Παρασκευή 22 Αυγούστου 2014

Τα γυαλιά του χρόνου θέλουν αλλαγή.








Διαβάζω για την παιδική βία σήμερα, στα σχολεία, στους δρόμους. Και από την άλλη σε κάτι σελίδες "νοσταλγίας" ακούω κάτι βαθείς αναστεναγμούς για "εκείνα τα χρόνια που όλα ήταν καλύτερα, πιο γνήσια, πιο ήρεμα". Αφήνω κατά μέρος την μετεμφυλιακή Ελλάδα και την βία που παρείχε από μόνη της στους "ηττημένους" και αναφέρομαι στην παιδική και άδολη ηλικία μου. 

Στις γειτονιές της μικρής επαρχιακής πόλης που μεγάλωσα. Οι γειτονιές λοιπόν ήταν συνυφασμένες με συμμορίες και όρια. (Θυμάστε το west side story);-ε υπήρχε και η ελληνική του εκδοχή.  Δεν ήταν ατομική η βία (αν και πολλές φορές υπήρχε και τέτοια-μεταξύ "αρχηγών"), αλλά συνήθως ήταν ομαδική. Οι πετροπόλεμοι μεταξύ γειτονιών ήταν η συνηθισμένη σύρραξη. Στο κομμάτι της παλιάς Ξάνθης που μεγάλωσα (στις "σκιές" πάει άραγε αυτό); Να σκεφθείς ότι εγώ "ήσυχο" και "φοβιτσιάρικο" παιδί, πήγα 2 φορές (τουλάχιστον απ ότι θυμάμαι) στην μάνα μου, την μία με ανοιγμένο κεφάλι και την άλλη με γδαρμένο όλο μου το πόδι. Και τότε οι αντιδράσεις των μανάδων δεν ήταν του στυλ "αχ παιδάκι μου τι έπαθες"...αλλά σου έριχνε πρώτα ένα μπερντάχι-δεν της έφτανε που έπρεπε να ταϊσει μια εξαμελή-οχταμελή οικογένεια, είχε και σένα με τους καυγάδες σου. Και μετά φρόντιζε τις πληγές σου.  
Η βία και ο κίνδυνος ήταν συνυφασμένος με την παιδική ηλικία τότε. Οι ελλείψεις ειδικότερα οδηγούσαν σ αυτές. Κλέψιμο φρούτων (όχι μόνο από δέντρα αλλά και από τις κάσες του μανάβη που τις είχε απλωμένες στο πεζοδρόμιο), σπάσιμο τζαμιών , άδειων κυρίως σπιτιών, αλλά καμιά φορά η στόχευση δεν ήταν σωστή και έπιανε και τα "γεμάτα". Και τότε οι καυγάδες στην γειτονιά μεταξύ των μανάδων ήταν ανυπέρβλητες σε ένταση και "πληροφόρηση" για να ενδότερα των οικογενειών τους. Φυσικά δεν υπήρχαν "μυστικά". Ηταν γνωστά τα πάντα κι ας μην υπήρχαν μεσοτοιχίες. 
Δάσκαλοι βίαιοι στο σχολείο με την βίτσα στο χέρι. Παπάδες που σε απειλούσαν μονίμως με την κόλαση, μην τυχόν και πιάσεις το πουλί σου. Χωροφύλακες να σε αγριοκοιτάζουν  (ήταν φαίνεται μέσα στην εκπαίδευση τους το μίσος προς τους πολίτες-διαχρονικό);-στο γήπεδο να παρακαλάς..."βάλε με μέσα θείο"....τις Κυριακές υποχρεωτικός εκκλησιασμός, να κλείνουν τα μάτια σου από την νύστα και την πείνα (μια μικρή παρηγοριά το αντίδωρο), φροντίδα υγείας ανύπαρκτη (πότε πότε έστελνε η "αμερικάνικη βοήθεια" κάτι οδοντόβουρτσες χωρίς οδοντόκρεμες),συσσίτια στο σχολείο με ένα απαίσιο βούτυρο που βρωμοκοπούσε (ωραίο όμως το κασέρι). Η θάλασσα , που τώρα είναι στα 20 λεπτά,τότε ήταν μια άγνωστη περιοχή. Θυμήθηκα  την λαχτάρα γι αυτήν αργότερα, με την "κάθοδο των μυρίων". Παιδικές κατασκηνώσεις,όπου ένιωθες έγκλειστος και σχεδίαζες από την δεύτερη μέρα την απόδραση σου. 

Αργότερα, κάθε Πέμπτη που άλλαζαν ταινία οι 2 κινηματογράφοι της πόλης μας, να έχεις την αγωνία σου αν τα έργα που έβαλαν "επιτρέπονται στα παιδιά", ώστε να υπάρχει ελπίδα για το Σάββατο το μεσημέρι (τότε πηγαίναμε και Σάββατο σχολείο) το κονκλάβιο των καθηγητών να μας "επιτρέψει" να πάμε να δούμε μια απ αυτές. Και μετά άρχιζε ο άλλος αγώνας για το αντίτιμο του εισιτηρίου. Τι λαχτάρα όμως; Ο Τζων Γουέην (μετά έμαθα τι κάθαρμα ήταν), ο Μπαρτ Λάγκαστερ, ο Τόνυ Κέρτις, ο Κέρκ Ντάγκλας, αλλά και η Τζέην Μάνσφηλντ ("τροφοδότησε πολλές φορές τις φαντασιώσεις μας-you know what I mean), η Τζίνα Λολομπριτζίτα, η ΣΟΦΙΑ ΛΩΡΕΝ (αχ εκείνη η γυναίκα του ποταμού). Οτι καλύτερο είχε η παιδική μου ηλικία το έβρισκα στις ταινίες και σε κάποια σκόρπια βιβλία που έπεφταν πότε-πότε στα χέρια μου, μέχρι να αποκτήσω δικαίωμα πρόσβασης στην δημοτική βιβλιοθήκη.

Την νοσταλγία λοιπόν δεν την καταλαβαίνω, όπως και την συνήθη και μονότονη αναφορά σε εκείνα "τα ωραία χρόνια". Τότε που τα σκυλιά τα κλωτσούσαμε και τα λουκάνικα δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιο μας.  Μόνο τα νιάτα ίσως, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τις συνθήκες. Ο χρόνος είναι αμέτοχος σε όλα αυτά. Με κλειστά μάτια προχωρά και εμείς πειθήνια όργανα του, ακολουθούμε. Οτι μπορέσουμε και πάρουμε από αυτήν την σύμπτωση που μας έφερε στον κόσμο, μια τυχαία "συνάντηση", μια ακόμη χημική ένωση, στον απέραντο κόσμο του σύμπαντος. Είμαστε τυχεροί! Οχι όλοι, συμφωνώ.

Σ.Σαρακενίδης

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Στρογγυλοκάθεται στο σαλόνι......









Η Ελλάδα, μια χώρα της υπερβολής και της αρπαχτής, πέρασε από διάφορα στάδια, είτε στον τομέα του "πολιτισμού"-πιο σωστά της διασκέδασης-που πάντοτε προσπαθούσε να συναντηθεί με το χαμηλότερο ένστικτο ή γούστο των νεοελλήνων και γενικώς τα κατάφερνε ή -παλιότερα-στον τομέα της κατασκευής, όταν τα μεγάλα πλήθη εγκατέλειπαν τα χωριά τους αναζητώντας καλύτερη τύχη-και περισσότερη ελευθερία-στις μεγάλες πόλεις. Η αρπαχτή ακολουθούσε την υπερβολή, την αναζήτηση του εφήμερου και τους χωρίς αύριο, σήμερα.

Την δεκαετία 1980-90 , που μεσουράνησε ο νέος λαϊκισμός-ο παλιός ήταν απ ευθείας συνδεδεμένος με "παραδοσιακές" αξίες και "διανέμονταν" δωρεάν σε σχολεία , εκκλησίες και τμήματα χωροφυλακής-, στην αλησμόνητη εποχή που οι κοντοπίθαροι "κωλοέλληνες"  αναρριχήθηκαν στην εξουσία, με τεντωμένο το δάχτυλο προς το μεγάλο βάζο με το μέλι, ακολουθούμενοι και από κάποιους αφελείς που νόμιζαν ότι ήλθε η ώρα "να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση, τότε που πολλοί νόμισαν ο τι τουλάχιστον στον τομέα του λεγόμενου πολιτισμού ήλθε"η ώρα η καλή", αναπτύσσεται  κατ αρχήν το σκυλάδικο-που μάλιστα παίρνει και τα χαρακτηριστικά της εθνικής διασκέδασης, γίνεται ελληνάδικο-και η λεγόμενη βαριά κινηματογραφική κουλτούρα, που ακολουθούσε τις ονειρώξεις ενίων δημιουργών της , οδηγεί τους κατασκευαστές διασκέδασης και στην συνέχεια την πλέμπα στην κατ οίκον κατανάλωση εικόνας, με το τσουνάμι της βιντεοκασέττας.

Ενώ μια μικρή μειονότητα έτρεχε στις κινηματογραφικές λέσχες για να γευθεί την τέχνη του Φελλίνι, του Γκοντάρ, των μεγάλων σοβιετικών μαστόρων, αλλά και του Αγγελόπουλου και του Βούλγαρη, ο πολύς λαός, που μόλις είχε στείλει στην εξουσία ένα ομοίωμα του, μια καρικατούρα λαϊκής εξουσίας, έβλεπε στο σπίτι , αλλά και σε "λαοσυνάξεις" τον "Λώρενς της αφραγκίας" ή "τα αστραφτερά κιλοτάκια". Ο κινηματογράφος κλινικά νεκρός, έστειλε όλους τους ανθρώπους του, μικρούς και μεγάλους, στο νέο εργοτάξιο, όπου με το νέο υλικό και την ευκολία της επανάληψης-χωρίς να χαλάς φιλμ-επέτρεπε να γυρίζονται "ταινίες" σε 3 μέρες και να μοσχοπουλιούνται σαν ζεστά κουλούρια από άκρου σε άκρον της Ελλάδας. Το "ρηχό" Πασοκ έπαιξε αυτό το παιχνίδι με συνέπεια, δίνοντας υπέρμετρη σημασία στον καθησυχαστικό του ρόλο και στην αποχαύνωση, όταν μάλιστα αυτό συνοδεύτηκε και από άλλες παράλληλες δραστηριότητες στο θέατρο ή στην μουσική. Μια ισότητα προς τα κάτω. Οι γκρινιάρηδες και πάντοτε ανικανοποίητοι ¨κουλτουριάρηδες" έπρεπε να βγάλουν τον σκασμό και να βρουν τον δικό τους τρόπο αυτοικανοποίησης. 

Το 1989-90 αυτόν το ρόλο-όταν η βιντεοκασέτα τα κακάρωσε από ανακοπή-τον ανέλαβαν τα ιδιωτικά κανάλια. Αρχικά στον τομέα της σπιτικής διασκέδασης και στην συνέχεια της "σπιτικής" υπαγόρευσης κάθε συλλογικής ή μη πρωτοβουλίας και ενέργειας. Και τον συνεχίζουν αυτόν τον ρόλο μέχρι σήμερα, ενώ ταχταρίζουν την εξουσία στα γόνατα τους και κάθε τόσο της κλέβουν από την τσέπη το χαρτζιλίκι και τα λεφτά από τα κάλαντα.

Τώρα πια ο λαϊκισμός διανέμεται κατ οίκον και δεν χρειάζεται η βαριά σκιά του χωροφύλακα να διαγράφεται το βράδυ πίσω από την κουρτίνα του παράθυρου. Στρογγυλοκάθεται στο σαλόνι.

Σ.Σαρακενίδης