Η αρχή του «οπτικού διαλόγου» με την Ακρόπολη
Η απαίτηση της οπτικής επαφής του μουσείου με την Ακρόπολη αποτελούσε στοιχείο του διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για την κατασκευή του, αλλά και σαφή αναγκαιότητα, δεδομένου του χώρου ανέγερσής του. Ως εκ τούτου, η αίθουσα που στεγάζει τα παρθενώνεια γλυπτά, με τον πολυδιαφημισμένο προσανατολισμό της συντονισμένο με αυτόν του Παρθενώνα, εντυπωσιάζει με τις αδρές της γραμμές και, ομολογουμένως, την οπτική επαφή τόσο με την Ακρόπολη όσο και άλλες αρχαιότητες της περιοχής, όπως το μνημείο του Φιλοπάππου δυτικότερα. Είναι ίσως το μόνο πλήρως σχεδιασμένο κομμάτι του κτιρίου, και το μόνο που επιτελεί τον σκοπό του: να εντάξει τα μνημεία σε ένα εκθεσιολογικό – μουσειολογικό πρόγραμμα, το οποίο όμως μένει ημιτελές. Θαμπωμένοι, υποθέτω, από την επιβλητική παρουσία των «ιερών» εκθεμάτων (για την ποικιλόμορφη «ιερότητα» χώρου και μνημείων θα μιλήσω παρακάτω), οι δημιουργοί του μουσείου αισθάνθηκαν την ανάγκη να μείνουν βουβοί, αφήνοντας, και πάλι, μουσείο και εκθέματα να μιλήσουν «από μόνα τους». Πρόκειται για μια ιδιότυπη, αλλά ιδεολογικά σαφή και πολιτικά μάλλον επικίνδυνη άποψη, νεο-ρομαντικών καταβολών, σύμφωνα με την οποία ο ελληνικός πολιτισμός διακρίνεται, εκτός των άλλων, και από το γεγονός ότι αποτελεί αυτόχθον στοιχείο της ελληνικής γης («βράχος» και «Ακρόπολη» αποτελούν πλέον ταυτόσημες έννοιες), επομένως κάθε επεξήγηση καθίσταται περιττή.
Η απαίτηση της οπτικής επαφής του μουσείου με την Ακρόπολη αποτελούσε στοιχείο του διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για την κατασκευή του, αλλά και σαφή αναγκαιότητα, δεδομένου του χώρου ανέγερσής του. Ως εκ τούτου, η αίθουσα που στεγάζει τα παρθενώνεια γλυπτά, με τον πολυδιαφημισμένο προσανατολισμό της συντονισμένο με αυτόν του Παρθενώνα, εντυπωσιάζει με τις αδρές της γραμμές και, ομολογουμένως, την οπτική επαφή τόσο με την Ακρόπολη όσο και άλλες αρχαιότητες της περιοχής, όπως το μνημείο του Φιλοπάππου δυτικότερα. Είναι ίσως το μόνο πλήρως σχεδιασμένο κομμάτι του κτιρίου, και το μόνο που επιτελεί τον σκοπό του: να εντάξει τα μνημεία σε ένα εκθεσιολογικό – μουσειολογικό πρόγραμμα, το οποίο όμως μένει ημιτελές. Θαμπωμένοι, υποθέτω, από την επιβλητική παρουσία των «ιερών» εκθεμάτων (για την ποικιλόμορφη «ιερότητα» χώρου και μνημείων θα μιλήσω παρακάτω), οι δημιουργοί του μουσείου αισθάνθηκαν την ανάγκη να μείνουν βουβοί, αφήνοντας, και πάλι, μουσείο και εκθέματα να μιλήσουν «από μόνα τους». Πρόκειται για μια ιδιότυπη, αλλά ιδεολογικά σαφή και πολιτικά μάλλον επικίνδυνη άποψη, νεο-ρομαντικών καταβολών, σύμφωνα με την οποία ο ελληνικός πολιτισμός διακρίνεται, εκτός των άλλων, και από το γεγονός ότι αποτελεί αυτόχθον στοιχείο της ελληνικής γης («βράχος» και «Ακρόπολη» αποτελούν πλέον ταυτόσημες έννοιες), επομένως κάθε επεξήγηση καθίσταται περιττή.
Η αρχική έμπνευση για τον σχεδιασμό του συγκεκριμένου μουσείου – η ανάδειξη της ζωφόρου του Παρθενώνα σε σχέση με το ορατό μνημείο για το οποίο κατασκευάστηκε – καθίσταται έτσι τροχοπέδη για τη λειτουργία του (όποιου) μουσειολογικού προγράμματος του ίδιου του μουσείου: ενώ η ζωφόρος δεσπόζει σε προνομιακή θέση, προσφέροντας τις χαρισματικές της αναλογίες στην αίθουσα που σχεδιάστηκε ειδικά γι’ αυτήν, τα αετώματα εκτίθενται, παραπλανητικά, στο ύψος σχεδόν του δαπέδου και οι μετόπες – λες και κάποιος τις μέμφεται για την μάλλον συντηρητική τεχνοτροπία και συχνά άνιση τεχνική τους σε σχέση με την σαφώς ανώτερη ζωφόρο και τα όντως επιβλητικά αετώματα – «εξορίζονται» ψηλά στην οροφή. Διαταράσσεται έτσι η εσωτερική αλληλουχία του γλυπτού διακόσμου του κτιρίου, και μάλιστα από μια έκθεση η οποία ομνύει στην αποκατάσταση της αρχικής οπτικής λειτουργίας των μνημείων.
(Βλ. σχετικά και τις παρατηρήσεις της μουσειολόγου Μ. Σκαλτσά, Τα Νέα, 27 Ιουν. 2009: Μ. Αδαμοπούλου, «Το Νέο Μουσείο στο μικροσκόπιο»).
1 σχόλιο:
Nice post and this post helped me alot in my college assignement. Thanks you for your information.
Δημοσίευση σχολίου