Ξάπλωσε στο χορτάρι της πλαγιάς και κοίταξε ανάποδα την πόλη. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του αλλάζοντας την όρασή του, δίνοντας στα κτήρια μορφή μαγειρικών σκευών, φτιαγμένα από υδράργυρο. Ψήλωναν και λικνιζόντουσαν κάτω από τον ζεστό. "Άραγε να μικραίνουν με τον κρύο; Περίεργη η πόλη κι ο υδράργυρος δηλητηριώδης. Γι' αυτό δε βλέπεις ανοιχτά παράθυρα κι ανθρώπους στα μπαλκόνια. Φοβούνται να αγγίξουν τους τοίχους της ζωής τους."
Ανασηκώθηκε γυρίζοντας προς τη λίμνη. "Αυτή δε φοβάται τίποτα, δε σταματάει να χορεύει... τουλάχιστον μέχρι να ξεραθεί."
"Τι κάνεις, μικρέ; Κοιτάς την επιφάνεια να βρεις το ουσιαστικό;"
"Το βρήκα το ουσιαστικό."
"Και;"
"Ψάχνω το επίθετο."
Ανασηκώθηκε γυρίζοντας προς τη λίμνη. "Αυτή δε φοβάται τίποτα, δε σταματάει να χορεύει... τουλάχιστον μέχρι να ξεραθεί."
"Τι κάνεις, μικρέ; Κοιτάς την επιφάνεια να βρεις το ουσιαστικό;"
"Το βρήκα το ουσιαστικό."
"Και;"
"Ψάχνω το επίθετο."