Χτες είχαμε
την επέτειο από την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και, ως είθισται, δεν έλειψαν
οι υπερβολικές αντιδράσεις πένθους για την απώλεια της Βασιλεύουσας, οι οποίες
έφτασαν μέχρι του σημείου να ακουστούν τα γνωστά «πάλι με χρόνια με καιρούς»
κ.ο.κ. Το φάντασμα της Μεγάλης Ιδέας εξακολουθεί να στοιχειώνει τη μνήμη πολλών
συμπολιτών μας 91 χρόνια μετά τον ενταφιασμό της.
Η πικρή
αλήθεια είναι, ότι για πολύ κόσμο τα γεγονότα των τελευταίων στιγμών της Πόλης
πριν την εκπόρθησή της παραμένουν νεφελώδη. Ο μύθος της Κερκόπορτας που κάποιος
προδότης, ο οποίος πότε είναι εκχριστιανισμένος Οθωμανός και πότε κάποιος
Έλληνας, που πρόδωσε το λαό του, άνοιξε, ή των κακών Δυτικών, οι οποίοι μας εκδικήθηκαν,
που δεν ενδώσαμε στα αιτήματά τους στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, και δεν
απέστειλαν βοήθεια, παραμένουν για πολύ κόσμο οι κύριες αιτίες της Άλωσης. Στο καπάκι,
η Εκκλησία της Ελλάδος τιμά τη μνήμη του Γενναδίου Σχολαρίου, πρώτου Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, ο οποίος, κατά την επικρατούσα άποψη,
διέσωσε το χριστιανισμό πείθοντας προς τούτο το Μωάμεθ το Β’, τον επονομαζόμενο
Πορθητή, να τον ορίσει στην ως άνω θέση.
Ωστόσο,
έχει μεγάλη σημασία να δούμε, κατά πόσο ανταποκρίνονται οι παραπάνω ιστορίες στην
πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Επίσης, χρήσιμο είναι να γνωρίζουμε το ρόλο
του Σχολαρίου κατά τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Υπήρχε τελικά Κερκόπορτα και
προδοσία; Κατ’ αρχάς,
αξίζει να συγκρίνουμε τις δύο δυνάμεις, που ήλθαν αντιμέτωπες εκείνη την εποχή.
Από τη μια πλευρά, υπήρχε ο οθωμανικός στρατός, ο οποίος με ρεαλιστικές
εκτιμήσεις αριθμούσε περί τις 80.000-100.000 τακτικούς με πλήρη εξοπλισμό και
δυνατότητα άφθονου ανεφοδιασμού. Πίσω από αυτό το στρατό κρυβόταν η ιδιοφυία
του Μωάμεθ του Β’, ο οποίος είχε φροντίσει να εξοπλίσει το στρατό του με σύγχρονα,
για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, μέσα (π.χ. πλήρωσε τον Ουρβανό, για να
κατασκευάσει το περιβόητο κανόνι του, το οποίο προκάλεσε τεράστια ζημία στα
τείχη της Πόλης). Από την άλλη πλευρά, είχαμε μια αυτοκρατορία, που
ψυχορραγούσε βουτηγμένη στην παρακμή και τις ταραχές ανάμεσα σε ενωτικούς και
ανθενωτικούς και περιελάμβανε, πλέον, μόνο την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά
της. Περίπου 7.000 πολεμιστές , εκ των οποίων οι 2.000 ήταν ξένοι, στάθηκαν στις
επάλξεις, για να αποκρούσουν τον οθωμανικό στρατό. Τα τείχη της πόλης
ευρίσκοντο σε οικτρή κατάσταση, καθόσον δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να
συντηρηθούν επαρκώς. Μια τέτοια δυσαναλογία σε ό,τι αφορά τον αριθμό των
μαχίμων ήταν καταδικαστική για την πλευρά με το μικρότερο αριθμό, ενώ, αν
σκεφτούμε, ότι είχαμε περάσει στην εποχή των τηλεβόλων όπλων, ο χρόνος
πολιορκίας μιας πόλεως είχε συντομεύσει κατά πολύ.
Άρα δεν
υπήρξε κάποια προδοσία; Προσωπική μου άποψη είναι, ότι δε χρειαζόταν κάτι
τέτοιο, για να πέσει η Πόλη, ειδικά στην κατάσταση στην οποία ευρίσκετο. Κακά τα
ψέμματα, όλο και κάποιο τείχος θα κατέρρευσε ολοκληρωτικά ή κάποια πύλη θα
υποχώρησε επιτρέποντας σε στίφη Οθωμανών να εισβάλουν στην Πόλη και να σπείρουν
τον πανικό (σε επίπεδο στρατού ήταν ίσως το πιο επίφοβο σώμα της εποχής) . Ο
μύθος αναφέρεται σε κερκόπορτες και προδοσίες, διότι ίσως είναι πολύ
προτιμότερη για τη λαϊκή σοφία η απόδοση της Άλωσης σε παράγοντες, που δεν
μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιμετωπιστούν ακόμα και με μέτρα άκρας συνέσεως
και επιμελείας, παρά στην πραγματική αδυναμία των αμυνομένων να αποκρούσουν οριστικά και αμετάκλητα τον οθωμανικό στρατό.
Δεν φταίνε οι Δυτικοί για την πτώση της Πόλης;
Σε καμμία περίπτωση! Κατ’ αρχάς, όπως προαναφέρθηκε παραπάνω, ανάμεσα στους
υπερασπιστές της Πόλης υπήρχαν Γενουάτες υπό τον Ιωάννη Ιουστινιάνη, Βενετοί και
άλλες εθνότητες. Η συντριπτική πλειοψηφία των Δυτικών, που πολέμησαν για τη
Βασιλεύουσα, έδωσαν τη ζωή τους γι’ αυτή. Επίσης, την εποχή εκείνη, οι Οθωμανοί
αποτελούσαν τον υπ’ αριθμ. 1 κίνδυνο για τη Δύση, ενώ η Βυζαντινή Αυτοκρατορία
είχε ελάχιστο προσδόκιμο, αν σκεφτούμε, ότι είχε απομείνει στην επικράτειά της μόνο
η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Κανένα δυτικό κράτος δεν θα ποντάριζε
να αποστείλει σοβαρή βοήθεια σε ένα ανίσχυρο κράτος, αφαιρώντας δυνάμεις από άλλες
εκτάσεις του. Ο αντίκτυπος από τις μάχες της Νικοπόλεως και της Βάρνας, όπου οι
Δυτικοί υπέστησαν σοβαρές ήττες από τους Οθωμανούς, είχαν αποδείξει, ότι η
συγκέντρωση δυνάμεων στις ήδη υφιστάμενες κτήσεις τους ήταν καλύτερη λύση από
την αποστολή στρατού προς υποστήριξη μιας ημιθανούς αυτοκρατορίας.
Φυσικά,
αξίζει να αναφερθεί, ότι στο μεγαλύτερο διάστημα του 14ου αιώνα η
Βυζαντινή Αυτοκρατορία ταλανίστηκε από εμφυλίους πολέμους ανάμεσα στους διεκδικητές
του θρόνου. Πρωταγωνιστής αυτών των εμφυλίων ήταν ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος, ο
οποίος εκθρονίστηκε τρεις φορές, αφού πρόλαβε με δικές του ενέργειες να μετατρέψει
του Οθωμανούς σε ρυθμιστές των εσωτερικών της αυτοκρατορίας του, καταβάλλοντας
σε αυτούς βαρύ φόρο υποτέλειας και παραχωρώντας τους πόλεις π.χ. Φιλαδέλφεια,
για να κερδίσει την υποστήριξή τους. Αυτή η εξασθένηση ήταν αποκλειστικά έργο
των Βυζαντινών και καμμία ευθύνη δεν μπορεί να αποδοθεί στους Δυτικούς, επειδή μερικές
δεκαετίες αργότερα η Πόλη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.
Ακόμα και αν η Εκκλησία δεν διεδραμάτιζε
αρνητικό ρόλο κατά τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Άλωση
ήταν δεδομένη : Αν λάβουμε υπόψη την αδυναμία των Βυζαντινών, προφανώς
η Πόλη θα έπεφτε, ακόμα και αν η Εκκλησία ήταν σφόδρα ενωτική. Ωστόσο, η πικρή
αλήθεια είναι, ότι η Εκκλησία επέσπευσε το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
αρνούμενη έστω για λόγους ανάγκης να υπαναχωρήσει απ’ ό,τι θεωρούσε ως αρχές της.
Για την ακρίβεια, ενώ ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος πάσχιζε να αποσπάσει τη βοήθεια
των Δυτικών στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, υποσχόμενος την Ένωση των
Εκκλησιών, η πλειοψηφία των ιερέων φρόντισε να φανατίσει το λαό, ώστε να μην
αποδεχθεί αυτή την Ένωση, θεωρώντας ότι είναι προτιμότερο να πέσει η Πόλη στα
χέρια των απίστων παρά των Λατίνων. Η υποδοχή που ο λαός επεφύλαξε στον Ιωάννη
Η’ Παλαιολόγο, όταν αυτός επέστρεψε από τη Δύση, ήταν ενδεικτική των προθέσεων της
Εκκλησίας. Το τελευταίο πράγμα, που χρειαζόταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ήταν ο
διχασμός του λαού. Δυστυχώς, με αυτό το πνεύμα βρήκε ο οθωμανικός στρατός την
πολύπαθη Βασιλεύουσα κατά την έναρξη της τελευταίας πολιορκίας. Αποκορύφωμα αυτής
της άρνησης της Εκκλησίας να συμπράξει στην άμυνα της Πόλης (λαμπρή εξαίρεση ο
ενωτικός καρδινάλιος Ισίδωρος) ήταν οι χιλιάδες μοναχοί, που είχαν κλειστεί στις
μονές τους αρνούμενοι να πολεμήσουν και κηρύσσοντας ότι η πτώση της Πόλης είναι
θέλημα Θεού, τακτική ολέθρια σε μια κοινωνία αμόρφωτη και γαντζωμένη από τα
Θεία.
Ο Σχολάριος λειτούργησε ρεαλιστικά και χάρη
σε αυτόν διατηρήθηκε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και μπήκαν οι βάσεις για
τη μετέπειτα πορεία του υπέρ του έθνους : Ο Γεννάδιος (Γεώργιος)
Σχολάριος λειτούργησε με βάση το προσωπικό του συμφέρον και μόνο. Από ενωτικός
μετετράπη σε σφόδρα ανθενωτικό με την επιστροφή του Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου από
τη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας και επηρεασμένος από το μέντορά του, Μάρκο
Ευγενικό, ο οποίος είχε αρνηθεί να υπογράψει τη σχετική συμφωνία. Σε εποχές που
ήταν προς όφελος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας να επικρατήσει ηρεμία στο
εσωτερικό της, ο Σχολάριος μαζί με άλλους κληρικούς φρόντιζε να δυναμιτίζει το
κλίμα με αποκορύφωμα τα κηρύγματά του, ότι ήταν θέλημα Θεού να πέσει η Πόλη,
στη διάρκεια της πολιορκίας της. Κατά την πτώση της, ο Σχολάριος συνελήφθη και
σύρθηκε σκλάβος στην Αδριανούπολη, τότε πρωτεύουσα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, όπου ήλθε σε συνεννόηση με το Μωάμεθ το Β’, ο οποίος του
απένειμε τον τίτλο του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Εκτός του ότι σηκώνει
πολλά ερωτηματικά, πως ακριβώς πέτυχε ο σκλάβος, πλέον, Σχολάριος να συναντηθεί
με το Μωάμεθ, η προθυμία του να συνεργαστεί με εκείνο τον άνθρωπο, ο οποίος
είχε δηώσει την Πόλη και καταλύσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όσο ρεαλιστική ή
μάλλον ωμή κι αν θεωρηθεί, δείχνει ένα καιροσκοπισμό άνευ προηγουμένου. Φυσικά,
ο Μωάμεθ δεν ήταν κάποιος ανόητος σουλτάνος, που δεν είχε αντιληφθεί το ποιόν
του Σχολαρίου και τον εξανάγκασε τρεις φορές σε παραίτηση, όταν έκρινε, ότι δεν
τον εξυπηρετούσε η παραμονή του στον πατριαρχικό θρόνο. Ωστόσο, τόσο η Πολιτεία
όσο και η Εκκλησία εξακολουθούν να τον κατατάσσουν ανάμεσα στους άξιους
Πατριάρχες η δε τελευταία τιμά τη μνήμη του στις 25 Αυγούστου.
Ποια θα ήταν η τύχη της Βασιλεύουσας, αν
τελικά είχε αποσταλεί βοήθεια από τους Δυτικούς ή η Εκκλησία τηρούσε
διαφορετική στάση; Θεωρώ, ότι θα έπεφτε και πάλι είτε στα χέρια του
Μωάμεθ του Β’ είτε σε αυτά κάποιου διαδόχου του. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι
την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ήτοι 100 χρόνια μετά την Άλωση, ήταν
η πιο ισχυρή δύναμη στην Ευρώπη και καμμία ευρωπαϊκή χώρα δεν είχε καταφέρει να
την ανακόψει. Για την ακρίβεια, η Πόλη θα μπορούσε να έχει πέσει 50 χρόνια νωρίτερα,
επί Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου, αν δεν είχε προηγηθεί η καταστροφική ήττα των Οθωμανών
στη μάχη της Άγκυρας το 1402 από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου και οι εμφύλιες
διαμάχες, που ανάγκασαν τόσο το Μωάμεθ τον Α’ όσο και το Μουράτ το Β’, πατέρα
του Πορθητή, να εγκαταλείψουν τα όνειρά τους για κατάληψη της Βασιλεύουσας,
δίνοντας έτσι μερικά, ακόμα, χρόνια ζωής στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το γεγονός,
όμως, ότι μέσα σε 30 χρόνια από την παραπάνω μάχη οι Οθωμανοί ήταν το ίδιο ισχυροί
όπως και πριν αλλά και το γεγονός, ότι οι Βυζαντινοί δεν κατάφεραν να
εκμεταλλευτούν, λόγω αδυναμίας τους, τις εμφύλιες διαμάχες στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα να παραδώσουν όσες πόλεις είχαν καταφέρει να
ανακαταλάβουν από τους Οθωμανούς στους Δυτικούς π.χ. Θεσσαλονίκη στους Βενετούς,
δείχνει, ότι η πτώση της Πόλης ήταν αναπόφευκτη.
Αξίζει, τελικά, να θρηνούμε ακόμα και
σήμερα για την Άλωση και να τη μνημονεύουμε ως κομμάτι της ιστορίας μας; Η
ιστορική μνήμη συνιστά δικαίωμα και όχι υποχρέωση, σε εποχές, που η ένταξη σε
κάποιο συλλογικό υποσυνείδητο μοιάζει να μην απασχολεί ολοένα και περισσότερο
κόσμο. Η πτώση της Πόλης ήταν δεδομένη με βάση τις πραγματικές συνθήκες της εποχής
και θα ήταν τουλάχιστον άστοχο να θρηνούμε για την πτώση της και να ευχόμαστε
να ξαναγίνει ελληνική, όταν στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξε ελληνική,
καθότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν εαυτού Ρωμαίους και όχι Έλληνες, ειδικά αν
θυμηθούμε την περιβόητη ρήση του Σχολαρίου «Είμαι χριστιανός,
ως εκ τούτου δεν δύναμαι να είμαι Έλλην».
Ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής
κοινωνίας εξακολουθεί να ταυτίζει την ιστορική μνήμη και τον πατριωτισμό με
αλυτρωτικές βλέψεις, που ελάχιστα απέχουν από τον μεγαλοϊδεατισμό, που
χαρακτήριζε το ελληνικό κράτος μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κανένας δεν
εμποδίζει κανένα να θεωρεί κομμάτι της ελληνικής ιστορίας την Άλωση και να τιμά
την επέτειό της, πλην, όμως, είναι τουλάχιστον άστοχο να επιχειρείται να
μετατραπεί σε κομμάτι αυτής της ιστορικής μνήμης η λογική των χαμένων πατρίδων.
Προσωπικά θεωρώ, ότι είναι προτιμότερο
να τιμάται η μνήμη του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου ως του αυτοκράτορα εκείνου,
ο οποίος πολέμησε για μια ουσιαστικά χαμένη υπόθεση και επέλεξε να πέσει
μαχόμενος παρά να παραδώσει την Πόλη στους Οθωμανούς.
Εν κατακλείδι, οι συζητήσεις γύρω
από την Άλωση μπορούν να συνεχιστούν επ’ άπειρον. Η ιστορία είναι ένας ζωντανός
οργανισμός επιδεχόμενος αναθεωρήσεις, αλλαγές και απορρίψεις βάσει
επιστημονικών δεδομένων, οπότε τίποτα δεν αποκλείει μετά από μερικά χρόνια να
διατυπωθούν νέες θεωρίες για τα αίτια της Άλωσης. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι,
όσο ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας εξακολουθεί να ασπάζεται μύθους και
δοξασίες γύρω από το θέμα αυτό και εξακολουθεί να πιστεύει για μαρμαρωμένους
βασιλιάδες, κερκόπορτες και προδότες Δυτικούς, μια ουσιαστική και νηφάλια
συζήτηση, 560 χρόνια μετά την Άλωση, δεν πρόκειται να λάβει χώρα.