Διαβάζω για την παιδική βία σήμερα, στα σχολεία, στους δρόμους. Και από την άλλη σε κάτι σελίδες "νοσταλγίας" ακούω κάτι βαθείς αναστεναγμούς για "εκείνα τα χρόνια που όλα ήταν καλύτερα, πιο γνήσια, πιο ήρεμα". Αφήνω κατά μέρος την μετεμφυλιακή Ελλάδα και την βία που παρείχε από μόνη της στους "ηττημένους" και αναφέρομαι στην παιδική και άδολη ηλικία μου.
Στις γειτονιές της μικρής επαρχιακής πόλης που μεγάλωσα. Οι γειτονιές λοιπόν ήταν συνυφασμένες με συμμορίες και όρια. (Θυμάστε το west side story);-ε υπήρχε και η ελληνική του εκδοχή. Δεν ήταν ατομική η βία (αν και πολλές φορές υπήρχε και τέτοια-μεταξύ "αρχηγών"), αλλά συνήθως ήταν ομαδική. Οι πετροπόλεμοι μεταξύ γειτονιών ήταν η συνηθισμένη σύρραξη. Στο κομμάτι της παλιάς Ξάνθης που μεγάλωσα (στις "σκιές" πάει άραγε αυτό); Να σκεφθείς ότι εγώ "ήσυχο" και "φοβιτσιάρικο" παιδί, πήγα 2 φορές (τουλάχιστον απ ότι θυμάμαι) στην μάνα μου, την μία με ανοιγμένο κεφάλι και την άλλη με γδαρμένο όλο μου το πόδι. Και τότε οι αντιδράσεις των μανάδων δεν ήταν του στυλ "αχ παιδάκι μου τι έπαθες"...αλλά σου έριχνε πρώτα ένα μπερντάχι-δεν της έφτανε που έπρεπε να ταϊσει μια εξαμελή-οχταμελή οικογένεια, είχε και σένα με τους καυγάδες σου. Και μετά φρόντιζε τις πληγές σου.
Η βία και ο κίνδυνος ήταν συνυφασμένος με την παιδική ηλικία τότε. Οι ελλείψεις ειδικότερα οδηγούσαν σ αυτές. Κλέψιμο φρούτων (όχι μόνο από δέντρα αλλά και από τις κάσες του μανάβη που τις είχε απλωμένες στο πεζοδρόμιο), σπάσιμο τζαμιών , άδειων κυρίως σπιτιών, αλλά καμιά φορά η στόχευση δεν ήταν σωστή και έπιανε και τα "γεμάτα". Και τότε οι καυγάδες στην γειτονιά μεταξύ των μανάδων ήταν ανυπέρβλητες σε ένταση και "πληροφόρηση" για να ενδότερα των οικογενειών τους. Φυσικά δεν υπήρχαν "μυστικά". Ηταν γνωστά τα πάντα κι ας μην υπήρχαν μεσοτοιχίες.
Δάσκαλοι βίαιοι στο σχολείο με την βίτσα στο χέρι. Παπάδες που σε απειλούσαν μονίμως με την κόλαση, μην τυχόν και πιάσεις το πουλί σου. Χωροφύλακες να σε αγριοκοιτάζουν (ήταν φαίνεται μέσα στην εκπαίδευση τους το μίσος προς τους πολίτες-διαχρονικό);-στο γήπεδο να παρακαλάς..."βάλε με μέσα θείο"....τις Κυριακές υποχρεωτικός εκκλησιασμός, να κλείνουν τα μάτια σου από την νύστα και την πείνα (μια μικρή παρηγοριά το αντίδωρο), φροντίδα υγείας ανύπαρκτη (πότε πότε έστελνε η "αμερικάνικη βοήθεια" κάτι οδοντόβουρτσες χωρίς οδοντόκρεμες),συσσίτια στο σχολείο με ένα απαίσιο βούτυρο που βρωμοκοπούσε (ωραίο όμως το κασέρι). Η θάλασσα , που τώρα είναι στα 20 λεπτά,τότε ήταν μια άγνωστη περιοχή. Θυμήθηκα την λαχτάρα γι αυτήν αργότερα, με την "κάθοδο των μυρίων". Παιδικές κατασκηνώσεις,όπου ένιωθες έγκλειστος και σχεδίαζες από την δεύτερη μέρα την απόδραση σου.
Αργότερα, κάθε Πέμπτη που άλλαζαν ταινία οι 2 κινηματογράφοι της πόλης μας, να έχεις την αγωνία σου αν τα έργα που έβαλαν "επιτρέπονται στα παιδιά", ώστε να υπάρχει ελπίδα για το Σάββατο το μεσημέρι (τότε πηγαίναμε και Σάββατο σχολείο) το κονκλάβιο των καθηγητών να μας "επιτρέψει" να πάμε να δούμε μια απ αυτές. Και μετά άρχιζε ο άλλος αγώνας για το αντίτιμο του εισιτηρίου. Τι λαχτάρα όμως; Ο Τζων Γουέην (μετά έμαθα τι κάθαρμα ήταν), ο Μπαρτ Λάγκαστερ, ο Τόνυ Κέρτις, ο Κέρκ Ντάγκλας, αλλά και η Τζέην Μάνσφηλντ ("τροφοδότησε πολλές φορές τις φαντασιώσεις μας-you know what I mean), η Τζίνα Λολομπριτζίτα, η ΣΟΦΙΑ ΛΩΡΕΝ (αχ εκείνη η γυναίκα του ποταμού). Οτι καλύτερο είχε η παιδική μου ηλικία το έβρισκα στις ταινίες και σε κάποια σκόρπια βιβλία που έπεφταν πότε-πότε στα χέρια μου, μέχρι να αποκτήσω δικαίωμα πρόσβασης στην δημοτική βιβλιοθήκη.
Την νοσταλγία λοιπόν δεν την καταλαβαίνω, όπως και την συνήθη και μονότονη αναφορά σε εκείνα "τα ωραία χρόνια". Τότε που τα σκυλιά τα κλωτσούσαμε και τα λουκάνικα δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιο μας. Μόνο τα νιάτα ίσως, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τις συνθήκες. Ο χρόνος είναι αμέτοχος σε όλα αυτά. Με κλειστά μάτια προχωρά και εμείς πειθήνια όργανα του, ακολουθούμε. Οτι μπορέσουμε και πάρουμε από αυτήν την σύμπτωση που μας έφερε στον κόσμο, μια τυχαία "συνάντηση", μια ακόμη χημική ένωση, στον απέραντο κόσμο του σύμπαντος. Είμαστε τυχεροί! Οχι όλοι, συμφωνώ.
Σ.Σαρακενίδης