Με τη βοήθεια της ψυχολόγου Θεοδοσίας
Καραγιάννη
Η πρώτη εικόνα είναι γεμάτη χαρά και τρυφερότητα: Τα
Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά από τότε που γεννήθηκε ο γιος μου, συνηθίζουμε
να τα περνάμε στο χωριό, ακολουθώντας όλες τις παραδόσεις. Κάλαντα, βασιλόπιτα
και όλα τα άλλα. Συχνά έχουμε την τύχη να χιονίζει και να φτιάχνουμε
χιονάνθρωπο.
Στο χωριό υπάρχει κι ένα μεγάλο τζάκι. Εκεί δίπλα βάζουμε
κάτι τεράστιες κάλτσες για να αφήσει τα δώρα του ο Άγιος Βασίλης. Φροντίζουμε
να σβήνουμε τη φωτιά , για να μην …καεί ο Άγιος κατεβαίνοντας τη νύχτα. Του
αφήνουμε και ένα ποτηράκι κρασί εκεί δίπλα, κουραμπιέ και μελομακάρονο. Απ’ ότι
φαίνεται μάλλον του αρέσουν γιατί το πρωί δεν βρίσκουμε ούτε γουλιά στο ποτήρι,
ούτε ψίχουλο στο πιατάκι…
Μετά ανοίγουμε τα δώρα. Το γράμμα προς τον Άγιο Βασίλη έχει
γραφτεί από μέρες. Τα πρώτα χρόνια με υπαγόρευση του παιδιού, από τότε που πήγε
σχολείο με τα χέρια του. Το δίνει μάλιστα στη μαμά ή στο μπαμπά να το
ταχυδρομήσει και ρωτά όλο αγωνία, μήπως τυχόν το ξεχάσαμε. Τα επόμενα χρόνια ο
Μεγάλος Αδερφός (αφού πλέον προστέθηκαν και νέα μέλη στην οικογένεια)
αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει και να απευθύνει τα αιτήματα των μικρών για δώρα
προς τον Άγιο.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, ανοίγουν με αγωνία τα πακέτα να
δουν αν πράγματι ο Άγιος τους έχει φέρει αυτά που ζήτησαν. Ευτυχώς, φροντίσαμε
οι απαιτήσεις να είναι… προσγειωμένες, διότι «ο Άγιος Βασίλης έχει να πάει δώρα
σε όλα τα παιδιά του κόσμου» και βεβαίως δεν του αρέσουν καθόλου οι υπερβολικές
απαιτήσεις…
Μετά όμως έρχεται ένας φίλος του Μεγάλου και τον ρωτάει τι
δώρα του φέραμε. «Εμένα μου τα έφερε ο Άγιος Βασίλης», έλεγε ο δικός μας και ο
φίλος του τον κοιτούσε καχύποπτα: «Εμένα ο πατέρας μου, μου πήρε Nintendo. Οι γονείς τα
φέρνουν τα δώρα. Δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης!»
Αρχίζουν να τσακώνονται: «Αν δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης,
πρώτον ποιος μου έφερε τα δώρα και δεύτερον αν δεν υπάρχει αυτός, τότε δεν
υπάρχουν ούτε οι άλλοι άγιοι που βλέπουμε στην εκκλησία!»
Σωπαίνω και σκέφτομαι να βρω τον τρόπο αν φύγω από το χώρο,
χωρίς να με καταλάβουν, όταν ο φίλος του γιου μου γυρίζει προς εμένα και μου
λέει:
«Εσείς κύριε Κωστή τι λέτε; Υπάρχει ο Άγιος Βασίλης;»
Δυστυχώς δεν μπορώ να τηλεφωνήσω πρωτοχρονιάτικα σε ψυχολόγο
για να τον συμβουλευθώ για τη στάση που πρέπει να κρατήσω. Καταφέρνω με
μαεστρία να γλιτώσω και να μη δώσω ουσιαστική απάντηση. Όμως μόλις γυρνάω πίσω
στην πόλη σπεύδω στη σχολική ψυχολόγο Θεοδοσία
Καραγιάννη για να με διαφωτίσει….
Και όντως τα όσα μου είπε τα βρίσκω πολύ χρήσιμα και λόγω
των ημερών, νομίζω αξίζει να τα μοιραστώ μαζί σας.
Ο Άγιος Βασίλης στον…
ψυχολόγο!
Κάποτε οι γονείς δεν ανησυχούσαν τόσο για το πώς θα μιλήσουν
στα παιδιά τους για τον Άγιο Βασίλη… Ήξεραν ότι τα παιδιά το έχουν ανάγκη
και ότι, όταν δεν θα το έχουν πια
ανάγκη, θα σταματήσουν να το πιστεύουν…
Στην εποχή μας, όμως, ο υπερβολικός ρεαλισμός βάζει στους
γονείς το δίλημμα : να αφήσουν τα παιδιά τους να πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη ή
να τα προσγειώσουν; Με άλλα λόγια: τι είναι καλύτερο, η φαντασία ή η
πραγματικότητα; Όταν μιλάμε για παιδιά, η απάντηση στο ερώτημα έρχεται μόνη της.
Τα παιδιά έχουν ανάγκη και από τα δύο.
Απλά, όσο πιο μικρά είναι τόσο περισσότερο ενεργοποιούν και χρειάζονται
τη φαντασία . Οι γονείς, αν και το γνωρίζουν, φοβούνται ότι, όταν έρθει η ώρα
της «αλήθειας» για τον Άγιο Βασίλη, θα είναι τραυματική για το παιδί.
Η αποκάλυψη: μια
φυσιολογική διαδικασία
Στην πραγματικότητα, η αποκάλυψη είναι μια φυσιολογική
διαδικασία και όχι μια τραυματική εμπειρία. Όλα αυτά τα ερωτήματα για τον Άγιο
Βασίλη που ταλαιπωρούν τους γονείς είναι
περισσότερο δικοί τους φόβοι και όχι των παιδιών. Κάποιοι ειδικοί, μάλιστα, φτάνουν
να υποστηρίζουν ότι είναι περισσότερο
τραυματικό για το γονέα παρά για το παιδί το γεγονός ότι εκείνο σταματά να
πιστεύει στον Άγιο Βασίλη!
Επομένως, οι γονείς
πρέπει να αποδεχτούν ότι το παιδί τους θα έρθει αντιμέτωπο με μια
πραγματικότητα, για την οποία ,αρχικά, θα πονέσει και, έπειτα, θα την
αποδεχτεί.
Είναι μια διαδικασία από την οποία περνούν όλα τα παιδιά:
αρχικά πιστεύουν στον Άγιο και κάποια στιγμή κάποιος «καλοθελητής» τους ανοίγει
τα μάτια. Τότε, πληγώνονται για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά ,
επίσης, θυμώνουν για την «εξαπάτηση» που υπέστησαν όλες τις προηγούμενες φορές.
Όταν περνά και αυτή η φάση, τα παιδιά φροντίζουν να «ενημερώσουν» και τα άλλα
παιδιά για την «πραγματικότητα» : ότι, δηλαδή, ο Άγιος “δεν υπάρχει” και ότι οι
γονείς είναι “αυτοί που φέρνουν τα δώρα”. Από εκεί και πέρα, κάθε επόμενα
Χριστούγεννα τα παιδιά αναπολούν την
παλιά αίσθηση της προσμονής του Αγίου, αλλά και χαίρονται που ξέρουν πλέον την
«αλήθεια». Τέλος, εστιάζουν στη χαρά των δώρων (αυτά, άλλωστε, έρχονται κάθε
φορά, ακόμα κι αν ο Άι- Βασίλης δεν έρχεται!). Κι έτσι, όλα τακτοποιούνται.
Επομένως, όλη η
παραπάνω διαδικασία παραδοχής της μη-ύπαρξης του Άγιου Βασίλη αποτελεί ένα
φυσιολογικό πέρασμα από τη φαντασία στην πραγματικότητα. Φυσικά, υπάρχει κάποιο
κόστος (απώλεια) αλλά και κάποια κατάκτηση(γνώση της αλήθειας). Το πότε θα
γίνει αυτό το “πέρασμα” και η ανακάλυψη της πραγματικότητας εξαρτάται από το
χαρακτήρα του παιδιού και την ετοιμότητά του να εγκαταλείψει την αίσθηση ενός
προσώπου που έχει ιδιαίτερο νόημα για εκείνο.
Η αποκάλυψη σε τέσσερα
βήματα
Η αποκάλυψη της αλήθειας θέλει ιδιαίτερο χειρισμό. Αν το
παιδί δεν είναι έτοιμο να ακούσει την «αλήθεια», δε θα το κάνει. Εκείνος που
αποκαλύπτει την αλήθεια είναι –συνήθως- κάποιο άλλο παιδί που ενδιαφέρεται να
«κάνει το έξυπνο» στα άλλα παιδιά. Αυτό συμβαίνει , γιατί η αποκάλυψη αυτής της
αλήθειας ισοδυναμεί με ωρίμανση. Το παιδί που “ξέρει” αισθάνεται υπεροχή ,
καθώς δεν εξαπατάται. Και, αποκαλύπτοντας την αλήθεια στους άλλους, η υπεροχή
του αυξάνεται. Είναι γνωστές οι «μάχες» μεταξύ παιδιών για το αν υπάρχει ή όχι
ο Άγιος Βασίλης.
Το πρώτο βήμα: Αν
το παιδί έρθει αναστατωμένο μετά από μια τέτοια «μάχη» και έχει αρχίσει να
αμφισβητεί την ύπαρξη του Αγίου, οι γονείς δε χρειάζεται να πάρουν αμέσως θέση.
Είναι καλύτερο να ηρεμήσουν το παιδί επιβραβεύοντάς το για το ότι τους εμπιστεύεται και ρωτά τη γνώμη τους. Για
παράδειγμα, μπορούν να πουν: «Έκανες καλά που ήρθες να μας πεις για αυτά που
σου είπαν τα άλλα παιδιά. Κι εμείς κάναμε τέτοιες συζητήσεις όταν ήμασταν
παιδιά και μετά ήμασταν πολύ αναστατωμένοι».
Το δεύτερο βήμα
είναι να διερευνήσουν οι γονείς την ετοιμότητα του παιδιού για να ακούσει την
αλήθεια. Σε αυτή τη φάση κάνουν ερωτήσεις, όπως: «τι σου είπαν τα άλλα
παιδιά;», «εσύ τι τους είπες;» και «εσύ τι πιστεύεις, τελικά;». Οι απαντήσεις
του παιδιού και, κυρίως, τα μη λεκτικά μηνύματα (το ύφος του, οι εκφράσεις του
προσώπου, ο ρυθμός ομιλίας, το βλέμμα του κτλ.,) θα βοηθήσουν τους γονείς με
δύο τρόπους:
α) να κερδίσουν χρόνο για να σκεφτούν τι θα απαντήσουν και
β) να καταλάβουν το πόσο έτοιμο είναι το παιδί τους να
ακούσει κάποιες αλήθειες.
Πριν προχωρήσουν στο τρίτο βήμα, οι γονείς πρέπει να έχουν
ξεκαθαρίσει μέσα τους ποια είναι η ανάγκη του παιδιού και ποια είναι η δική
τους ανάγκη. Υπάρχουν γονείς που δε θέλουν να εγκαταλείψει το παιδί τους το
μύθο του Άγιου Βασίλη, ενώ το παιδί είναι έτοιμο για κάτι τέτοιο. Φοβούνται
περισσότερο από τα παιδιά την αποκάλυψη, γιατί τη συνδέουν με κατάρρευση της
παιδικότητας και της αθωότητας. Πρέπει να κατανοήσουν και οι ίδιοι ότι η
παιδικότητα και η αίσθηση «θαύματος» και «μαγείας»: α) δεν είναι η ουσία των Χριστουγέννων και
β) μπορούν να κατακτηθούν και με άλλους τρόπους (και όχι
μόνο με τον Άγιο Βασίλη).
Επίσης, οι γονείς
πρέπει να καταλάβουν ότι η αποκάλυψη της αλήθειας δε σημαίνει ότι πρέπει να
σταματήσει και όλη η οικογενειακή παράδοση που συνοδεύει τις γιορτές. Οι
γονείς, μετά την αποκάλυψη, μπορούν να
συνεχίσουν να λένε- αστειευόμενοι πια- ότι «θα έρθει ο Άγιος Βασίλης».
Στο τρίτο βήμα,
οι γονείς αποκαλύπτουν την αλήθεια στο βαθμό που πιστεύουν ότι αντέχει το
παιδί. Αν το παιδί δεν ξαναρωτήσει τίποτα για τον Άγιο Βασίλη, πιθανόν να έχει
καλυφθεί από όσα του πουν την πρώτη φορά. Αν συνεχίσει να ρωτά, χρειάζεται να
ακούει ξανά και ξανά τα ίδια για να τα εμπεδώσει ή να ακούσει κάτι καινούριο
που θα καλύψει κάποια λογικά κενά. Είναι σημαντικό να ακούει τα ίδια πράγματα
και από τους δύο γονείς του. Καλό θα είναι οι γονείς να έχουν προετοιμαστεί για
μια τέτοια συζήτηση από την εποχή που το παιδί τους πηγαίνει στον παιδικό
σταθμό και έχει ερεθίσματα από άλλα παιδιά που «του ανοίγουν τα μάτια».
Ποιος είναι ο πιο ανώδυνος τρόπος για να πει ο γονιός την
αλήθεια; Να παραδεχτεί την ύπαρξη του Άγιου Βασίλη αλλά με έναν άλλο τρόπο!!!
Δηλαδή, να πει στο παιδί ότι ο Άγιος Βασίλης υπάρχει, αλλά δεν είναι με κόκκινα
ρούχα, άσπρα γένια κτλ. Είναι ένας Άγιος που δεν τον βλέπουμε, βοηθά τους
γονείς να βρίσκουν λεφτά τα Χριστούγεννα για να παίρνουν δώρα και φέρνει στις
οικογένειες αγάπη κτλ.
Αν η οικογένεια έχει χριστιανικές αρχές, ο γονιός μπορεί να
μιλήσει για τον πραγματικό Άγιο Βασίλη, το Μέγα Βασίλειο, που είχε πολλές
γνώσεις (ήξερε πολλές επιστήμες) και έφτιαξε μία πόλη για τους φτωχούς (τη
Βασιλειάδα). Επίσης, από τη ζωή αυτού του Αγίου ξεκίνησε το έθιμο της
βασιλόπιτας (είχε γίνει ένα σχετικό θαύμα). Γενικότερα, η απάντηση που μπορεί
να δώσει ένας γονιός είναι ότι «εμείς , στην οικογένειά μας, πιστεύουμε ότι
υπάρχει ο Άγιος Βασίλης, αλλά δεν είναι έτσι όπως δείχνει η τηλεόραση. Δεν
φέρνει εκείνος τα δώρα κάτω από το δέντρο. Φέρνει, όμως, άλλα δώρα στις
οικογένειες: αγάπη, χαρά κτλ.». Αυτού του τύπου η απάντηση μπορεί να φαίνεται
πιο περίπλοκη, αλλά λύνει πολλά ερωτήματα και πληγώνει λιγότερο. Μάλιστα,
αναδεικνύοντας έναν τέτοιο άγιο, αυτός μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο για τα
παιδιά καθώς θεωρείται και προστάτης των γραμμάτων και είναι ένας από τους
τρεις Ιεράρχες.
Τέταρτο βήμα: οι
γονείς θα πρέπει να δεχτούν τις αρνητικές αντιδράσεις του παιδιού και να
περιμένουν, με υπομονή, την «ανάκαμψη» του παιδιού. Μπορούν να πουν στο παιδί
τους ότι το καταλαβαίνουν, ότι και οι ίδιοι πέρασαν από μια παρόμοια φάση στο παρελθόν
και ότι, τελικά, βρήκαν έναν άλλο τρόπο να πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη. Μπορούν
να αφήσουν το παιδί τους να «απευθύνεται» στον Άγιο Βασίλη-όπως γινόταν και
παλιότερα- μόνο που τώρα μπορεί του ζητά διαφορετικά πράγματα (π.χ. να είναι
όλοι καλά στην οικογένεια) και όχι δώρα.
Αν ωστόσο δουν υπερβολικές αντιδράσεις από την πλευρά του
παιδιού, οι οποίες κρατούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε θα πρέπει να
ανησυχήσουν.
Τελικά, υπάρχει ή δεν
υπάρχει Άγιος Βασίλης;
Στο ερώτημα αυτό καλούνται να απαντήσουν μικροί και μεγάλοι.
Ο καθένας έχει μια εικόνα στο μυαλό του για αυτή τη μορφή είτε μέσα από την
εκκλησιαστική παράδοση (Μέγας Βασίλειος) είτε μέσα από τον καταναλωτισμό
(κόκκινα ρούχα, άσπρα γένια). Γενικότερα, πιστεύουμε στο βαθμό που έχουμε
ανάγκη να πιστεύουμε.
Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε στα παιδιά που πιστεύουν
στον Άγιο Βασίλη ότι αυτοί οι «Άγιοι Βασίληδες» που κυκλοφορούν στο δρόμο δεν
είναι οι πραγματικοί. Οι ψεύτικοι «άγιοι» μπορεί να τρομάζουν κάποια μικρά
παιδιά ή να τα μπερδεύουν. Γι’ αυτό, οι γονείς μπορούν να διευκρινίσουν από την
αρχή ότι πρόκειται για «ηθοποιούς/ διασκεδαστές κτλ. που φορούν ρούχα σαν του
Άγιου Βασίλη για να χαίρονται τα μικρά παιδιά και να βγάζουν φωτογραφίες».
Από εκεί και πέρα, είναι καλύτερα να συνδέουμε τον Άγιο
Βασίλη με την ατμόσφαιρα και τις αξίες των Χριστουγέννων παρά με τα ακριβά
δώρα. Προτείνω στους γονείς που προωθούν το σύμβολο του «κουβαλητή» Άγιου-
Βασίλη να το σταματήσουν. Ο Άγιος μπορεί να φέρνει δώρα, αλλά όχι απαραίτητα
αυτό που ζητά το παιδί. Τι θα γίνει αν, κάποια στιγμή, οι γονείς δεν έχουν τόσα
χρήματα όσα χρειάζονται για να αγοράσουν τα δώρα που ζητούν τα παιδιά από το
χοντρούλη Άγιο; Και τι είναι αυτό που έχουν ανάγκη τα παιδιά: τα δώρα ή τη
ζεστασιά και την αγάπη; Συνήθως, τα ακριβά δώρα δίνουν σύντομη χαρά, ενώ οι
γιορτές που ντύθηκαν με συναισθήματα αγάπης- ακόμη και χωρίς δώρα- μένουν για
πάντα στη ζωή του παιδιού….