Αἰγόκερως
σνβ΄
Βουνὸ
μακρόθε φαίνεται, ὄρος βιγλίζει ὄρη,
πατοῦν
στὸ πέλαο τὰ ῥιζά, δράχνει ἡ κορφὴ τὰ νέφια,
πρωτοθωροῦν
το τ’ ἄρμενα, ξεκρίνουν το τ’ ἀστέρια.
Λιάζεται
στὴν κορφὴν ἀητός, σκιάζεται κάτω ἀγρίμι,
σηκώθη
κι’ ἐφτερούγισε, τοῦ ἀγριμιοῦ ἀνακράζει.
«Πίνουν
τὸν ἥλιο οἱ φτερωτοὶ κι’ οἱ ἄφτεροι τοὺς ἥσκιους».
Τὸ
ἀγρίμι δὲν ὡμίλησε κι’ ἐβάλθη ν’ ἀνεβαίνῃ,
καὶ
μήτε πίσω ἀγνάντευε, μήτε ἁψηλὰ κοιτάζει.
Δεύτερην
ἐφτερούγισε κι’ ἀνάμπαιζε τὸ ἀγρίμι.
«Γιὰ
ἰδὲς τ’ ἀγριοκάτσικο, θρόνον ἀητοῦ ζηλεύει».
Ἐσιώπησεν
ὁ αἴγαγρος κι’ εἰς τὰ μισὰ ζυγώνει,
βρίσκει
τὸ κάθε πέρασμα, τὸ κάθ’ ἐμπόδιο ἀργάζει.
Καὶ
τρίτην ἐφτερούγισε καὶ μ’ ὄργητα τοῦ κρένει.
«Ἀνέμυαλος
ὁ νείρεται καὶ ἀψηφᾷ τὴν φύσι».
Κειὸ
ἐπήδα κι’ ἐσκαρφάλωνε, πρὸς τὴν κορφὴ σιμώνει.
Γοργοχαμήλωσ’
ὁ ἀητός, κορφὴ νὰ πρωτοπιάσῃ,
κι’
ὁ τράγος πρωτοπάτησε, τὰ κέρατα τοῦ δείχνει,
κι’
ἐστύλωσε κι’ ὡμίλησε, τοῦ ἀητοῦ κοφτὰ ποκρίθη.
«Ἂν
ἀποκάμῃς νὰ πετᾷς ἀλλοῦ νὰ ξαποστάσῃς,
κι’
ἐγὼ κατέχω τὴν κορφή, λημέρι μου βαστῶ την,
κι’
ὕπαγε βρὲς πειὸ χαμηλά, κατώτερ’ ἀπὸ μένα.
Φτερὰ
ἡ φύσις σοῦ ’δωκεν καὶ τὰ φτερὰ περφάνεια,
κι’
ἐμὲ πεῖσμα ἀκατέλυτο, περφάνειες νὰ γκρεμίζω».