Σε σύγκριση με πολλές από τις πρηγούμενές του ταινίες, το Inception αποτελεί για τον Christophern Nolan μια ευγενή εξαπάτηση. Όχι γιατί αποδεικνύεται εξόφθαλμη αποτυχία, αλλά γιατί μπαίνοντας στα μονοπάτια της αμφισβήτησης της πραγματικότητας, ο γοητευτικός και ολισθηρός δρόμος που ανοίγεται μπροστά του έχει, πρόχειρα, δύο προοπτικές. Ή θα ακολουθήσει την πεπατημένη των ψυχολογικών / ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων ή θα βαδίσει στα χνάρια του Philip K. Dick αναφορικά με την εμπειρία των αισθήσεων ως only apparently real. Η χυδαία μορφή της πρώτης βρίσκεται στο υπόβαθρο της μισής χολιγουντιανής παραγωγής, ενώ η επιλογή της έτερης επιχειρείται σποραδικά, από κλεψίτυπα όπως το Matrix ως παρολίγον αριστουργήματα σαν το 12 Monkeys, δίχως να προκύψει ως τώρα έργο-σταθμός. Κλίνοντας προς τη δεύτερη πλευρά, ο Nolan δίνει ένα φιλμ πιστότερο στο πνεύμα του Dick από ό,τι υπήρξε το φιλόδοξο μεν, προβληματικό λόγω happy end δε Minority Report, ωστόσο το όλο εγχείρημα μοιάζει αυτή τη φορά πολύ περισσότερο με διανοητική άσκηση παρά με δοκίμιο για την ανθρώπινη κατάσταση. Τα βασικά ερωτήματα είναι στη θέση τους, οι χαρακτήρες ορίζονται από λεπτομέρειες, όχι απλώς από primary colours, ο συγχρονισμός των επιπέδων της ταινίας διατηρείται άψογος, όμως το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει να εστιάζει κυρίως σε επί της οθόνης ιδέες που περιπλέκουν επιτυχώς ένα απλό τελικά σενάριο. Μετά τις λύσεις, τις ανατροπές και τις καθάρσεις, η όλη αίσθηση είναι ότι είχες την τύχη να παρατηρήσεις ένα πολύ όμορφο παιχνίδι να ξεκουρδίζεται υποδειγματικά, χωρίς όμως τις εκ των υστέρων εκρήξεις συνειδητοποίησης όσων είχες παραβλέψει την ώρα της προβολής, χωρίς τις συνήθεις προς διερεύνηση ή προς συζήτηση εννοιολογικές παραμέτρους, χωρίς την εντύπωση ότι όσα είδες παραπέμπουν σε κάτι θεωρητικά πολυπλοκότερο του προφανούς "who dreams reality". Αν ο Nolan του Inception παραμένει άξιος σεβασμού και θέασης είναι γιατί, ως αριστοτέχνης της deception, ακόμη και όταν αποτυγχάνει η βαρύτητα, βρίσκει τον τρόπο να την επαναφέρει.
14 years ago