Ῥωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ
(Ἀπόδοσις τῶν
προοιμίων καὶ τῶν δύο πρώτων οἴκων)
Προοίμιον Ι
Χριστέ,
Θεέ, ὁ ἐκάλεσες τὴν πόρνη θυγατέρα,
κι’
ἐμὲ ὑγιόν σου ἀνάδειξε μέσ’ ἀπὸ τὴν μετάνοια,
σὲ
δέομαι νὰ σώζῃς με
ἀπ’
τὸν ἀκάθαρτο βυθὸ ποὺ οἱ πράξεις μου μ’ ἐφέραν.
Προοίμιον
ΙΙ
Βαστοῦσε
μὲ κατάνυξιν τὰ πόδια σου ἡ πόρνη
κι’ ὅλη μετάνοια ἐφώναζε, σέ, τῶν κρυφῶν τὸν γνώστη,
Χριστέ, ποὺ εἶσαι ὁ Θεός,
«Τὰ μάτια μου στὰ μάτια σου βαθιὰ πῶς ν’ ἀτενίσουν,
μάτια ποὺ ὅλους τοὺς πλάνεσαν;
Πές μου ἐσὲ τὸν σπλαχνικὸ πῶς τάχα νὰ ἱκετέψω,
κτίστη μου, ποὺ σ’ ἐξώργισα;
Ἀμὴ δέξου γιὰ σχώρεσιν, δέσποτ’, αὐτὸ τὸ μύρον
καὶ δώρισέ μου ἄφεσιν ἀπὸ τὴν καταισχύνη
κι’ ἀπ’ τὸν ἀκάθαρτο βυθὸ ποὺ οἱ πράξεις μου μ’ ἐφέραν».
Οἶκοι
α΄
Τ’ ἀρώματα ὡς ῥαντίζονται ἀπανταχοῦ
εὐωδιάζουν,
ὅμοια τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ
γροικῶντας τα ἡ πόρνη,
λόγια ποὺ εἰς ὅλους τοὺς
πιστοὺς πνοὴ ζωῆς προσφέρουν,
ἐμίσησε τὴν δυσωδιὰ ποὺ
ἀνάβρυζεν ὁ βιός της,
ἀφοῦ τὴν καταισχύνη της
ἐμέτρησεν ἀτή της
καὶ τὴν ὀδύνη ὅπου γεννοῦν
τὰ τέτοια ἐστοχάσθη·
ὅτι θλῖψις ἀβάσταγη τοὺς
πόρνους κεῖ πλακώνει,
τέτοιος κι’ ἐγώ, πανέτοιμος,
πρὸς συμφορὲς βαδίζω.
Αὐτὲς τὴν πόρνη ἐπτόησαν
κι’ ἄλλο δὲν μένει πόρνη,
ὅμως τί κι’ ἂν πτοοῦμαι γώ,
νά, παραμένω ἀκόμη
μὲς στὸν ἀκάθαρτο βυθὸ ποὺ
οἱ πράξεις μου μ’ ἐφέραν.
β΄
Δὲν λογαριάζω τὰ κακὰ ποτὲ
ν’ ἀπαρατήσω,
κι’ οὔτε θυμοῦμαι τὰ δεινὰ
τὰ μέλλω ν’ ἀντικρύσω,
τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ
μήτε ποὺ συλλογιέμαι,
πῶς δῶ κι’ ἐκεῖ μ’ ἐζήτησε
ποὺ αὐτόβουλος πλανιέμαι.
Ὅτι κεῖνος γιὰ χάρι μου,
ὅπου τοὺς πάντες τρέφει,
μὲ Φαρισαῖο συγκάθεται,
μαζί του γευματίζει,
κι’ ἅγιο θυσιαστήριον τὴν
τάβλα φανερώνει
ὅπως σκυμμένος πάνω της
χαρίζει κι’ ἀποσώνει
κάθε ὀφειλὴ τῶν χρεωστῶν,
νὰ δυνηθῇ ὁ καθένας
μὲ θάῤῥος μπρός του νὰ εἰπῇ
«Δέσποτα, λύτρωσέ με
ἀπ’ τὸν ἀκάθαρτο βυθὸ ποὺ
οἱ πράξεις μου μ’ ἐφέραν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου