μες στο καβούκι της νύμφης
αναμασώντας τη ζωή μας
Μα, στη ρωγμή του χρόνου
φτερά βλασταίνουν στην ψυχή μας
και πετάμε στο άπειρο
Αρμονικά το σύμπαν περιδινείται
γύρω απ' την αντανάκλαση
των στιγμών μας
Αφήγηση
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα
Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ
ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ :
Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι
ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί.
Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα
μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά.
Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν
όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!
Οδυσσέας Ελύτης
«Ο ήλιος ο ηλιάτορας», 1971
Επέζησα μες απ' τους άσβηστους καημούς
Και έπαψα ν' αγαπώ τα όνειρά μου,
Πότε χαιρόμουν και γελούσα ξέχασα
Μονάχα μείνανε τα βάσανά μου.
Κατ' απ' τις θύελλες της μοίρας της σκληρής,
Μαράθηκε το ανθισμένο μου στεφάνι,
Ζω απομονωμένος, θλιβερός,
Και καρτερώ: θα 'ρθει ο λυτρωμός;
Έτσι από το ψύχος χτυπημένο,
Όταν η χειμωνιάτικη η θύελλα οργιάζει,
Σ' ένα λιανό, μικρό κλαδί,
Μοναχικό το φύλλο τρεμουλιάζει.