ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 150- Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, «Πνευματική χειραγωγία», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ
Ένα ακόμη βιβλίο
με κατηχήσεις του μακαριστού προηγουμένου της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας του
Αγίου Όρους αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου εκδόθηκε από τις εκδόσεις
ΙΝΔΙΚΤΟΣ. Πρόκειται για την «Πνευματική χειραγωγία», απαντήσεις του γέροντος
Αιμιλιανού σε επιστολές των μοναστριών της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της
Θεοτόκου Ορμυλίας, που εκφωνήθηκαν με την μορφή κατηχήσεων προς τις μοναχές,
μόνο που η ανάγνωσή της ωφελεί τον κάθε πιστό που ενδιαφέρεται για την
πνευματική του πορεία.
Ο γέροντας μάς
δείχνει τι σημαίνει στην πραγματικότητα η πνευματική ζωή. Δεν έχει ανάγκη ο
Θεός ούτε από την προσευχή, ούτε από τις αρετές , ούτε από τον κόπο μας. Εμείς
έχουμε ανάγκη να ζήσουμε τη σκληρότητα και τον μόχθο της ζωής, για να έρθει
καρποφορία στην καρδιά μας, καθώς ταπεινωνόμαστε και μπορούμε να συνάψουμε τις καρδιές μας με τον
ουρανό. Όχι μόνο το μοναστήρι, αλλά και η ενορία, όπως και κάθε σπίτι καλείται
να έχει ως κριτήριο της πορείας του τη σχέση με τον Θεό. Στο μοναστήρι βεβαίως
υπάρχει η αληθινή ελευθερία, η αληθινή κοινωνία. «Στον κόσμο είναι η μοναξιά
και η ερημιά της πολυκατοικίας και της ασφάλτου, της λήθης, της αμαρτίας και
της ματαιότητας. Ο κόσμος δεν σε αφήνει να νοιώσεις την ενότητά σου με τον
άλλον. Ο σύζυγος δεν νοιώθει την ενότητα με την σύζυγό του. Το παιδάκι ζητάει
ανεξαρτησία. Η γυναίκα γυρεύει την ελευθερία της. Κανείς δεν σκέπτεται με το
πρίσμα της ενότητος. Η πολιτεία διχάζει τους ανθρώπους δημιουργώντας κόμματα,
όπως κάνει κάποιες φορές και η Εκκλησία με τις διάφορες χριστιανικές
παραφυάδες... Πραγματικά, τι κάνομε στο μοναστήρι και δεν δίνει αγιασμό;
Αντίθετα, τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος στον κόσμο και να κερδίσει αγιασμό;
Είναι τέτοια η ρουτίνα της ζωής και ο ρους των πραγμάτων, η βιασύνη, οι
μέριμνες και η δουλειά, ώστε δεν προλαβαίνει ο άνθρωπος να δει τον δικό του
άνθρωπο. δεν προλαβαίνει η μητέρα να χαϊδέψει λίγο το παιδάκι της. Δεν
προλαβαίνει κανείς να δει ποιος περνάει δίπλα του. Δεν ξέρεις ποιος πέθανε στην
πλαϊνή πόρτα. Φεύγει ο σύζυγος της γειτόνισσας και δεν το ξέρει κανένας. Μέσα
στο μοναστήρι όμως τα πάντα οδηγούν στον αγιασμό. Ό,τι έκανε ο Θεός το έκανε
για τον αγιασμό. Όλος ο κόσμος, όπως λέγει η Αγία Γραφή, είναι άριστος λίαν. Ο Θεός
εποίησε τα πάντα καλά λίαν. Η αμαρτία όμως και η διάσπασις του κόσμου και η
τεχνητή ζωή, την οποία δημιουργεί ο άνθρωπος εν τω κόσμω, κάνουν τον άνθρωπο εν
τέλει να μην μπορεί να ενεργείται από τον Θεόν. Αλλά στο μοναστήρι και μία
σκόνη ακόμη δίνει αγιασμόν. Μπορεί κανείς να πάρει αφορμή από αυτήν και να
φιλοσοφήσει, να ακουμπήσει επάνω της και να αγιασθεί» (σσ. 23-25).
Αυτό δεν σημαίνει
για τον κατά κόσμον αναγνώστη περιφρόνηση στη ζωή των πολλών. Είναι όμως μια
συγκλονιστική υπενθύμιση ότι ο τελικός σκοπός της ζωής μας είναι να
αγιαζόμαστε. Να βρίσκουμε τον Θεό της αγάπης σε κάθε έργο μας. Να προσπαθούμε να κρατηθούμε ελεύθεροι από τα
πάθη που μας κάνουν να θεοποιούμε τις επιθυμίες μας. Να νιώθουμε την
αμαρτωλότητά μας και να σιχαινόμαστε την αμαρτία μας. Να παίρνουμε την απόφαση
να μην την διαπράττουμε ακόμη κι αν δεν την αντιλαμβάνονται οι άλλοι. Να
νιώθουμε ότι η αμαρτία μας είναι βδέλυγμα για τον Κύριο. «Έχομε μετανοήσει αληθινά, όταν δεν
ασχολούμαστε με την ζωή των άλλων, ούτε ρίχνομε ευθύνη στους άλλους. Εμείς
έχομε την ειρήνη μας, την γαλήνη μας, την εσωτερική αίσθησι ότι μας
παρακολουθεί ο Θεός και ποτέ δεν κατηγορούμε άνθρωπο, ούτε τον επιπλήττομε ούτε
μπαίνομε στη ζωή του. Κοιτάζομε μόνον την δική μας αμαρτία» (σ.85). Και να
υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας τον λόγο της Αγίας Γραφής: «Στο χέρι σού δίνω την
ζωή και τον θάνατο» (Δευτερονόμιον, 30,15). «Στο χέρι σού δίνω να
διαλέξεις τον Θεόν ή τον κόσμο. Δηλαδή στο χέρι σου είναι να διαλέξεις την
αγιότητα ή την αμαρτία. Διαλέγει ο κάθε άνθρωπος και ο Θεός επιλέγει, εκλέγει
εκείνους που τον εκλέγουν. Ουδέποτε παραβαίνει την ανθρώπινη ελευθερία» (σ.
169).
Με αυτή τη στάση
ζωής στην καρδιά μας ο μοναχός και ο κάθε πιστός βλέπει τις σχέσεις του με τους
άλλους σε μια νέα προοπτική. «Συνήθως τα προβλήματα είναι απόρροια του εγώ.
Προβλήματα έχει ο άνθρωπος που έχει ζωντανό το εγώ του, που δεν το έχει
υποτάξει ελεύθερα στα χέρια του Θεού, ο οποίος αναπαύει τις ψυχές και τις
καρδιές των ανθρώπων. Κάθε πρόβλημα απορρέει από μια ανάδυση του εγώ. Αυτό δεν
είναι φυσιολογικό, διότι ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό, ανήκει στην κοινωνία,
στην καθολικότητα. Ο άνθρωπος νιώθει ήρεμος, χαρούμενος, ειρηνικός, όταν αισθάνεται
ότι η ζωή του είναι συνηρμοσμένη με την ζωή όλων των ανθρώπων. Όταν ξεμοναχιάζεται,
τότε βογγάει. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος να είναι κοινωνός. Όταν ξαφνικά δείτε
ένα χέρι πεταμένο στον δρόμο, θα νοιώσετε αποτροπιασμό, αποστροφή. Το ίδιο
νοιώθει και η ψυχή, όταν βλέπει τον εαυτό της ριγμένο κάπου και απομονωμένο από
την ανθρώπινη φύση, την οποία εκάλεσε και ανέλαβε ο Χριστός. Ο άνθρωπος λοιπόν
είναι κοινωνικός. Ζει ενωμένος ή, καλύτερα, ενοποιημένος όχι κατά τους νόμους
της φυσικής, αλλά κατά τον τρόπο που συνέλαβε η Εκκλησία μας. Σύμφωνα με την
διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ένωσις σημαίνει απλούστευσις της ζωής, να γίνομαι
ένα με όλη την οικουμένη, την κτιστή και την άκτιστη, και μάλιστα με τον Θεόν.
Όταν κάποιος δεν έχει συνειδητοποιήσει αυτήν την ταυτότητά του, την οποία
δημιουργεί η άκτιστος ενέργεια του Θεού πέφτοντας επάνω του και αγκαλιάζοντάς
τον, όταν δεν αισθάνεται ενότητα μεθ’ όλης της κτίσεως, και μάλιστα μετά του
ιδίου του τριαδικού Θεού, που είναι η πληρέστερη και αρχέτυπος ένωσις και
απλότης της ζωής, αυτός ο άνθρωπος τρικυμίζεται στην ζωή του και βογγάει. Το
βογγητό του το μαρτυρεί το βλέμμα του, η καρδιά του, οι χειρονομίες του, ο
πόνος του, τα προβλήματά του. Όταν σου ανοίγει την καρδιά του, θέλεις να
σκύψεις επάνω του, για να τον λυτρώσεις, αλλά προσκόπτεις σε κάτι: είναι ένα
χεράκι πεταμένο σε μια γωνιά. Πού να πας να βρεις το υπόλοιπο σώμα, από το
οποίο ξεκόπηκε; πρέπει ο ίδιος να νοιώσει ότι είναι μέλος του ενός και κοινού
σώματος της Εκκλησίας. Από την απομόνωσί μας από τον Χριστόν απορρέουν όλα τα
προβλήματα. Ένα δέ από τα σημαντικότερα προβλήματα του απομονωμένου ανθρώπου
είναι η κατάθλιψις και τα αλλεπάλληλα ερωτηματικά. Σε αυτά βεβαίως δεν υπάρχει
καμία απάντησις, διότι η απάντησις βρίσκεται στην κοινωνία με τους άλλους.
Μόλις αυτός ο άνθρωπος ενοποιηθεί, τότε βλέπει ότι δεν δόθηκε απάντησις, αλλά
εξαφανίσθηκε το ερώτημα. και διερωτάται: όνειρο έβλεπα μέχρι τώρα;»» (σ.
185-186).
Έτσι, τόσο ο
μοναχός όσο και ο κάθε άνθρωπος καλείται να δει τη ζωή στο πρίσμα του «διακονήματος»,
της εργασίας για την επιβίωση, αλλά και της προσφοράς στους άλλους. «Ποιο
όμως είναι το μέτρο και το όριο της διακονίας ενός ανθρώπου; Ποιο είναι το όριο
που πρέπει να έχει η δουλειά μου, ώστε να αγαπώμαι και να αγαπώ, τουτέστι να
έχω την αίσθησι της κοινωνίας; Το όριο της εργασίας είναι ο θάνατος. δεν
υπάρχει άλλο όριο προ αυτού. Μπορώ να δουλεύω μέχρι να πεθάνω. Το ποσόν και ο
χρόνος της δουλειάς είναι ο θάνατος. Έως θανάτου αγάπησε τον άνθρωπο ο Χριστός.
Αντήλλαξε τον εαυτό του με τον δικό μας θάνατο, για να μας εξαγοράσει από την
άβυσσο των αμαρτιών μας και να μας αναγάγει στην ζωή. Αυτό μπορούμε να κάνουμε
κι εμείς, αν θέλουμε. Έως θανάτου ειργάσθη Εκείνος για την σωτηρία μας, έως
θανάτου να εργαζόμαστε και εμείς, όπως ακριβώς και έως θανάτου πολεμάμε την
αμαρτία. Αλλά ο θάνατός μου, όταν εργάζομαι ως άνθρωπος του Θεού, είναι η
ανάστασίς μου. Το διακόνημα λοιπόν είναι μόχθος και κόπος. Δεύτερον, είναι
διακονία, δηλαδή κοινωνία, δόσιμο του εαυτού μου υπέρ του άλλου. τρίτον, το διακόνημα
για να είναι αληθινό, πρέπει να είναι το θέλημα του Θεού, το αποτύπωμα της εντολής
του Θεού... Η εργασία λοιπόν δεν διακονεί μόνον τον συνάνθρωπό μου, αλλά
παριστά και τον εαυτό μου τω Κυρίω» (σσ.212-213).
Τέλος, ο γέροντας
επισημαίνει ότι αληθινά ευτυχισμένος άνθρωπος δεν είναι αυτός που τον αγαπούνε,
«διότι ποιος είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί από την αγάπη των άλλων; Δεν
χορταίνει το εγώ» (σ.272). «Μόνον όποιος είναι έτοιμος να δέχεται
αντίθεσι ή πυρά από τους άλλους , είναι άνθρωπος με γνώσι της κοινωνικής ζωής
και μπορεί να επιβιώσει. Ο ήρωας που μπορεί να ζει μόνος του, όπως τα πεύκα και
τα έλατα και οι δρυς επάνω στα όρη ή τουλάχιστον σαν τις καλαμιές μέσα στον
κάμπο, που μπορεί να ζει μόνος του υψιπέτης ή έστω και γέρνοντας το κεφάλι από
τον πόνο, την αγωνία και τον προβληματισμό, αλλά υψώνοντας το πάλι, γιατί ξέρει
πως υπάρχει Θεός, μόνον αυτός είναι δυνατόν να είναι ευτυχισμένος» (σ. 273).
Και θα
συμπληρώσει, δείχνοντας πόσο βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχής είναι: « Γνωρίζομε ότι η αγάπη είναι
κοινωνία μεθ’ ενός προσώπου. Αλλά εγώ που αγαπώ τον άλλον και θέλω να μπω στη
ζωή του, έρχομαι σε σύγκρουσι με το βαθύτερο είναι του, διότι ο άλλος, όσο και
αν με αγαπά, θέλει και αυτός να επιβιώσει σαν προσωπικότητα. Όσο θα βλέπει ότι
εκδαπανάται και απορροφιέται από εμένα, μία ημέρα θα μου πει: Εσύ είσαι που
καθιστάς την ζωή μου αβίωτη, εσύ φταις που έχω τα προβλήματα, εσύ μου καταργεί
την ύπαρξι. Ως εκ τούτου, μια μέρα θα μου επιτεθεί και θα με μισήσει...Βλέποντας
λοιπόν ότι η προσωπικότητά του μειώνεται ή αφομοιώνεται από τον άλλον, μία
ημέρα, αργά ή γρήγορα, θα επαναστατήσει. Ξέρομε ότι η αγάπη μας υποχρεώνει.
Όταν αγαπώ κάποιον, τον υποχρεώνω. Αλλά και εγώ όταν αγαπώμαι, υποχρεώνομαι
στον άλλον. Επομένως, μία σχέσις αγάπης, αναγνωρίσεως και καταφάσεως της υπάρξεώς
μου υπό του άλλου, ναι μεν είναι ψυχολογική ανάγκη, αλλά δημιουργεί μία σειρά
υποχρεώσεων, που γίνονται ένα βάρος δυσβάστακτο. Είτε κοιμάμαι είτε ξυπνάω,
νοιώθω μια υποχρέωσι, διότι δεν ξέρω τι θα μου ζητήσει ο άλλος. Βλέπεις τον
άλλον, που σε αγαπάει, πριν του ζητήσεις κάτι, από το βλέμμα σου καταλαβαίνει
τι θέλεις. Μόλις όμως του συμβεί μια αρρώστια ή ένας θάνατος ενός δικού του
προσώπου, μία απογοήτευσις στην πνευματική του ζωή ή στις κοινωνικές του
επιδιώξεις, ένα πλήγωμα του εγώ του ή οτιδήποτε άλλο, τον βλέπεις και αλλάζει.
Τι είναι ο άνθρωπος! Ούτε ένα φυλλαράκι δένδρου που κουνιέται δεν είναι τόσο
ασταθές, όσο είναι η ανθρώπινη ψυχή, και μάλιστα η γυναικεία καρδιά. Η
γυναικεία καρδιά είναι το πιο ασταθές και ρευστό πράγμα που υπάρχει στον κόσμο,
αλλά και το πιο επικίνδυνο μία ημέρα να σε βουτήξει και να σε πνίξει με το
αγκάλιασμά της. Η αγάπη λοιπόν είναι ένα φορτίο δυσβάστακτο. Μα η αγάπη φταίει;
δεν φταίει η αγάπη. Φταίει η θεοποίησις του ανθρώπου. Διότι αυτή η αγάπη δεν
είναι η αγάπη που δημιουργεί η θεανθρώπινη ύπαρξίς μας, η κοινωνία μας με το
σώμα του Χριστού, αλλά είναι μία τρόπον τινά συζυγία, μία συμφωνία που κάνομε,
για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Είναι τόσο χαμηλή! δεν απορρέει από την
πνευματική μας, την νοερά ύπαρξι, αλλά από την θνητή μας φύσι και τα θνητά μας
θελήματα, γι’ αυτό και αυτή είναι θνητή. Μόνον ο σταυρός του Χριστού είναι η
πραγματική αγάπη. Ο Χριστός είναι η αποκεκαλυμμένη αγάπη, είναι αθάνατος. Όντας
εν ουρανοίς, εν τοις πατρικοίς κόλποις, και ταυτοχρόνως εν τη γη και εν ταις
καρδίαις μας, δεν μπορεί να δεχθεί τροπής αποσκίασμα, ήτοι καμιά κίνησι
αλλαγής. Ως εκ τούτου, μόνον ο σταυρός του Χριστού είναι κάτι το δυνατό και
αιώνιο στην ζωή μας και το μόνο για το οποίο μπορούμε να καυχηθούμε» (σσ.273-275).
Αυτά τα σπουδαία
μηνύματα μας οδηγούν στο να φιλοσοφήσουμε τη ζωή και τις σχέσεις μας, όχι για
να αποκαρδιωθούμε, αλλά για να βάλουμε τον Χριστό στη ζωή μας. Για να είναι η
αγάπη όχι αυτή που πνίγει, αλλά αυτή που ελευθερώνει. Αν θέλουμε να αφήσουμε
κατά μέρος το εγώ μας και να δούμε την πορεία της ζωής μας στην προοπτική του
άλλου, ο Χριστός θα μας σηκώσει στις πτώσεις μας και στις δυσκολίες μας. Και η
αγάπη θα κρατήσει.
Ας έχουμε όλοι την ευχή του αειμνήστου γέροντος Αιμιλιανού. Ο λόγος του είναι αυθεντικό βίωμα εμπειρίας που παρηγορεί, γιατί είναι εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν!
π.
Θεμιστοκλής Μουρτζανός
3 Δεκεμβρίου
2024