Παρασκευή 28 Μαΐου 2010
Πέμπτη 20 Μαΐου 2010
ανταπόκριση απ' τον Ονειρόκοσμο
Πώς μπορώ να μην την αγκαλιάσω;
Μου αποκαλύπτει πως τόσο καιρό ζούσαν στην διπλανή πόρτα μα με προσπάθεια με αποφεύγανε, με προσπάθεια και εγώ, απ'οτι φαίνεται τις αγνοούσα.
Πως όμως μπορώ να αντισταθώ, να μην την σηκώσω ψηλά στον αέρα για να την ακούσω να μου γελάει; Και πως μπορώ να μην δακρύσω όταν στην επόμενη στροφή, η μάνα θα αρπάξει το παιδί και θα κάνει ότι έκανε και τότε; θα εξαφανιστεί;
Έπειτα, η Μπώ και η Σόλ πέθαναν. Το ήξερε μέσα του ο μικρός Τζέικομπ όταν ανέβαινε ένα ένα τα μεταλλικά σκαλιά, με την μητριά του να τον τραβολογάει βάναυσα απ' το χέρι σαν ένα ανυπάκουο σκυλί. Κάθε κύτταρο του τον προειδοποιούσε, τον εκλιπαρούσε να μην ανέβει στο καράβι, να μην είναι εκεί γι αυτό το ταξίδι, θα ήταν το τελευταίο του. Κοιτούσε με διστακτικά από φόβο πίσω από κάθε γωνία και κάτω από κάθε τραπέζι για να βρεί τον αόρατο διώκτη του.
Τελικά όμως ανεβαίνοντας στο κατάστρωμα γλύστρισε σε ένα σκαλί μουσκεμένο από θαλασσινό νερό και βούτηξε άχαρα μέσα στο σκοτεινό νερό του ωκεανού.
Προς στιγμή νόμισε ότι θα προφτάσει το καράβι, προς στιγμή νόμισε ότι θα σωθεί. Η αντοχές του τον προδώσαν μαζί με την επιφυλακτικότητά του.
Αν ζούσα ακόμη σπίτι μου, θα ήταν η μάνα μου που θα με ξυπνούσε απ' τον εφιαλτικό μου λήθαργο. Όμως ξύπνησα μόνος μου και σκούπισα το προσκεφάλι μου απ' τον ιδρώτα και αφέθηκα να με καλημερήσω με το να ψάχνω να βρώ την ανάσα μου μέσα σε μια κρίση δύσπνοιας.
Αει σιχτίρ! Το αποφάσισα. Δεν ξανατρώω πίτσα γίγας μεταμεσονύχτια.
Δευτέρα 10 Μαΐου 2010
Σάββατο 1 Μαΐου 2010
Το Φρέαρ
(Η σκηνή μας εκτιλύσσεται σε ένα μικρό παραλληλόγραμμο δωμάτιο με θέα τον αυλόγυρο ενός ιδρύματος και παραπέρα ένα ορεινό υπόβαθρο. Την πόρτα ανοίγει ένας νεαρός νοσοκόμος που κρατάει στα χέρια του δίσκο με ένα πιάτο, τρεις φέτες ψωμί και λίγη μαρμελάδα με βούτυρο. Δίπλα τους ένα μικρό κυπελλάκι με μια ποικιλία από χάπια.
Συλλαμβάνει επ’ αυτοφόρω τον ηλικιωμένο ένοικο του δωματίου να βουτάει ένα μεγάλο πινέλο σε ένα τενεκεδένιο δοχείο με πλούσιο γαλάζιο χρώμα. Πριν προλάβει ο νεαρός να αρθρώσει λέξη, ο γέροντας αρχίζει τον μονόλογό του.)
<<
Εντάξει, εντάξει, δε θα βάψω πάλι τους τοίχους. Να, κοίτα, το πινέλο τ’ αφήνω χάμω. Αλλά κατάλαβέ με, δε μπορώ το λευκό της συννεφιάς. Θέλω το γαλάζιο της χρώμα, και δες, είχα πάρει και ένα τενεκέ με βαθύ μπλέ, έτσι για να βάψω εκεί πέρα στις γωνιές με χρώμα σα τα βαθειά της τα νερά. Εκείνα που ξέρεις ότι αν βουτήξεις μέσα τους, πάτο δε θά βρεις, πρώτα θα πνιγείς. Την τελευταία φορά που το έβαψα, ήρθατε και μου το συννεφιάσατε πάλι πριν καλά καλά προλάβει το γαλάζιο του ουρανού να στεγνώσει...
Μικρός δε τη φοβόμουν, άλλωστε τα ρηχά είναι εύκολο να τα κουμαντάρεις, να, έτσι κάνεις και τα πόδια σου θαρρείς πατούν το βρεμμένο χώμα. Ο γέρος μου, θεέ μου σχώρα τον, για ένα πράμα κόμπιαζε, που είχε γιό θαρρείς από εκεί, απ'αυτήν γεννημένο. Βουτούσα που λες παιδί μου και έβρισκα θησαυρούς, κοχύλια σε σχήματα φανταστικά, χρυσαφικά χαμένα από λεφτάδες τουρίστες αλλά τα βότσαλα εκείνα, τα πολύχρωμα ήταν το πραγματικό θαύμα.
Ξέρεις, μάζεψα κουβάδες από δ’αύτα μικρό τσογλάνι σαν ήμουν. Έξαλλη η μάνα μου με κυνηγούσε γιατί της πιάναν χώρο απ’ τις σκούπες και τους κουβάδες της. Η παστρικιά.
Πόσο μου λείπει...
Γράμματα πολλά δεν έμαθα, μόνο όταν στα χέρια μου πέσανε ιστορίες για πειρατές και ωκεανούς και νησιά με κοκοφοίνικες και θησαυρούς του νερού. Ένας δασκαλάκος με λυπήθηκε, φορούσε λοιπόν τα γυαλάκια του για τα χαλασμένα του μάτια και μου διάβαζε και έμαθα απ’αυτόν λέξεις... κοχύλι, κοράλλι, λεπίδι και κουμπούρι, μαϊστρα και παλαμάρι, αφρισμένα κύματα και ρούμι και...
Τι έλεγα; Α! Ναι, μεγάλωσα... έβγαλα μουστάκι και νόμισα οτι αντρώθηκα. Αυτό και εκείνη η κοπέλα που είχα γνωρίσει και μ’είχε αγαπήσει. Έρωτας μεγάλος βλέπεις, απ’ αυτούς που νομίζεις ότι για χάρη του η πλάση κελαϊδάει κ’ η "άλλη" γαληνεύει. Μέχρι που μια μέρα με παράτησε, χάθηκε και σε καμιά παραλία και σε κανένα πάρκο δεν την έβρισκα πια. Ύστερα έμαθα ότι παντρεύτηκε το γιό του δημάρχου που είχε φύγει στα ξένα και σπούδασε γιατρός και γύρισε στη μεγάλη πόλη και έκανε όνομα και...
Τι έλεγα; ... Τότε είπα θα βρώ και γώ να παντρευτώ. Και βρήκα. Το πρώτο βαπόρι που ήθελε ικανά χέρια με δέχτηκε. Αφήναμε λιμάνι για να πιάσουμε άλλο και εγώ εκεί έγινα άντρας. Κουβάλημα σα το χαμάλη, το κατάστρωμα είχε αλμυρό νερό και τον ιδρώτα μου. Και αυτή ήταν σκληρή μαζί μου, όχι σαν τα ρηχά της τα νερά, αλλά άγρια με μαλλιά σαν καταιγίδα και φωνή αγριεμένη σα να με μάλωνε συνέχεια. Νόμισα ότι ποτέ δε θα μ’αγαπήσει εμένα, πως με μια ματιά με μίσησε που τόλμησα να τη διασχίσω και με τις φουρτούνες τις θα με ξεπάστρευε. Γιατί με κοιτάς έτσι, δεν αποζήτησα αλληνής την αγκαλιά από αδυναμία, εσύ στη θέση μου άλλωστε... τι θα κανες;
Αχ πόσο μου λείπει...
Όταν έχασα τον ήλιο ήταν που τον έψαχνα περισσότερο. Γιατί όταν είχε συννεφιά, εκείνη δεν είχε καλή διάθεση, σκούραιναν τα νερά της και συννέφιαζε και μας έλουζε με λευκούς πνιγμούς. Γι αυτό κι εγώ θέλω μπλέ τριγύρω μου, σε ανατολή και δύση, σε βορρά και νότο και τον ουρανό τον ίδιο, αλλιώς, το λευκό τους με πνίγει. Το κατάστρωμα δε με ενδιαφέρει, μονάχα όταν ξαπλώνω ανάσκελα, θέλω πριν κλείσω τα μάτια μου να τα γεμίσω με γαλάζιο, να φύγω με ηρεμία.
(Αφού φάει βιαστικά μερικές μπουκιές ψωμί με βούτυρο, συνέχισε να μιλάει, με τον νεαρό ίσως βαριεστημένο, ίσως αποσβολωμένο, ίσως πάλι δείχνοντας ενδιαφέρον για την ιστορία του γέροντα με τα γκρίζα μαλλιά και τα οδυνηρά αρθριτικά στα δάχτυλα)
Ενας μήνας σε λιμάνι στην πατρίδα μου ήταν αρκετός να στήσω σπιτικό. Εντάξει, παραδέχομαι, εκείνη το έστησε με το γούστο της, εγώ με το χρήμα. Άλλωστε εγώ θα την έβλεπα όποτε μας έφερνε το κύμα πίσω, εκεί. Μου έκανε και παιδιά, αν και εγώ δεν ήμουν καλός στα μαθηματικά και δεν έκατσα να υπολογίσω αν ήταν δικά μου όπως αυτή μου έλεγε. Εγώ όμως άλλη ποθούσα, εκείνη, την καπριτσιόζα με τα νεύρα της σαν ηφαίστειο και φωνή που σε κουφαίνει. Ετρεχα στην αγκαλιά της αν και ήξερα ότι θα έτρωγα εννιά χαστούκια πρωτού δω χαμόγελο.
Πόσο μου λείπει...
Δε μπορώ τα βουνά εδώ, είναι εκεί σα βαρεμένοι ψαράδες που αποκοιμήθηκαν με το καλάμι στα χέρια. Το ψάρι τσιμπησε, έφαγε το δόλωμα και αυτοί χαμπάρι. Μονάχα κάθονται εκεί σκυθρωποί, καμπουριασμένοι και ο χάρος άφησε πίσω τα κουφάρια τους. Την άλλη όμως δε τολμά να την αγγίξει, δε την σκιάζει κανείς, μπορεί να είναι η μάνα του, μπορεί η πεθερά του, πάντως τη φοβάται. Γιατί όταν αυτή με κεραυνούς τον κυνηγούσε αυτός έλεγε "Θεέ μου από που να φύγω", ενώ εγώ στην τρικυμία της απελπισμένα ήθελα να καταφύγω.
Και ίδρωνα, βογκούσα και σήκωνα βάρη αβάσταχτα. Και το βιός μου το’ στελνα πίσω στο σπίτι για να ποτίσω ότι έσπειρα. Έστελνα και γράμματα αλλά απάντηση καμιά. Ένα ξερό ευχαριστώ μονάχα όταν γυρνούσα και μια φορά τη γυναίκα μου να μου αποκαλύπτει πως τελικά τα παιδιά είναι του εραστή, μπορεί και του γαλατά. Και ‘γω έβλεπα μόνο νερά θολωμένα, ξέρεις, σαν αυτά που η άμμος είναι ανακατεμμένη. Έτρεξα να γυρίσω πίσω της. Πίσω απ τη γυναίκα μου; Όχι! Πίσω απ’ τη δική μου ερωμένη.
Τι ρωτάς; Φυσικά και την αγαπώ! Ακόμα...Τι άλλο θα μπορούσα να νοιώθω για το μόνο πράγμα στη ζωή μου που υπήρξε έντιμο και αληθινό; Τουλάχιστον θα ήταν σκυλιασμένη για μια ζωή, αυτό ήθελε να μου πεί. Μια ζωή με τσιτωμένα νεύρα, μια ζωή χολοσκασμένη με χαμένη ηρεμία, με ελάχιστους ύπνους σα λάδι. Τουλάχιστον ήταν ειλικρινής μαζί μου, ποτέ δε με στόλισε με ψεύτικες υποσχέσεις και έβαλε αρώματα για να καλύψει τον ιδρώτα του άλλου απ’ τον κερατά - εμένα.
Εκείνο το κομμάτι χρυσό κολυμπάει κάπου τώρα στο φρέαρ εκεί στο Ιόνιο, στις Οινούσσες. Εδειξα στη γυναίκα μου το τέλος και στην ερωμένη μου τα πραγματικά μου αισθήματα. Το ξέρω ότι παίζει μαζί μου, ότι ποτέ δε θα την έχω πραγματικά.
Πάλι αυτό το βλέμμα. Δεν εγκρίνεις αυτό τον έρωτα; Γιατί; Επειδή είναι μεγαλύτερη σε ηλικία; Είσαι μικρός ακόμα, θα μάθεις...
Που λες, πού έμεινα; α! το προσωπό μου δε το ξύριζα πια, μονάχα που και που σα σπονδή στην άγρια Θεά έδινα τούφες τούφες τα γένια και τα μαλλιά μου τάχα μου για να την καλοπιάσω. Η οργή της όμως τέλος δεν είχε. Μια φορά θαρρείς πως είδα και την αδερφή του Μεγ’ Αλεξάνδρου. Μάλιστα μου μίλησε και με συμβούλεψε να μη πάω κόντρα στο κύμα, πως είναι έτσι θυμωμένη γιατί βίωσε την προδοσία από αγαπημένο πρόσωπο. Πόσο την καταλαβαίνω, είπα και έσβησα το τσιγάρο με το χόρτο.
Πριν καν την αφήσω μου έλειπε...
Το βαπόρι με άφησε για τελευταία φορά στο λιμάνι από τσιμέντο – κάποτε ήταν πέτρινο και ρηχό, δε το προσεγγίζαμε, μας κατέβαζαν με βάρκα, κάναμε και κουπί... – πήγα σπίτι μου.
Ολα τα τζάκια του κόσμου αναμμένα δε μπορούσαν να το ζεστάνουν. Σκέψου πως μπαίνεις σε ένα ψυγείο και κανένας απ’ αυτούς μέσα δε σ’αναγνωρίζει, ζαρζαβάτια και κρεατικά, μπουκάλες λευκό κρασί και πορτοκάλια. Έπιανα κουβέντα με αράχνες και ποντίκια, αλλά όταν στερεύαμε μουχαμπέτι και αυτά μ’αφήνανε. Τι κρίμα που δεν ήξεραν τάβλι. Μια μέρα μ’αφήσαν και οι αντοχές μου και δε μπορούσα άλλο πια να κολυμπήσω, ούτε κουπί να τραβήξω, ούτε δίχτυα να ρίξω. Δε μπορούσα να δω την αγαπημένη μου.
Τα παιδιά του γαλατά ήρθαν και με περιμάζεψαν, μάλλον από μια παραπλανημένη αίσθηση καθήκοντος και υποχρέωσης. Με φέρανε εδώ στη πόλη μέσα στο κελί αυτό και με κάνανε να σιχαθώ τις μέρες μου, να βαρεθώ τους ήλιους μου και κάθε τι που φοράει φυλλωσιά.
Καταλαβαίνεις πόσο μου λείπει;
Σα το ψάρι παίρνω τις τελευταίες μου ανάσες έξω απ το νερό, πιασμένος σε δίχτυα που λέγονται... τι λέει εκεί έξω; Οίκος ευγηρίας; Να, ακόμα και τα μάτια μου μακρυά της γκριζάρανε, θολώσανε...
Γι αυτό, σε παρακαλώ, φεύγοντας άσε τη πόρτα ανοιχτή για να ξετρυπώσω. Άσε με να παώ να βρω τη βάρκα μου με το ξεθωριασμένο της χρώμα και να πάω στο Φρέαρ ξανα. Στα παιδιά μου θα πω ότι ψάχνω να βρω τη βέρα της μάνας τους, έτσι για να μην ανησυχούν. Εγώ όμως, και μη το πεις πουθενά σ’εκλιπαρώ, θα ψαξω να βρω τρύπα να χωθώ, να βρω εκεί στα απύθμενα σκοτάδια την καρδιά της αγαπημένης μου. Να κάνω μια φάρσα στο μαυροφορεμένο χάρο και να είμαι αυτός που προτίμησε τη θάλασσα για τάφο και όχι τη πέτρα.
Γι αυτό σου λέω... άσε με να φύγω... να πάω να την βρώ...
>>
(Με τα τελευταία αυτά λόγια, ο γέροντας κάθεται στο κρεβάτι και βουλιάζει το πρόσωπό του στα χέρια του βυθισμένος στην στενοχώρια. Ο νεαρός χτυπάει φιλικά στον ώμο τον γέροντα σε ένδειξη κατανόησης και του βάζει το πινέλο στο χέρι αφού του κλείσει το μάτι. Όταν μετά η προϊσταμένη τον ρωτήσει για τον γέροντα, αυτός απλά θα ανασηκώσει τους ώμους του και θα χαμογελάσει πικρά γι αυτόν που τόσο του θυμίζει τον παππού του. Έπειτα θα πάει σπίτι και θα πιεί ένα ποτήρι μπέρμπον στην υγειά δυο ανθρώπων που τόσο μοιάζουν που θα μπορούσαν να είναι φίλοι)
Συλλαμβάνει επ’ αυτοφόρω τον ηλικιωμένο ένοικο του δωματίου να βουτάει ένα μεγάλο πινέλο σε ένα τενεκεδένιο δοχείο με πλούσιο γαλάζιο χρώμα. Πριν προλάβει ο νεαρός να αρθρώσει λέξη, ο γέροντας αρχίζει τον μονόλογό του.)
<<
Εντάξει, εντάξει, δε θα βάψω πάλι τους τοίχους. Να, κοίτα, το πινέλο τ’ αφήνω χάμω. Αλλά κατάλαβέ με, δε μπορώ το λευκό της συννεφιάς. Θέλω το γαλάζιο της χρώμα, και δες, είχα πάρει και ένα τενεκέ με βαθύ μπλέ, έτσι για να βάψω εκεί πέρα στις γωνιές με χρώμα σα τα βαθειά της τα νερά. Εκείνα που ξέρεις ότι αν βουτήξεις μέσα τους, πάτο δε θά βρεις, πρώτα θα πνιγείς. Την τελευταία φορά που το έβαψα, ήρθατε και μου το συννεφιάσατε πάλι πριν καλά καλά προλάβει το γαλάζιο του ουρανού να στεγνώσει...
Μικρός δε τη φοβόμουν, άλλωστε τα ρηχά είναι εύκολο να τα κουμαντάρεις, να, έτσι κάνεις και τα πόδια σου θαρρείς πατούν το βρεμμένο χώμα. Ο γέρος μου, θεέ μου σχώρα τον, για ένα πράμα κόμπιαζε, που είχε γιό θαρρείς από εκεί, απ'αυτήν γεννημένο. Βουτούσα που λες παιδί μου και έβρισκα θησαυρούς, κοχύλια σε σχήματα φανταστικά, χρυσαφικά χαμένα από λεφτάδες τουρίστες αλλά τα βότσαλα εκείνα, τα πολύχρωμα ήταν το πραγματικό θαύμα.
Ξέρεις, μάζεψα κουβάδες από δ’αύτα μικρό τσογλάνι σαν ήμουν. Έξαλλη η μάνα μου με κυνηγούσε γιατί της πιάναν χώρο απ’ τις σκούπες και τους κουβάδες της. Η παστρικιά.
Πόσο μου λείπει...
Γράμματα πολλά δεν έμαθα, μόνο όταν στα χέρια μου πέσανε ιστορίες για πειρατές και ωκεανούς και νησιά με κοκοφοίνικες και θησαυρούς του νερού. Ένας δασκαλάκος με λυπήθηκε, φορούσε λοιπόν τα γυαλάκια του για τα χαλασμένα του μάτια και μου διάβαζε και έμαθα απ’αυτόν λέξεις... κοχύλι, κοράλλι, λεπίδι και κουμπούρι, μαϊστρα και παλαμάρι, αφρισμένα κύματα και ρούμι και...
Τι έλεγα; Α! Ναι, μεγάλωσα... έβγαλα μουστάκι και νόμισα οτι αντρώθηκα. Αυτό και εκείνη η κοπέλα που είχα γνωρίσει και μ’είχε αγαπήσει. Έρωτας μεγάλος βλέπεις, απ’ αυτούς που νομίζεις ότι για χάρη του η πλάση κελαϊδάει κ’ η "άλλη" γαληνεύει. Μέχρι που μια μέρα με παράτησε, χάθηκε και σε καμιά παραλία και σε κανένα πάρκο δεν την έβρισκα πια. Ύστερα έμαθα ότι παντρεύτηκε το γιό του δημάρχου που είχε φύγει στα ξένα και σπούδασε γιατρός και γύρισε στη μεγάλη πόλη και έκανε όνομα και...
Τι έλεγα; ... Τότε είπα θα βρώ και γώ να παντρευτώ. Και βρήκα. Το πρώτο βαπόρι που ήθελε ικανά χέρια με δέχτηκε. Αφήναμε λιμάνι για να πιάσουμε άλλο και εγώ εκεί έγινα άντρας. Κουβάλημα σα το χαμάλη, το κατάστρωμα είχε αλμυρό νερό και τον ιδρώτα μου. Και αυτή ήταν σκληρή μαζί μου, όχι σαν τα ρηχά της τα νερά, αλλά άγρια με μαλλιά σαν καταιγίδα και φωνή αγριεμένη σα να με μάλωνε συνέχεια. Νόμισα ότι ποτέ δε θα μ’αγαπήσει εμένα, πως με μια ματιά με μίσησε που τόλμησα να τη διασχίσω και με τις φουρτούνες τις θα με ξεπάστρευε. Γιατί με κοιτάς έτσι, δεν αποζήτησα αλληνής την αγκαλιά από αδυναμία, εσύ στη θέση μου άλλωστε... τι θα κανες;
Αχ πόσο μου λείπει...
Όταν έχασα τον ήλιο ήταν που τον έψαχνα περισσότερο. Γιατί όταν είχε συννεφιά, εκείνη δεν είχε καλή διάθεση, σκούραιναν τα νερά της και συννέφιαζε και μας έλουζε με λευκούς πνιγμούς. Γι αυτό κι εγώ θέλω μπλέ τριγύρω μου, σε ανατολή και δύση, σε βορρά και νότο και τον ουρανό τον ίδιο, αλλιώς, το λευκό τους με πνίγει. Το κατάστρωμα δε με ενδιαφέρει, μονάχα όταν ξαπλώνω ανάσκελα, θέλω πριν κλείσω τα μάτια μου να τα γεμίσω με γαλάζιο, να φύγω με ηρεμία.
(Αφού φάει βιαστικά μερικές μπουκιές ψωμί με βούτυρο, συνέχισε να μιλάει, με τον νεαρό ίσως βαριεστημένο, ίσως αποσβολωμένο, ίσως πάλι δείχνοντας ενδιαφέρον για την ιστορία του γέροντα με τα γκρίζα μαλλιά και τα οδυνηρά αρθριτικά στα δάχτυλα)
Ενας μήνας σε λιμάνι στην πατρίδα μου ήταν αρκετός να στήσω σπιτικό. Εντάξει, παραδέχομαι, εκείνη το έστησε με το γούστο της, εγώ με το χρήμα. Άλλωστε εγώ θα την έβλεπα όποτε μας έφερνε το κύμα πίσω, εκεί. Μου έκανε και παιδιά, αν και εγώ δεν ήμουν καλός στα μαθηματικά και δεν έκατσα να υπολογίσω αν ήταν δικά μου όπως αυτή μου έλεγε. Εγώ όμως άλλη ποθούσα, εκείνη, την καπριτσιόζα με τα νεύρα της σαν ηφαίστειο και φωνή που σε κουφαίνει. Ετρεχα στην αγκαλιά της αν και ήξερα ότι θα έτρωγα εννιά χαστούκια πρωτού δω χαμόγελο.
Πόσο μου λείπει...
Δε μπορώ τα βουνά εδώ, είναι εκεί σα βαρεμένοι ψαράδες που αποκοιμήθηκαν με το καλάμι στα χέρια. Το ψάρι τσιμπησε, έφαγε το δόλωμα και αυτοί χαμπάρι. Μονάχα κάθονται εκεί σκυθρωποί, καμπουριασμένοι και ο χάρος άφησε πίσω τα κουφάρια τους. Την άλλη όμως δε τολμά να την αγγίξει, δε την σκιάζει κανείς, μπορεί να είναι η μάνα του, μπορεί η πεθερά του, πάντως τη φοβάται. Γιατί όταν αυτή με κεραυνούς τον κυνηγούσε αυτός έλεγε "Θεέ μου από που να φύγω", ενώ εγώ στην τρικυμία της απελπισμένα ήθελα να καταφύγω.
Και ίδρωνα, βογκούσα και σήκωνα βάρη αβάσταχτα. Και το βιός μου το’ στελνα πίσω στο σπίτι για να ποτίσω ότι έσπειρα. Έστελνα και γράμματα αλλά απάντηση καμιά. Ένα ξερό ευχαριστώ μονάχα όταν γυρνούσα και μια φορά τη γυναίκα μου να μου αποκαλύπτει πως τελικά τα παιδιά είναι του εραστή, μπορεί και του γαλατά. Και ‘γω έβλεπα μόνο νερά θολωμένα, ξέρεις, σαν αυτά που η άμμος είναι ανακατεμμένη. Έτρεξα να γυρίσω πίσω της. Πίσω απ τη γυναίκα μου; Όχι! Πίσω απ’ τη δική μου ερωμένη.
Τι ρωτάς; Φυσικά και την αγαπώ! Ακόμα...Τι άλλο θα μπορούσα να νοιώθω για το μόνο πράγμα στη ζωή μου που υπήρξε έντιμο και αληθινό; Τουλάχιστον θα ήταν σκυλιασμένη για μια ζωή, αυτό ήθελε να μου πεί. Μια ζωή με τσιτωμένα νεύρα, μια ζωή χολοσκασμένη με χαμένη ηρεμία, με ελάχιστους ύπνους σα λάδι. Τουλάχιστον ήταν ειλικρινής μαζί μου, ποτέ δε με στόλισε με ψεύτικες υποσχέσεις και έβαλε αρώματα για να καλύψει τον ιδρώτα του άλλου απ’ τον κερατά - εμένα.
Εκείνο το κομμάτι χρυσό κολυμπάει κάπου τώρα στο φρέαρ εκεί στο Ιόνιο, στις Οινούσσες. Εδειξα στη γυναίκα μου το τέλος και στην ερωμένη μου τα πραγματικά μου αισθήματα. Το ξέρω ότι παίζει μαζί μου, ότι ποτέ δε θα την έχω πραγματικά.
Πάλι αυτό το βλέμμα. Δεν εγκρίνεις αυτό τον έρωτα; Γιατί; Επειδή είναι μεγαλύτερη σε ηλικία; Είσαι μικρός ακόμα, θα μάθεις...
Που λες, πού έμεινα; α! το προσωπό μου δε το ξύριζα πια, μονάχα που και που σα σπονδή στην άγρια Θεά έδινα τούφες τούφες τα γένια και τα μαλλιά μου τάχα μου για να την καλοπιάσω. Η οργή της όμως τέλος δεν είχε. Μια φορά θαρρείς πως είδα και την αδερφή του Μεγ’ Αλεξάνδρου. Μάλιστα μου μίλησε και με συμβούλεψε να μη πάω κόντρα στο κύμα, πως είναι έτσι θυμωμένη γιατί βίωσε την προδοσία από αγαπημένο πρόσωπο. Πόσο την καταλαβαίνω, είπα και έσβησα το τσιγάρο με το χόρτο.
Πριν καν την αφήσω μου έλειπε...
Το βαπόρι με άφησε για τελευταία φορά στο λιμάνι από τσιμέντο – κάποτε ήταν πέτρινο και ρηχό, δε το προσεγγίζαμε, μας κατέβαζαν με βάρκα, κάναμε και κουπί... – πήγα σπίτι μου.
Ολα τα τζάκια του κόσμου αναμμένα δε μπορούσαν να το ζεστάνουν. Σκέψου πως μπαίνεις σε ένα ψυγείο και κανένας απ’ αυτούς μέσα δε σ’αναγνωρίζει, ζαρζαβάτια και κρεατικά, μπουκάλες λευκό κρασί και πορτοκάλια. Έπιανα κουβέντα με αράχνες και ποντίκια, αλλά όταν στερεύαμε μουχαμπέτι και αυτά μ’αφήνανε. Τι κρίμα που δεν ήξεραν τάβλι. Μια μέρα μ’αφήσαν και οι αντοχές μου και δε μπορούσα άλλο πια να κολυμπήσω, ούτε κουπί να τραβήξω, ούτε δίχτυα να ρίξω. Δε μπορούσα να δω την αγαπημένη μου.
Τα παιδιά του γαλατά ήρθαν και με περιμάζεψαν, μάλλον από μια παραπλανημένη αίσθηση καθήκοντος και υποχρέωσης. Με φέρανε εδώ στη πόλη μέσα στο κελί αυτό και με κάνανε να σιχαθώ τις μέρες μου, να βαρεθώ τους ήλιους μου και κάθε τι που φοράει φυλλωσιά.
Καταλαβαίνεις πόσο μου λείπει;
Σα το ψάρι παίρνω τις τελευταίες μου ανάσες έξω απ το νερό, πιασμένος σε δίχτυα που λέγονται... τι λέει εκεί έξω; Οίκος ευγηρίας; Να, ακόμα και τα μάτια μου μακρυά της γκριζάρανε, θολώσανε...
Γι αυτό, σε παρακαλώ, φεύγοντας άσε τη πόρτα ανοιχτή για να ξετρυπώσω. Άσε με να παώ να βρω τη βάρκα μου με το ξεθωριασμένο της χρώμα και να πάω στο Φρέαρ ξανα. Στα παιδιά μου θα πω ότι ψάχνω να βρω τη βέρα της μάνας τους, έτσι για να μην ανησυχούν. Εγώ όμως, και μη το πεις πουθενά σ’εκλιπαρώ, θα ψαξω να βρω τρύπα να χωθώ, να βρω εκεί στα απύθμενα σκοτάδια την καρδιά της αγαπημένης μου. Να κάνω μια φάρσα στο μαυροφορεμένο χάρο και να είμαι αυτός που προτίμησε τη θάλασσα για τάφο και όχι τη πέτρα.
Γι αυτό σου λέω... άσε με να φύγω... να πάω να την βρώ...
>>
(Με τα τελευταία αυτά λόγια, ο γέροντας κάθεται στο κρεβάτι και βουλιάζει το πρόσωπό του στα χέρια του βυθισμένος στην στενοχώρια. Ο νεαρός χτυπάει φιλικά στον ώμο τον γέροντα σε ένδειξη κατανόησης και του βάζει το πινέλο στο χέρι αφού του κλείσει το μάτι. Όταν μετά η προϊσταμένη τον ρωτήσει για τον γέροντα, αυτός απλά θα ανασηκώσει τους ώμους του και θα χαμογελάσει πικρά γι αυτόν που τόσο του θυμίζει τον παππού του. Έπειτα θα πάει σπίτι και θα πιεί ένα ποτήρι μπέρμπον στην υγειά δυο ανθρώπων που τόσο μοιάζουν που θα μπορούσαν να είναι φίλοι)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)