Τοποι που ποτε δεν ειδαμε (γιατι ημαστε δειλοι), που δε βλεπουμε (γιατι ειμαστε τυφλοι), που ποτε δε θα δουμε (γιατι πλεον ειμαστε και δειλοι και τυφλοι. Ανθρωποι πηγαινουν. Τους βλεπω συνεχεια να φευγουν, να τρεχουν μακρια μου, να σβηνουν σε κουκιδες κενου. Ανθρωποι που δε γνωριζω. Που ποτε δε θα γνωρισω. Που ποτε δε θα μαθω γιατι συνεχεια απομακρυνονται απο εμενα. Μηπως πρεπει ν' αρχισω να τρεχω κι εγω μαζι τους?
Καθε γυναικα εφευρισκει μια τραγωδια μονο και μονο για να βρεθει καποιος να τη σωσει. Αυτη ειναι η δικη μου τραγωδια:...Ειμαι νεα, ειμαι γυναικα, ειμαι Ελληνιδα, ειμαι κορη, ειμαι ερωμενη, ειμαι αδερφη, ειμαι μαθητρια, ειμαι ευτυχισμενη, ειμαι γεματη ονειρα και δακρυα, ειμαι τοσα και τοσα αλλα, μα πανω απ' ολα ειμαι Εγω. Μεσα σ' ενα εκατομμυριο διαφορετικες ταυτοτητες πως θα βρω το δρομο για το δικο μου προσωπο? Την γυμνη, αυλη μορφη της υπαρξης μου. Γι αυτο που θα ημουν εαν γεννιομουνα σ' ενα τελειο πλανητη οπου δε θα υπηρχαν ουτε γλωσσες, ουτε θεοι, ουτε συνορα, ουτε φυλα, ουτε γεννητορες, ουτε κτητορες, δε θα υπηρχαν ηλικιες ή παθη. Να στεκομαι Εγω εκει στη μεση του γεματου πουθενα ενας σβωλος μαζας με το αερινο αιμα να παλλεται στις φλεβες μου και να μου λεει φωναχτα: Προς τα εκει βρισκεται θαμμενο το παιδικο σου δωματιο. Να τρεχω κατα κει ελευθερη. Ελευθερος. Εχοντας πιει την αγαπη ολοκληρου του κοσμου. Ποιος αντεχει τοση σκονη στο αιμα του? Αμα δοθεις ολοτελα ετσι στα ξαφνικα τρελαινεσαι. Μισεις αυτη τη σαρκα που σε περιοριζει. Φραζει την καρδια σου να νιωσει. Σταματαει το χερι σου να δωσει. Σβηνει τη φωνη σου να μιλησει. Μισεις ομως αυτο που αγαπας περισσοτερο.
Ο πρωτος θνητος πεινασε αρπαξε το ροπαλο και σκοτωσε το ζωο. Ματωσε τα χερια του για να μεγαλωσει τη νεα ζωη που ηρθε. Κανενας μας δεν την προσκαλεσε κι ομως εκεινη μας χτυπησε την πορτα. Ολο φουρια και κλαγγη ηρθε. Κατι θελει. Κλαμα, αιμα και δυο μικροσκοπικα κυτταρα που θα αγαπιουνται για παντα. Δεν υπαρχει μητερα ουτε πατερας. Βαγονια του παρελθοντος ολοι τους. Ουτε κορη, ουτε αδερφη. Ουτε γυναικα, ουτε αντρας."Η ζωη δεν μας δοθηκε, μας παραδοθηκε"--Αλφρεντ Αντλερ. Επεσε οπως το εξουθενωμενο παιδι στην αγκαλια μας.
Αυτα τα εγραψα μεσα στο μετρο του Παρισιου τρισημισυ χρονια πριν... Θυμαμαι το βαγονι να τρεχει υπογεια κι εγω περικυκλωμενη απο δυσνοητα προσωπα με εκφρασεις που δεν ηξερα να μεταφρασω. Θυμαμαι να καθομαι στην καρεκλα μου σχεδον αορατη παρατηρωντας ολες τις φυλες του Ισραηλ να παρελαυνουν απο μπρoστα και πισω και δεξια κι αριστερα μου. Θυμαμαι την τελευταια βολτα στο Σηκουανα με τη Νανα... Θυμαμαι τα νερα του ποταμου... Θυμαμαι εκεινο το μεθυστικο αρωμα της πολης που αν το μυρισεις παει και τελειωσε: στοιχειωνει τις μνημες σου... Ποσο μικρη ημουνα τοτε... Ποσο διαφορετικο θα ηταν ενα ταξιδι τωρα...
Τα ξαναφερα ολα τουτα στο νου μου σημερα ακουγοντας το Yellow Submarine των Beatles στο ραδιοφωνο καθως οδηγουσα. . . Καθομασταν σ' ενα καφε στο Παρισι αναγκαστικα γιατι μας επιασε βροχη. Χωθηκαμε στα βιαστικα και παραγγειλαμε κατι ζεστο να πιουμε οσοτου περασει μια απο αυτες τις απροσκλητες, φουριοζες μπορες του Παρισου. . . Παραδιπλα δυο νεραες Γαλλιδες με τα παιδακια τους ακομα στa καροτσακιa τους τραγουδουσανε γελωντας αυτο το τραγουδακι . . .
Κι απο τοτε αυτοι οι στιχοι αυτοι με ταξιδευουν παντοτε σ' εκεινη τη μαγικη στιγμη που ημουνα 21 χρονων, εξω ειχε κρυο και μπουμπουνιζε και γω με την παρεουλα μου μπλεκαμε τα χερια στο καυτο φλυτζανι να τα ζεστανουμε καπου εκει σ' ενα κουτουκι του Παρισιου . . .