Ὁ ψίθυρος τοῦ ἀλλόκοσμου
σοβ΄
Ἡ ὥρα τρεῖς νὰ ἐζύγωνεν, ἡ μνήμη μ’ ἀπατᾷ,
ὡς ἄφηκα τὸ καπηλειό, στὸν οἶκο μου νὰ ὁρίσω·
ἤπια χωρὶς ἀναπαημὸν κι’ ἤπια λογιῶ πιοτά,
κάτι ἀπ’ τὸν φοῦρνον ἅρπαξα, πρὶν πέσω νὰ τσιμπήσω·
τὴν ἅμαξά μου ἐστάθμευσα, σβήνω τὴν μηχανή,
ἀγνόησα τὴν ἐξώθυρα, τρύπωσ’ ἀπ’ τὴν αὐλή.
Χειμών, ἡ ἄπνοια ζωγραφιά, κρύον ξερό, σιγή,
πανσεληνόθε λάμπ’ ἡ νύξ, στὲς κόγχες σκιὲς φωλεύουν·
στράφτουν μεριὲς τ’ ἀκρόδρομα κι’ εἶν’ κάθε ὁγρὸ γυαλί,
οἱ δεντροκλῶνοι ἀνοιοῦν γυμνοὶ κι’ ἀστρόσεν ἱκετεύουν·
καμμέν’ ἡ χλόη καὶ ὠχρὴ κι’ οἱ γλάστρες ἀδειανές,
τὰ κτήρια κάστρη ἐρμότοπων, τὸ πᾶν φύσεις νεκρές.
Καίει στὸ κορμὶ τὸ οἰνόπνευμα, μαγεύει ἅμα τὸ νοῦ,
τὸν χρόνο λειώνει μέταλλον καὶ ἀλχημειὰ σκαρώνει·
νηόχυτ’ εἰκόν’ ἀπείκασε, νυχτιὰ καλοκαιριοῦ,
φλέγει τὰ βύθη τῆς ψυχῆς, λαχτάρα γιγαντώνει·
κι’ ἀόμματος κηρύττει ὁ νοῦς, «Ποιά τάχα ἡ διαφορά;
Ὅπως τὸ θέρος νὰ γευτῇς, μὸν λίγη ἔχει δροσιά».
Βαδίζω τὸν αὐλόδρομο, πλάκες βαριοπατῶ,
κι’ ὡσὰν μουσκέτο ποὺ ἔῤῥιξε τὸ χνῶτον μου ἀχνίζει·
στὸ σαλονάκι κάθομαι, καιροὺς ἀνακαλῶ
ποὺ τ’ ἄνθη γύρω εὐώδιαζαν, τὴν χλόη νὰ πρασινίζῃ·
ἔστρωσα τὴν τυρόπιττα, δαγκώνω ἄκρη μικρή,
γέρνω στὴν πολυθρόνα μου, κοιμήθηκα ἐκεῖ.
Τρεῖς ἦτον ὑπὸ τὸ μηδὲν κι’ ἔπεφτε διαρκῶς,
τοῦ κρύου ἡ σπάθη ὁσά ’γδερνε πάγος τὰ σαβανώνει·
κόσμος ποὺ ἡ πρᾶξι ἐμίσεψε, κόσμος μορφῶν στεῤῥός,
κόσμον κρυστάλλινο κι’ ἁγνὸ τὸ ψῦχος βαλσαμώνει·
ἔχει τὸ κάλλος τοῦ ἔρωτος, τοῦ ἐνύπνιου τὴν γητειά,
τῆς παρθενιᾶς τὸ ἀμόλευτο, θανάτου νηνεμιά.
Σὰν σ’ ὄνειρο νὰ ἐφάνη νηός, δὲν ξέκρινα μορφή,
γοργὰ μὲ πισωπλεύρισε, τά ’νιωθα κοιμισμένος·
ἔβαλε τὴν παλάμη του, μὲ ψιθυράει στ’ αὐτί,
«Ξύπνησε, θ’ ἀποθάνῃς δῶ, θὰ μείνῃς παγωμένος»·
τραντάχτηκα, τινάχτηκα, τρόγυρα εὐθὺς θωρῶ,
μήτ’ ἥσκιος μήτες ἄνθρωπος, πάντερμος, μόνο ἐγώ.
Σπεύδω μὲ τρόμ’ ὁλόγιομος τὲς σκάλες ν’ ἀνεβῶ,
στερνοκοιτάζω πίσω μου, πρὶν τὴν αὐλὴ ν’ ἀφήσω·
Τοπίο ποὺ μ’ ἐστοίχειωνε μέχρι νὰ κοιμηθῶ,
κι’ ἐτοῦτο ἀναστοχάζομαι πριχοῦ τὰ μάτια κλείσω:
Ἐξ ἀλλοκόσμου ἠθέλησεν, δὲν ξεύρω ἐκεῖθεν ποιός,
κι’ ἔπεμψε τὸ μαντᾶτον του νὰ ὑπάρξω ζωντανός.