Ο Λορέντζος Μαβίλης πέφτει νεκρός στη μάχη Σήμερα 28 Νοεμβρίου, τιμούμε τη μνήμη του Λορέντζου Μαβίλη, του ποιητή, του εθελοντή των μαχών της Κρήτης, που έπεσε μαχόμενος σε ηλικία 53 ετών, ως εθελοντής λοχαγός των Γαριβαλδινών ερυθροχιτώνων, στο Δρίσκο Ιωαννίνων, στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, το 1912. Ο πρώτος σοβαρός τραυματισμός του Μαβίλη στην Κρήτη, εν μέσω της εκστρατείας του 1897, δεν τον απέτρεψε, όταν τον χρειάστηκε η πατρίδα, να δώσει ξανά το παρόν και να θυσιάσει τη ζωή του για την Ελλάδα. Τα τελευταία του λόγια, λίγο πριν αποβιώσει μετά το θανάσιμο τραυματισμό του, αναδεικνύουν μεγαλείο ψυχής:
«Επερίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου». Στην κορφή της ζωής
Ο άνθρωπος με τις σκληρές ηθικές αρχές, που αρνήθηκε αξιώματα (««..Ό,τι κατορθώσω εις την ζωή μου, θα το κατορθώσω μένοντας συνεπής, χωρίς ν’ απαρνηθώ ούτε μια μόνο πράξη, ούτε μια μόνο στιγμή της περασμένης μου ζωής, ή αλλιώς δεν θα κατορθώσω τίποτε». », απάντησε στον Ανδρέα Κεφαλληνό ), ο άνθρωπος για τον οποίο ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έγραψε ότι «στάθηκε ένας απ’ τους σπάνιους εκείνους ποιητές που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους», άφησε πίσω του σπουδαίο έργο, ένα φάρο πατριωτισμού, που κάποιοι σήμερα, στην εποχή της Ρεπούση και της Δραγώνα, προσπαθούν να «πνίξουν».
Αλήθεια, πόσα ελληνόπουλα γνωρίζουν σήμερα τον Λορέντζο Μαβίλη; Κι όμως, ανήκε στη γενιά εκείνη που διψούσε να φτάσει «στὴν κορφὴ τῆς ζωῆς, ὅπου ροδίζει/ τῆς Λευτεριᾶς ἀμόλευτος ἀγέρας/ καὶ σὰν ἦχος ἀθάνατης φλογέρας/ ἡ ποίηση, ἀηδόνι θεῖο, καλοκαρδίζει …»
Της Ηπείρου το χώμα «Σ’ ἀγαπῶ/ δέν μπορῶ/ τίποτ’ ἄλλο νά πῶ/ πιό βαθύ, πιό ἁπλό, πιό μεγάλο!», του έγραψε ο έρωτάς του, η ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου (« Μυρτιώτισσα» , το φιλολογικό της όνομα). Όμως, ο Λορέντζος Μαβίλης δεν κρατιόταν:
« Χερουβικῆς χαρᾶς χρυσὸς ἀθέρας
Σ' ἐφλόγισε πατῶντας τῆς Ἠπείρου Τὸ χῶμα,
σὰ στὴν πλατωσιὰ τοῦ ἀπείρου
Ν᾿ἄστραφτε ἀπὸ τὸ "ἐν νίκα" ὁ αἰθέρας,
Καὶ σὰ σὲ λάμψη παρουσίας δευτέρας
Μ' ἀποκαλυπτικοῦ ἀγαλλίαση ὀνείρου
Ν᾿ἄβλεπες στὸ βυθὸ τοῦ Παμπονήρου
Νὰ γκρεμιστῇ ἡ Τουρκιά, τὸ ἀνίερο τέρας ».
Έτσι έγραψε σε ένα σονέτο του ο Λορέντζος Μαβίλης. Τον θέριεψε ο πόνος του θανάτου, «με τ’ αγιασμένα δαφνοστέφανά του».
ΑΘΑΝΑΤΟΣ !
Ἀπό : lefteria.blogspot.com
Ὁ Λορέντζος κατάγονταν ἀπὸ ἀστικὴ καὶ οἰκονομικὰ εὔπορη οἰκογένεια. Ὁ Ἱσπανὸς παπποῦς τοῦ Δὸν Λορέντζο Μαβίλη, [Don Lorenzo Mabili y Boulligny] γεννήθηκε τὸ 1765 στὸ Ἀλικάντε τῆς Ἱσπανίας καὶ πέθανε στὶς 7 Ὀκτωβρίου 1853 στὴν Κέρκυρα, ὅπου ὑπηρέτησε γιὰ πολλὰ χρόνια ὡς πρόξενος τῆς Ἱσπανίας.
Ὁ πατέρας τοῦ Λορέντζου, ὁ Παῦλος Μαβίλης, ἦταν πρόεδρος δικαστηρίου τῆς Ἰονίου Πολιτείας στὴν Ἰθάκη, ἐνῶ μητέρα του ἦταν ἡ Ἰωάννα Σούφη, ἀνιψιὰ τοῦ κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια καὶ θεῖα τοῦ πρωθυπουργοῦ Γεωργίου Θεοτόκη, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια Δούσμανη. ... Ὁ Λορέντζος φοίτησε στὸ ἰδιωτικὸ ἐκπαιδευτήριο «Καποδίστριας» τοῦ Λεωνίδα Βλάχου καὶ εἶχε δάσκαλο τὸν Ἑλληνιστὴ καὶ Ἱστοριογράφο Ἰωάννη Ρωμανὸ ὁ ὁποῖος τὸν σύστησε στὴ λέσχη τῆς «Ἀναγνωστικῆς Ἑταιρείας Κέρκυρας», ὅπου γνώρισε τὸν Ἰάκωβο Πολυλᾶ, ἐκδότη τῶν ἔργων τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ, τὸ Γεράσιμο Μαρκορά, τὸ Γιῶργο Κολοσγοῦρο, τὸ Νίκο Κογεβίνα, τὸ Στέλιο Χρυσομάλλη, τὸ Νίκο Κονεμένο, καὶ ἔμαθε τὸ παιχνίδι τοῦ σκακιοῦ. Σὲ ἡλικία μόλις 16 χρονῶν ἦρθε σὲ πρώτη ἐπαφὴ μὲ τὴν ποίηση καὶ τὸ 1877 γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τῆς Ἀθήνας, ἐνῶ μέσῳ τοῦ Ἰάκωβου Πολυλᾶ, γνωρίστηκε μὲ τὸν Χαρίλαο Τρικούπη.
............
Πεζός, χωρὶς ἄλογο, διασχίζει τὴν Θεσσαλία, τὴν Μακεδονία καὶ τὴν Ἤπειρο καὶ φτάνει σὲ ἕνα παραπόταμο τοῦ Ἀράχθου ποταμοῦ. Ἡ γέφυρα εἶναι κατεστραμμένη καὶ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους, ὁ Μαβίλης καὶ οἱ στρατιῶτες του, πέφτουν μέσα στὸ νερό, διασχίζουν τὸν ποταμὸ καὶ περνοῦν ἀπέναντι. Λέγεται ὅτι ὁ Μαβίλης πρὶν ξεκινήσει γιὰ τὴ μάχη εἶπε στὴν Ἀσπασία Μαυρομιχάλη [6], κόρη τοῦ Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ἡ ὁποία εἶχε ἀκολουθήσει τους Γαριβαλδινοὺς ποὺ εἶχαν ἀρχηγὸ τὸ θεῖο της Ἀλέξανδρο Σ. Ρώμα ὡς ἐθελόντρια ἀδελφὴ νοσοκόμα τοῦ «Κυανοῦ Σταυροῦ» στὸ χειρουργεῖο τῶν Ἐρυθροχιτώνων: «Ἀντίο Κυρά μου, καὶ λαβωμένος στὰ χέρια σου!».
Ὁ Μαβίλης καὶ οἱ ἄντρες του, μετὰ ἀπὸ πολύωρη μάχη κατέλαβαν τὸ ὅρος Δρίσκος στὶς 26 Νοεμβρίου 1912 καὶ ἀπώθησαν τοὺς Τούρκους πρὸς τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τῆς λίμνης τῶν Ἰωαννίνων. Οἱ Τοῦρκοι ἐξαπέλυσαν σκληρὴ ἀντεπίθεση καὶ τὸ ἑλληνικὸ Σῶμα, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖτο ἀπὸ Κρῆτες, Μανιάτες, Γαριβαλδινοὺς καὶ μία πυροβολαρχία ὑπὸ τὸν συνταγματάρχη Ματθαιόπουλο, ἀναγκάζεται νὰ ὑποχωρήσει. Ὁ Μαβίλης μάχονταν ἐπί κεφαλῆς τῶν στρατιωτῶν του, ὅταν μιὰ σφαῖρα πέρασε τὰ δύο τοῦ μάγουλα. Σύμφωνα μὲ τὸ συμπολεμιστὴ τοῦ Νίκο Καρβούνη, μὲ γεμᾶτο τὸ στόμα τοῦ ἀπὸ αἷμα, θὰ πεῖ, «...Περίμενα πολλὲς τιμές, ἀπὸ τοῦτον τὸν πόλεμο, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὴν τιμὴ νὰ θυσιάσω τὴ ζωή μου γιὰ τὴν Ἑλλάδα μου.»
Τὴν ὥρα ποὺ μεταφέρονταν στὸ νοσοκομεῖο τὸν βρῆκε μιὰ δεύτερη σφαῖρα στὸ λάρυγγα.
Στὸ πρόχειρο χειρουργεῖο συναντήθηκε μὲ τὸν ἐπίσης τραυματισμένο ἀρχηγό του, τὸν Ἀλέξανδρο Ρώμα, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε «..Σὲ συγχαίρω ἀπ' τὴν καρδιά μου!», ἐνῶ ὁ ποιητὴς σὲ στάση προσοχῆς, ἀνταπέδωσε τὴ χειραψία. Τὸ αἷμα ἀπὸ τὶς πληγές, ἔτρεχε καὶ πάγωνε στὸ λαιμό του ἐμποδίζοντας τὸν νὰ μιλήσει καὶ ζήτησε χαρτὶ γιὰ νὰ γράψει, ὅμως δὲν πρόλαβε κι ἔπεσε νεκρός. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Μαβίλης ξεψυχοῦσε ὁ Ἀλέξανδρος Ρώμας, συμπλήρωσε, «...Ἀγαθὴ ἡ μοῖρα σου λοχαγὲ Μαβίλη», ἐνῶ ὁ παπα-Φώτης τοῦ ἔκλεισε τὰ μάτια καὶ ὁ Πιπίνος Γαριβάλδης τὸν ἀποχαιρέτησε σὲ στάση προσοχῆς, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ὑπόλοιποι ἔκαναν τὴν προσευχή τους.
Ὁ Μαβίλης ξεψύχησε στὸ πεζούλι τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς σκεπασμένος μὲ τὸν κόκκινο μανδύα ποὺ φοροῦσε, καὶ ταξίδεψε νὰ συναντήσει «..φορᾶ ἅγια τρία: Θάνατο, Ἀθανασία κ' Ἐλευθερία». Διασώθηκε φωτογραφία ποὺ ἀπεικονίζει τὸν ποιητὴ νὰ νὰ κείτεται στὸ χῶμα καὶ οἱ γύρω του, σκυφτοί, νὰ τὸν φροντίζουν.
( Ὁλόκληρη ἡ βιογραφία τοῦ Λορέντζου Μαβίλη στό : el.metapedia.org )
Εἰς τήν Πατρίδα
Πατρίδα σὰν τὸν ἥλιο σοῦ ἥλιος ἀλλοῦ δὲν λάμπει,
Πῶς εἰς τὸ φῶς σου λαχταροῦν ἡ θάλασσα κ'οἱ κάμποι,
Πῶς λουλουδίζουν τὰ βουνά, τὰ δὰσ' οἱ λαγκαδιές
Στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
Ἀφρολογοῦν οἱ ρεματιὲς καὶ λαχταρὶζ' ἡ λίμνη,
Χίλιες λαλιὲς πουλιῶν ἠχοῦν, τῆς ὀμορφιᾶς του ὕμνοι,
σ'ἄπειρο ἀστράφτουν χρώματα παντοῦ λογῆς λογῆς
τ'ἀγέρος τά πετούμενα, τὰ σερπετὰ τῆς γῆς.
Κι᾿ αὐτὸς σηκώνει τ'ἀλαφρό τῆς καταχνιᾶς μαγνάδι
Κι ἡ κάθε στὰλ' ἀπὸ δροσιὰ γυαλίζει σὰν πετράδι,
Ἡ κάθε ἀχτίδα του σκορπᾶ μὲ τὴν ἀναλαμπή
Χαρά, ζωὴ καὶ δύναμι κ' ἐλπίδα ὅπου κι ἂν μπή.
Φαντάζεις σὰν τὸν ἥλιο σου κ'ἐσύ, καλὴ πατρίδα,
Καὶ μάγια σὰν τὰ μάγια σου 'ς τὸν κόσμο ἀλλοῦ δὲν εἶδα.
Ἡ γῆ σου εἶναι παράδεισο, κ'αἰώνια γαλανός
Γύρω σου καθρεφτίζεται 'ς τὸ πέλαγ' ὁ οὐρανός.
Κ'οἱ νύχτες σου μὲ τ' ἄστρα τους, μὲ τὴ γαλάζια πάστρα,
Μὲ τ' ἀηδονολαλήματα, τρεμάμενα σὰν τ' ἄστρα,
Μὲ τὸ φεγγάρι ποὺ περνᾶ, σὰν ὄνειρο εὐτυχίας,
Στὴ μέση τῆς ἀπέραντης οὐράνιας ἠσυχιάς.
Οἱ νύχτες σου δροσοβολοὺν χιλιόπλουμα λουλούδια
Καὶ 'ς τῶν παιδιῶν σου τὲς καρδιὲς ἀμάραντα τραγούδια,
Σταλάζουν εἰς τὰ σπλάχνα τους θεράπειο λησμονιᾶς,
Ἐλευτεριὰς ἀγάλλιασι καὶ μῖσος τυραννιάς.
Μάγεμ' ἀσημούφαντο, φῶς μαργαριταρένιο
Λυόνονται 'ς ἕνα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομᾶτος μόσχους καὶ δροσιὲς ὁ Ζέφυρος τερπνά
Μὲσ' ἀπ' ἀγάπης φαντασιὲς τὰ πλάσματα ξυπνᾶ.
Κι ἀνάμεσα στὰ χρώματ' ἀπὸ χίλια οὐράνια τόξα,
Προβαίνει πάλι ὁ ἥλιος εἰς ὅλη του τὴ δόξα,
Καὶ σὰν τοῦ μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
Ἕως 'ς τὸ χρυσὸ βασίλεμα λάμπει 'ς τὸν οὐρανό.
Ἑλλάς, τὸ μεγαλεῖο σου βασίλεμα δὲν ἔχει
Καὶ δίχως γνέφια τοὺς καιροὺς ἡ δόξα σου διατρέχει.
Ὅσες φορὲς ὁ ἥλιος σου νὰ σὲ φωτίσει ἐρθή,
Θὲ νὰ σ' εὐρὴ πεντάμορφη, στεφανωμένη, ὀρθή
Ἡ Πελασγική