
Ακινητοποιημένος στο κρεβάτι απ’ κλάμα και τον πόνο περνούσαν οι σκηνές μπροστά απ’ τα θολωμένα, κοκκινισμένα μάτια μου των τελευταίων μηνών: πως άρχισε να με παραγνωρίζει, να με αγνοεί, πως άρχισε να παίρνει αποφάσεις για τα κοινά χωρίς εγώ να έχω λόγο. Πως άρχισα να διαμαρτύρομαι χωρίς αποτέλεσμα, πως άρχισα να καυγαδίζω μαζί του, πως έλεγα ότι δεν αντέχω άλλο την κατάσταση και πως μου έλεγε να περιμένουμε και ίσως καλυτερέψουν τα πράγματα. Το έλεγε, ίσως και να το θελε αλλά η κατάσταση πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο. Στέγνωσε ο ίδιος απ’ το αλκοόλ και τα χάπια και έλπιζα ότι ο χρόνος που ακολουθούσε θα ήταν για μας παράδεισος. Επιζήσαμε τα χειρότερα, εξακόσιες τόσες μέρες σε ψυχιατρεία, έκτακτες ανάγκες, νοσοκομειακά, αστυνομίες και ερυθροί σταυροί να τον φέρνουν μισοπεθαμένο στο σπίτι, πνιγμένο στο αίμα των πληγών του και την θολούρα του αλκοόλ, επιζήσαμε έναν Γολγοθά που καμιά θρησκεία ούτε για αστείο δεν περιγράφει. Έλπιζα για ένα καλύτερο αύριο. .. Κι’ αυτός το ίδιο… Χωρίς έμενα όμως…
Ακινητοποιημένος στο κρεβάτι απ’ κλάμα και τον πόνο περνούσαν οι σκηνές μπροστά απ’ τα θολωμένα, κοκκινισμένα μάτια μου των τελευταίων μηνών: Καλοκαίρι 2008, στην έξαψη του ευρωπαϊκού κυπέλλου. Ο Σσιατς έπαιρνε τρεις εβδομάδες τα αντί-αλκοολικα χάπια, τα περίφημα Καμπραλ, αλλά τον έβλεπα σε μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση. Τα φάρμακα δεν του κάθονταν και η εικόνα του, το σχεδόν παραμορφωμένο από τα χάπια πρόσωπο του δεν με έπειθε ότι το θέμα αλκοόλ τέλειωσε. Είχαμε πάει στο καφέ τον ένιωθα και τον έβλεπα ότι ήταν ανήσυχος. Δεν το άφηνα από τα μάτια μου. Το ένιωθε. Κάποια στιγμή είπα να φύγω. Ήθελε να μείνει. Δεν μου άρεσε. Έφυγα και ξαναγύρισα μετά από ένα τέταρτο για τον δω να κρατά ένα ποτήρι μπύρα. Ο κόσμος μου ξαναγύρισε ανάποδα. Ένιωσα το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Άρχισα τις φωνές αλλά με έβλεπε απλά ξαφνιασμένος και τρομαγμένος. Το μόνο που κατάφερε να με ρωτήσει ήταν γιατί του κάνω έλεγχο. Έφυγα απελπισμένος τραβώντας τα ψιλοκουρεμένα μου μαλλιά και ένιωθα την ταχυπαλμία να με κυριαρχεί γιατί ήξερα το έργο που θα άρχιζε από την αρχή ήδη πολύ καλά.