Ἡ
αἴγλη τοῦ θανάτου
σνε΄
Μοῦ
εἶπαν «Πόλεμον ποιητικὸ σοῦ στῆσαν!»
«Τί
νὰ μὲ νοιάξῃ ὁ χαρτοπόλεμος» γελῶ·
καὶ
συνεχίζω «Οἱ τρισμέλανες φτεροῦγες
τοῦ
χάροντα καὶ τῶν κηρῶν μὲ σκιάζουν δῶ.
Τρεῖς
συγγενεῖς τὸ θέρος τοῦτο κοιμηθῆκαν,
ποὺ
χρόνους λειῶναν ἢ ἐντελῶς στὰ ξαφνικά·
κι’
ἄλλοι ἐπάλεψαν στὰ κρύα νοσοκομεῖα,
κι’
ἄλλους κυκλώνουν τῆς ἀῤῥώστιας τὰ ἑρπετά.
Κηδεῖες,
μνημόσυνα κι’ ἀγρύπνιες καὶ καφέδες,
κάθε
μου δείλι σὲ μνημούρια καὶ σταυρούς·
νὰ
στέκω μπρὸς σὲ τάφους νηοὺς ὅπου μαρμαίρουν,
νὰ
φέρνω γύρα τὰ καντήλια στοὺς παληούς.
Κι’
ἂν κάποιοι ὀχτρεύωνται τὸ ἔργο μου εἶν’ ἀδέλφια,
κοινὸ
ῥέει αἷμα στὰ ῥυάκια τῶν φλεβῶν·
ὕδωρ
ταγμένο νὰ κυλάῃ καὶ ν’ αὐγατίζῃ
τὸν
μαυρονέρη, ὑπόγειο, μέγα ποταμόν.
Χάρτινες
δόξες θὰ μετράω; Χάρισμά τους!
Μὲ
ἀνυψώνει ἡ μαύρη αἴγλη τοῦ θανάτου».