Στάθηκε
απέναντί του και τον κοίταξε σιωπηλή…
Με τα ξανθά της μαλλιά ανάκατα… χέρια λερωμένα με μπογιές…
δάχτυλα
που κάποτε σύρθηκαν αχνοπατώντας το δέρμα του νεκρά...
το
κουρασμένο και θολό απο τα δάκρυα βλέμμα της που κάποτε έφεγγε σα το φως του ήλιου…
κι
όμως κάπου εκεί μέσα αχνοφέγγιζε η παλιά της ύπαρξη…
εκείνη
με τα όνειρα και τον έρωτα αγκαλιά…
Επειτα
στράφηκε στον τοίχο δίπλα της…
Λευκός
κι άδειος φώναζε την απόλυτη σιωπή του τίποτα…
Κι
εκείνο το λευκό λιτό χρώμα της αθωότητας… που είχε από καιρό χαθεί σε σκέψεις σκοτεινές...
Κάπου
εκεί χάνεται και το βλέμμα της ανταμώνει τη θάλασσα….
Πίσω
από το απόλυτο λευκό εκείνη βλέπει θάλασσα…
Τη
θάλασσα, τα αποκαμωμένα της όνειρα κι εκείνον…που πάντα ήθελε μια μέρα μαζί του στη θάλασσα...
Ακούει
τον απόηχο των κυμάτων που σκάνε απαλά στην ακροθαλασσιά, τις λέξεις αγάπης
μέσα της και την φωνή του…
Νιώθει
τη ζωή να περνάει δίπλα της ανίκανη να την κρατήσει…της φαίνεται αόρατη… της φαίνεται
άσχημη δίχως εκείνον…
Κρυώνει…θέλει
έναν ήλιο στην αγκαλιά της ή έστω μιά σταγόνα ήλιου απο μεσημέρι
καλοκαιριού,στο στήθος της…
και
έναν ουρανό … και φτερά να πετάξει σ’αυτόν…. Θέλει πολλά… και το ξέρει...
Μετά
κοιτάζει μέσα της…
Βλέπει
τη γύμνια της ψυχής της κι αναριγά…
«Δεν
ήμουν έτσι εγώ» …. Ψελλίζει…
Διάβηκα
την πύλη της ζωής ψάχνοντας ανθρώπους να με νιώσουν…
Αστοχη
συμμετοχή το χελιδόνι μέσα της…
Καταδικασμένο
a priori να μείνει στο παγκάκι της ζωής… Δίχως
φτερά πώς να πετάξει?
Έναν
ουρανό πάντα έψαχνε και φτερά για να πετάξει κοντά του…
Θάλασσα συναισθηματων την έλεγε ο άλλος... κι εκείνη έψαχνε μια ζωή τον Ωκεανό που θα παραδινόταν... δε συμβιβαζόταν με τίποτα λιγότερο απ'αυτό.
Οσο
κι αν ακροβάτησε ομως, ήρθε η ώρα ν’αγαπηθεί…
Να
παραδοθεί…
Συγνώμη
να ζητήσει από τα όνειρα που έπνιξε για να μην υπάρξουν…
Να
αγκαλιαστεί με το χθες και να αφεθεί επιτέλους στο αύριο…
Η
έστω στο σήμερα…που τόσο την πληγώνει...
Βούτηξε το πινέλο στη μπογιά κι άρχισε να γράφει στον τοίχο...