Τοξεύτρα
σμγ΄
Λῦσε
τὴν φλογινὴ σαγίττα, τί ἀνιμένεις;
Γυμνὸς
ὁλόκορμος, στόχο μακρόθεν δίνω,
τὸ
δόρυ ἀπίθωσα καὶ τὸ σκουτάρι ἀφήνω,
λευτέρωσε
τὸ πῦρ, τὴν κόρδα νὰ κραδαίνῃς.
Κάμε
ν’ ἀμοληθῇ, νὰ κάψῃ τὸν ἀγέρα
ξιφάρι
πύρινο κι’ ἔρχοντας νὰ σφυρίζῃ,
νῆμα
φωτιᾶς π’ ὁρμᾷ καὶ τὴ νυχτιὰ σπιθίζει
φλογοβολῶντας
καὶ φαντὴ σὲ ὁρίζει πέρα.
Στέκεις
γυμνὴ ὅλη νεῦρο, σ’ ἔχω ἰδεῖ, σὲ νιώθω,
μάγισσα
τῆς σιωπῆς, στὰ βένθη τῶν ὀνείρων,
ποιήτρα
ἐμήρισσα, στῶν φοινικιῶν τὸν γῦρον,
παρθένα
ἱέρεια νὰ σκορπᾷς ἀνόσιο πόθο.
Κατάφλογη
περνᾷς στῆς πόλεως τὸ μελίσσι,
καίγεις
τοὺς σερνικούς, φλόγα ὅπου τρώει τὰ δάση,
νὰ
πιῇ φωτιὰ ὁ ποιὸς καὶ ποιὸς νὰ ξεδιψάσῃ,
ποιός,
δίχως τέφρα νὰ γενῇ, νὰ σὲ συλήσῃ.
Γιὰ
τ’ ἀντροπλῆθος σὺ δὲν εἶσαι καμωμένη·
θωροῦν
τὸ κάλλος στὸ κορμί, οὐκ οἶδαν κάλλος
τ’ ὅπου
βλασταίνει στὴν ψυχή, οὐράνιο θάλος,
κάλεσμα
τῶν μυστῶν, βάτος σου καιομένη.
Λῦσε
τὴν φλογινὴ σαγίττα, στεῖλε νά ’ρθῃ,
κι’ ἔπειτα
δεῦρο ἐλθέ, νὰ μὲ νεκραναστήσῃς,
κι’ ἀπ’
τὴν θανή της νηὰ ζωὴ νὰ μ’ ἀναβλύσῃς·
πρᾶξε
με μύστην ἢ σκιὰ στοῦ ἅιδη τὰ βάθη.