Το μαρτύριο του Μάξιμου Ομολογητή
Ο Άρθουρ Σοπενάουερ μιλά κάπου στο βιβλίο του Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση για τα πολλά εγώ που κρύβει ο καθένας μας μέσα του. Ένας, δυο, τρεις, άπειροι εαυτοί κρύβονται φυλακισμένοι στο σκοτάδι του ασυνειδήτου, σε πλευρές που είναι αφανείς, για να ξεπηδήσουν κάποτε και να μας ξαφνιάσουν. Μία σκέψη ακολουθεί την άλλη, μία άλλη σκέψη έρχεται πάνω στην προηγούμενη και πάει λέγοντας. Ο μικροί θεοί ή δαίμονες διαλέγονται στο εσωτερικό του μυαλού μας. Ο dialogue interiere μπορεί να μην καταλήξει πουθενά. Αλλά ακόμη και εάν οι εαυτοί μας είναι δυνητικά άπειροι, τί μένει μετά το θάνατο από αυτό που ήμασταν; Χάνεται όλο αυτό το δίκτυο του μυαλού, των εμπειριών, των ονείρων και των σκέψεων ή η ψυχή διασώζεται; Το πρόβλημα της αθανασίας της ψυχής είναι πανάρχαιο. Ο Μάξιμος Ομολογητής που έζησε τον 7ο αι. μ.Χ. φέρνει τρία καταπληκτικά επιχειρήματα υπέρ της αθανασίας της ψυχής: α) Εάν η ψυχή είναι απλή - άποψη που βέβαια αντιτίθεται έως ένα βαθμό προς την θεωρία του Σοπενάουερ περί απείρων εαυτών - τότε είναι και αθάνατη. Ο μοναχός Μάξιμος λέει πως κανένα όν δεν αυτοκαταστρέφεται, αλλιώς δεν θα υπήρχε εξαρχής. Διότι ό,τι φθείρεται, φθείρεται εξαιτίας μίας αντίθετης δύναμης. Έτσι οτιδήποτε φθείρεται είναι διαλυτό, και ό,τι διαλύεται, είναι σύνθετο• το σύνθετο με τη σειρά του είναι πολυμερές και ότι αποτελείται από μέρη, τα μέρη αυτά θα είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Ο Μάξιμος όμως επιμένει υπέρ της απλότητας της ψυχής, της ενοείδειας και αδιαλυτότητάς της. Έτσι, αφού είναι όλα αυτά, σε τελευταία ανάλυση η ψυχή είναι ασύνθετη και αποτελείται από ένα βασικό πυρήνα, που δεν μπορεί να μεταλλαχθεί. Για τούτο παραμένει άφθαρτη και αθάνατη. Ωραίο επιχείρημα, εάν δεχτούμε την απλότητα της ψυχής και τη μοναδικότητα της υπόστασης της. Εάν δεν τη δεχτούμε όμως προκύπτουν προβλήματα. Άρα ο Μάξιμος για να στηρίξει το λογικό του σκελετό χρησιμοποιεί εν αρχή κάποιο αξίωμα. Έτσι δούλευε η σκέψη πολλών αρχαίων αλλά και των σχολαστικών εκείνης της εποχής. Τα άλλα δύο επιχειρήματα όμως μπορούμε να τα αποδεχτούμε πιο εύκολα. Έτσι β) ο Μάξιμος λέει, εάν κάτι κινείται χάρη σε κάτι άλλο, τότε δεν έχει τη ζωτικότητα από τον εαυτό του, αλλά εξαιτίας της κινητήριας δύναμης. Θα κινείται λοιπόν όσο διαρκεί αυτή η δύναμη να ενεργεί πάνω του. Όταν σταματήσει η επενέργεια του κινούντος αιτίου σταματά και το ίδιο να κινείται και τότε διαλύεται. Ό,τι όμως δεν κινείται από κάποιο άλλο αίτιο, αλλά είναι αυτοκινούμενο αυτό ποτέ δεν παύει να υπάρχει. Καθώς, όπως λέει ο Μάξιμος, «ακολουθεί γαρ τω αυτοκινήτω, το αεικίνητον είναι», δηλ. ακολουθεί την αυτοκινησία η αεικινησία. Το αεικίνητο και ασταμάτητο, δεν έχει τέλος. Φοβερός συλλογισμός, που οδηγεί να πιστέψουμε ότι επειδή η ψυχή είναι αυτοκίνητη θα είναι και άφθαρτη. Είναι όμως αυτοκινούμενη η ψυχή; Δεν χρειάζεται η ψυχή τη βιολογική υποστήριξη; Όπως, επίσης, έχει και την ανάγκη μία σημαντικής αλληλοδιαπλοκής ανθρώπινων σχέσεων για να τραφεί, να ζωντανέψει και να αναπτυχθεί. Το τελευταίο και τρανότερο επιχείρημα του μάρτυρα καλόγερου στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η ψυχή είναι φύσει καλή. Ό,τι φθείρεται, φθείρεται από τη δική του κακία, ενώ εκείνο που δεν φθείρεται από τη δική του κακία είναι άφθαρτο. Το κακό ως αντίθετο του καλού προκαλεί τη φθορά. Η φθορά μεταφράζεται ως κακία του σώματος, δηλ. ως πάθη, νόσοι και θάνατος, ενώ η αρετή του είναι το κάλλος, η ζωή, η υγεία και η ευεξία. Εάν λοιπόν η ψυχή δεν φθείρεται από τη δική της κακία και κακία της ψυχής είναι η δειλία, η ακολασία, ο φθόνος και τα παρόμοια πάθη, που αφαιρούν από την ψυχή την κίνηση και τη ζωή, επομένως η ψυχή θα είναι αθάνατη.
Ακραίο επιχείρημα που στηρίζεται στη μόνιμη πίστη του Βυζαντινού Χριστιανισμού, ότι η κακία και εν γένει το κακό δεν έχουν οντολογική υπόσταση. Για τον Ιωάννη Δαμασκηνό π.χ. το κακό είναι παρυπόσταση και δεν έχει δική του ουσία. Ολόκληρη η κτίση δημιουργήθηκε λίαν καλά. Το κάλλος και η αγαθότητα είναι εγγενή στον κόσμο και καθετί κακό, όπως η φθορά και ο θάνατος είναι μόνο παρυποστάσεις, δηλ. δεν υπάρχουν πραγματικά. Αλήθεια! Υπάρχει πιο αισιόδοξη άποψη από αυτή; Η θεωρία αυτή θέλει ακόμη και τον αμαρτωλό να τον εντάξει στους κόλπους του χριστιανισμού. Αμφισβητεί την ύπαρξη της αρνητικότητας, της άλλης όψης του νομίσματος. Είναι ένα δόγμα το οποίο βέβαια έχει στηριχτεί σε επιχειρήματα από τους πατέρες της εκκλησίας. Τι πιο εύκολο όμως από το να εξορίζουμε οντολογικά την κακία, να μιλάμε διαρκώς για το καλό και να κλείνουμε τα μάτια μας εμπρός στις απύθμενες αβύσσους αμαρτωλότητας που βρίσκει κανείς μέσα στον κόσμο. Φυσικά ο στόχος είναι ο αντίθετος, το να αγκαλιάσει δηλαδή ο Χριστιανισμός όλη την οικουμένη. Την πείρα του κακού για να φτάσει κανείς σε αγιότερες μορφές ζωής τη μέμφθηκαν στοχαστές, όπως ο Μάξιμος Ομολογητής και ο Ευάγριος ο Ποντικός. Αντίθετα χριστιανοί, όπως ο Ωριγένης και άλλοι αρχαίοι έλληνες, όπως ο Επίκουρος ή ο Πλάτων προϋπέθεταν τη γνώση του κακού πριν να μεταστραφεί κανείς στο καλό. Αν σκεφτούμε όμως πέραν του καλού και του κακού, βλέπουμε αμέσως τα πράγματα στη γυμνή, αυθεντική τους όψη, χωρίς να τους προσδίδουμε εμείς κανένα νόημα ή ευσεβή πόθο. Όποιος κοιτά για πολύ ώρα προς την άβυσσο, έγραψε ο Φρειδερίκος Νίτσε, τότε και η άβυσσος κοιτά μέσα του. Όμως αυτήν ακριβώς την άβυσσο είναι που ο Χριστιανισμός θέλει να υπερνικήσει, μην αναγνωρίζοντας την αυθεντική της ύπαρξη.