Συνέντευξη στον Τάσο Π. Καραντή
Το ιντερνέτ είναι,
πλέον, το κυρίαρχο μέσο στη ζωή μας. Και
κυρίαρχα μέσα στο διαδίκτυο είναι τα
ιστολόγια(blogs), όπου αποτελούν την πιο
απόλυτα ελεύθερη μορφή έκφρασης και
γνώμης, σε συνάρτηση, βεβαίως με την
υπευθυνότητα, τη σοβαρότητα και το
πολιτικό ήθος κι ανεξαρτησία του
δημιουργού τους. Ανάμεσά τους υπάρχουν
και τα «Ιστολόγια με νότες», που αφορούν
τον τομέα της μουσικής και του ελληνικού
τραγουδιού, που υπηρετεί, εξάλλου κι ο
«ΟΡΦΕΑΣ», ως ένα μη κερδοσκοπικό μουσικό
περιοδικό. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, να
ανοίξουμε την ενότητα «Ιστολόγια με
νότες», όπου θα συστήνουμε στους
αναγνώστες μας τα – υπεύθυνα και σοβαρά,
κατά την κρίση μας – μουσικά blogs. Η μορφή
της γνωριμίας αυτής θα είναι μέσω μιας
συνέντευξης, με - κοινό κατά 80%-90% -
ερωτηματολόγιο προς τον δημιουργό του
κάθε μπλογκ. Σκοπός μας δεν είναι μόνο
μια τυπική παρουσίαση του κάθε μπλογκ,
αλλά, κυρίως, οι απόψεις του δημιουργού
του κι ιδιοκτήτη του για διάφορα θέματα
του τραγουδιού μας, ευελπιστώντας να
ανοίξει ένας ευρύτερος, σοβαρός, με
επιχειρήματα, διάλογος, μέσω αρθρογραφίας.
Αυτή τη φορά παρουσιάζουμε το «Τραπέζι»
του Χρήστου Μιχαήλ, τον οποίον ευχαριστώ
θερμά για την ανταπόκρισή του.
Σε πρωτογνώρισα, πριν
λίγα χρόνια, ως ένα πολύ νεαρό παιδί,
που έγραφε ποιήματα. Η ποίηση σε οδήγησε
στο τραγούδι ή από το τραγούδι οδηγήθηκες
στην ποίηση;
Χρήστος Μιχαήλ: Το
τραγούδι με οδήγησε στη λογοτεχνία και
η αλήθεια είναι ότι άργησα να μπω στα
πράγματα ως ακροατής. Καλό τραγούδι και
με την δέουσα προσοχή άρχισα να ακούω
γύρω στα δεκαπέντε. Πριν από αυτό το
χρονικό σημείο δεν υπήρχε τίποτα, ούτε
καταβολές, ούτε βιβλιοθήκες και δισκοθήκες
να ανατρέξω, ούτε αγαπημένες μουσικές
των γονιών, των θείων και των παππούδων.
Μέχρι και σήμερα στο πατρικό μου σπίτι
δεν υπάρχει μηχάνημα να παίζει μουσική•
αν υπάρξει κάποια ξαφνική ανάγκη για
μελωδία καλύπτεται και με το παραπάνω
μέσα από την τηλεόραση και το αυτοκίνητο.
Η γραφή μπήκε στη ζωή μου γύρω στα 17, στη
Λεμεσό όπου πήγαινα σχολείο. Εκεί
καταρρίφθηκε μέσα μου ο φόβος που μου
είχε δημιουργηθεί από το κοινωνικό
περιβάλλον, ότι δηλαδή το να γράφει
κανείς είναι ταμπού και καλύτερα να
γίνεται κρυφά. Κατάλαβα ότι ο γραπτός
λόγος έχει λόγο. Έτσι λατρεύοντας το
ελληνικό τραγούδι και τους στίχους του
μέχρι λαγνείας, οι φόρμες γραφής και
έκφρασής μου προσαρμόστηκαν αυτόματα
σε σύντομες και πυκνές. Το ποίημα λοιπόν,
ως φυσικό επακόλουθο, αποτέλεσε τον
κύριο τρόπο έκφρασης.
Το ελληνικό τραγούδι
πότε μπήκε, κυρίαρχα, στη ζωή σου, ώστε
να είσαι πλέον σήμερα ένας επαγγελματίας
μουσικογράφος;
Χ.Μ.: Το 2005 ανακάλυψα με
τη βοήθεια μιας φίλης, τη μουσική
κοινότητα www.musicheaven.gr στην οποία ένα
μεγάλο και σημαντικό κομμάτι είναι το
ηλεκτρονικό περιοδικό. Αφού έγινα
μέλος και γνωρίστηκα με αρκετό κόσμο,
κάποιοι από αυτούς, μου πρότειναν να
κάνουμε μαζί μια συνέντευξη στο
Μανώλη Φάμελλο. Ακολούθησε μια τολμηρή
συνέντευξη με την πρωτοεμφανιζόμενη
τότε Δανάη Παναγιωτοπούλου. Από εκεί
και πέρα μπήκε το νερό στο αυλάκι,
ακολούθησαν κάμποσες συνεντεύξεις.
Έπειτα ήρθαν οι άλλες συνεργασίες: Ως3,
Δίφωνο, e-tetradio, musicpaper.gr. Το σημαντικότερο
κομμάτι, εκείνο που έπαιξε καταλυτικό
ρόλο στο να συνεχίσω βουτώντας σταδιακά
όλο και βαθύτερα, είναι κάποιοι άνθρωποι,
οι οποίοι βρέθηκαν στο δρόμο μου και με
τίμησαν παράλληλα με τη φιλία τους.
Επίσης μου δόθηκε και μου δίνεται συνεχώς
η ευκαιρία να γνωρίζω όλο και καλύτερα
την προσωπική μου μυθολογία: στιχουργούς,
συνθέτες, ερμηνευτές, τραγουδοποιούς.
«Τραπέζι», το μπλογκ
σου. Πως προέκυψε ο τίτλος και ποιος
είναι ο στόχος του κι η ουσιαστική του
ταυτότητα;
Χ.Μ.: Το τραπέζι ως έπιπλο
είναι συνδεδεμένο με τις περισσότερες
και σημαντικότερες αναμνήσεις μας σε
αυτή τη ζωή. Είναι ένα καθοριστικό
έπιπλο. Επειδή το μπλογκ καθενός είναι
το σπίτι του, αλλά και το μέρος όπου
καταθέτει τη δουλειά του, που γράφει
την άποψή του, που μαλώνει στα σχόλια,
που ξεδίνει με ένα ενδεχομένως φορτισμένο
κείμενο, που ακουμπάει για να ξεκουραστεί,
να θυμηθεί, να αυτοψυχαναλυθεί πολλές
φορές, είναι σαν να ακουμπάει πάνω του
ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του.
Τουλάχιστον για εμένα κάπως έτσι
λειτουργεί. Κάνοντας λοιπόν συνεχείς
συνειρμούς και για όλους αυτούς τους
λόγους, ονόμασα το μπλογκ «Τραπέζι».
Μέσα από το «Τραπέζι» έχω την ευκαιρία
να εκφράσω γνώμη χωρίς τη μεσολάβηση
τρίτων, να τακτοποιώ τα κείμενά μου και
να προτείνω κάποια πράγματα στους
μετρημένους αναγνώστες, μακριά από την
ελαφρότητα και τον επικαιρικό χαρακτήρα
των social networks. Επίσης αποτελεί και το
διαδικτυακό μου αρχείο από τις διάφορες
δημοσιογραφικές δραστηριότητες. Μπορεί
οποιοσδήποτε (κυρίως οι δημοσιογράφοι
που ερευνούν συνεχώς πριν γράψουν κάποιο
κείμενο) με μια αναζήτηση να βρει λεγόμενα
καλλιτεχνών, άρθρα και κριτικές δίσκων
και παραστάσεων.
Το σίγουρο είναι ότι
τα μπλογκ σπάνε το κατεστημένο του
δημοσιογραφικού συστήματος, συμβάλλοντας
στην πολυφωνία και στον πλουραλισμό.
Μήπως όμως η ανωνυμογραφία (ιδίως στα
σχόλια), το επίπεδο – αρκετές φορές –
της “γραφής στο γόνατο”, κι οι εκφράσεις
επιπέδου κουβέντας καφενείου, αποτελούν
την “αχίλλειο πτέρνα” τους;
Χ.Μ.: Υπάρχουν δύο οπτικές
γωνίες οι οποίες αποκλίνουν: εκείνη που
βλέπει τα μπλογκς να καταστρέφουν τη
δημοσιογραφία και η άλλη που βλέπει τη
δημοσιογραφία να ενισχύεται και να
απαλλάσσεται σταδιακά από εκείνους που
την καταδυναστεύουν, δίνοντας αλήθεια
στον πολίτη που διψά να ενημερώνεται.
Έχουμε διαβάσει μπλογκς τα οποία είναι
υπόδειγμα γραφής, συμπεριφοράς και
πολιτισμού. Έχουμε διαβάσει και
απαράδεκτες διαδικτυακές φυλλάδες που
έχουν ένα φτυάρι και μοιράζουν λάσπη.
Και τα δύο είχαν την τύχη που τους άξιζε,
ξεχώρισαν και παγιώθηκαν ή πέρασαν στα
αζήτητα. Κάποιος που ρίχνει λάσπη θέλει
απλά την προσοχή που δεν έχει στην
καθημερινότητά του. Είναι άσχημο πράγμα
οι ανώνυμες επιθέσεις μέσα από τα σχόλια,
αλλά μπορούν να περιοριστούν με μια
ρύθμιση. Τα μπλογκς είναι ένα μέσο
ελευθερίας της έκφρασης και της
ενημέρωσης. Ανάλογα με τα κείμενα που
ανεβάζουν κερδίζουν πόντους στην υπόληψη
του αναγνωστικού κοινού το οποίο πλέον
είναι πολύ πιο απαιτητικό σε θέματα
εγκυρότητας και ταχύτητας και μπορεί
να διαλέγει αποτελεσματικότερα τι
διαβάζει και τι εμπιστεύεται. Η
μπλογκόσφαιρα πάντως πολεμήθηκε πολύ
κυρίως από το δημοσιογραφικό κατεστημένο
το οποίο ένιωσε να απειλείται. Δεν νομίζω
να έχει χάσει τον πόλεμο, τη βλέπω να
κερδίζει ύψος δίπλα στις πιο συντονισμένες
ενέργειες μέσω διαδικτύου, όπως τα
ενημερωτικά πορταλς.
Εσύ, στο δικό σου μπλογκ,
κυρίως, αναδημοσιεύεις, συνεντεύξεις
κι αρθρογραφία σου, από τα μουσικά
περιοδικά (έντυπα κι ηλεκτρονικά) με τα
οποία συνεργάζεσαι. Παρατηρώ όμως, ότι,
στα περισσότερα μπλογκς, προβάλλονται
(και πολύ σωστά) οι μη έχοντες πρόσβαση
στο κυρίαρχο μουσικό-δημοσιογραφικό
σύστημα, αλλά, συνάμα, αποκλείονται,
σχεδόν, οι έχοντες πρόσβαση σ’ αυτό! Οι
οποίοι, δεν είναι πάντα ατάλαντοι κι
άτεχνοι, αλλά μιλάμε για μεγάλα ονόματα,
με ιστορία, ρεπερτόριο και προσφορά στο
τραγούδι μας, έστω κι αν είναι μέινστριμ
τραγουδιστές. Μήπως δηλαδή έχουμε μια
“πολεμική τακτική” με εκατέρωθεν, από
κάθε πλευρά, αποκλεισμούς;
Χ.Μ.: Οι μη έχοντες
πρόσβαση είναι κυρίως οι νέοι καλλιτέχνες.
Οι νέοι αυτοί είναι άνθρωποι της γενιάς
του διαδικτύου, ανεβάζουν τα τραγούδια
τους στην προσωπική τους ιστοσελίδα,
την επικοινωνούν μέσα από τα social networks
και τα δικά τους μπλογκς. Μοιραία λοιπόν
οι μπλόγκερς στην διαδικτυακή τους
βόλτα έρχονται σε επαφή με αυτές τις
δουλειές, τις ακούν ολόκληρες όσες φορές
θέλουν, έχουν τη δυνατότητα να ενημερωθούν
για τα δρώμενα του καλλιτέχνη (που όπως
είπαμε είναι κατά κανόνα αποκλεισμένος
από τα μεγάλα ΜΜΕ) κλπ. Έτσι δεν είναι
παράξενο που οι καλλιτέχνες αυτοί
αποκτούν ένα πιο εναλλακτικό κοινό το
οποίο τους στηρίζει μέσα από τα μπλογκ
του από μεράκι, από αγάπη και από την
ανάγκη να μοιραστεί τη νέα του ανακάλυψη
με τους φίλους και τους αναγνώστες του.
Ελάχιστες είναι οι φορές που προωθούνται
καλλιτέχνες με αποκλειστικό σκοπό την
προβολή, συνήθως είναι η ειλικρινής
πρόθεση που τους κάνει παρόντες. Από
κει και πέρα, οι μεγάλοι έρχονται πίσω
στα μπλογκς διότι είναι μπροστά στο
ραδιόφωνο, στην τηλεόραση και στις
εφημερίδες. Και το κοινό της τηλεόρασης
δύσκολα είναι και κοινό του μπλογκ.
Κάποιοι το βλέπουν ως πολεμική σύγκρουση.
Κάποιοι μπορεί και να το πράττουν έτσι.
Και μια και μιλάμε για
ιντερνετικά μπλογκ, Θα ήθελα τη γνώμη
σου για το διαδίκτυο όσον αφορά το
τραγούδι. Από τη μια αποτέλεσε κυριολεκτικά
ένα νέο χώρο όπου όλα, πλέον, τα μουσικά
δημοσιογραφικά μέσα βαίνουν προς τα
εκεί, από την άλλη, είναι ένας από τους
βασικούς λόγους της κατάρρευσης της
δισκογραφίας, μέσα από τα παράνομα
κατεβάσματα των τραγουδιών. Πως το
βλέπεις εσύ;
Χ.Μ.: Η δισκογραφία είναι
μέσο, δεν είναι περιεχόμενο. Αυτό το
μέσο καταρρέει και τη θέση του παίρνει
ένα άλλο: το διαδίκτυο. Το περιεχόμενο
είναι το τραγούδι και το καλό τραγούδι
δεν πεθαίνει, γράφεται συνεχώς και θα
γράφεται κατά την άποψή μου για πάντα.
Όπως λέει και ένας μεγάλος συνθέτης σε
κάθε δημόσια δήλωσή του- και έχει δίκιο-
το καλό τραγούδι όπως και το πολιτικό
τραγούδι υπάρχουν και σήμερα, αλλά είναι
άλλη η λειτουργία τους. Η κυκλοφορία
της μουσικής είναι πολύ πιο γρήγορη
γιατί είναι πιο ελεύθερη: δεν χρειάζεται
να δώσεις ούτε ένα ευρώ για να μπορέσεις
να ακούσεις σπίτι σου έναν δίσκο. Τον
κατεβάζεις. Πλέον ούτε και αυτό, μπαίνεις
και τον ακούς στο Youtube. Αυτό μάλιστα
καταργεί και την τελευταία παραλλαγή
της έννοιας “δισκοθήκη”. Πρώτα ήταν
τα βινύλια, έπειτα τα σιντί, τα τελευταία
χρόνια φάκελοι με mp3 στον υπολογιστή
μας και τώρα πια... τίποτα. Όλα κυκλοφορούν
ελεύθερα, δωρεάν και σε πολλές εκτελέσεις.
Για τον ακροατή είναι καλό όλο αυτό σε
πρώτη φάση. Για τον τραγουδιστή επίσης,
γιατί έχει τη δυνατότητα να μπει στα
σπίτια όλου του κόσμου και να διαφημιστεί
δωρεάν. Οι δημιουργοί όμως, ο πυρήνας
δηλαδή του τραγουδιού, που δεν μπορεί
να τραγουδήσει για να βγάλει μεροκάματο,
δεν μπορεί να γεμίσει πίστες και στάδια,
αυτός πλήττεται. Κι αφού πλήττεται ο
δημιουργός τι από τα παραπάνω μπορεί
να μείνει ανεπηρέαστο;
«Δίφωνο». Μια “πονεμένη”,
τον τελευταίο καιρό, ιστορία. Εσύ ανήκεις
σ’ αυτούς που παρέμειναν ή επανήλθαν.
Τι παίχτηκε τελικά;
Χ.Μ.: Η ιστορία είναι
γνωστή: το Δίφωνο ανακοίνωσε την αναστολή
της κυκλοφορίας του την ώρα που όλοι οι
συντάκτες του ήταν απλήρωτοι για μήνες.
Ήταν όμως παρόντες στη δουλειά, τιμώντας
το όνομα και την ιστορία του περιοδικού.
Συντάχθηκε λοιπόν μια κοινή επιστολή,
έγινε ένας συλλογικός αγώνας, ικανοποιήθηκαν
τα περισσότερα και σημαντικότερα
αιτήματά κι έτσι το Δίφωνο επανήλθε στα
πράγματα. Ήταν μια πολύ μεγάλη νίκη στην
οποία συνέβαλαν και οι αναγνώστες του
περιοδικού αλλά και αρκετοί καλλιτέχνες.
Η συντακτική ομάδα κλήθηκε από τη
διεύθυνση να επιστρέψει στο δυναμικό
του περιοδικού, όμως κάποιοι επέλεξαν
να μην συνεχίσουν για λόγους που έχουν
οι ίδιοι εξηγήσει. Είναι σεβαστό. Εξάλλου
με τους περισσότερους με δένει μια
ειλικρινής και άδολη φιλία. Οι άνθρωποι
έχουν σημασία, όλα τα άλλα ξαναγίνονται.
Και μια και μιλήσαμε
για το «Δίφωνο», ανήκες σ’ αυτούς που
αντέδρασαν όταν ο Μιχάλης Χατζηγιάννης
μπήκε εξώφυλλό του; Πάντως, εγώ
παρατήρησα(εκτός αν πρόκειται περί
αβλεψίας σου), ότι, ενώ, αναρτούσες στο
«Τραπέζι», το κάθε νέο εξώφυλλο του
«ΔΙΦΩΝΟΥ», αυτό με τον Χατζηγιάννη το
παρέλειψες! Γιατί δεν θα έπρεπε να μπει
εξώφυλλο σε ένα μουσικό περιοδικό ο πιο
δημοφιλής κι εμπορικός σήμερα Έλληνας
τραγουδιστής;
Χ.Μ.: Στο «Τραπέζι»,
μπορεί κανείς να συναντήσει τα εξώφυλλα
του «Διφώνου» σε δύο μέρη: στην αριστερή
μπάρα όπου κάθε μήνα αναρτώ τη φωτογραφία
του τρέχοντος τεύχους και σε ξεχωριστό
ποστ στο οποίο στο ξεκίνημα κάθε
κυκλοφορίας ανακοινώνω τα περιεχόμενα
και τα σιντί που δίνονται δώρο, κάτι σαν
δελτίο τύπου. Καμιά από τις δύο ενέργειες
δεν είχε ξεκινήσει σε τακτική βάση όταν
ο Μιχάλης Χατζηγιάννης ήταν στο εξώφυλλο.
Όταν μας ανακοινώθηκε το συγκεκριμένο
ενδεχόμενο στο περιοδικό και μας ζητήθηκε
η άποψή μας, απάντησα πως προσωπικά δεν
θα με πείραζε καθόλου, αρκεί η συνέντευξη
να ήταν ιδιαιτέρως σκληρή για έναν
καλλιτέχνη ο οποίος πρόσφατα είχε κάνει
σκληρότατες δηλώσεις περί του έντεχνου
τραγουδιού και των εκπροσώπων του. Έκανα
λάθος, το οποίο μάλιστα συνειδητοποίησα
σχετικά αργά, αλλά οφείλω να αναγνωρίσω.
Στο εξώφυλλο ενός περιοδικού πρέπει να
μπαίνουν καλλιτέχνες που αιμοδοτούνται
από την ίδια φλέβα. Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης
είναι κατ' εμέ ένας καλός ποπ τραγουδιστής
και συνθέτης, αλλά δεν έχει τίποτα κοινό
με το κοινό του «Διφώνου». Θα μπορούσε
ενδεχομένως να γίνει μια μεγάλη συνέντευξη
στο εσωτερικό του περιοδικού που να
ζητούσε ντόμπρες απαντήσεις, αλλά όχι
εξώφυλλο. Δεν είναι θέμα κομπλεξισμού,
δογματισμού και ελιτισμού. Είναι θέμα
τιμιότητας προς το κοινό που σε στηρίζει
και στο οποίο έχεις δώσει ελπίδες και
υποσχέσεις. Το «Δίφωνο» δεν είναι ένα
μουσικό περιοδικό γενικού ενδιαφέροντος.
Το στίγμα του είναι συγκεκριμένο. Ή
αλλάζεις προσανατολισμό μια και καλή
ή παρασύρεσαι από τα αστέρια και χτυπάς
σε βράχο. Κι εμείς δεν χτυπήσαμε σε βράχο
μόνο μία φορά οφείλω να ομολογήσω.
Για να μπούμε και λίγο
στα χωράφια του ελληνικού τραγουδιού,
πολλά σύνορα και συρματοπλέγματα βλέπω.
Διαχωρισμοί κι αναθέματα που μετατρέπουν
το τραγούδι σε γήπεδο. Γιατί τόσος
φανατισμός, για κάτι που δεν είναι ούτε
κόμμα, ούτε θρησκεία, αλλά τέχνη; Εσένα,
προσωπικά, όχι ως μουσικογράφος που
πρέπει να ακούς διάφορα είδη, αλλά ως
ακροατής, ποια είναι τα αγαπημένα σου
καθημερινά ακούσματα;
Χ.Μ.: Ο δογματισμός
φέρνει φανατισμό. Και τα δύο μου είναι
ιδιαιτέρως απεχθή. Διαχωρισμοί με την
έννοια του συνόρου δεν υπάρχουν. Ο
πλανήτης γη δεν θέτει σαφή όρια στο
κλίμα του, αλλά και η πανίδα και η χλωρίδα
ξέρουν ότι άλλο η στέπα και άλλο η
ζούγκλα. Καμιά φορά οι πλευρές του
τραγουδιού μπορεί να βρίσκονται, να
συμπράττουν, να βγαίνουν συμπαθητικά
κομμάτια ή εμπορικά επιτυχημένα σχήματα,
αλλά δεν είναι το ίδιο. Ο λόγος είναι
απλός: δεν έχουν ούτε την ίδια ρίζα από
όπου τραβάνε νερό, ούτε τον ίδιο προορισμό.
Σε γενικές γραμμές έχω υιοθετήσει την
άποψη του Μίκη Θεοδωράκη που λέει ότι
τα τραγούδια χωρίζεται σε δύο είδη: αυτά
που μας κάνουν να ξεχνάμε και αυτά που
μας κάνουν να θυμόμαστε. Όλα έχουν τη
χρησιμότητά τους. Το πρόβλημα ξεκινάει
από το σημείο που τα πρώτα γίνονται
συνείδηση. Ως ακροατής αγαπώ το καλό
ελληνικό τραγούδι από όπου κι αν
προέρχεται, με εξιτάρει η ελληνικότητα
του στίχου και έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία
στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου.
Και να το δούμε κι
αλλιώς. Δεν υπάρχει μια αισθητική και
μια κουλτούρα. Μπορεί να υπάρχει μια
κυρίαρχη, ανά εποχή – και το πώς είναι
μια άλλη μεγάλη κουβέντα – αλλά πάντως
όχι μία. Άλλο είδος τραγουδιού μπορεί
να αγγίζει εμένα κι άλλο εσένα. Γεννήθηκα
στη Σαλαμίνα (με τη λαϊκή κουλτούρα της
Β΄ Πειραιά), αλλά σπούδασα στο πανεπιστήμιο,
διάβασα, αλλά και κυκλοφόρησα στη νύχτα
κι ήμουν πάντα παρατηρητικός. Όσον αφορά
το τραγούδι, πήγαινα - έφηβος και νεαρός
- για παράδειγμα, και σε συναυλίες του
Θεοδωράκη, του Μικρούτσικου, του Νταλάρα
και του Β. Παπακωνσταντίνου, αλλά και
στον Διονυσίου στα «Δειλινά», στον
Μαργαρίτη, μέχρι και στον Τσετίνη, όταν
εμφανιζόταν στην Τρούμπα στα μέσα της
δεκαετίας του ’80. Κι έβλεπα ότι, τραγούδια
που άλλους τους αηδίαζαν άλλους τους
συγκλόνιζαν! Μήπως πρέπει να τα σεβόμαστε
όλα αυτά, που χρησιμοποιούν έναν μουσικό
- γλωσσικό κώδικα που εκφράζει κάποιες
κοινωνικές ομάδες ανθρώπων, και να τα
κρίνουμε στα μέτρα τους και με βάση σε
ποιους απευθύνονται κι όχι μέσα από το
προσωπικό μας πρίσμα και την προσωπική
μας αισθητική που, πολλές φορές, την
θεωρούμε – κι είναι επικίνδυνο νομίζω
αυτό – ανώτερη;
Χ.Μ.: Η φράση “γούστα
είναι αυτά” δεν βγήκε τυχαία και όσο
κλισέ κι αν ακούγεται, έχει τη σημασία
της. Όπως είπα και πριν, ο δογματισμός
είναι κακό πράγμα και μας τραβάει προς
τα κάτω. Τα ονόματα που ανέφερες ως
δεύτερη κατηγορία, είχαν μια συγκεκριμένη
αισθητική η οποία αποδείχτηκε ισχυρή,
με δυνατό και ατόφιο αίσθημα λαϊκότητας
αν και όχι ισάξια άλλων δημιουργών.
Υπάρχει κάποιος να κατηγορήσει τον
Στράτο Διονυσίου για φτήνια; Αυτό βέβαια
ίσως είναι κάτι το οποίο μόνο κοιτάζοντας
προς τα πίσω και εκ του ασφαλούς μπορούμε
να αναγνωρίσουμε, στην εποχή τους ίσως
να θεωρούταν ως είδος υποδεέστερο από
κάποιους ελίτ κύκλους. Σήμερα τα πράγματα
είναι διαφορετικά. Εκείνο που μπορώ να
αντιληφθώ είναι ότι το λάιφ στάιλ που
έχει κατακλύσει τα πάντα φαίνεται ότι
δεν έχει άξονα αναφοράς, παρά μόνο το
χρήμα μέσω του τυχοδιωκτισμού αλλά και
της σταδιακής κατάργησης των ηθικών
αξιών. Έχω όμως την πεποίθηση ότι η
δραστηριότητά του βρίσκει τοίχο και
χτυπά εκεί που η ηθική και η αξιοπρέπεια
είναι κάτι παραπάνω από προσχήματα και
άλλοθι.
Και υπάρχει και μια
άλλη διάσταση, το προσωπικό μας γούστο,
οι μουσικές συμπάθειες κι οι αντιπάθειες
μας. Επηρεάζει τη γραφή ενός δημοσιογράφου,
όσον αφορά την αντικειμενικότητά του,
και το γεγονός ότι απευθύνεται σ’ ένα
ποικίλο κοινό αναγνωστών-ακροατών και
θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν
ουδέτερος; Έχεις πιάσει δηλαδή τον εαυτό
σου με τα είδη και τους καλλιτέχνες που
“συμπαθείς” μουσικά να είσαι επιεικής
και μ’ αυτά κι αυτούς που “αντιπαθείς”
μουσικά αυστηρός;
Χ.Μ.: Το προσωπικό πρίσμα
είναι πάντα ενεργό, δεν καταργείται
ποτέ. Ωστόσο περιορίζεται και ακονίζεται
έτσι ώστε να δρα όσο πιο αποτελεσματικά
γίνεται. Φυσικά θέλει πολλές ακροάσεις,
δεν μπορείς να ξεπετάξεις έναν δίσκο
σε μια φορά και να έχεις την ψευδαίσθηση
ότι τον έκρινες σωστά. Προσωπικά, εκείνο
που προσπαθώ να κάνω μπροστά στην
πρόκληση μιας κριτικής είναι να τοποθετήσω
τον εκάστοτε καλλιτέχνη και το έργο που
μας καταθέτει εκείνη τη χρονική στιγμή,
στην εποχή του. Τι χώρο ποιοτικά πιάνει
ένας νέος δίσκος στην Ελλάδα του 2011;
Κατά πόσο αγγίζει το αίσθημα του μέσου,
μελετημένου ακροατή; Τι νοήματα περνάει
το υλικό, πώς είναι αυτά δοσμένα και τι
προοπτικές έχει να είναι παρόν αφού
βγει η επόμενη φουρνιά δίσκων; Ανεξάρτητα
αν ο καλλιτέχνης έχει αφήσει κάποια
ιστορία, αν ξεκινά τώρα την προσπάθειά
του στη μουσική ή αν κάνει στροφή στην
καριέρα του. Επίσης, στους ανθρώπους
που συμπαθώ ιδιαίτερα και που έχω μια
επαφή πιο προσωπική, φροντίζω να τους
λέω την γνώμη μου, ιδιαίτερα όταν δεν
είναι η καλύτερη. Θεωρώ ότι είναι πιο
χρήσιμος ένας άνθρωπος δίπλα μας όταν
εκφράζει με αυστηρότητα και επιχειρήματα
την άποψή του αν εκείνη δεν είναι καλή,
παρά όταν από την υπερβολική του συμπάθεια
και αγάπη, δεν βλέπει τις αδυναμίες και
τα λάθη μας.
Εσύ, μάλιστα, έχεις
εκδώσει κι ένα ποιητικό βιβλίο («Η
καχυποψία ενός άλλοθι», εκδ. ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ),
που περιέχει κι έμμετρους στίχους, που
μπορούν να γίνουν τραγούδια. Καταρχάς
επιθυμείς κάτι τέτοιο; Κι, αν ναι, και,
κάποτε, πραγματοποιηθεί, είναι δυνατόν
να είσαι αντικειμενικός, ως μουσικογράφος,
με συνθέτες και τραγουδιστές, με τους
οποίους θα σε συνδέει, πλέον, μια σχέση
συνεργασίας, ίσως, και φιλίας;
Χ.Μ.: Είμαι από εκείνους
που αγαπούν τη μελοποιημένη ποίηση. Τα
έμμετρα ποιήματα που βρίσκονται μέσα
στο βιβλίο, δεν γράφτηκαν με σκοπό να
μελοποιηθούν, αλλά αν προκύψει κάτι
τέτοιο θα είναι ευτυχές σαν γεγονός. Η
σχέση συνεργασίας δεν θα πρέπει να
αλλάξει τις ισορροπίες. Θέλω να πιστεύω
ότι αν υπάρξει αυτός ο κίνδυνος, θα
αρνηθώ να αναλάβω να γράψω επίσημη
κριτική.
Γενικότερα έχεις
πραγματικές φιλικές σχέσεις με
καλλιτέχνες; Γιατί, εγώ, προσωπικά, δεν
έχω με κανέναν (πραγματική φιλία εννοώ,
όχι μια απλή γνωριμία λόγω επαγγέλματος),
τις αποφεύγω όπως «ο διάβολος το λιβάνι»,
γιατί νομίζω ότι έτσι διατηρώ την
ανεξαρτησία μου και την αντικειμενικότητά
μου. Ποια είναι η δική σου άποψη;
Χ.Μ.: Δεν τις αποφεύγω.
Δεν τις επιδιώκω. Δυο- τρεις καλλιτέχνες
είναι οι φιλίες που έχω αποκτήσει μέσα
από αυτό τον χώρο, όχι παραπάνω. Και
αυτές οι περιπτώσεις ήρθαν μέσα από τη
δουλειά τους: πρώτα τους εκτίμησα ως
καλλιτέχνες και μετά ήρθε η φιλία. Δεν
νομίζω ότι η κρίση μου έχει επηρεαστεί.
Ιδιαίτερα στις προσωπικές μας συζητήσεις
έχω υπάρξει σχετικά σκληρός με κάποιους
από αυτούς όταν αντιλήφθηκα ότι αυτό
που παρουσίασαν ήταν κατώτερο των
προσδοκιών τους. Γόνιμες διαδικασίες
θα έλεγα πως είναι αυτές.
Οι δηλώσεις ή το πώς
συμπεριφέρεται ένας καλλιτέχνης σε
επηρεάζει κι ως προς την πρόσληψη του
έργου του; ‘Η διαχωρίζεις τον άνθρωπο
από τον καλλιτέχνη; Να δώσω δυο,
διαφορετικά, παραδείγματα, ο Σαλβαντόρ
Νταλί ήταν φιλοφρανκικός, σε εμποδίζει
αυτή του η πολιτική τοποθέτηση από το
να σε μαγέψει ένας ονειρικός πίνακάς
του; Ή, ο Άκης Πάνου, δολοφόνησε άνθρωπο,
αφαίρεσε ανθρώπινη ζωή, σε ενοχλεί αυτό
στο να απολαύσεις ένα σπουδαίο τραγούδι
του;
Χ.Μ.: Καταδικάζω τους
κακούς χαρακτήρες και τις καταστροφικές
πράξεις και στάσεις, αλλά η ουσία της
τέχνης ποτέ δεν κρεμάστηκε από την ηθική
των καλλιτεχνών της. Προσπαθώ να κρίνω
τον καλλιτέχνη σε συνάρτηση με το έργο
του και όχι τον χαρακτήρα του ανθρώπου.
Προσπαθώ και νομίζω ότι τα καταφέρνω.
Το έργο εξάλλου από ένα σημείο και μετά
δεν ανήκει στον καλλιτέχνη, με την ίδια
λογική που ένα παιδί δεν ανήκει με την
έννοια της κτήσης στους γονείς του.
Πάντως κάτι που έχω αρχίσει να πιστεύω
είναι ότι σε γενικές γραμμές τα καλά
παιδιά δεν έκαναν και την καλύτερη
τέχνη. Η τέχνη ίσως να έχει κάποια
στοιχεία από τη σκοτεινή πλευρά του
ανθρώπινου χαρακτήρα. Ίσως και όχι.
Είναι κι ένα τοπίο με
κυρίαρχους μύθους το ελληνικό τραγούδι,
συνθετών (Θεοδωράκης - Χατζιδάκις) και
τραγουδιστών (Καζαντζίδης - Μπιθικώτσης).
Κάνοντας όμως μια έρευνα, για το TOP – 10
των δίσκων με τις υψηλότερες πωλήσεις
της ελληνικής δισκογραφίας, διαπίστωσα
– αν εξαιρέσω το εθνικής εμβέλειας
«ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» - ότι κι οι 4 απουσίαζαν!
Πρώτος είναι ο Πλέσσας με το «Δρόμο».
Κι όμως σε κάθε συνέντευξη που θα διαβάσω,
όλων, μα όλων, αγαπημένοι είναι ο
Θεοδωράκης κι ο Χατζιδάκις, με τα
τραγούδια τους λένε πως μεγάλωσαν! Είναι
σπουδαίοι, ναι, αλλά κανείς δεν μεγάλωσε,
για παράδειγμα, και με τα – εξίσου
δημοφιλή κι αγαπητά – τραγούδια του
Πλέσσα, του Χατζηνάσιου και του Σπανού;
Γιατί δεν το λέμε; Μήπως άλλους λέμε ως
σπουδαίους, για να είμαστε, δημόσια,
πολιτικά ορθοί, κι άλλα αγοράζουμε κι
ακούμε ιδιωτικά; Γιατί, κάτι τέτοιο
δείχνουν οι αριθμοί του TOP-10! Εσύ πιστεύεις
στους 4 αυτούς μύθους ή έχεις τη δική
σου μυθολογία;
Χ.Μ.: Πιθανόν να είναι
και θέμα πρεστίζ να διατυμπανίζει κανείς
ότι μεγάλωσε με τους ογκόλιθους της
ελληνικής μουσικής. Ίσως βέβαια να είναι
κι έτσι σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις.
Οι αριθμοί πωλήσεων δεν είναι δείκτης
επαλήθευσης για κάτι τέτοιο. Το ότι οι
περισσότεροι ποδοσφαιρόφιλοι στην
Ελλάδα δηλώνουν Ολυμπιακοί, δεν σημαίνει
απαραίτητα ότι ο Ολυμπιακός είναι η
καλύτερη ομάδα (που είναι, αλλά τέλος
πάντων). Ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις
δεν ήταν απλώς σπουδαίοι και αγαπημένοι.
Ήταν καθοριστικοί. Άλλαξαν τον χάρτη
του ελληνικού τραγουδιού, μπόλιασαν το
λαϊκό αίσθημα με ποίηση υψηλών προδιαγραφών
και έκαναν τον κόσμο να αγαπήσει το
ρεμπέτικο και το λαϊκό χωρίς να ντρέπεται.
Λαϊκό δεν είναι το τραγούδι που ακούει
ο λαός. Λαϊκό είναι το τραγούδι μέσα από
το οποίο αποκαλύπτεται ο λαός, για να
δανειστώ και τα λόγια του Χατζιδάκι.
Όλοι οι άλλοι ακολούθησαν χαράσσοντας
ο καθένας τους τη δική του πορεία, αλλά
σίγουρα είχαν μια συνιστώσα που ξεκινούσε
από αυτούς τους δύο. Το ίδιο φαντάζομαι
συμβαίνει και με τον Καζαντζίδη και τον
Μπιθικώτση. Προσωπικά αν και δεν μεγάλωσα
με αυτούς πιστεύω σε αυτούς τους μύθους,
έχοντας δίπλα και τους δικούς μου
λατρεμένους οι οποίοι είναι οι στιχουργοί.
Μάνος Ελευθερίου, Άλκης Αλκαίος, Νίκος
Γκάτσος.
Νταλάρας, Πάριος,
Αλεξίου. Οι τρεις (ακριβώς με τη σειρά
που τους παραθέτω και με τη σειρά που –
νομίζω, όχι τυχαία - τους παράθεσε ο
Τζίμης Πανούσης στο ομώνυμο τραγούδι
του το 1985) πιο εμπορικοί τραγουδιστές
στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού
(με βάση τις πωλήσεις των χρυσών και
πλατινένιων δίσκων τους). Κι όχι μόνο
αυτό βέβαια, αλλά και σπουδαίες φωνές,
με ρεπερτόριο, που κυριάρχησαν τις
τελευταίες 4 δεκαετίες και τις χαρακτήρισαν.
Αγαπήθηκαν πολύ κι από την συντριπτική
πλειοψηφία, αλλά κι αμφισβητήθηκαν
έντονα τα τελευταία χρόνια. Είναι θύματα
πατροκτονίας – μια κι όλοι αμφισβητούμε
τους πατεράδες μας κι οι νέοι τους
μεγαλύτερους – ή της μεγάλης δημοφιλίας
και της εμπορικότητάς τους; Θα ήθελα
μια συνολική τοποθέτησή σου για τα 3
αυτά ιστορικά ονόματα.
Χ.Μ.: Ούτε το ένα, ούτε
το άλλο. Η δική μου άποψη είναι ότι και
οι τρεις τα τελευταία χρόνια, δεν κάνουν
καθόλου καλές επιλογές σε θέματα
ρεπερτορίου. Βέβαια γούστα είναι αυτά,
θα ξαναπούμε, αλλά εκείνο που είναι
γεγονός και παράμετρος υποκειμενική,
είναι ότι ξέφυγαν από τη σοβαρή πορεία
που είχαν χαράξει τις περασμένες
δεκαετίες. Ο μεν Νταλάρας προσπαθεί να
καλύψει το κενό με επανεκτελέσεις και
ποπ συνεργασίες, ο Πάριος επέλεξε να
τραβήξει το δρόμο της πίστας και η
Αλεξίου τα τελευταία χρόνια δυσκολεύεται
να τραγουδήσει. Δεν γνωρίζω τι φταίει,
όμως τις τελευταίες 3-4 φορές που την
παρακολούθησα, ήταν σαν να άκουγα μια
άλλη τραγουδίστρια. Ίσως οι δύο πρώτοι
να είναι υποσυνείδητα θύματα του εαυτού
τους και της εμπορικότητας που απέκτησαν
μέσα στα χρόνια. Αλλά θα ήθελα να τονίσω
ότι οι επιλογές γίνονται με προσωπικά
κριτήρια του καθενός. Δεν θα μπω στην
διαδικασία να κατηγορήσω κανέναν για
τις επιλογές και τις κινήσεις που κάνει
στη δουλειά του. Απλώς θα απορρίψω αυτές
τις επιλογές από το προσωπικό μου
soundtrack. Δεν μπορώ για παράδειγμα να
απαρνηθώ τον Νταλάρα στα Παραπονεμένα
λόγια επειδή θα τραγουδήσει παρέα με
τον Χατζηγιάννη στο Παλλάς. Απλά δεν θα
πάω στο Παλλάς.
Η “άλλη πλευρά του
τραγουδιού” : Βίσση, Βανδή, Θεοδωρίδου,
Ρουβάς, Χατζηγιάννης, Μαζωνάκης, Ρέμος,
Πλούταρχος, Βέρτης κ.ά. Εξίσου εμπορικά
και δημοφιλή ονόματα, μερικά από αυτά
μέσα στο TOP -10 των μεγαλύτερων πωλήσεων
της ελληνικής δισκογραφίας. Η δική σου
ματιά κι οπτική βρίσκει κάτι το θετικό
καλλιτεχνικά στους τραγουδιστές της
“άλλης πλευράς”;
Χ.Μ.: Τα πάντα έχουν τη
χρησιμότητά τους, αρκεί η φτήνια και η
λησμονιά να μην γίνονται συνείδηση.
Επίσης άποψή μου είναι ότι έχουν γραφτεί
πάρα πολύ καλά κομμάτια μέσα σε αυτό
τον χώρο, κυρίως ερωτικά. Δεν αποτελούν
όμως καθόλου γενναίο ποσοστό. Εκείνο
που με εξοργίζει είναι όταν οι καλλιτέχνες
εκείνης της πλευράς διεκδικούν δάφνες
και περιφέρονται ως υπερασπιστές του
ελληνικού πολιτισμού.
Τραγουδοποιοί. Η Στέλλα
Βλαχογιάννη έχει μιλήσει, παλιότερα,
για τη «λαίλαπα των τραγουδοποιών».
Πραγματικά βλέπω αρκετούς, με μια κιθάρα,
δυο ακόρντα κι όχι πάντα συμπαθή φωνή,
να κάνουν καριέρα τραγουδιστή, με ό,τι
αυτό συνεπάγεται, γιατί είναι κάτι το
εντελώς διαφορετικό αν ήταν μόνο συνθέτες
– δημιουργοί. Αν το τραγούδι παραμένει
η τέχνη της φωνής, που θέλει τον συνθέτη
του και τον τραγουδιστή του (κάτι θα
ήξεραν ο Άκης Πάνου, που έγραφε ο ίδιος
τη μουσική και τους στίχους στα τραγούδια
του, αλλά τα έδινε στις μεγαλύτερες
φωνές ή ο Κουγιουμτζής, που είχε πει :
«κι εγώ μπορώ να ερμηνεύσω τα τραγούδια
μου, αλλά δεν μπορώ να τα τραγουδήσω!»),
μήπως – χωρίς φυσικά να απαγορεύσουμε
σε κάποιον να λέει και τα τραγούδια του
– θα πρέπει να ξαναβρούμε το μέτρο;
Χ.Μ.: Μέτρο θα πρέπει να
υπάρχει παντού. Οι τραγουδοποιοί ήταν
ένα κομμάτι της ιστορίας του τραγουδιού
που το στήριξε όταν έπρεπε, όταν οι
συνθέτες έκαναν κοιλιά. Δεν συνέβη το
αντίθετο. Επίσης κοιλιά δεν έκαναν οι
στιχουργοί, οι οποίοι βρήκαν μια μικρή
διέξοδο στους τραγουδοποιούς. Από κει
και πέρα οι μουσικές τους φόρμες, ο
τρόπος που δημιουργούσαν και τα τραγούδια
που άφησαν, έβλαψαν ως προς το εξής:
έδωσαν άλλοθι σε πάρα πολλούς μουσικόφιλους
να θεωρήσουν τους εαυτούς τους καλλιτέχνες,
να πάρουν την κιθάρα και τα 5 ακόρντα
που ήξεραν και να διεκδικήσουν μερίδιο.
Αυτό έφερε μια μετριότητα σε ένα μεγάλο
ποσοστό και κατά την άποψή μου, έβλαψε
πολύ τη μελωδία. Αν παρατηρήσετε, η σχολή
των τραγουδοποιών του ΄90 έδωσε τραγούδια
λιγότερο μελωδικά και λυρικά από εκείνα
που έδωσαν οι γνήσιοι συνθέτες, χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι καλά και
σημαντικά τραγούδια. Το μασίφ αποτέλεσμα
του τραγουδοποιού δεν το έχει εύκολα ο
συνθέτης με το στιχουργό. Όλο αυτό λοιπόν
είχε αλυσιδωτές αντιδράσεις που έφεραν
περισσότερη γκρίνια παρά προοπτική.
Ίσως εκεί να έγκειται και η δυσκολία
της σημερινής τραγουδοποιίας: στην
αναζήτηση μιας μελωδίας που θα βρίσκεται
έξω από το συγκεκριμένο κλίμα.
Ελληνικό ροκ. Υπάρχει;
Αγγλόφωνο ή ελληνόφωνο; Βασίλης
Παπακωνσταντίνου, παραμένει ακόμα ο
μεγαλύτερος, δημοφιλέστερος κι
εμπορικότερος βετεράνος «Έλληνας ροκ
σταρ», αλλά κι αρκετά κατηγορούμενος
για ζημιογόνο (λόγω της μεγάλης δημοφιλίας
του που επηρεάζει και παρασύρει)
στασιμότητα κι αμφισβητούμενος. Μόνικα.
Ποια είναι η αίσθησή σου για την ελληνική
ηλεκτρική σκηνή;
Χ.Μ.: Ας ξεκινήσουμε από
τον βασικό διαχωρισμό. Μουσικά υπάρχουν
οι ροκ δρόμοι, όπως και οι λαϊκοί και οι
ποπ. Πολιτικά και κοινωνικά υπάρχει η
έννοια του ροκ ως αντιδραστικό στοιχείο
και συνεχώς συγκρουόμενο με κάθε τι
στάσιμο. Ιδεατό είναι αυτά τα δύο να
συνδυάζονται. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου
όντως υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα
κεφάλαια του ροκ στην Ελλάδα, με την
μεγαλύτερη παρουσία και τη μεγαλύτερη
αποδοχή. Μουσικά πλέον, μπορεί να
τραγουδάει “το παιχνίδι παίζεται ακόμα”
και στην πλατεία των θεάτρων να γίνεται
πανικός από τους «ταλιμπάν
βασιλικούς» (οι οποίοι δεν είναι καθόλου
λίγοι), αλλά πολιτικά όσο και να γκρινιάζει,
ροκ δεν είναι πια. Δικαίωμά του, επιλογή
του. Απλά με ενοχλεί όταν προσπαθεί να
με πείσει για το αντίθετο. Αν ήταν ροκ
θα είχε σταματήσει ή θα είχε κάνει στροφή
στην καριέρα του. Τίποτα από αυτό δεν
συνέβη ακόμα. Αναμένουμε. Προς το παρόν
συνεχίζει να βρίσκεται πάνω στη ράγα
μιας βασανιστικά αργής, καθοδικής
καμπύλης. Και φυσικά δεν έχει να κάνει
με την εμπορικότητά του. Είναι περισσότερο
θέμα λανθασμένης αντίληψης για τα
πράγματα, παρά άλλων εξωκαλλιτεχνικών
παραγόντων θέλω να πιστεύω. Παρόλα αυτά
ως τραγουδιστή τον βρίσκω ακμαιότατο.
Η φωνή του βρίσκεται σε άριστη κατάσταση,
ερμηνευτικά είναι από τους σημαντικότερους
ανθρώπους του χώρου και αυτό μας το
αποδεικνύει σε κάθε ζωντανή του εμφάνιση.
Όσον αφορά τη νέα αγγλόφωνη σκηνή, είμαι
από αυτούς που πιστεύουν ότι η ουσία
του Έλληνα, όπου κι αν βρίσκεται αυτή,
δεν μπορεί να εκφραστεί σε μια γλώσσα
που δεν ομιλείται. Επίσης, επειδή ο
στίχος είναι μια παράμετρος που με αφορά
άμεσα, ακόμα και στην ξένη γλώσσα, τα
αγγλόφωνα σχήματα και οι καλλιτέχνες
της εναλλακτικής αυτής σκηνής, μέχρι
στιγμής δεν θα έλεγα ότι με εντυπωσιάζουν.
Τις περισσότερες φορές οι στίχοι μου
φαίνονται αφελείς, απλώς είναι όμορφα
καμουφλαρισμένοι με καταπληκτικές
ενορχηστρώσεις και όμορφες μελωδίες.
Αναμφισβήτητα όμορφες μελωδίες. Δεν
μπορώ να πω ότι μου είναι αδιάφοροι
κάποιοι καλλιτέχνες, ειδικά για τη
μουσική και τη σκηνική τους παρουσία.
Η Μόνικα είναι μία από αυτούς. Η τάση
που διαμορφώνεται είναι ιδιαίτερα
ελπιδοφόρα και αναγνωρίζω σε αρκετούς
πολλά υψηλά στάνταρ ποιότητας,
καλλιτεχνικού αιτήματος και αγνών
κινήτρων.
Λαϊκό τραγούδι. Όλοι
μιλούν για τον Νικολόπουλο ως τον
“τελευταίο των Μοϊκανών”. Υπάρχουν
ακόμα - όχι όμως το ίδιο πια πολυγραφότατοι
- κι οι Σούκας, Μουσαφίρης, Πολυκανδριώτης
κ.ά. Κι από ερμηνευτές, πέρα από τη θρυλική
γενιά του ’70, οι Μακεδόνας, Μπάσης,
Ανδρεάτος(κ.ά.), οι οποίοι είναι κι αυτοί
πλέον 40 και κάτι. Μετά πάμε σε ονόματα(κι
εκεί έχουμε νομίζω αρκετές καλές φωνές
– ως λαρύγγια εννοώ) του λαϊκού της
πίστας, ας το πω έτσι. Θεωρείς πως υπάρχει
ή θα υπάρξει συνέχεια; Ή θα επιβεβαιωθούν
όσοι έχουν την άποψη ότι το λαϊκό έχει
κλείσει μουσικά ως είδος, δεν ανανεώνεται
πια και θα αποτελέσει σύντομα ένα
ιστορικό πλέον είδος σαν το δημοτικό
και το ρεμπέτικο;
Χ.Μ.: Η λειτουργία του
λαϊκού τραγουδιού έχει αλλάξει. Ίσως
το λαϊκό τραγούδι του μέλλοντος ως
μουσική φόρμα να απομακρυνθεί από αυτό
που ξέραμε μέχρι σήμερα. Ήδη το είδος
αυτό απαντήθηκε σε καταπληκτικές
παραλλαγές από τους τραγουδοποιούς του
‘ 90 και κυρίως από τον Σωκράτη Μάλαμα
και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Προσωπικά πιστεύω ότι μπορεί το κοινό
του λαϊκού όπως το ξέρουμε σήμερα να
μειωθεί κάπως, αλλά θα συνεχίσει την
πορεία του αντλώντας αιτίες και αφορμές
από αυτά που μας ενώνουν και που μας
καθορίζουν συλλογικά.
Νατάσσα Μποφίλιου. Το
αύριο, μάλλον το σήμερα, του ελληνικού
τραγουδιού. Προσωπικά τη θεωρώ την
κορυφαία σήμερα ερμηνεύτρια, επιπέδου(όχι
ομοιότητας) μιας Αλεξίου, αν και της
λείπουν τα λαϊκά γυρίσματα στη φωνή,
στα όσα την έχω ακούσει μέχρι σήμερα.
Νομίζω πως πλέον έκανε το μεγάλο άλμα
κι όσον αφορά την αναγνωρισιμότητά της
και τη δημοφιλία της, άρχισαν όμως –
ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο - κι οι πρώτες
αντιπάθειες! Θυμάμαι ένα σχόλιο στο
μπλογκ «Άσματα και Μιάσματα» του Αντώνη
Μποσκοΐτη : «Μην ασχολείσαι με το ξανθό
κενό»! Εσύ είσαι ενθουσιώδης με την
Μποφίλιου;
Χ.Μ.: Κάποτε ήμουν
ενθουσιώδης με τη Μποφίλιου. Τώρα πια
είμαι πεπεισμένος ότι αυτή η γυναίκα
πέρα από ταλέντο έχει τσαγανό. Από κει
και πέρα αν έχει μέλλον δεν μπορώ να το
ξέρω, αλλά εκτιμώ πως ναι. Το μέλλον έχει
να κάνει με επιλογές, δουλειά, ήθος και
προσήλωση στον στόχο. Μέχρι στιγμής μας
έχει δείξει ότι δεν της λείπει τίποτα.
Ούτε τα λαϊκά γυρίσματα θα έλεγα, την
έχω ακούσει να ερμηνεύει δωρικά και
όπως τους αξίζει, πολλά λαϊκά τραγούδια
που έχουν θέση στο πάνθεον της δημιουργίας.
Θα έλεγα ότι, προσωπικά, έχω ποντάρει
πάνω της μεγάλη ποσότητα ελπίδας.
Η Ελεονώρα Ζουγανέλη
– μια φωνή με εξαιρετικές δυνατότητες
και πανέμορφο ζεστό ηχόχρωμα – μήπως
οδηγείται δισκογραφικά στους περπατημένους
ήδη ποπ εμπορικούς δρόμους; Η Στέλλα
Βλαχογιάννη, που ήταν από τους πρώτους
που την παρουσίασαν εξώφυλλο στο
«ΔΙΦΩΝΟ», πρόσφατα τη χαρακτήρισε «ως
το τελευταίο εργοστασιακό κατασκεύασμα»!
Εσύ τι γνώμη έχεις;
Χ.Μ.: Είναι μια εκπληκτική
ερμηνεύτρια. Όποτε έχει κληθεί να πει
κομμάτια με καλλιτεχνικό βάρος, έχει
ανταποκριθεί και με το παραπάνω. Από
κει και πέρα οι επιλογές της δεν μου
ταιριάζουν αισθητικά και θεωρώ ότι
χαραμίζεται. Έτσι απλά. Και τα media που
διψούν για αναλώσιμα είδη και οι επιλογές
της συνέβαλαν στο να μην έχει το ρεπερτόριο
που της αξίζει. Μέχρι στιγμής. Ίσως ο
επόμενος δίσκος της να είναι κάτι
διαφορετικό, είναι νέα ακόμα και κάποια
πράγματα έχουν ένα σχετικό περιθώριο.
Διακρίνεις άλλες
γυναικείες, αλλά κι αντρικές, φωνές,
καθώς και δημιουργούς, που δείχνουν να
έχουν τα προσόντα να αποτελέσουν τη
διάδοχη κατάσταση των μεγάλων ονομάτων
των προηγούμενων δεκαετιών και κυρίως
του ’70 και του ’80;
Χ.Μ.: Η διαδοχή είναι
όρος - παγίδα. Δίνει την αίσθηση ότι τα
πράγματα πρέπει να ακολουθήσουν τα
βήματα που έχουν χαραχτεί μέχρι εκείνη
τη στιγμή και να μην αποκλίνουν ούτε
εκατοστό. Δεν είναι σωστό αυτό, κάθε
εποχή έχει τις δικές τις ανάγκες, τα
δικά της χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα τώρα
με την εύκολη και γρήγορη πρόσβαση στην
πληροφορία, οι καλλιτέχνες έρχονται σε
επαφή με μουσικές από την άλλη άκρη του
κόσμου και επηρεάζονται αναλόγως.
Υπάρχουν άνθρωποι να υπερασπιστούν την
αξία του καλού ελληνικού τραγουδιού
και ερμηνευτές και στιχουργοί και
συνθέτες. Ειδικά από το 2004 και μετά
άρχισε να σχηματίζεται μια σκηνή με νέα
πρόσωπα στην οποία ελπίζω πολύ. Και
είναι σημαντικό κάποιος να μπορεί να
ελπίζει στη γενιά του.
Ο ηθοποιός πεθαίνει
στο σανίδι κι ο τραγουδιστής στο πάλκο,
χωρίς φωνή, μόνο με την ψυχή. Ο δημοσιογράφος
πως πεθαίνει;
Χ.Μ.: Μακροχρόνια είμαστε
όλοι νεκροί (και αυτό δεν είναι έμπνευση
του υπουργού οικονομικών). Όση ζωή μάς
δίνεται πρέπει να κοιτάξουμε να μην τη
χαραμίσουμε ανάμεσα σε ένα ποτήρι
αλκοόλ, ένα τσιγάρο και μια βιτρίνα: ο
ψαράς θα πρέπει να πιάσει πολλά και καλά
ψάρια (μόνο με γαύρο δεν συντηρείς
οικογένεια), ο αρχιτέκτονας να φτιάξει
όμορφα και λειτουργικά σπίτια, ο
καλλιτέχνης να εκφράσει την εποχή του
και ο δημοσιογράφος να καταγράψει όλα
τα υπόλοιπα. Στο τέλος πεθαίνει κοινότυπα.
«Όνειρα είμαστε που
απέτυχαν», γράφει σ’ ένα της στίχο η
Στέλλα Βλαχογιάννη. Βλέπω ότι η ελπίδα
που γεννήθηκε στην Ελλάδα με την
μεταπολίτευση και, κυρίως, με την αλλαγή
του ’81, μεταλλάχτηκε στη σημερινή μίζερη
νεοελληνική πραγματικότητα. Απ’ έξω
λάμπουμε – ή λάμπαμε μέχρι πρόσφατα -
κι από μέσα σήψη. Ο Παναγούλης, ψυχοσωματικά
σακατεμένος, μέσα στη φυλακή της χούντας,
έγραφε, με το αίμα του, τα πιο αισιόδοξα
ποιήματα! Εμείς στην ασφάλεια, έστω του
κοινοβουλευτισμού, δηλώνουμε ότι
αποτύχαμε! Πως τα καταφέραμε έτσι;
Χ.Μ.: Η Στέλλα είναι
εκπληκτική και ουσιώδης και στους
στίχους της. Το συγκεκριμένο κομμάτι
εκφράζει την ήττα αυτής της γενιάς, της
γενιάς της. Ανήκουμε σε άλλη γενιά με
τη Στέλλα αλλά εν πολλοίς μαζί θα
πληρώσουμε τη σήψη. Νομίζω ότι αποτύχαμε
ως πολίτες γιατί προσπαθήσαμε να
αναπληρώσουμε το κενό που μας επιβλήθηκε
πριν τη μεταπολίτευση και για χρόνια
(πολιτικό, πολιτιστικό, οικονομικό,
εκφραστικό κενό) με απληστία. Σαν ένα
παιδί που κατεβαίνει μια απότομη κατηφόρα
με το καινούργιο του ποδήλατο και με
κλειστά μάτια. Φτιάξαμε εμπνευσμένα τα
πιο όμορφα άλλοθι, τα βάλαμε μπροστά,
τα ποτίσαμε με την κουλτούρα του θεαθήναι
και τώρα δεν μπορούμε ούτε το λογαριασμό
να βάλουμε σε τάξη.
Ας κλείσουμε την κουβέντα
μας ποιητικά. Γράφεις ποίηση, εξέδωσες
την πρώτη σου ποιητική συλλογή. Σε ποιους
απευθύνεται σήμερα ένα ποιητικό βιβλίο;
Ο Μίλτος Σαχτούρης, έλεγε ότι 3000 είναι
αυτοί που ενδιαφέρονται πραγματικά για
την ποίηση. Κι όμως, κοκορευόμαστε, ως
έθνος και κράτος, για τον πολιτισμό μας.
Μάλιστα τα δυο «Νόμπελ» (Σεφέρης -
Ελύτης), αλλά – για να μην τα ξεχνάμε -
και τα δυο «Λένιν» (Βάρναλης - Ρίτσος)
τα πήραν ποιητές! Από την άλλη όμως, στον
Μίλτο Σαχτούρη, το ελληνικό κράτος,
έδωσε τιμητική σύνταξη 600 ευρώ το μήνα!
Ενώ στον προπονητή Ότο Ρεχάγκελ - μετά
την κατάκτηση του πανευρωπαϊκού
ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος από την
εθνική ομάδα μας το 2004 – του δόθηκε το
ποσό των 800.000 (!) ευρώ για την ανανέωση
του συμβολαίου του για έναν μόνο χρόνο!
Τελικά, είμαστε η Ελλάδα της ποίησης ή
της μπάλας;
Χ.Μ.: Ένα ποιητικό βιβλίο
σαν κι αυτό απευθύνεται σε όποιον έχει
μεράκι να ξεκλειδώνει νοήματα και να
εντοπίζει τον εαυτό του ανάμεσα στις
γραμμές ενός κειμένου. Σε όποιον αναζητά
τι κοινά έχει με τους υπόλοιπους της
γενιάς του. Ως έθνος κοκορευόμαστε για
κάθε τι παρελθοντικό που κάποτε μας
έφερε στο προσκήνιο (ακόμα και για τη
γιουροβίζιον), αλλά στ' αλήθεια τι κοινό
έχει η Ελλάδα των παραπάνω ποιητών με
τη σημερινή Ελλάδα; Το κονδύλι προς
τον Ρεχάγκελ χρεώνεται στον λογαριασμό
των επενδυτικών δραστηριοτήτων και των
εμπορικών συναλλαγών και τα 600 ευρώ του
Σαχτούρη στον λογαριασμό του πολιτισμού
και των γραμμάτων. Είναι δύο διαφορετικές
ενέργειες και αποσκοπούν σε διαφορετικά
πράγματα. Το ότι ο Ρεχάγκελ πήρε ένα
τέτοιο ποσό, έχει να κάνει με τα έσοδα
που αναμενόταν να φέρει πίσω μέσα
από τα γήπεδα και εκτιμώ ότι έφερε πολλά
περισσότερα. Ας μην ξεχνάμε ότι με την
πρωτιά στο Euro του 2004 η Ελλάδα έγινε
υπολογίσιμη δύναμη στα παγκόσμια γήπεδα
και άρχισε ο κόσμος να γεμίζει τα στάδια.
Από την άλλη ο Σαχτούρης αποτέλεσε ένα
τεράστιο κεφάλαιο για τα ελληνικά
γράμματα και όπως οι περισσότεροι όμοιοί
του πέθανε φτωχός. Εκτιμώ ωστόσο ότι
σπουδαιότερο όλων από μέρους του
ελληνικού κράτους θα ήταν να ακολουθήσει
μια άλλη πολιτική όσον αφορά τα γράμματα,
παρόμοια με αυτή που ακολουθεί για το
ποδόσφαιρο. Να κάνει γνωστό το έργο του
ποιητή στο ευρύ κοινό και ιδιαίτερα να
μπολιάσει τη νέα γενιά με τις κατάλληλες
αρετές έτσι ώστε να υπάρξουν κίνητρα
για συνειδητή ανάγνωση. Και κάτι τέτοιο
μακροχρόνια θα ήταν σαφώς σημαντικότερο
από ένα μεγαλύτερο κονδύλι. Θα το
εκτιμούσε σίγουρα περισσότερο και ο
ίδιος ο ποιητής.
Ιούνιος 2011.