Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Τοξεύτρα


Τοξεύτρα

σμγ΄

Λῦσε τὴν φλογινὴ σαγίττα, τί ἀνιμένεις;
Γυμνὸς ὁλόκορμος, στόχο μακρόθεν δίνω,
τὸ δόρυ ἀπίθωσα καὶ τὸ σκουτάρι ἀφήνω,
λευτέρωσε τὸ πῦρ, τὴν κόρδα νὰ κραδαίνῃς.

Κάμε ν’ ἀμοληθῇ, νὰ κάψῃ τὸν ἀγέρα
ξιφάρι πύρινο κι’ ἔρχοντας νὰ σφυρίζῃ,
νῆμα φωτιᾶς π’ ὁρμᾷ καὶ τὴ νυχτιὰ σπιθίζει
φλογοβολῶντας καὶ φαντὴ σὲ ὁρίζει πέρα.

Στέκεις γυμνὴ ὅλη νεῦρο, σ’ ἔχω ἰδεῖ, σὲ νιώθω,
μάγισσα τῆς σιωπῆς, στὰ βένθη τῶν ὀνείρων,
ποιήτρα ἐμήρισσα, στῶν φοινικιῶν τὸν γῦρον,
παρθένα ἱέρεια νὰ σκορπᾷς ἀνόσιο πόθο.

Κατάφλογη περνᾷς στῆς πόλεως τὸ μελίσσι,
καίγεις τοὺς σερνικούς, φλόγα ὅπου τρώει τὰ δάση,
νὰ πιῇ φωτιὰ ὁ ποιὸς καὶ ποιὸς νὰ ξεδιψάσῃ,
ποιός, δίχως τέφρα νὰ γενῇ, νὰ σὲ συλήσῃ.

Γιὰ τ’ ἀντροπλῆθος σὺ δὲν εἶσαι καμωμένη·
θωροῦν τὸ κάλλος στὸ κορμί, οὐκ οἶδαν κάλλος
τ’ ὅπου βλασταίνει στὴν ψυχή, οὐράνιο θάλος,
κάλεσμα τῶν μυστῶν, βάτος σου καιομένη.

Λῦσε τὴν φλογινὴ σαγίττα, στεῖλε νά ’ρθῃ,
κι’ ἔπειτα δεῦρο ἐλθέ, νὰ μὲ νεκραναστήσῃς,
κι’ ἀπ’ τὴν θανή της νηὰ ζωὴ νὰ μ’ ἀναβλύσῃς·
πρᾶξε με μύστην ἢ σκιὰ στοῦ ἅιδη τὰ βάθη.

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Στίχοι ἐπάνω στὸ «Ὅσο μπορεῖς» τοῦ Κ.Π. Καβάφη


Στίχοι ἐπάνω στὸ «Ὅσο μπορεῖς»
τοῦ Κ.Π. Καβάφη

σμβ΄

Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀκέραιος πρόσωπο καὶ ταυτότης·
ζῇ ἀληθῶς μόνον ἐντός, οἰκεῖος ὁ ἑαυτός του,
κι’ εἶν’ μὲς στὰ μύρια χθαμαλά, στὰ ἔκτακτα σπουδαῖα,
πρᾶξις κάθε του κίνησις, κάθε ὁμιλιά του λόγος,
καὶ φύλλο δὲν σβαρνίζει τον ὁ στρόβιλος τοῦ κόσμου.

Κι’ ἂν ἄχτιστος κι’ ἀνόητος τέτοιος παντοῦ θὰ μένῃ,
στῆς ἀγορᾶς τὸ πέλαγος ἢ στῆς ἐρμιᾶς τὴν λίμνη·
τὸ ἔνδον ἂν δὲν ὥρισε τὰ ἐκτὸς πῶς νὰ μετρήσῃ,
κεῖνα θὰ στρέφουν δῶ καὶ κεῖ τὰ ἡνία τῆς ζωῆς του,
κι’ ἀπρόσωπος ὅσο μπορεῖ θὰ ζῇ μὲ προσωπεῖα.