Το εργοστάσιο δούλευε με γοργούς ρυθμούς μέρα νύχτα.... Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν και όλων των λογιών τα χριστουγεννιάτικα δένδρα που κατασκεύαζε έπρεπε να είναι έτοιμα από τις αρχές του Δεκέμβρη για να φύγουν για τα ράφια των καταστημάτων... Πράσινα τα περισσότερα, αλλά και χρυσαφιά και ασημιά και σε άλλα χρώματα δένδρα, σε διάφορα μεγέθη από μικρά ως πολύ μεγάλα, ελέγχονταν και έμπαιναν χαρούμενα στα κουτιά τους... Όμως μέσα στον πυρετό παραγωγής όλο και κάποια λάθη έκαναν τα μηχανήματα και όλο και κάποιο δεντράκι βρίσκονταν να έχει κάποιο μικρό ή μεγαλύτερο πρόβλημα. Κάποιο δεν είχε αρκετά φύλλα, κάποιο έβγαινε σε παράξενο χρώμα, σε κάποιο άλλο έλειπε ένα ή περισσότερα κλαδιά.... Στον έλεγχο αυτά τα δεντράκια έβγαιναν στην άκρη και περίμεναν εκεί τρομαγμένα να μάθουν την μοίρα τους...
Έτσι μια μέρα ήρθε η σειρά από ένα δεντράκι που βγήκε από τα μηχανήματα με λίγο στραβό κορμό και με κάποια κλαδάκια που έλειπαν. Γι αυτό μπήκε στην άκρη και άρχισε να αγωνιά για την μοίρα του... Λίγο αργότερα βρέθηκε με άλλα δυο δεντράκια σε έναν κάδο σκουπιδιών έξω από το εργοστάσιο... Ένιωσε πολύ δυστυχισμένο... Και η δυστυχία του μεγάλωσε όταν λίγο αργότερα κάποιος περαστικός είδε τα δένδρα στον κάδο, διάλεξε το πιο καλοφτιαγμένο από τα άλλα δύο μετρώντας πιο είχε τα περισσότερα κλαδιά. Εκείνου δεν του έδωσε καν σημασία γιατί ήταν λίγο στραβό... Πόσο έκλαψε... Όταν κάποιο φτωχόπαιδο πήρε και το άλλο δένδρο τότε έμεινε μόνο κι απαρηγόρητο... Μέχρι που έφτασε το βράδυ και απόκαμε κι αποκοιμήθηκε...
Κάποια στιγμή μέσα στην νύχτα ένιωσε να το γαργαλούν. Ξύπνησε τρομαγμένο! Τι ήταν αυτά τα παράξενα πλάσματα που περπατούσαν πάνω του; Μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσε να καταλάβει... Σε λίγο άρχισε να νιώθει ότι ανασηκώνεται σιγά σιγά από πάρα πολλά χεράκια και να γλιστράει πάνω τους από χεράκι σε χεράκι έξω και μακριά από τον κάδο... Ήταν σαν να γλίστραγε πάνω σε ένα μαλακό χαμηλό γούνινο στρώμα... Όταν έφτασαν πιο κάτω, εκεί που ένα φανάρι φώτιζε τον δρόμο είδε ότι γύρω και κάτω του ήταν πολλά, μα πάρα πολλά μικρά ποντίκια. Εκείνα το κουβαλούσαν στις πλάτες τους... “Άραγε που με πηγαίνουν;” αναρωτήθηκε το δεντράκι μας. Η απορία του έμελλε να λυθεί σύντομα. Το πήγαιναν προς ένα μεγάλο, όμορφο σπίτι, από εκείνα που σίγουρα ανήκουν σε κάποια πλούσια οικογένεια. Όλα μαζί έφτασαν στο πίσω μέρος του σπιτιού και εκεί τα ποντίκια άφησαν το δεντράκι χάμω.
“Και τώρα τι θα με κάνουν άραγε;” σκέφτηκε πάλι το μικρό μας, λίγο στραβό και με κάποια κλαδάκια που έλειπαν, δένδρο. Σε λίγο είδε τα ποντίκια να σκαρφαλώνουν στον τοίχο από τα λούκια, μέχρι πάνω στην σοφίτα του σπιτιού. Ύστερα όλα μαζί άρχισαν να κατεβαίνουν πιάνοντας το ένα το άλλο και να σχηματίζουν κάτι σαν χαλί που σκέπαζε τον τοίχο ως κάτω. Και τότε άρχισαν από χεράκι σε χεράκι πολλά πολλά μικρά χεράκια να το τραβούν προς τα πάνω. Ανέβαινε, ανέβαινε, ανέβαινε σιγά σιγά αλλά σταθερά προς την σοφίτα. Όταν έφτασε ψηλά στο παράθυρο το τράβηξαν όλα μαζί μέσα σε ένα ξεχασμένο από τους ιδιοκτήτες δωμάτιο της σοφίτας. Κλεισμένο από χρόνια το δωμάτιο αυτό είχε γίνει το βασίλειο των ποντικών. Τι μεγάλη έκπληξη ήταν για το μικρό δένδρο τα τόσα πολλά στολίδια που είδε εκεί αραδιασμένα στο πάτωμα... Όλα είχαν κάποιο μικρό πρόβλημα που έκανε τους ανθρώπους να τα πετούν στα σκουπίδια ή ήταν πολύ παλιά και είχαν την ίδια μοίρα απλά επειδή τα είχαν βαρεθεί. Όμως τι όμορφα που ήταν όλα ειδικά τώρα που ήταν όλα μαζί.
Γρήγορα τα ποντίκια άρχισαν πρώτα να φροντίζουν το μικρό δένδρο. Αφού το έστησαν όρθιο καθάρισαν τα φυλλαράκια και τα κλαδάκια του ένα ένα, τα άπλωσαν όμορφα παντού έτσι ώστε να κρύβονται τα μέρη εκείνα που έλειπαν κλαδάκια και έτσι που δεν φαίνονταν πολύ ότι ο κορμός του ήταν λίγο στραβός... Για τα ποντίκια ήταν ένα όμορφο δεντράκι έτοιμο για στόλισμα. Κι αυτό άρχισαν να κάνουν τώρα... Σχημάτισαν μια αλυσίδα από την κορυφή του ως κάτω και από χέρι σε χέρι ανέβασαν πρώτα μια μακριά σειρά από φωτάκια που είχαν φτιάξει ενώνοντας πολλές άλλες ελαττωματικές σειρές που βρήκαν στα σκουπίδια. Ύστερα με τον ίδιο τρόπο ανέβασαν και κρέμασαν πάνω του όλα τα όμορφα στολίδια που ήταν από πριν αραδιασμένα στο πάτωμα. Και με τέχνη τα έβαζαν έτσι που κανένας δεν μπορούσε να δει τα ελαττώματά τους. Όταν τελείωσαν, κάποια περιστέρια που ζούσαν κι αυτά στη σοφίτα, έφτασαν κουβαλώντας το καθένα και μια χρωματιστή κορδέλα ή ένα κομμάτι γιρλάντας. Πέταξαν γύρω του και το στόλισαν και με αυτές... Τώρα ήταν πανέμορφο... Κι ευτυχισμένο... Και έγινε μεγάλη γιορτή στην σοφίτα και εκείνο το βράδυ και όλα τα βράδια των γιορτών...
Όμως δεν τέλειωσε εδώ η ιστορία μας... Όταν τα Χριστούγεννα πέρασαν, το δεντράκι μας ξεστολίστηκε από τα χριστουγεννιάτικα στολίδια που τα ποντίκια έβαλαν με τάξη σε κουτιά σε μιαν άκρη. Και ενώ το δεντράκι περίμενε να το μαζέψουν κι αυτό, τα ποντίκια το στόλισαν με πολλά χειμωνιάτικα φρούτα και καρπούς. Έτσι το δένδρο παρέμεινε στολισμένο αλλά ήταν και μια όμορφη αποθήκη τροφίμων. Κάθε μέρα τα ποντίκια μάζευαν λίγα φρούτα και λίγους καρπούς για το φαγητό τους. Μέχρι που έφτασε το Πάσχα. Τότε πάνω που το δένδρο είχε ξεστολιστεί, τα ποντίκια έφεραν πολλά χρωματιστά αυγά και πολλά πολλά καμπανάκια και το στόλισαν πάλι με αυτά. Μέχρι την Κυριακή του Θωμά ήταν έτσι στολισμένο. Αλλά και πάλι την επομένη τα περιστέρια και τα ποντίκια έφεραν λογιών λογιών λουλούδια και το στόλισαν πάλι. Και κάθε μέρα έφερναν φρέσκα. Όταν ήρθε το καλοκαίρι το στόλισαν με κοχύλια. Το φθινόπωρο με φρούτα! Και μετά μέχρι τα Χριστούγεννα με καρύδια, βελανίδια, κάστανα, κι αμύγδαλα. Κι ύστερα όλα πάλι από την αρχή....
Το δεντράκι μας στάθηκε τελικά πιο τυχερό από όλα τα άλλα. Κάθε μέρα της ζωής του τα ποντίκια το φρόντιζαν, το καθάριζαν και το στόλιζαν. Δεν έμεινε μόνο του ποτέ πια. Γιατί τα ζωάκια της σοφίτας είδαν την ομορφιά που μπορούσε να δώσει. Κι ας ήταν λίγο στραβό... Κι ας του έλειπε και κάποιο κλαδάκι.