει. Την ώρα που θα το διαβάζει ο χρόνος λιώνει και δεν κυλά το ίδιο, ο χώρος μοιάζει συμπαγής. Είναι η αναγνώριση ότι τελικά, ένας ποιητής μπορεί να πει αυτό που έχουμε ίσως όλοι στην καρδιά μας, αλλά ελάχιστοι μπορούν να εκφράσουν.


Ο ποιητής Χρήστος Μιχαήλ  καταφέρνει ν' αναδείξει την αδηφάγα δύναμη της καρδιάς, με όλη την ορμή, τη δύναμη, το πάθος, τη μεγαλοπρέπεια και το πρωτόγονο ένστικτο που την χαρακτηρίζει.

Το All Superior Books για την Καχυποψία ενός άλλοθι





Την είδα φευγαλέα, με την άκρη του ματιού, καθώς πάσχιζε να στεριώσει την βαριά τσάντα στον ώμο, κρατώντας ευλαβικά το φτενό κατάλευκο βιβλιαράκι της.

Βύθιζε το βλέμμα αχόρταγα στις σελίδες του, πού και πού κοίταζε σαν χαμένη τριγύρω τον κόσμο που βιαστικός πηγαινοερχόταν και μετά πάλι αποσυρόταν σαν κύμα που αναδιπλώνεται αθόρυβα.

Άλλο και τούτο!

Απ' το βάθος του τούνελ, το θηρίο μούγκριζε καθώς έσερνε τα βαγόνια του πάνω στις μεταλλικές τροχιές, σκορπώντας βεγγαλικές σπίθες στα πλαϊνά, πνίγοντας τους θορύβους των ανθρώπων.

Αθήνα, βράδυ Πέμπτης, κάπου στα έγκατα του Μετρό...

Ποιος γράφει στις μέρες μας ποίηση; Ας αντιστρέψουμε το ερώτημα: ποιος διαβάζει στις μέρες μας ποίηση; Ο αιθεροβάμων ασκητής της μοναξιάς; Το τέρας της μεγαλούπολης; Ο ξεχασμένος εργάτης; Ο γέρων που γέρνει προσμένοντας;

Μπορεί κανείς απ' όλους αυτούς. Μπορεί, πάλι, κι όλοι. Μα σίγουρα όσοι διψούν για την ομορφιά που ολοένα χάνεται. Όσοι εχθρεύονται τον δράκοντα της ασχήμιας που γιγαντώθηκε μέσα μας, δίπλα μας, ολούθε, με σκοπό να κουρσέψει την ανθρωπιά μας. Όσοι ξενυχτούν με το μάτι στο άλλοτε και το αλλού. Η ποίηση του Χρήστου Μιχαήλ "παίζει μουσική σ' αυτό το βροχερό ξενύχτι". Είναι ακραιφνής σαν καημός μάνας, πηγαία και κρυστάλλινη σαν ερωτική εξομολόγηση έφηβου!

Ας μην προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τον ποιητή, ας τον νιώσουμε μόνο. Η εξαίσια αυτή πρώτη γραφή του φέρει την ελπίδα μιας μελλοντικής μεγαλοσύνης. Μα θα πρέπει ν' αποσυρθεί! Να δουλέψει απόκληρος της φρούδας αυτής κοινωνίας που τον αποσπά. Το ξέρω, είναι δύσκολο. Ο νέος μας μπορεί να ματώσει! Μα, όπως έλεγε ο μεγάλος Έζρα Πάουντ, ο ποιητής ζει μακριά από την τύρβη του κόσμου...

Ο Χρήστος Μιχαήλ επιμένει να μας εκπλήσσει με αυτή του την πρώτη εύσημη προσπάθεια, θρυμματίζοντας το τσιμέντο που τον πνίγει, καταφέρνοντας να δραπετεύει με τους καλοδουλεμένους του στίχους. Εμείς είμαστε οι ακλεείς δεσμοφύλακες της δροσιάς του! Κι ακόμη πιο τραγικά, την ώρα ακριβώς που ο λόγος του ποιητή καταυγάζει την ερημιά μας, "λακωνικά", με στίχους "αποχής", εμείς παραμένουμε αμετανόητοι, μπροστά σε μια "κλειδωνιά σπασμένη", περιμένοντας "τους αιώνες να χτυπήσουνε την πόρτα".

Μόνο έτσι θα μπορούσε να μας κατακτήσει ο ποιητής, "εκεί στο άδειασμα της νύχτας", όταν "γερνάμε αγκαλιά με τα ρολόγια", όταν "πεθαίνουμε αγκαλιά με τα ρολόγια". Όταν κοιτάμε με βλέμμα αδειανό τον καθρέφτη μας, ανίατοι της αστικής μας υποθερμίας, παγεροί, καθώς η ζωή μας μετριέται στα λεπτά των εκρήξεων, της σειρήνας που μέσα στη νύχτα βουίζει, του βωβού οργασμού ανάμεσα στις διακοπές των διαφημιστικών μηνυμάτων...

Παρουσίαση στο deBóp



6 Δεκεμβρίου 2011

Η Εύα Κανέλλη στο Γυάλινο Up Stage



«Η Εύα Κανέλλη σε γυναικεία κλασικά λαϊκά»

Τετάρτη 7 και 14 Δεκεμβρίου

ΕΥΑ ΚΑΝΕΛΛΗ – «Η Εύα Κανέλλη σε γυναικεία κλασικά λαϊκά»
Η Εύα Κανέλλη – μια , μεγάλης αξίας, λαϊκή φωνή, με γερές ρίζες από το παρελθόν του λαϊκού μας τραγουδιού – μας παρουσιάζει, με την φωνητική κι ερμηνευτική δεινότητά της, τα καλύτερα από τα κλασικά γυναικεία λαϊκά τραγούδια.

Ξεκινώντας από την Ρόζα Εσκενάζυ και φτάνοντας ως τη Χαρούλα Αλεξίου, κάνει στάσεις, σε γυναικείες λαϊκές φωνές και τραγούδια, που άφησαν εποχή και θεωρούνται κλασικά. Παράλληλα, βέβαια, τους βάζει τη δική της ισχυρότατη προσωπική λαϊκή σφραγίδα, κάνοντάς τα να μας αφορούν και σήμερα.

Τιμή εισιτηρίου για όλες τις παραστάσεις του Ορφέα είναι 15 euro (περιλαμβάνει το πρώτο ποτό).

Ώρα έναρξης: 22.00.

Οργάνωση – Πληροφορίες - Κρατήσεις:

Γυάλινο Up Stage
Λεωφ. Συγγρού 143, Ν. Σμύρνη – Τηλ. κρατήσεων 210 9315600
Eπικοινωνία:
Βίκυ Κοκκίνη – κιν. 6972 772398, media@sgm.gr

ArtwayTechnotropon
Τηλ. 210 5157977, www.liveartway.com
Eπικοινωνία:
Έλλη Ρουμπέν – κιν. 6944 627299, erouben@yahoo.gr, erouben@gmail.com
Αναστασία Παπαγεωργίου – κιν. 6932 400305, apapageorgiou2000@yahoo.gr

E-Orfeas.gr
Eπικοινωνία:
Τάσος Καραντής – κιν. 6946 724592, akarantis@cyta.gr
Δώρα Παπαδοπούλου – κιν. 6950 565852- papadopoulou.dora@gmail.com

5 Δεκεμβρίου 2011

ΣΜΥΡΝΗ- ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ στο Γυάλινο Up Stage




Τρίτη 6 και 13 Δεκεμβρίου

ΣΜΥΡΝΗ- ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ - «Σμυρνέικο Ρεμπέτικο & Tango – Βίοι Παράλληλοι»
Δυο μεγάλα λιμάνια - κέντρα επικοινωνίας. Δυο κοσμοπολίτικες Μητροπόλεις, κοιτίδες μείξης λαϊκών πολιτισμικών στοιχείων, διαμόρφωσης, γέννησης και δημιουργίας νέων μουσικών ιδιωμάτων (τύπων) της εποχής του Μεσοπόλεμου , που έγιναν ο κορμός εθνικών μουσικών . Δύο πόνοι, δυο καημοί - έρωτες κι ελπίδες.

Το πρόγραμμα ΣΜΥΡΝΑΙΙΚΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ & ΤANGO - Bίοι Παράλληλοι επικεντρώνεται στην κλασσική εποχή αυτών των μουσικών ειδών και περιλαμβάνει τραγούδια του Σμυρναίικου Ρεμπέτικου και του Tango της δεκαετίας 1922 -1933 με το αυτό θεματικό αντικείμενο, που μεταφέρουν στις συνθήκες ζωής της εποχής εκείνης:
Ερμηνεύουν ο Κώστας Καλαφάτης - Σμυρναίικο Ρεμπέτικο –και ο Αργεντινός Bruno Dandό.

Παίζουν οι μουσικοί : Ηρακλής Βαβάτσικας – Μπαντονεόν / Yπεύθυνος Ορχήστρας, Τζέϊμι Σμιθ - Βιολί, Θανάσης Σοφράς – Μπάσο & Βασίλης Κετεντζόγλου - Κιθάρα

Τιμή εισιτηρίου για όλες τις παραστάσεις του Ορφέα είναι 15 euro (περιλαμβάνει το πρώτο ποτό).

Ώρα έναρξης: 22.00.

Οργάνωση – Πληροφορίες - Κρατήσεις:

Γυάλινο Up Stage
Λεωφ. Συγγρού 143, Ν. Σμύρνη – Τηλ. κρατήσεων 210 9315600
Eπικοινωνία:
Βίκυ Κοκκίνη – κιν. 6972 772398, media@sgm.gr

ArtwayTechnotropon
Τηλ. 210 5157977, www.liveartway.com
Eπικοινωνία:
Έλλη Ρουμπέν – κιν. 6944 627299, erouben@yahoo.gr, erouben@gmail.com
Αναστασία Παπαγεωργίου – κιν. 6932 400305, apapageorgiou2000@yahoo.gr

E-Orfeas.gr
Eπικοινωνία:
Τάσος Καραντής – κιν. 6946 724592, akarantis@cyta.gr
Δώρα Παπαδοπούλου – κιν. 6950 565852- papadopoulou.dora@gmail.com

Camly - A Responsive Blogger Theme, Lets Take your blog to the next level.

This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself.


This is an example of a Optin Form, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. Find out more...


Following are the some of the Advantages of Opt-in Form :-

  • Easy to Setup and use.
  • It Can Generate more email subscribers.
  • It’s beautiful on every screen size (try resizing your browser!)
Subscribe Via Email

Subscribe to our newsletter to get the latest updates to your inbox. ;-)

Your email address is safe with us!