ΤΟ «ΓΛΩΣΣΙΚΟ» ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ
ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ
* Η «ανωτερότητα» της ελληνιστικής κοινής στην εκφραστικότητα των νοημάτων και η αναγκαιότητα της δημοτικής για την απόδοση και κατανόησή τους στο σήμερα
Του Χάρη Ανδρεόπουλου *
Το περασμένο Σάββατο ο εκλεκτός συνάδελφος, φιλόλογος καθηγητής κ. Κώστας Γιαννούλας, σε άρθρο του στην «Ε» (2/7/2011, σελ. 8) πραγματεύθηκε το θέμα της γλώσσας του Ευαγγελίου εκφράζοντας τον προβληματισμό του για την μετάφραση (= απόδοση του κειμένου της ελληνιστικής κοινής στη δημοτική) του Ευαγγελίου και, εν τέλει, την αντίθεσή του στο να τελείται η θεία λειτουργία στη δημοτική γλώσσα. Δεν διαφωνώ με τις επισημάνσεις του κ. Γιανούλα για την ιδιαίτερη αξία της αρχαίας (ελληνιστικής) γλώσσας της Εκκλησίας μας. Θα προσέθετα μάλιστα χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό ότι η δημοτική σαφώς και υστερεί σε εκφραστικές δυνατότητες σε σχέση με τον αρχαίο λόγο, αδυνατώντας επίσης (σε σχέση με τη ελληνιστική κοινή) να αποδώσει με την ίδια νοηματική πυκνότητα τις μετοχές και τα απαρέμφατα, όπως και τις λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις των εμπρόσθετων προσδιορισμών στο περιεχόμενο του Ευαγγελίου, αλλά… Αλλά η αλήθεια είναι ότι σήμερα υπάρχει πρόβλημα, πρόβλημα κατανόησης της ελληνιστικής κοινής στην οποία είναι γραμμένο το Ευαγγέλιο.
ΤΟ «ΓΛΩΣΣΙΚΟ» ΖΗΤΗΜΑ
Προσφάτως το «γλωσσικό» ανακινήθηκε εξ αφορμής της κλήσεως του σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πρεβέζης κ. Μελετίου (Καλαμαρά) προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο για το γεγονός ότι στην εκκλησιαστική περιφέρειά του η θεία λειτουργία τελείται (και) στη δημοτική γλώσσα. Η ΔΙΣ αφού άκουσε τον σεβασμιώτατο, απορρίπτοντας τους ουσιαστικούς λόγους που φέρεται να επικαλέσθηκε ο κ. Μελέτιος (ότι η απόδοση στη δημοτική γίνεται διότι πολλοί και κυρίως οι νέοι δεν κατανοούν τη λόγια λειτουργική γλώσσα), επέμεινε ότι «πρέπει να διατηρηθεί το γλωσσικό ιδίωμα του παραδεδομένου τρόπου τελέσεως της θείας λειτουργίας και των ιερών μυστηρίων» και αφού κάλεσε όσους αρχιερείς επιθυμούν να τελούν λειτουργίες στη δημοτική να ζητούν άδεια της Ιεράς Συνόδου, παρέπεμψε το θέμα για περαιτέρω επεξεργασία στις αρμόδιες.συνοδικές επιτροπές. Τυπικά, θεωρούμε ότι η Ιερά Σύνοδος έχει δίκιο: ναι, επειδή πρέπει στην Εκκλησία μας τα πάντα να γίνονται «ευσχημόνως και κατά τάξιν» (Α, Κορ. 14, 40), όφειλαν να οφείλουν οι αρχιερείς να ζητούν τη συνοδική άδεια για να τελέσουν θεία λειτουργία στη δημοτική γλώσσα. Επί της ουσίας, του ζητήματος, όμως; Υπάρχει, ναι ή όχι πρόβλημα κατανόησης της ελληνιστικής γλώσσας στην οποία είναι γραμμένα στα εκκλησιαστικά κείμενα; Νομίζουμε, ναι, υπάρχει πρόβλημα. Αναγνωρίζουμε και παραδεχόμαστε ότι μια μετάφραση ποτέ δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθεί στο ίδιο επίπεδο με το κείμενο που αποδίδει, ωστόσο στις μέρες μας – μέρες γλωσσικής πενίας - είναι απαραίτητη.
Καλά θα ήταν να είχαν όλοι σήμερα την απαραίτητη παιδεία ώστε να καταλαβαίνουν τα κείμενα που γράφτηκαν πριν από 20 αιώνες και αποτελούν, πράγματι, πολύτιμο θησαυρό και κληρονομιά μας, όχι μόνο ως κείμενα φιλολογικά, αλλά και ως μηνύματα υπαρξιακά, που αφορούν στη ζωή και το θάνατο, τη σωτηρία του ανθρώπου. Δυστυχώς, όμως, η πραγματικότητα – για όποιον θέλει να τη δει κατάματα και δεν συγχέει το ιδεατό με το πραγματικό – είναι τελείως διαφορετική.
ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ - ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ
Όπως επισημαίνει σχετικώς ο καινοδιαθηκολόγος καθηγητής του ΑΠΘ κ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος περισσότερες από το 50% των λέξεων της Καινής Διαθήκης υπάρχουν και στο σημερινό λεξιλόγιο, αλλά είναι εξ ίσου αλήθεια ότι πολλές λέξεις της Κ.Δ. διατηρούνται ως έχουν στη νεοελληνική με διαφορετικό, όμως, νόημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λέξη «χρηματίζομαι» που σήμερα σημαίνει παίρνω χρήματα, δωροδοκούμαι, ενώ στη Κ.Δ. έχει την έννοια παίρνω μήνυμα, ειδοποιούμαι (με όνειρο ή με άλλο τρόπο), όπως για παράδειγμα στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 2,12 και 2,22.. Για την επικρατούσα σε μεγάλη μερίδα των πιστών σύγχυση στην ερμηνεία του Ευαγγελίου, ενδεικτικό είναι και το παράδειγμα παρανόησης περί των «πτωχών τω πνεύματι». Αν και όλες οι λέξεις του μακαρισμού στο Ματθ. 5,3 «Μακάριοι οι πτωχοί των πνεύματι» είναι γνωστές και κατανοητές από το σημερινό Ελληνα, εν τούτοις το σύνολο της φράσης δίνει αφορμή για παρανοήσεις. Διότι η έκφραση «πτωχός τω πνεύματι» στη καθομιλουμένη λαϊκή γλώσσα σημαίνει – ή μάλλον κατέληξε να σημαίνει – ένα άνθρωπο αδύνατο στο πνεύμα, ολιγόμυαλο, σχεδόν «κουτό». Πρέπει, λοιπόν, η μετάφραση να αποδίδει το αληθινό νόημα της φράσης του Ιησού και αυτή είναι η εξής: «Μακάριοι όσοι νιώθουν τον εαυτό τους φτωχό μπροστά στο Θεό, δηλαδή ταπεινοί», ώστε να καταλάβει έτσι ο αναγνώστης για ποια φτώχεια γίνεται λόγος στον μακαρισμό.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ίδρυση και η εξάπλωση της Εκκλησίας στην οικουμένη στηρίχθηκε ακριβώς στη μετάφραση του Ευαγγελίου στη καθομιλουμένη γλώσσα του κάθε λαού και στη λατρευτική χρήση αυτής της μετάφρασης. Υπενθυμίζουμε ότι τον 9ο αιώνα οι Αγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος με αφετηρία τη αρχή ότι κάθε λαός έχει το δικαίωμα να λατρεύει το Θεό στη μητρική του γλώσσα συγκρότησαν γραπτή σλαβική γλώσσα, μετέφρασαν τα λειτουργικά βιβλία στη γλώσσα αυτή, καθιέρωσαν τη σλαβική ως λειτουργική γλώσσα, με τη σύμφωνη γνώμη του βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ και την ευχή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και του τότε Πατριάρχη Φωτίου, ονομασθέντες ως οι «φωτιστές των Σλάβων».
Αν με βάση την οικουμενική αποστολή η Εκκλησία οφείλει να εκτελεί την επιταγή του αναστάντος Χριστού «πορευθέντες μαθητεύσατε…» (Ματθ. 28, 19), να στοχεύει δηλαδή στο να ομολογήσει ο κόσμος τον Τριαδικό Θεό, τότε ασφαλώς και δεν μπορεί να αγνοήσει τον προβληματισμό του κορυφαίου διδασκάλου των Εθνών Αποστόλου Παύλου, ο οποίος στην Προς Ρωμαίους Επιστολή του έγραφε: «πως ουν επικαλέσονται εις ον ουκ επίστευσαν; πως δε πιστεύσουσιν ου ουκ ήκουσαν; πως δε ακούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος;» (Ρωμ. 10, 14) . Ούτε, φυσικά, μπορεί ν’ αγνοηθεί η εντολή του Αποστόλου των Εθνών προς τους Κορινθίους (Α’ Κορ., 14) ότι ο λόγος που εκφράζει η Εκκλησία προς το πλήρωμά της θα πρέπει να είναι κατανοητός, έτσι ώστε αυτή η κατανόηση να οδηγήσει στην εσχατολογική ανακάλυψη του βιβλικού χαρακτήρα και του νοήματος των Γραφών, βοηθώντας έτσι στη καθολική μετοχή των πιστών στη θεία, λογική και εν Πνεύματι λατρεία, στη κοινωνία με το Τριαδικό Θεό.
ΠΡΟΕΧΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ, ΟΧΙ Η ΓΛΩΣΣΑ
Ο αείμνηστος καθηγητής της Θεολογικής του ΑΠΘ και μέγας λειτουργιολόγος Ι. Φουντούλης από το 1986 είχε προτείνει την παράλληλη ανάγνωση των περικοπών προ ή αντί του κηρύγματος και από μια δόκιμη νεοελληνική μετάφραση γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό: για να καταλαβαίνουν και κατανοούν οι πιστοί τη θεία λειτουργία. Δεκοκτώ χρόνια μετά (το 2004) η απόπειρα που επεχείρησε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έμεινε στη μέση. Τώρα που το θέμα επανέρχεται στην επικαιρότητα ας μη αφήσουμε την ευκαιρία για μια νηφάλια συζήτηση, από την οποία θα μπορούσε να προκύψει μια «μέση λύση», δηλ. η τέλεση της θείας λειτουργίας με βάση το πρωτότυπο κείμενο και η ανάγνωση των περικοπών του Ευαγγελίου και του Αποστόλου τόσο από το αρχαίο, όσο και από μεταφρασμένο κείμενο, όπως επεχείρησε να το καθιερώσει ο μακαριστός Χριστόδουλος επιδιώκοντας μέσω της χρήσης της δημοτικής να καταστήσει το μήνυμα του Ευαγγελίου πιο οικείο στη κοινωνία και ειδικά στους νέους. Και χαιρόμαστε ιδιαίτερα που αυτή η πρόταση της «μέσης λύσης» βρίσκει σύμφωνο και τον κ. Γιαννούλα.
Το προείπαμε και το παραδεχόμαστε – η γλώσσα του αρχαίου κειμένου (η ελληνιστική κοινή) μπορεί να αποδώσει καλύτερα το νόημα των Γραφών και εν γένει των εκκλησιαστικών κειμένων απ’ ότι η δημοτική. Ετσι όπως είναι σήμερα όμως τα πράγματα η δημοτική είναι απαραίτητη έτσι ώστε να βοηθηθεί ο αναγνώστης ή ο ακροατής να φθάσει στο υψηλό επίπεδο για να κατανοήσει τη πνευματική ουσία και να αντιληφθεί το θεολογικό μήνυμα που περικλείει το πρωτότυπο κείμενο. Και, βεβαίως, σε καμμιά, περίπτωση δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το κείμενο όταν μεταφράζεται χάνει τον ιερό χαρακτήρα του – γιατί πιστεύουμε ότι η η ιερότητα δεν βρίσκεται στη γλώσσα, αλλά στο περιεχόμενο, στο υπαρξιακό μήνυμα που μεταδίδει το αγιογραφικό και λειτουργικό κείμενο.
Θέλουμε να ελπίζουμε ότι σύντομα θα ωριμάσουν οι συνθήκες για έναν καλόπιστο διάλογο ανάμεσα στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας μας και τις Θεολογικές Σχολές των πανεπιστημίων της χώρας μας, έτσι ώστε, όπως προσφυώς έγραψε πρόσφατα ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος (προλογίζοντας το «Προφητολόγιον», εκδ. Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, σελ. ΙΧ), «σε μια εποχή που φαίνεται να ανταποκρίνεται πλήρως στη δυσοίωνη περιγραφή του προφήτη Αμώς, μια εποχή που χαρακτηρίζεται από μια ιδιόφορφη πείνα, «όχι πείνα για ψωμί, ούτε δίψα για νερό, αλλά πείνα για ν’ ακούσουν οι άνθρωποι τον λόγο του Κυρίου» (Αμ. 8, 11), να δρομολογηθεί μια λύση που θα συμβάλλει κατά τον καλύτερο τρόπο στον καταρτισμό και τη διακονία των πιστών (Εφ. 4, 10) ώστε να γευθούν τον Αρτο που κατέβηκε από τον ουρανό και χαρίζει ζωή» (Ιωαν. 6, 51).