Ήταν πολύ
πρωί, της Αγίας Βαρβάρας, όταν σηκώθηκαν τα παιδιά πιο νωρίς από το
συνηθισμένο, ντύθηκαν και βγήκαν στην αυλή να μαζέψουν τα κλαδάκια που είχε
ρίξει ο αέρας το προηγούμενο βράδυ. Μικρή ήταν η αυλή, τρία δέντρα όλα κι όλα,
μια παράγκα για τουαλέτα που εξυπηρετούσε μια ντουζίνα άτομα, ένα παλιό τραπέζι
για τις στιγμές της χαράς και τον καφέ τα απογεύματα που ο καιρός ήταν καλός,
μερικές καρέκλες και λίγα ξύλα σκεπασμένα με μουσαμά για τον χειμώνα. Δεν είχε
χαράξει ακόμα και στο χώμα της αυλής δεν φαινόταν τίποτα, αλλά τα μάτια των
παιδιών, που βλέπουν πιο καθαρά και στο σκοτάδι και στις καρδιές, διέκριναν
αυτό που έψαχναν και σε λίγα λεπτά ήταν μαζεμένα γύρω από την ξυλόσομπα που
είχε ανάψει η μάνα αξημέρωτα. Μάνα ακούραστη και πάντα ένα βήμα πιο μπροστά για
να προλάβει τις επιθυμίες όλης της οικογένειας. Ήταν έθιμο να ρίχνουν τα παιδιά
τα κλαδάκια τους στη φωτιά κάθε πρωί τη μέρα αυτή, να τιτιβίζουν σαν πουλάκια
και να λένε ευχές. Υγεία, ευτυχία, χαρά, δουλειά, αγάπη ήταν τα πρώτα που
ακούγονταν. Μετά έπαιρναν τη σειρά τους τα πιο προσωπικά και μέσα σε
τιτιβίσματα άκουγες και καινούργιο φουστάνι, αυτοκινητάκι, σάκα για το σχολείο
και ήταν κι άλλα που δεν λέγονταν δυνατά για να μην τις αρπάξουν. Έβγαιναν οι
ευχές από τα στόματα και καίγονταν μαζί με τα κλαδιά και περνούσαν μαζί με τον
καπνό μέσα από τα μπουριά για να βγουν έξω και να ανυψωθούν μαζί με τις καρδιές
σε μια δέηση προς τον ουρανό. Κάθε
χρόνο, ίδια μέρα, το ίδιο έθιμο. Τα πρόσωπα άλλαζαν λίγο από χρόνο σε χρόνο αλλά και
οι ευχές που όσο μεγάλωναν τα παιδιά σοβάρευαν κι αυτές.
Η Ελπινίκη
ευχόταν υγεία πρώτα πρώτα γιατί είχε τραβήξει πολλά μέχρι να φτάσει στα δέκα
της και ήξερε πόσο πολύτιμη ήταν. Υγεία και μετά ευχόταν ευτυχία, γιατί της
άρεσε η λέξη. Ήταν και το όνομα της φιλενάδας της στο σχολείο. Μια μέρα σαν κι αυτή, λοιπόν, η Ελπινίκη ένιωσε ότι η ευχή που είχε κάνει
δεν θα γινόταν εύκολα πραγματικότητα.
Της γλίστρησε το ξύλο από το χέρι και έπεσε κάτω αντί να μπει στη σόμπα και να
καεί για να πιάσει η ευχή. Δαγκώθηκε και το ξαναέριξε μέσα, αλλά πέρασε τη μέρα
με αυτό το άσχημο προαίσθημα. Είχε συμβεί και στους άλλους αλλά δεν είχε δώσει
σημασία τότε. Αυτή τη φορά όμως φοβήθηκε. Και λένε ότι καμιά φορά αυτό που
φοβόμαστε αυτό παθαίνουμε. Σαν παιδί όμως το ξέχασε γρήγορα και το ξαναθυμήθηκε
πολλά χρόνια μετά καθώς αναρωτιόταν αν ο δρόμος ο γραμμένος της ήταν ορατός από
πριν κι αν τελικά επιλέγουμε να μην βλέπουμε αυτά που θα μας συμβούν ..................