Μάσκα από γύψο και ζωγραφισμένη με ακρυλικά |
Μία από τις
έννοιες της λέξης Μάσκα στο λεξικό είναι η καλύπτρα των ματιών ή όλου του
προσώπου για μεταμφίεση στις απόκριες ή
σε άλλες περιστάσεις κατά τις οποίες κάποιος
θέλει να αποφύγει την αναγνώριση των χαρακτηριστικών του προσώπου του.
Η Μάσκα είναι
παρούσα στο θέατρο από τις απαρχές του και χρήσιμη στην εναλλαγή ηρώων και
καταστάσεων.
Μάσκα με γυψόγαζα και powertex |
Όσο για την
προέλευση της λέξης μάσκα, ο Χλωρός στο Λεξικό του αναφέρει τη λέξη μασχαρά που
θεωρείται αραβική και σημαίνει τον περίγελο αλλά και τον γελωτοποιό με βάση το
τριγράμματο σ(ά)χ(ι)ρ(α) που σημαίνει κοροϊδεύω. Στο Λεξικό του Bloomsbery
αναφέρεται ότι στη συνέχεια, τον 16ο αιώνα, πήραν τη λέξη οι Ιταλοί
με τη μορφή maschera, οι Γάλλοι ως masque και οι Άγγλοι ως mask. Μασχαρά,
λοιπόν, ίσον περίγελος, γελωτοποιός, αυτός δηλαδή που δεν τον παίρνει κανείς
στα σοβαρά αλλά και αυτός που με όργανο το γέλιο και το πείραγμα τολμά να πει
στον βασιλιά αυτό που κανένας άλλος δεν τολμά να του πει: την αλήθεια. Κι αν ο
βασιλιάς θυμώσει εναντίον του, ο γελωτοποιός επικαλείται την ανοησία και το
αστείο.
Μάσκες από γύψο |
Αφιερωμένο:
Mάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο
μόνο μια απόχη να τρυγώ της θάλασσας την πονηριά
και της σιωπής τον πλούτο……………
μόνο μια απόχη να τρυγώ της θάλασσας την πονηριά
και της σιωπής τον πλούτο……………