Και ας τσαντίζονται πολλοί: η στάση μας απέναντι στους μετανάστες, στους θαλασσοπνιγμένους και γενικότερα στους ξένους είναι άξενη και κινούμενη από μίσος και βαθειά σιχασιά και περιφρόνηση. Διαχρονικά και με συνέπεια. Δεν ξέρω τι συνέβαινε στα Αμπελάκια, στη Μολδοβλαχία, στης Μαργαρίτας τ' αλωνάκι και σε τα χαρούμενα χωριά Ταϋγέτου, Κυκλάδων και Πίσω Κουτσούφιανης επί Βαυαροκρατίας, αλλά τουλάχιστον τα τελευταία 100 χρόνια ο Έλληνας μισεί τους ξένους: μισοξενία κι όχι "ξενοφοβία".
Ο ξένος για τον Έλληνα δεν ορίζεται ως ο αλλόδοξος (Φράγκος, Τούρκος κτλ.), αλλόγλωσσος (ποιοι μίλαγαν ελληνικά στην ελληνική επικράτεια το 1914 ή και το 1924; σιγά), αλλόφυλος, αλλογενής, αλλοδαπός κτλ. Ξένος ήταν και είναι ο φτωχός που δε γνωρίζω (ή ο Εβραίος, ανεξαρτήτως εισοδημάτων).
Το είχε γράψει ο Θεοδωρίδης κάπου ωραιότατα, αλλά πού να ψάχνω τώρα: μια χαρά είναι ο Έλληνας με τον πλούσιο τουρίστα, τον Σαουδάραβα κροίσο (κι ας τουρλώνει και αυτός τον κώλο του για να προσευχηθεί), την τέως αμερικανική αποικία της Γλυφάδας με τις ασχημονίες των γιάνκηδων.
Εκεί λοιπόν εξαντλείται παραδοσιακά η αλληλεγγύη και το κοινοτικό πνεύμα του Έλληνα, με λαμπρές εξαιρέσεις που κυρίως εντοπίζονται στην Κρήτη, στα Επτάνησα αλλά και αλλού και που πάντως δεν αρκούν για να απαλλάξουν τον νεοελληνικό πολιτισμό από το άγος του: εξαντλείται στον φτωχό και στον ανήμπορο που γνωρίζω.
Αυτό δεν ήτανε μόνο χαρακτηριστικό όσων λ.χ. υποδέχτηκαν τους Μικρασιάτες. Και οι ίδιοι οι Μικρασιάτες είχανε την πεποίθηση ότι στερημένοι από τους Τούρκους κολλίγους, τις λίρες, τα βούτυρα, τα ζώα και τη γη (μιλάω με γνώμονα τους προγόνους μου που ήταν κτηματίες, κι όχι τους Σταμπουλιώτες, που έτσι κι αλλιώς τους είχαν όλους γραμμένους και στο φτύσιμο μέχρι και τον 21ο αιώνα) ήτανε ζώα πια, απανθρωποποιημένοι κι αποκτηνωμένοι. Διάβασα κάπου τη βαθειά περιφρόνηση μιας γιαγιάς που την έστειλαν στην Ελλάδα, όπου μαγειρεύουνε με λάδι κι όχι βούτυρο, λες και το φαΐ είναι σαλάτα. Τα έχω ακούσει με τα αυτιά μου αυτά.
Μην πέφτετε από τα σύννεφα για τη μεταχείριση των ξένων. Η φτώχεια μάς βρωμάει στην Ελλάδα, αλλά του ξένου βρωμάει δυο και τρεις φορές.
Ο ξένος για τον Έλληνα δεν ορίζεται ως ο αλλόδοξος (Φράγκος, Τούρκος κτλ.), αλλόγλωσσος (ποιοι μίλαγαν ελληνικά στην ελληνική επικράτεια το 1914 ή και το 1924; σιγά), αλλόφυλος, αλλογενής, αλλοδαπός κτλ. Ξένος ήταν και είναι ο φτωχός που δε γνωρίζω (ή ο Εβραίος, ανεξαρτήτως εισοδημάτων).
Το είχε γράψει ο Θεοδωρίδης κάπου ωραιότατα, αλλά πού να ψάχνω τώρα: μια χαρά είναι ο Έλληνας με τον πλούσιο τουρίστα, τον Σαουδάραβα κροίσο (κι ας τουρλώνει και αυτός τον κώλο του για να προσευχηθεί), την τέως αμερικανική αποικία της Γλυφάδας με τις ασχημονίες των γιάνκηδων.
Εκεί λοιπόν εξαντλείται παραδοσιακά η αλληλεγγύη και το κοινοτικό πνεύμα του Έλληνα, με λαμπρές εξαιρέσεις που κυρίως εντοπίζονται στην Κρήτη, στα Επτάνησα αλλά και αλλού και που πάντως δεν αρκούν για να απαλλάξουν τον νεοελληνικό πολιτισμό από το άγος του: εξαντλείται στον φτωχό και στον ανήμπορο που γνωρίζω.
Αυτό δεν ήτανε μόνο χαρακτηριστικό όσων λ.χ. υποδέχτηκαν τους Μικρασιάτες. Και οι ίδιοι οι Μικρασιάτες είχανε την πεποίθηση ότι στερημένοι από τους Τούρκους κολλίγους, τις λίρες, τα βούτυρα, τα ζώα και τη γη (μιλάω με γνώμονα τους προγόνους μου που ήταν κτηματίες, κι όχι τους Σταμπουλιώτες, που έτσι κι αλλιώς τους είχαν όλους γραμμένους και στο φτύσιμο μέχρι και τον 21ο αιώνα) ήτανε ζώα πια, απανθρωποποιημένοι κι αποκτηνωμένοι. Διάβασα κάπου τη βαθειά περιφρόνηση μιας γιαγιάς που την έστειλαν στην Ελλάδα, όπου μαγειρεύουνε με λάδι κι όχι βούτυρο, λες και το φαΐ είναι σαλάτα. Τα έχω ακούσει με τα αυτιά μου αυτά.
Μην πέφτετε από τα σύννεφα για τη μεταχείριση των ξένων. Η φτώχεια μάς βρωμάει στην Ελλάδα, αλλά του ξένου βρωμάει δυο και τρεις φορές.
Όσοι εξ ημών αρέσκονται στην επίκληση των Αρχαίων Ελλήνων, ως γνήσιοι απόγονοι αυτών, ξεχνάνε επιμελώς τον Ξένιο Δία...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι να ήταν μόνο ελληνική συνήθεια η μισοξενία απέναντι στον φτωχό. Όλοι οι άνθρωποι δυστυχώς στον ίδιο βούρκο βουλιάζουν λίγο-πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποτε είδα ένα ντοκιμαντέρ στας Ευρώπας για την άφιξη των προσφύγων της βαυαρική επαρχίας στο Μόναχο κατά τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς: τα ίδια με αυτά που κάνανε οι Παλαιοελλαδίτες στους τουρκομερίτες τον 19ο αι. και οι "ντόπιοι" στους Μικρασιάτες τον εικοστό. Και στην περίπτωση του Μονάχου δε μιλάμε για τίποτα "σλαβόσπορους" από την Τσεχία, ξέρω 'γώ, αλλά για συγγενείς και γείτονες που είχαν την ατυχία να χάσουν ξαφνικά τα πάντα.
Σήμερα ο Φάρατζ, η Λεπέν κι οι οπαδοί τους ωρύονται για τους μουσουλμάνους στην Ευρώπη, αλλά κανείς τους δεν ενοχλείται από τους εμίρηδες που αγοράζουν τη Μάντσεστερ Σίτυ και την Παρί. Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί και Ιταλοί θαυμάζανε από μακρυά τους "ρομαντικούς Τσιγγάνους" ακόγουντας φλαμέγκο και gypsy jazz, μα μόλις άνοιξαν τα σύνορα με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, κλείσαν τη μύτη τους και αποφάνθηκαν ότι πρόκειται για καταπατητές και μαχαιροβγάλτες. Ακόμα και στις χώρες των "ευγενών βαρβάρων", οι Κορεάτες μισούν τους Ιάπωνες, ο μέσος Μαγκρεμπίνος τους υποσαχάριους και η μια αφρικανική φυλή ταπεινώνει την άλλη. Όταν όμως μιλάει το χρήμα και ο ένας νομίζει ότι θα έχει κέρδος από τον άλλο, θυμούνται τα πανανθρώπινα ιδανικά.
Προς τι λοιπόν η έκπληξη...
Πολύ σωστά τα λέτε. Ωστόσο, η ξενοφοβία αλλού έχει και ένα πρόσχημα φυλετισμού, εθνικισμού.
Διαγραφή