Ποίημα
τοῦ Τζαίημς Τόμσον (Μπύς Βανόλις)
Καθὼς ὁρμᾶμε, μὲς στὸ τραῖνο μὲ σβελτάδα,
δέντρη καὶ σπίτια πᾶνε ἀνάντια μας γυρνῶντας,
μὰ οὐράνια ἀστρόσπαρτα ποὺ σκέπουν τὴν ἁπλάδα
πάνω στὲς ῥᾶγες μας φτάνουν πετῶντας.
Ὅλα τὰ ἔμμορφ’ ἄστρη στ’ οὐρανοῦ τὸ βράδυ,
τοῦ Νύχτιου δάσους τ’ ἀσημένια περιστέρια,
πάνω ἀπ’ τὴν γκρίζα γῆ σμάρια πετοῦν ὁμάδι,
τὸ πέταγμά μας συνοδεύουν ταίρια.
Παντοτινὰ μὲ δίχως φόβον θὰ ὁρμᾶμε·
ἂς εἶν’ ἀλάργα ὁ σκοπός, πτῆσι γοργή!
Ὅτι, ἀκριβή, τὰ Οὐράνια ἀντάμα κουβαλᾶμε,
ἐνῷ γλιστρᾷ κάτω ἀπ’ τὰ πόδια μας ἡ Γῆ!