Σελίδες

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Ζαριά


Έπαθα Έρωτα. Με Τα Γυμνά Δέντρα.  
Έπαθα Έρωτα με την Ομορφιά της Απογύμνωσης.  
Έπαθα Έρωτα με το Υποννοούμενο Άγγιγμα των Κορμών. 
Άφησέ το να κοιταχτεί...  



Έπαθα Έρωτα με τις γυμνές της λέξεις.. Έπαθα Έρωτα με την Ομορφιά της Απογύμνωσης του Φόβου. Άφησέ το να διαβαστεί...

“Η αλήθεια είναι ότι ο θάνατος της μητέρας μου ήτανε μια κρυφή αρρώστια και να που τώρα η εμφάνισή σου είναι το φάρμακο και το θαύμα. 
Χωρίς να μ έχεις κοιτάξει, χωρίς να μου έχεις πει ούτε λέξη, η αύρα σου μου υπόσχεται ότι μας περιμένει μια σειρά πανηγυράκια περασμένα από μια πετονιά, ότι θα τελειώσει κι αυτός ο χειμώνας κι εμείς και τα νησιά θα πηγαινοερχόμαστε μέσα στο ζεστό αεράκι. 
Η αύρα σου μου λέει οτι θα έρθει η στιγμή που θα ανοίξει και πάλι ο καιρός και οι δρόμοι και οι φράσεις, πως θα βρεθεί η λέξη-κλειδί, που έρχεται, που προστάζει, που αποσαφηνίζει, και θα κάνει να υπάρξει κι άλλο καλοκαίρι.

Δεν θα πεθάνουμε ούτε από το κρύο ούτε από μοναξιά ούτε από τις καταστροφές του πολέμου αλλά ούτε κι από ασάφεια.

Στα γράφω αυτά και μου έρχεται από τους 5000 βαθμούς κάτω από το μηδέν η φωνή της μητέρας μου χαδιάρικη - “ακόμα με φοβάσαι” μου λέει “γι αυτό φοβάσαι το κρύο”. Ναι, το φοβάμαι, φοβάμαι όταν έξω από το σπίτι φυσάει όπως όταν έχει νικήσει η τρέλα και οι τέσσερις κυρίαρχοι αέρηδες χτυπιούνται σώμα με σώμα και φυσάει χώμα κι αρμυρό νερό από μια μακρινή θάλασσα, που γίνεται κοντινή, τώρα έφτασε και αφρίζει κάτω απ τα παράθυρα του νού. Τώρα κι εσένα ακόμα σε φοβάμαι, με τις μυστικές σου υποσχέσεις για θαυματουργά δαχτυλίδια που θ΄ ανταλλάξουμε μια νύχτα πανηγυριού – πάνω από το χώμα όλο το γλέντι ιπτάμενο, όλη η χαρά σε μια νύχτα που θα τη στραβώσει ο ήλιος και τότε θα σβήσει η υπόσχεση της αύρας σου. Όχι, δε θα σβήσει γιατί κάτι επάνω σου μου λέει ότι θα είμαστε σώοι και αβλαβείς. Ορκίζομαι να σου πάρω τα μυαλά, να σου κλέψω τα μυστικά σου γιατί ο θεός μου είναι ο Ερμής.”


Τη λένε Μαρία Μήτσορα. 
Το απόσπασμα (τι ειρωνική λέξη.... για κάτι που μου έδωσε ανέλπιστες ανάσες και με παρέσυρε σε ομορφιά, σε στιγμές δύσκολες και χωρίς αέρα) είναι από το βιβλίο της “Καλός Καιρός / Μετακίνηση” και έχει τίτλο Ζαριά/Το Κρύο απ το παρελθόν.  

Μου λείψατε...  
Θα μου λείπετε... 

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

το Παιδί και το γράμμα

Πάντα πίστευα πως τα παιδιά μας βγάζουν απ τα ζόρια. Τα παιδιά μπορούν να μας βγάλουν απ το τέλμα. Κι ας λέμε όλοι οι άλλοι εκείνα τα χαριτωμένα, "παιδί μένεις στην ψυχή" "δεν έχει σημασία η ηλικία" "ας μείνουμε πάντα παιδιά"... ξέρουμε πολύ καλά, πως δε μπορούμε να είμαστε πραγματικά παιδιά. Μόνο να παίζουμε τα παιδιά, σαν κακοί ηθοποιοί. Όχι με κακή πρόθεση. Μπορεί πραγματικά να θέλουμε να είμαστε σαν παιδιά. Αλλά αντιλαμβάνεσαι ότι πολύ απλά δεν γίνεται! Γιατί επίσης πολύ απλά, δεν είσαι παιδί. Είσαι ενήλικας. Με όσα καλά και κακά φέρνει αυτό μαζί του. Φλυαρώ όμως και θα χάσω το σημαντικό. Το σημαντικό λοιπόν είναι πως ένα παιδί βρήκε και τα χαμένα γράμματα. Ήρθε χθες το βράδυ και τα άφησε στην πόρτα μου η Joker. Και γώ θέλω να το μοιραστώ από δω - γιατί στην άκρη της πόρτας μπορεί να μην τα δείτε.

Η στιχομυθία είναι απ τα σχόλια της προηγούμενης ανάρτησης "1 γρΑμμα"

J: Μπορεί να είναι εκείνο το j που υπήρχε κάποτε στα αρχαία..

S: Jokerακι, τι ήχο είχε εκείνο το γράμμα; και τι χρώμα; έχεις καμία υποψία; Ξέρεις άλλα γράμματα που να έχουν χαθεί; (κι ας μην ήταν ελληνικά - δε με πειράζει).

J: Εκείνο το γράμμα χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει έναν αρχαίο φθόγγο. 

Δεν ξέρω τον ήχο του, ξέρω όμως το όνομα του..Γιώτ! 
Από τα ελληνικά κάποτε χάθηκε και το F που το έλεγαν Δίγαμμα επειδή μοιάζει με δύο Γ μαζί..
Φήμες λένε ότι το χρώμα τους ήταν το λευκό αλλά κάποτε έγινε διαφανές γι'αυτό και χάθηκαν και κανείς δε μπόρεσε να τα βρει..
Α! Ξέρω και για ένα ακόμη..ένα που έμοιαζε με το N αλλά η γραμμούλα δεν ήταν από πάνω προς τα κάτω αλλά από κάτω προς τα πάνω..Αυτό το γράμμα λεγόταν Κόππα. 
Βρισκόταν πάντα ανάμεσα στο Π και στο Ρ και δεν έκανε παρέα με τα άλλα γράμματα. 
Ο ήχος του ήταν σαν κ . Έτσι κάποια μέρα αποφάσισαν να κρατήσουν μόνο ένα κ και έτσι έδιωξαν το καημένο το Κοππα.. 
Από τότε κανείς δεν το έχει ξαναδεί..
Όσο για χρώμα, λένε ότι ήταν Γκρι γιατί ήθελε να περνά απαρατήρητο, σε αντίθεση με το κ που είχε έντονο χρώμα, γι'αυτό και προτίμησαν να το κρατήσουν στο αλφάβητο. 
Αυτά γνωρίζω. 
Άμα μάθω και για άλλα, θα ξανάρθω.. :) 

Να ξανάρθεις Jokeraki, να ξανάρθεις... :)

Σ ευχαριστώ για το δώρο που άφησες στην πόρτα μου.  Γιατί φωτίζεται η σκέψη πως με παιδιά, που μπορούν να ψάχνουν χαμένα γράμματα και να τα βρίσκουν, ίσως κάποτε ξαναβρεθούν και όλα όσα οι σοφοί ενήλικες χάσαμε ή κρύψαμε. 

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

1 γρΑμμα

Σταμάτησε στη μέση της λέξης. Τα πρώτα δευτερόλεπτα, απλώς έψαχνε στο μυαλό της, όπως όταν της έλειπε μια λέξη και ήξερε πως μετά από λίγο θα εμφανιζόταν. Εψαχνε... περίμενε... άφησε το βλέμμα της να χαζέψει απέναντι... Κοίταξε πάλι τη μισή λέξη... κάτι της έλειπε... Όλα τα γνωστά μισά που θα μπορούσαν να τη συμπληρώσουν, δεν έλεγαν αυτό που ήθελε να ειπωθεί. Καμία απ τις γνωστές λέξεις δεν θα άρμοζε... δεν θα άγγιζε αυτό που ήθελε να ειπωθεί.

Ίσως αν άλλαζε λέξη. Ή ίσως αν άλλαζε τη σειρά στις ήδη υπάρχουσες λέξεις; Τίποτα... κανένα φως... καμία αννάσα....
Σηκώθηκε, έκανε μερικά βήματα στο δωμάτιο... άνοιξε το παράθυρο να μπει κρύος αέρας. Η συκιά απέναντι έσπασε στη μέση. Κρίμα... τώρα θα βλέπει πιο πολλούς απέναντι.
Ξανακάθησε στο γραφείο. Η λέξη μισή, έτσι απότομα σταματημένη, αιωρείται εν αναμονή....
Άνοιξε συρτάρια... γεμάτα μολύβια ξύστρες, γόμες, διορθωτικά, χάρακες... άδεια από γράμματα.  Ούτε ένα τόσο δα γράμμα...
Ένα τόσο δα γράμμα κι ας είναι και πεζό. Κι ας είναι και κεφαλαίο. Δε μπορεί να αφήσει τη λέξη μισή, μα της λείπει ένα γράμμα.. Ένα γράμμα να την κάνει όπως θέλει να είναι αυτό που θέλει να ειπωθεί.

- Πώς θέλει να είναι αυτό που θέλει να ειπωθεί;
- Δεν ξέρω. Δε λέει.
- Γιατί;
- Δε μπορεί. Θέλει το γράμμα που λείπει για να μπορέσει. Αλλιώς η λέξη μου θα μείνει άναση.
- Έλα να τα πάρουμε με τη σειρά. 24 είναι. Κάποιο θα αναγνωρίσει τη θέση του.
- Λες; Για πάμε... άλφα ... βήτα.... γάμα...

...και έβαζε δίπλα στη μισή λέξη το κάθε γράμμα. Τίποτα... καμιά ανάσα στον ορίζοντα. Έφτασε στο ω... το έβαλε κι αυτό. Τίποτα. η λέξη χλωμή...

- Πρέπει να βρω το γράμμα που λείπει...
- Μα έβαλες και τα 24
- Μπορεί να μην είναι μέσα σ αυτά. Κάπου πρέπει να υπάρχουν κι άλλα.
- Που θα το βρούμε;
 - Δεν ξέρω. Δε μπορεί, κάπου θα υπάρχει. Μόνο αυτά τα 24 υπάρχουν στον κόσμο; Πού υπάρχουν σκόρπια γράμματα; Δεν υπάρχουν γραφεία αζήτητων ή χαμένων γραμμάτων; 


Αφιερωμένο στην katabran για όλες τις φορές που μ έχει κάνει να νιώσω α-γράμματη και για το σχόλιό της στον καθρέφτη που έγειρε... 

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

ο καθρέφτης που έγειρε

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα Σ . Περπάταγε και χάζευε τις βιτρίνες που είχαν φώτα και φωτάκια και λαμπερά παιχνίδια.
Ξάφνου βρέθηκε μπροστά σ έναν καθρέφτη που του είχε φύγει το στήριγμα και είχε γύρει στο πλάι. Κοιτάχτηκε εκεί το Σ και αυτό που είδε ήταν ένα Μ.
Έγειρε το κεφάλι δεξιά για να αναγνωρίσει τον εαυτό του... μα τίποτα. Έκανε κατακόρυφο και είδε κάτι που έμοιαζε με W αλλά ζαλίστηκε και ξανάρθε στα ίσα του.
Έκλεισε τα μάτια για μερικά δευτερόλεπτα. Τα άνοιξε και κοίταξε πάλι τον πλάγιο καθρέφτη. Πάλι Μ.
Κλείνει τα μάτια, απλώνει το χέρι και δίνει στον εαυτό του ένα χαστούκι για να έρθει στα ίσα του. Άουτς! Πόνεσε!
Με τις δαχτυλιές ζωντανές στο μάγουλο, ξανακοιτάει τον καθρέφτη. Πάλι στραβά!
Εκείνη τη στιγμή, περνάει ένα Κ που κρατούσε στα χέρια του ένα Α. Το ακουμπάει στον τοίχο σαν σκάλα, παίρνει και ένα Ρ για σφυρί και ένα Ι για καρφί, ανεβαίνει και ξαναβάζει τον καθρέφτη στην κανονική του θέση.
"Κοίτα πάλι", είπε το Κ.
Το Σ που είχε μείνει με το κεφάλι γυρτό τόση ώρα, κοιτάει και βλέπει ένα Ν. 

Βούρκωσαν τα μάτια του. Πού πήγε ο εαυτός του;
Ένα περαστικό Ο που τους παρατηρούσε τόση ώρα, κατάλαβε τι έγινε.
Πλησίασε, γλίστρησε απαλά κάτω απ το πλαγιασμένο μισό Μ - που του είχε μείνει η μια γραμμή εκτός καθρέφτη και φαινόταν σαν Ν - πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα για να φουσκώσει και σιγά σιγά σήκωσε το Σ. Εκείνο είχε σφαλίσει τα μάτια του. 
“Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα”. του είπε γλυκά το Ο.
Εκείνο δεν τα άνοιγε. Φοβόταν αυτό που θα έβλεπε.
“Δες! Μη φοβάσαι!” Του είπε με τρυφερή επιμονή το Ο.
Κοιτάει... και έλαμψε ολόκληρο! Νάτο πάλι το Σ! Ναι, είναι πάλι ο εαυτός του! Ουφ... τι ταραχή κι αυτή!
“Μα πως το έπαθα αυτό; - πως έπεσα;”
“Δεν έπεσες εσύ”, του είπε ένα Ε που ήταν δίπλα του.
“Τότε;”
“Ο καθρέφτης που κοίταγες έγειρε. Όχι εσύ.” 
Παραξενεύτηκε μ αυτή τη φράση. Έκλεισε πάλι τα μάτια σφιχτά και τα ξανάνοιξε να σιγουρευτεί.
Ήταν εκεί! Ήταν πάλι Σ. 
Αναγνώρισε τον εαυτό του, έφτιαξε μια ατίθαση τούφα απ τα μαλλιά του, που πέταγε, χαμογέλασε – σχεδόν αυτάρεσκα... είπε ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Κ στο Ρ στο Ι στο Ο - και ιδιαίτερα στο Α που έγινε σκάλα και που όλα μαζί το βοήθησαν να ξαναδεί καθαρά τις δικές του γραμμές, κοίταξε γλυκά στον καθρέφτη, το δρόμο πίσω του και κλείνοντας το μάτι στο Ε, συνέχισε τη βόλτα του, σφυρίζοντας έναν χαρούμενο ανέμελο ρυθμό.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

σου-ρεάλ


Ένα βράδυ – αν έβρεχε δε θυμάμαι – έπιασα ψιλοκουβεντούλα με τη Riski, με αφορμή μια απολύτως λογική της τοποθέτηση στην ανάρτηση με τον τίτλο Μαχίτο. Η επίσης απολύτως λογική συνοχή όσων λέγαμε, μ έκανε να κάτσω να μαζέψω μερικά  σουρεάλ στιγμιότυπα που είχα την τύχη να ζήσω. Ξέρετε, εκείνες οι κουβέντες που δεν έχουν καμία λογική και κανένα ζητούμενο, οι κουβέντες επίσης που προκύπτουν σε κάτι στιγμές που λες και το μυαλό σου έχει κάτσει στον ήλιο και παριστάνει τον τραχανά, είναι πολύ χαλαρωτικές, αρκεί βεβαίως να μην καίγεται ο διπλανός σου την ώρα που εσύ μελετάς το ρυθμό αποξήρανσης του τραχανά.

***
Είμαι με τη Βάσω (ναι, τη γνωστή φίλη με το σκουλήκι και τα χουφταλάκια ), και κάνουμε μια μεγάλη βόλτα στη βόρεια εύβοια, μέσα απ τους αγρούς..... οφείλω να δηλώσω πως είμαι αυτό που λέμε “παιδί της πόλης”.
κοιτάω λοιπόν έκθαμβη το θαύμα της φύσης... τα χωράφια δίπλα στο δρόμο σε οργασμό βλάστησης και γώ με ύφος παιδιού που του δείχνουν τα χρώματα του κόσμου για πρώτη φορά.

πω πωωω! χιλιάδες μικρές μαργαρίτεεεες! Όταν μεγαλώσουν δεν θα χωράνε στο χωράφι! αναφωνώ με ενθουσιασμό και κοιτάω τη Βάσω. 
Εκείνη γυρνάει αργά το κεφάλι της, σαν να είναι έτοιμο να σπάσει κάτι μέσα του. Το βλέμμα της είναι λίγο χαμένο λίγο καρφωμένο ... κι ακούγεται μια ίσια φωνή που δεν δείχνει τίποτα...

- χαμομήλια είναι
- ...

***
Σε μια παρόμοια βόλτα στην εξοχή, πάλι με τη Β. - ίσως να ήταν και την ίδια μέρα. Όπως οδηγώ,  βλέπω τρεις τέσσερις χαριτωμένες αγελαδίτσες να βόσκουν σε μια πλαγιά δίπλα μας. Ως χαζό παιδί χαρά γεμάτο θέλω να μοιραστώ τη βουκολική ομορφιά και λέω όλο ενθουσιασμό αφήνοντας το τιμόνι και χτυπώντας τα χεράκια!!!

- κοίτα-κοίτα!! μικρές αγελαδίτσες που βόσκουν!!! έχεις ξαναδεί τόσο μικρές;;;;

γυρνάει η Βάσω - κοιτάει αγελαδίτσες – κοιτάει εμένα - βλέμμα πάλι καρφωμένο. Μια απόγνωση διακρίνω. Δεν μπορώ να καταλάβω. Η φωνή και πάλι απ τα έγκατα.

- κατσίκες είναι
επιχείρημα φώτισε τα σκοτάδια μου
- μα έχουν στάμπες!
- ακριβώς!! έχεις ακούσει για τα παρδαλά κατσίκια που γελάνε;;;
- ...

***
ένα καλοκαίρι, σε μια θάλασσα, ναι, με τη Βάσω...

έχουμε βάλει όλο τον εξοπλισμό σαν υβ-κουστές και μπήκαμε να χαζέψουμε τα βάθη των ωκεανών. Κι εκεί που λικνίζομαι με την άνεση πέστροφας μέσα στο νερό, βλέπω ξαφνικά το θαύμα μπροστά μου. Κόντεψα να πάθω αναρρόφηση, έχασα το μπούσουλα, ήπια νερό απ τον αναπνευστήρα αλλά... ακάθεκτη... στάθηκα στην πλεύση μου! είδα το θαύμα της φύσης!!! να εκεί να κολυμπάει δίπλα μου! Οκ έπαιξαν σενάρια τρόμου στο μυαλό μου του τύπου, τώρα θα με ξεκοιλιάσει, αλλά η γοητεία να το βλέπω να περνάει δίπλα μου με μαγνήτισε. 
Κουνάω χέρια πόδια προς τη φίλη μου τη Βάσω, της κάνω νοήματα, της δείχνω προς τα κεί που κολυμπούσε το θαύμα... δεν καταλάβαινε. Της κάνω νόημα να βγει πάνω. Βγαίνω ... παίρνω και ανάσες γιατί η συγκίνηση ήταν μεγάλη και το νερό αλμυρό, βγαίνει και η Βάσω ανήσυχη.
- τι έπαθες; όλα καλά;
- είδες; είδες τι πέρασε από μπροστά μου;
- φύκι;
- όχι! μα δεν το είδες; ήταν υπέροχο!!!
- τι πέρασε τόσο υπέροχο που δεν το είδα;
- ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΞΙΦΙΑΣ!!!!
- Ζαργάνα ήταν
- ...

Και μερικά σφηνάκια για το δρόμο;

- ώχ!
- τι έπαθες;
- έπεσα απ τις παντόφλες!

***
χτυπάει τηλέφωνο
-ναι;
-έλα, κοιμάσαι;
-ναι
-ωραία. Και γώ στην τουαλέτα είμαι

***
χτυπάει τηλέφωνο;
- ναι;
- τι φωνή είναι αυτή;
- τι;
- χάλια ακούγεσαι
- ναι
- είσαι όντως;
- ναι
- τι έχεις;
- δε ..μπορώ...(βήχας)... να μιλήσω
- δεν είσαι μόνη σου;

***
σε οδηγό λεωφορείου σε άγνωστη γραμμή
- θέλω να κατέβω στην τάδε στάση. Θα μου πείτε ποιά είναι;
- ρωτήστε τον επομενο οδηγό...

***
σε ταξί 
- τι δουλειά κάνετε;
- φυσικός
- α! να σας ζητήσω μια χάρη;
- παρακαλώ
- θα μου πείτε τι να διαβάσω αρχικά σαν εισαγωή στη θεωρία του χάους
- την κόμη της βερενίκης του Γραμματικάκη.
- ευχαριστώ
- μπορώ να σας ζητήσω και γω μια χάρη;
- μα παρακαλώ! 
- με παντρεύεστε;
- ....

Αυτά για σήμερα!  Να χαίρεστε και να γελάτε! 

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

τα 10 του 11 που γίνανε 11





Σε συνέχεια της ευγενικής πρόσκλησης της Αυτής Μεγαλειότητος Κουίνης,  παραθέτω τα "καλύτερα" 10 του 11 που όμως έγιναν 11.  

1.  Αγαπημένη στιγμή. όταν σήκωσα το τηλέφωνο κι άκουσα μια 3μιση χρονών φωνούλα να μου λέει " νονά; έκανα μια ευχή για σένα. εύχομαι να είμαστε πάντα κοντά σου"
2.  Αγαπημένο άρωμα. η μυρωδιά της καταιγίδας.
3.  Αγαπημένο φαγητό. αυτό που ξεχνάς να φας, όταν η ζωή κυλάει μέσα σου με ορμή.
4.  Αγαπημένο γλυκό. αυτό που δεν ισοπέδωσε η οικειότητα. Και επειδή δεν είμαι φαν των γλυκών θα διορθώσω την αδικία   και θα προσθέσω την ερώτηση Αγαπημένο αλμυρό. Οι ελιές!!! (και ειδικότερα Θρούμπες Θάσου)
5.  Αγαπημένο ποτό. τζάμισον βέβαια. Με παγάκια να ακούγονται.
6.  Αγαπημένο βιβλίο. 'Με λένε Λέξη” Μαρία Μήτσορα.
7.  Αγαπημένο τραγούδι. Αν. Δημήτρης Μητσοτάκης και οι Ευδαίμονες.
8.   Αγαπημένη σειρά.  η  σειρά με την οποία άνοιγα τα 25 δώρα Μου, από την 1η ως την 25η του Δεκέμβρη.
9.   Αγαπημένη έξοδος. η... Ωθήσατε / Έλξατε
10. Αγαπημένη διαδρομή. απ το κάστρο της Μονεμβασιάς, ως κάτω στο χωριό, χέρι χέρι... στο απόλυτο σκοτάδι.

Και παραδίδω τη σκυτάλη και απευθύνω την πρόσκληση να συνεχίσουν το παίγνιον στους αγαπητούς και μη εξαιρετέους 

την παρέα του ola de palabras
Τηρίματα
Margo
όσοι θαρραλέοι δεν αναφέρονται παραπάνω... 

Ελπίζω να το απολαύσετε. Περιμένω με ανυπομονησία να σας διαβάσω.  

Σας φιλώ!  



Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

αντώνυμο άγγιγμα


τι απ όλα οφείλεται πού;
τι απ το τώρα χρωστάει στο τότε;
τι έχει ξεπληρώσει και τι μένει χρωστούμενο;
πώς εκείνα τα χάδια θα μπορούσαν τότε να τη λερώσουν;
πώς εκείνα τα χάδια θα μπορούσε τώρα να τα λερώσει;
πόσο μπορεί να τα αθωώσει το άλλοθι της απειρίας, της λαχτάρας αυτού που δεν ήξερε;
των αρχέγονων επιθυμιών που απαιτούν λύτρωση χωρίς να νοιάζονται για την πηγή.
το ένοχο άγγιγμα...
τι να χρεώσει και τι να πιστώσει;
πώς να μετρήσει με λογιστικές εξισώσεις άνισους λογισμούς;
αιώνες τώρα βλέπει το περίγραμμα σε σκιά.
το πρώτο ένοχο άγγιγμα από χέρια που δεν έπρεπε.
πού να το ακουμπήσει να μη λερωθεί και να μη λερώσει;
ψάχνει μεσ΄ στον πυρετό, τα αντίθετα και τ αντώνυμα για κείνο το χάδι που δεν τελείωσε ποτέ.
ο πυρετός γεννάει φαντάσματα - καίει το κορμί και η μνήμη του γεμίζει γνώριμες σκιές
αιώνες τώρα αντιπαλεύουν η ενοχή και η αθωότητα σε αλάνες παραφοράς.
“αν συνεχίσω, κάποτε θα με μισήσεις” είπε και πάγωσε το χέρι στο σημείο μηδέν.
στην αναμονή που δημιούργησε.
αιώνες τώρα αντιστέκεται στην ηδονή ονομάζοντάς την αναμονή.   

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

το κουκί, το ρεβύθι και η Αθηνά!

Το παρακάτω παραμύθι, το άφησε η Αθηνά ως σχόλιο στην προηγούμενη ανάρτηση. Επειδή δεν κάνει να μείνει εκεί ένα τέτοιο δημιούργημα, το βγάζω απ τη ντουλάπα και σας το παρουσιάζω με μεγάλη χαρά.

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν η κοκκινοσκουφίτσα και καθώς έτρεχε να πάει στη γιαγιά της, έκανε ρεκόρ στο 200άρι και αποφάσισε να ασχοληθεί με τον στίβο. Όμως επειδή μέχρι τότε το ρεκόρ το είχε η Χιονάτη, οι εκδότες των παραμυθιών φοβήθηκαν για σκάνδαλο και βάφτισαν την κοκκινοσκουφίτσα χελώνα και την Χιονάτη λαγό.

Το κόλπο αυτό, ξεγέλασε και τον κακό λύκο ο οποίος έχασε την κοκκινοσκουφίτσα και την έψαχναν, την έψαχνε, μέχρι που έφτασε έξω από το σπίτι που έμεναν τα 3 γουρουνάκια.

Αχά! Σκέφτηκε. Ευτυχώς τα 3 γουρουνάκια είχαν πονηρό μυαλό και μεταμφιέστηκαν σε σωματοφύλακες!

Μια και δυο λοιπόν, οι τρεις σωματοφύλακες, έδεσαν τον λύκο και τον πέταξαν σε ένα λιβάδι όπου έβοσκαν τα 7 κατσικάκια.

Πανικοβλήθηκαν τα κατσικάκια... Τι θα γινόταν άμα λυνόταν ο λύκος; Έφυγαν από το λιβάδι τρέχοντας και μπήκαν σε ένα σπίτι όπου βρήκαν 7 κρεβατάκια, 7 σερβίτσια, 7 καρέκλες, και 7 φορεσιές νάνων... Έβαλαν τα ρούχα κι έτσι ο λύκος δεν θα υποψιαζόταν 7 νάνους...

Ντυμένοι νάνοι όπως ήταν, χωρίς κανένα φόβο πια, πήγαν να παρακολουθήσουν αγώνα στίβου... Μόλις τους είδε η Χιονάτη, από τη χαρά της, σταμάτησε να αγωνίζεται και κάθισε μαζί τους στην εξέδρα. Αγόρασε και μια μηλόπιτα από μια πλανόδια... που σα να είχε περίεργη γεύση... λέτε να είχε δηλητήριο μέσα;

...φτάνει τώρα.

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!

Τι; Θέλεις και συνέχεια;
Καλά.

Ξαφνικά που λες, ακούστηκε το ρολόι ντουν, ντουν, ντουν, ήταν 12! Το αμάξι της σταχτοπούτας έγινε αρβύλα, πετάγεται ένας γάτος από την γωνία και λέει: "επιτέλους! βρήκα το δεξί μου παπούτσι! Θα 'θελα να ξερα πώς βρέθηκε εδώ!"
Κι έδεσε καλά τα κορδόνια του ο παπουτσωμένος γάτος και σκόνταψε και χτύπησε τη μύτη του. Έψαξε για γιατρό, αλλά 12 τη νύχτα, τι να βρει; Ένας καλός ξυλουργός τον λυπήθηκε, τον περιέθαλψε και του έβαλε μια πολύ όμορφη ξύλινη μύτη. Του έδωσε και όνομα: Πινόκιο!

Ε, τώρα όντως φτάνει!!!



υ.γ Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες η πηγή του παραμυθιού είναι εδώ 

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

παραμύθι ποιώ




Θέλω να σου μιλήσω για τα παραμύθια. Για όλες τις πιθανές ερμηνείες αυτής της λέξης.
Τις κυριολεκτικές, τις μεταφορικές, τις τρυφερές, τις ενήλικες, τις γλυκόπικρες, τις παιδικές, τις ενικές, τις πληθυντικές και τις μόνιμα εφηβικές, για παραμύθια και παραμυθιάσματα, για μικρούς και μεγάλους, για “μικρούς” και “μεγάλους”. Για παραμύθι χαρισμένο, διαβασμένο, αγορασμένο, ακουσμένο, δανεικό, χρωστούμενο, πληρωμένο, νυχτερινό, πρωινό, καθιστό ή ξαπλωμένο, του δρόμου, του πεζοδρομίου, του μπαρ, του καναπέ, της στιγμής και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου.
Το παραμύθι λοιπόν, όπως κι αν θες να το δεις, όποια εκδοχή του κι αν σου ταιριάζει τώρα δα, έχει κανόνες και αρχές. Και για έναν περίεργο λόγο, μοιάζει να ταιριάζουν σε όλων των ειδών τα παραμύθια και τα παραμυθιάσματα.

Θέλω να σου μιλήσω για τα παραμύθια. Δεν ξέρω γιατί. Για να μου φτιάξεις ένα ή για να σου πω ένα. Για να με παραμυθιάσεις για μια μέρα ή για να σε κοιμίσω για μια νύχτα.

Κόκκινη κλωστή δεμένη σε μπλογκάκι τυλιγμένη. Δώστου χάδι να γυρίσει, παραμύθι να γεννήσει.

Στο παραμύθι ο χρόνος είναι αόριστος. Ο τόπος είναι αόριστος. Οι ήρωες είναι ανώνυμοι.
Αν ο χρόνος γίνει ενεστώτας, ο τόπος ορισμένος κι οι ήρωες αποκτήσουν όνομα, τότε τελειώνει το παραμύθι. Μη με ρωτήσεις ούτε που πάει, ούτε τι γίνεται, ούτε πως το λένε μετά. Πάντως παραμύθι δεν θα είναι.

Όσο το υφαίνεις ή το ακούς, πρέπει να θυμάσαι μάτια μου, πως το φτιάχνεις για να φχαριστηθείς πρώτα εσύ. Κι αυτός που θα το ακούσει, που θα το πιστέψει ή που θα κάνει πως το πιστεύει, για τον εαυτό του θα το κάνει. Όσο καλό κι αν βγει το παραμυθάκι, κοίτα μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα και νομίσεις πως το έφτιαξες ή το πίστεψες, για τον άλλον. Ναι;

Το παραμύθι δεν πρέπει να ξεκινάει με το σπουδαιότερο σημείο της δράσης. Το αφήνεις για μετά. 
Α, και μην το τελειώσεις απότομα. Θέλει απαλά... το ξύπνημα απ το παραμύθι και η επιστροφή στην καθημερινότητα. Σαν πρωινό χάδι να είναι το τέλος του...

Στο παραμύθι, παρόντα στο ίδιο επεισόδιο πρέπει να είναι μόνο δύο πρόσωπα. Και μόνο μια ιστορία τη φορά. Αν έχεις πιο πολλές ιστορίες να παίζουν ταυτόχρονα και τα πρόσωπα σε κάθε σκηνή είναι πιο πολλά από δύο, τότε δεν θα έχουμε παραμυθάκι αλλά όπως λεν οι ειδικοί “λόγιο προϊόν”. Κι αυτό που θέλουμε και συ και γώ είναι παραμύθι. Για παραμύθι μιλάμε μην το ξεχνάς.

Αν ένα ρόλο τον βάλεις να τον παίξουν δύο πρόσωπα, τότε τα πρόσωπα αυτά θα είναι οι μικροί και οι αδύνατοι του παραμυθιού. Αν ποτέ με κάνεις ηρωίδα στο παραμύθι σου, μη με βάλεις να παίξω τον ίδιο ρόλο με κάποιον άλλον, γιατί θα χαθεί η ηρωική μου γενιά. Γιατί στα παραμύθια δεν θέλω να είμαι ούτε μικρή, ούτε αδύναμη. Γιατί οι ήρωες στα παραμύθια είναι πάντα νέοι, χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον.

Ήρθε η στιγμή να κάνουμε μια συμφωνία. Κανείς δεν θα πει και δεν θα μάθει περισσότερα για τη ζωή των ηρώων εκτός πλοκής. Θα αναφέρουμε μόνο πράγματα και ιδιότητες που έχουν σχέση με την υπόθεση. Να το προσέξεις αυτό γιατί αν δεν τηρήσουμε αυτόν τον κανόνα, το παραμύθι θα κρυφτεί και οι ήρωες θα χαθούν στα σοκάκια της πόλης. 

Τελειώνοντας θέλω να σου πω για τα υλικά. Στα παραμύθια χρησιμοποιούνται – χρόνια τώρα – σκληρά υλικά όπως μέταλλο, γυαλί ή διαμάντι. Μη σε τρομάξει η σκληρότητά τους. Είναι σκληρά μα είναι όλα λαμπερά, όπως πρέπει στα παραμύθια.

Γι αυτό, σε ό,τι πεις κι ό,τι σκεφτείς, μην ξεχάσεις ούτε μια στιγμή πως το παραμύθι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια επινόηση, που “ωθεί τον ακροατή σου σε ονειροπόληση, εξιδανικεύοντας την πραγματικότητα” και πως όσο όμορφο κι αν είναι το παραμύθι σου... “Το τέλος κάθε παραμυθιού αποτελείται από την 'εξαφάνιση' του πεπρωμένου, που βυθίζεται πίσω στη ρουτίνα της καθημερινής ζωής ...

Καληνύχτα Κεμάλ...



Φωτογραφία από εδώ