Ὁ θλιμμένος ἑκατόνταρχος ΙΙ
ρνε΄
Πολέμαγε
ὁ κατόνταρχος σὲ κοῦρσα
καὶ πολέμους,
στὸν
πόλεμον ἀλάβωτος κι’ εἰς τὴν
φιλιὰ λαβώθη.
Μὲ
τὰ φεγγάρια ξαγρυπνᾷ, μὲ
τ’ ἄστρη συντυχαίνει,
πηγαινοφέρνει
τὶς σπαθιές, τ’ ἀγκάθια ξεκορφιάζει,
ἔρμος δειπνᾷ,
πίνει βουβὸς καὶ
ξέμακρος ῥεμβάζει.
-Ἄρχοντα,
ποιά σ’ ἐγήτεψεν, ποιά σὲ νεραϊδοπῆρεν;
-Κυρά
μου, ἐσὺ
μ’ ἐγήτεψες, σὺ μὲ νεραϊδοπῆρες,
στὸ
τρίστρατο ὅντες πέζευα, στὴν
μαρμαρένια κρήνη,
κι’ ἤπια
πιοτὶ τὰ μάγια σου κι’ αἰώνια
ἀμπόδεσάν με.
Τ’
ἕνα πού ’δα τὸν κόλπο σου, σὰν
γιόμιζες γερμένη.
Τ’
ἄλλο σὰν καλημέρισα κι’ ἀλαφιασμένη
ἐστράφης.
Τὸ
τρίτον ποὺ ἀντευχήθης
με κι’ ἔμαθα τὴν φωνή σου.