(των Ηλία Ιλφ και Ευγενίου Πετρόφ)
Σήμερα η κε του μπλοκ αναδημοσιεύει ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα σοβιετικής σάτιρας. Τη μετάφραση την βρήκε
στο ιστολόγιο γνωστού υποστηρικτή της μνημονιακής κυβέρνησης, με μια μάλλον κακόπιστη αναφορά (
μου φάνηκε να υστερεί) στο
αφιέρωμα της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση και ειδικότερα σε μια ανάρτηση που αναφερόταν
στη σοβιετική σάτιρα. Και την θεωρώ μάλλον κακόπιστη, με την έννοια πως στην Κατιούσα ποτέ δε γράψαμε πως κάναμε κάποια συνολική ή εξαντλητική αναφορά στη σοβιετική σάτιρα. Κι επειδή στο ίδιο μήκος κύματος κυμαίνονται πολλά σχόλια, όπως το υπ' αριθμόν 88, που λέει πως χρησιμοποιήσαμε στοιχεία της εφημερίδας του Ραχόι (της Ελ Παΐς), για να δείξουμε
ποιος στηρίζει την ανεξαρτησία στην Καταλονία, κι ας αναφέρουμε στη δεύτερη κιόλας παράγραφο πως η έρευνα διενεργήθηκε από καταλανικό ινστιτούτο.
Σε κάθε περίπτωση, τα παραπάνω μικρή σημασία έχουν κι αναφέρονται απλώς παρεμπιπτόντως. Αυτό που έχει σημασία αντιθέτως είναι το ζουμί, δηλαδή το σατιρικό διήγημα των Ιλφ και Πετρόφ, που δημοσιεύτηκε πιθανότατα στην Πράβδα -όπως προκύπτει από σχόλια της ίδιας ανάρτησης- και αν μη τι άλλο καταρρίπτει σε μεγάλο βαθμό το εύκολο δυτικό στερεότυπο, για τους Σοβιετικούς που δεν μπορούσαν να εκφραστούν ελεύθερα και να κριτικάρουν τα κακώς κείμενα της κοινωνίας τους και του κράτους τους. Καλή ανάγνωση.
Η συντακτική επιτροπή του δεκαπενθήμερου εικονογραφημένου περιοδικού
Ο κόσμος της περιπέτειας παραπονιόταν για έλλειψη λογοτεχνικής ύλης. Έλειπαν τα λογοτεχνήματα που θα τραβούσαν και θα διατηρούσαν την προσοχή των νεαρών αναγνωστών.
Τους έστελναν βέβαια πολλά χειρόγραφα, αλλά κανένα δεν ταίριαζε: παραήταν σοβαρά και βαρετά. Για να λέμε την αλήθεια, το πιθανότερο ήταν να προκαλέσουν κατάθλιψη στους νεαρούς αναγνώστες αντί να τους συναρπάσουν. Ο αρχισυντάκτης όμως ήθελε να συναρπάσει το κοινό του.
Τελικά, αποφάσισαν να παραγγείλουν ένα μυθιστόρημα που θα το δημοσίευαν σε συνέχειες.
Ένας κλητήρας έτρεξε να ειδοποιήσει τον συγγραφέα Μολδαβάντσεφ, και την επόμενη μέρα ο Μολδαβάντσεφ καθόταν στον άνετο καναπέ στο γραφείο του αρχισυντάκτη.
— Καταλαβαίνετε, είπε με έμφαση ο αρχισυντάκτης, θέλουμε κάτι φρέσκο, ζωντανό, που να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη με συναρπαστικές περιπέτειες. Θα θέλαμε, με δυο λόγια, έναν σοβιετικό Ροβινσώνα Κρούσο. Θέλουμε μια ιστορία που ο αναγνώστης να μη μπορεί να την αφήσει πριν την τελειώσει.
— Ροβινσώνα Κρούσο; Ναι, γίνεται, απάντησε λακωνικά ο συγγραφέας.
— Αλλά όχι έναν οποιονδήποτε Ροβινσώνα –έναν σοβιετικό Ροβινσώνα.
— Μα φυσικά! Ένας Ρουμάνος Ροβινσώνας δεν θα ταίριαζε.
Ο συγγραφέας δεν σπαταλούσε τα λόγια του. Φαινόταν με την πρώτη ματιά πως ήταν άνθρωπος της δράσης.
Και πράγματι, ετοίμασε το μυθιστόρημα ακριβώς σύμφωνα με τις προδιαγραφές. Ο Μολδαβάντσεφ δεν ξέφυγε πολύ από το διάσημο πρωτότυπό του. Στο κάτω κάτω, ο Ροβινσώνας είναι Ροβινσώνας.
Λοιπόν, ένας σοβιετικός νέος ναυαγεί. Ένα κύμα τον ρίχνει σε ένα έρημο νησί. Βρίσκεται μόνος, ανυπεράσπιστος, απέναντι στην παντοδύναμη φύση. Κάθε λογής κίνδυνοι τον περιτριγυρίζουν: άγρια ζώα, πυκνή βλάστηση, οι μουσώνες που πλησιάζουν. Αλλά ο σοβιετικός μας Ροβινσώνας, γεμάτος ζήλο και ενέργεια, ξεπερνάει όλους τους κινδύνους, ακόμα κι όσους μοιάζουν ανυπέρβλητοι. Κι ύστερα από τρία χρόνια, μια σοβιετική εξερευνητική αποστολή τον βρίσκει να χαίρει άκρας υγείας. Έχει δαμάσει τη φύση, έχει χτίσει μια καλύβα, με παρτέρια ολόγυρα, εκτρέφει κουνέλια, έχει ράψει μια μπλούζα τύπου Τολστόι από τις ουρές των πιθήκων κι έχει διδάξει έναν παπαγάλο να τον ξυπνάει κάθε πρωί με το παράγγελμα: «Προσοχή! Πέταξε το πάπλωμα! Πέταξε το πάπλωμα! Ώρα για την πρωινή γυμναστική!»
— Πολύ καλό! αναφώνησε ο αρχισυντάκτης. Αυτό με τα κουνέλια είναι τέλειο, απολύτως επίκαιρο. Ξέρετε, όμως, δεν καταλαβαίνω πολύ καλά ποιο είναι το κεντρικό θέμα του έργου σας.
— Ο αγώνας του ανθρώπου κόντρα στη φύση, απάντησε ο Μολδαβάντσεφ με τη συνηθισμένη του λακωνικότητα.
— Ναι, αλλά δεν βλέπω κάτι που να είναι ειδικά σοβιετικό.
— Αλλά ο παπαγάλος; Αντικαθιστά το ραδιόφωνό μας –ένας τέλειος εκφωνητής.
— Ναι, ο παπαγάλος είναι καλή ιδέα. Κι αυτό με τα παρτέρια, πολύ καλό. Αλλά στο έργο σας δεν υπάρχει η αίσθηση της σοβιετικής κοινωνίας. Πού είναι, αίφνης, η τοπική επιτροπή; Πού αναδείχνεται ο καθοδηγητικός ρόλος των συνδικάτων μας;
Ο Μολδαβάντσεφ ξαφνικά ζωντάνεψε. Μόλις διαισθάνθηκε ότι το μυθιστόρημά του μπορεί να μη γίνει δεκτό, η επιφυλακτικότητά του έδωσε τη θέση της στην ευγλωττία.
— Μα, τι σχέση έχει η τοπική επιτροπή; Αφού το νησί είναι ακατοίκητο!
— Ναι, έχετε δίκιο. Είναι ακατοίκητο. Πρέπει όμως να υπάρχει μια τοπική επιτροπή των συνδικάτων. Εγώ δεν είμαι βέβαια λογοτέχνης, αλλά στη θέση σας θα έβαζα την επιτροπή. Είναι κάτι το σοβιετικό, καταλαβαίνετε.
— Μα, είπαμε ότι όλο το μυθιστόρημα στηρίζεται ακριβώς στο γεγονός ότι το νησί είναι ακατ….
Τη στιγμή εκείνη, ο Μολδαβάντσεφ έτυχε να κοιτάξει κατάματα τον αρχισυντάκτη. Η φράση του έμεινε μισή. Τα μάτια εκείνα έλαμπαν με μια τέτοια κενή αθωότητα, με εκείνο το άδειο γαλάζιο του πρωινού μαρτιάτικου ουρανού, που ο Μολδαβάντσεφ αποφάσισε αμέσως να συμβιβαστεί.
— Φυσικά, έχετε δίκιο, είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους. Μα βέβαια, πώς δεν το σκέφτηκα αμέσως; Από το ναυάγιο σώζονται δύο άνθρωποι: ο Ροβινσώνας μας και ο πρόεδρος της τοπικής επιτροπής των συνδικάτων.
— Και δυο εξωκομματικοί, πρόσθεσε ψυχρά ο αρχισυντάκτης.
— Όι, αναφώνησε ο Μολδαβάντσεφ.
— Δεν θέλω «Όι». Δυο εξωκομματικοί και μια κοπέλα, δραστήριο κομματικό μέλος, που θα εισπράττει τις συνδρομές.
— Μα γιατί να βάλουμε και την εισπρακτόρισσα; Ποιανού συνδρομές θα εισπράττει;
— Του Ροβινσώνα, φυσικά.
— Μα, θα μπορούσε ο Πρόεδρος να εισπράττει τη συνδρομή του Ροβινσώνα. Τι θα πάθει;
— Κάνετε λάθος, σύντροφε Μολδαβάντσεφ, μεγάλο λάθος. Κάτι τέτοιο είναι εντελώς ανεπίτρεπτο. Ο πρόεδρος της τοπικής επιτροπής δεν πρέπει να χάνει τον καιρό του με ασήμαντες λεπτομέρειες και να τρέχει αριστερά δεξιά να μαζεύει τις συνδρομές των μελών. Είμαστε αντίθετοι σε κάτι τέτοιο. Πρέπει να αφιερώνει όλες του τις δυνάμεις στα σοβαρά ηγετικά του καθήκοντα.
— Ωραία, να βάλουμε και την εισπρακτόρισσα, υποχώρησε ο Μολδαβάντσεφ. Καλύτερα έτσι, θα έλεγα. Θα παντρευτεί τον πρόεδρο –ή ακόμα και τον Ροβινσώνα. Αυτό θα μας έδινε γουστόζικα επεισόδια.
— Δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο. Μην ξεπέσουμε σε φτηνή χυδαιότητα ή σε νοσηρό ερωτισμό. Αρκεί να εισπράττει τις συνδρομές των μελών και να τις κρατάει σε ένα αλεξίπυρο χρηματοκιβώτιο.
Ο Μολδαβάντσεφ μετατοπίστηκε νευρικά πάνω στον καναπέ.
— Συγγνώμη, αλλά πώς θέλετε να βρεθεί αλεξίπυρο χρηματοκιβώτιο σ’ ένα ακατοίκητο νησί;
Ο αρχισυντάκτης έμεινε για λίγο σκεφτικός.
— Μισό λεπτό, αναφώνησε. Στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος έχετε μια πολύ ωραία σκηνή. Εκτός από τον Ροβινσώνα και τα μέλη της τοπικής επιτροπής των συνδικάτων, το κύμα ρίχνει στην ακρογιαλιά και διάφορα αντικείμενα…
— Ένα τσεκούρι, ένα ντουφέκι, έναν διαβήτη, ένα βαρελάκι ρούμι κι ένα μπουκαλάκι με αντισκορβουτικό φάρμακο, απαρίθμησε θριαμβικά ο συγγραφέας.
— Το ρούμι ξεχάστε το, τον έκοψε ο αρχισυντάκτης. Και τι είναι πάλι αυτό το αντισκορβουτικό; Τι το χρειαζόμαστε; Καλύτερα βάλτε ένα μπουκαλάκι μελάνι. Και βέβαια, ένα αλεξίπυρο χρηματοκιβώτιο.
— Μα γιατί στην ευχή χρηματοκιβώτιο; Οι συνδρομές των μελών της τοπικής συνδικαλιστικής επιτροπής θα μπορούσαν μια χαρά να φυλάγονται στην κουφάλα ενός κοκοφοίνικα. Ποιος θα τις κλέψει;
— Ποιος; Γιατί όχι ο Ροβινσώνας; Ή ο πρόεδρος της τοπικής επιτροπής; Ή οι εξωκομματικοί; Ή και τα μέλη της επιτροπής;
— Επέζησαν και τα άλλα μέλη της επιτροπής από το ναυάγιο; ρώτησε με αγωνία ο Μολδαβάντσεφ.
— Ναι, κι αυτά.
Ακολούθησε σιωπή.
— Μήπως να βάλουμε το κύμα να ξεβράζει στην ξηρά κι ένα τραπέζι, για τις συνεδριάσεις της επιτροπής; ρώτησε με σαρκασμό ο συγγραφέας.
— Ο-πωσ-δή-πο-τε! Οι κατάλληλες συνθήκες εργασίας είναι απαραίτητες. Γιά να δούμε, χρειάζεται ακόμα μια καράφα νερό, ένα κουδούνι κι ένα τραπεζομάντηλο. Το τραπεζομάντηλο μπορεί να είναι όποιο χρώμα θέλετε, κόκκινο ή πράσινο. Δεν θέλω να επέμβω στη δημιουργική δουλειά σας. Αλλά, αγαπητέ μου, πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να δώσουμε στον αναγνώστη μια εικόνα από τις μάζες, τα πλατιά στρώματα του εργαζόμενου λαού.
— Το κύμα δεν μπορεί να ρίξει στην ακτή μάζες, αντέτεινε ο Μολδαβάντσεφ. Αυτό πάει κόντρα στην πλοκή. Γιά φανταστείτε ένα κύμα που να ρίχνει στην ακτή καμιά δεκαριά χιλιάδες ανθρώπους –θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι.
— Αυτό ακριβώς μας λείπει, λίγο υγιές, αισιόδοξο, ζωογόνο γέλιο, τον έκοψε ο αρχισυντάκτης.
— Μα δεν γίνεται ένα κύμα να κάνει τέτοιο πράγμα.
— Κύμα; Και γιατί να είναι κύμα; ρώτησε έκπληκτος ο αρχισυντάκτης.
— Πώς αλλιώς θα βρεθούν οι λαϊκές μάζες στο νησί; Δεν είναι ακατοίκητο;
— Ποιος σας είπε πως είναι ακατοίκητο; Με μπερδέψατε. Α, να το ξεκαθαρίσουμε. Υπάρχει ένα νησί –ή, καλύτερα, μια χερσόνησος, είναι πιο σίγουρα έτσι. Και συμβαίνουν μια σειρά από διασκεδαστικές, πρωτότυπες, συναρπαστικές περιπέτειες. Οργανώνεται η δουλειά των συνδικάτων, αλλά υπάρχουν πολλές αδυναμίες. Η κοπέλα, το κομματικό μέλος, αποκαλύπτει μερικά ελαττώματα –ας πούμε σε σχέση με την είσπραξη των συνδρομών. Οι εργατικές μάζες τη στηρίζουν. Το ίδιο και ο πρόεδρος, που μετανιώνει για τα λάθη του. Προς το τέλος του μυθιστορήματος μπορείτε να βάλετε μια γενική συνέλευση. Θα είναι πολύ αποτελεσματική, εννοώ από λογοτεχνική άποψη. Αυτό ήταν –τελειώσατε.
— Και ο Ροβινσώνας; τραύλισε ο Μολδαβάντσεφ.
— Χμ, ναι. Καλά που μου τον θυμίσατε. Δεν μου αρέσει και πολύ αυτός ο Ροβινσώνας. Καλύτερα βγάλτε τον εντελώς. Παράξενος χαρακτήρας, απροσάρμοστος, κλαψιάρης πεσιμιστής.
— Κατάλαβα το πνεύμα σας, είπε πένθιμα ο Μολδαβάντσεφ. Αύριο θα έχετε το μυθιστόρημα.
— Ωραία λοιπόν. Πηγαίνετε σπίτι σας και δημιουργήστε. Απροπό, στην αρχή του μυθιστορήματος έχετε βάλει ένα ναυάγιο. Δεν το βγάζετε καλύτερα; Χωρίς ναυάγιο θα είναι πιο συναρπαστική η ιστορία. Σύμφωνοι; Πολύ ωραία, καλή σας μέρα.
Όταν βρέθηκε μόνος του, ο αρχισυντάκτης χαμογέλασε ικανοποιημένος.
— Επιτέλους, αναφώνησε, επιτέλους θα έχουμε μια συναρπαστική περιπέτεια –κι ένα γνήσιο λογοτεχνικό έργο.