Υπήρχε
μια εποχή, τη δεκαετία του ’80, που η ελληνική κοινωνία φάνηκε, ότι θα
ξεκολλούσε από την οπισθοδρομικότητα παλαιοτέρων εποχών και θα κοιτούσε μπροστά
στο μέλλον. Ήταν η εποχή, που για πρώτη φορά κυβερνούσε την Ελλάδα ένα μη δεξιό
(τουλάχιστον τότε) κόμμα και όλα έδειχναν, ότι προετίθετο να φέρει ένα
καινούργιο αέρα στα ήθη και έθιμα της χώρας. Η θέσπιση του πολιτικού γάμου, το
συναικετικό διαζύγιο, η κατάργηση της προίκας και οι λοιπές τομές στο
οικογενειακό μας δίκαιο, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και ορισμένα άλλα
μέτρα χαιρετίστηκαν ως ενδείξεις, ότι κάτι θα άλλαζε στην ελληνική κοινωνία.
Την ίδια
εποχή, η απόρριψη ορισμένων παραδόσεων άρχισε να παίρνει μορφή χιονοστιβάδας. Η
παρθενιά και η προίκα της γυναίκας έπαψαν να αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση,
για να την παντρευτεί ο υποψήφιος γαμπρός. Αυξήθηκε το ποσοστό των γυναικών που
τελείωναν το σχολείο, σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο και μπορούσαν, πλέον, να
κάνουν επαγγελματική καρριέρα μακρυά από τα στενά όρια της κουζίνας και του
νοικοκυριού. Η Αριστερά απενοχοποιήθηκε και εκδόθηκαν νέες μελέτες για τα
γεγονότα του Μεσοπολέμου και της περιόδου ανάμεσα στην έναρξη του Β’ Π.Π. και
την πτώση της χούντας.
Μέχρι
που ήλθε η σφαλιάρα με το βιβλίο Ιστορίας του Σταυριανού και η αποκρουστική
εικόνα της παλιάς Ελλάδος εμφανίστηκε ξανά ισχυρή. Μια ολόκληρη κοινωνία
παρακολούθησε απαθής ένα διαπρεπή επιστήμονα να διασύρεται από μια δράκα
σκοταδιστών ρασοφόρων και μια κυβέρνηση να αγαλλιάζει στη θέα των υποψηφίων
ψηφοφόρων με τους σταυρούς και το μένος για τη Θεωρία της Εξέλιξης και να
προσφέρει θυσία στο χριστεπώνυμο πλήθος τον παραπάνω επιστήμονα και το βιβλίο
του. Αργότερα, η ίδια κυβέρνηση προτίμησε να «πουλήσει» στεγνά εκείνο τον
υπουργό, ο οποίος επεχείρησε να βάλει χέρι στην εκκλησιαστικά περιουσία, παρά
να επιχειρήσει την απαραίτητη ρήξη με ένα οπισθοδρομικό οργανισμό. Η δε
πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών συνέχισε τη ζωή της αδιαφορώντας για την ισχύ
της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η ίδια πλειοψηφία απέφυγε επιμελώς να ορθώσει το
ανάστημά της, όσες φορές η Εκκλησία έκρινε σκόπιμο να επιβάλει τις απόψεις της
επί παντός επιστητού. Έτσι, όταν ο «μακαριστός» Χριστόδουλος διοργάνωνε τις
αλήστου μνήμης λαοσυνάξεις, απαιτώντας με ύβρεις την επαναφορά της εγγραφής του
θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, οι περισσότεροι Έλληνες πολίτες είτε
ψήφισαν στις εκκλησίες το αίτημα για τη διενέργεια δημοψηφίσματος είτε
επικαλούνταν το αμίμητο «έχουμε πιο σοβαρά προβλήματα από τις ταυτότητες και η
θρησκεία αποτελεί μια από τις παραδόσεις μας». Η ίδια άκρα του τάφου σιωπή
(εξαιρούνται οι συνήθεις ύποπτοι) επεκράτησε, όταν ιεράρχες αντιτάχθηκαν στην
ανέγερση αποτεφρωτηρίου, στο σύμφωνο συμβίωσης κ.λπ. ή επαίνεσαν τη Χ.Α. ή
παραστάθηκαν σε κηδείες χουντικών και τους επιδαψίλευσαν τιμές.
Φυσικά,
ιδιαίτερη μνεία αξίζει και στις πολιτικές προτιμήσεις αυτής της πλειοψηφίας του
λαού μας. Η Βουλή γέμισε ευλαβείς και αλλεργικούς στην πρόοδο βουλευτές, που με
πρώτη ευκαιρία προσεταιρίζονται ιερείς και εκκλησιαστικούς παράγοντες, ενώ
ανατριχιάζουν στο άκουσμα των λέξεων «ομοφυλοφιλία», «αλλοδαποί», «Μακεδόνες το
έθνος» και άλλες, που προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις και ξυπνούν πάθη και
προκαταλήψεις δεκαετιών. Ποτέ οι εν λόγω βουλευτές δεν θα φέρουν προς ψήφιση
στη Βουλή κάποιο νομοσχέδιο, το οποίο θα αναγνωρίζει μειονότητες και θα
αποδίδει δικαιώματα σε περιθωριοποιημένους ανθρώπους. Ποτέ δεν θα δείτε τους εν
λόγω βουλευτές σε στέκια ομοφυλοφίλων να αξιώνουν ισότητα και ισοπολιτεία για
όλους. Οι βουλευτές αυτοί θα αναζητήσουν με πάθος κάθε διαδικτυακή αρλούμπα,
που κάνει λόγο για σχέδια εξόντωσης του έθνους ή ξεπούλημα του εθνικού μας
πλούτου για ένα ξεροκόμματο, αλλά όλως τυχαίως θα τους διαφύγει η είδηση για
την τρανς μαθήτρια νυχτερινού σχολείου των Αθηνών, που βίωσε σειρά διακρίσεων
από καθηγητές και συμμαθητές της. Οι ίδιοι βουλευτές και πολιτικοί θα υποστηρίξουν
με πάθος τα προνόμια των υπαλλήλων της Βουλής αλλά, αν ακούσουν κάποιον να
κάνει λόγο για κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων ή περιορισμό της διδασκαλίας
των Αρχαίων Ελληνικών σε όσους μαθητές ακολουθούν κλασσικές σπουδές, θα του
επιτεθούν με τους χειρότερους χαρακτηρισμούς, κλαψουρίζοντας ότι με τέτοιες
απόψεις χάνονται οι παραδόσεις μας και η ελληνικότητά μας και αναρωτώμενοι για
τα κίνητρα των εκφραστών τέτοιων ιδεών. Επίσης, με τις πρώτες απειλές από την
Εκκλησία της Ελλάδος, σε περίπτωση που τεθεί θέμα επέκτασης του συμφώνου
συμβιώσεως και στα ομόφυλα ζευγάρια, θα λουφάξουν σαν τρομαγμένοι λαγοί και θα
θυμηθούν ξαφνικά, ότι οι ομοφυλόφιλοι αποτελούν μειοψηφία, που δεν μπορεί να
επιβάλει τα δικά της στην πλειοψηφία, ή ότι υπάρχουν και σοβαρότερα θέματα, που
πρέπει να λυθούν. Σε κάθε περίπτωση, θα επικαλεστούν ό,τι είναι δυνατό, για να
μη χάσουν ούτε μια πολυπόθητη ψήφο. Ακόμα και όσα κόμματα εμφανίζονται ως
ριζοσπαστικά και προοδευτικά στο ξεκίνημά τους, από τη στιγμή που θα μπουν στη
Βουλή και θα δουν τα ποσοστά τους να παίρνουν την ανιούσα, κολλάνε την ασθένεια
της οπισθοδρομικότητας και ξεχνούν τις περισσότερες δεσμεύσεις τους. Κάπως
έτσι, λοιπόν, παραμένουν σε ισχύ διατάξεις-όνειδος για κάθε πολιτισμένη χώρα
και κρίσιμα θέματα, όπως ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, έχουν παραπεμφθεί
στις καλένδες.
Αυτοί οι
βουλευτές και πολιτικοί δεν είναι ουρανοκατέβατοι αλλά έχουν εκλεγεί και
υποστηριχθεί από ένα οπισθοδρομικό στην πλειοψηφία του λαό, ο οποίος προτιμά
χίλιες φορές ένα πολιτικάντη, που χαϊδεύει αυτιά, υπόσχεται λαγούς με
πετραχήλια, σκυλοβρίζει τους κακούς ξένους και τους σκοτεινούς εχθρούς, που
τάχαμου απεργάζονται το κακό μας, και ωρύεται για τον κίνδυνο να χαθούν οι προαιώνιες
παραδόσεις μας, παρά ένα λογικό άνθρωπο που θα τους πει, τι κούφια λόγια είναι
αυτές οι παροχολογίες και συνωμοσιολογίες και πόσο κάλπικες και βλαβερές είναι
ορισμένες παραδόσεις μας. Είναι ο ίδιος λαός, που πιστεύει, ότι προόδευσε,
επειδή έπαψε να φτύνει στο δρόμο, ακολουθούσε, μέχρι πρότινος, την τελευταία
λέξη της μόδας στο ντύσιμο, μιλάει μια ξένη γλώσσα (με προφορά γκρηκ-καμάκι της
δεκαετίας του ‘60), πήγε στο πανεπιστήμιο (αλλά δεν έμαθε να χρησιμοποιεί το
μυαλό του), έχει δικό του αυτοκίνητο (ή, τουλάχιστον, είχε μέχρι πρόσφατα) και
κινητό τελευταίας τεχνολογίας και έως πριν λίγα χρόνια πήγαινε σε χαϊλάτα μέρη
για διακοπές. Στην πραγματικότητα, παραμένει ένας βαθύτατα εχθρικός με την
πρόοδο άνθρωπος, ο οποίος φωτογράφιζε ομοφυλοφίλους στη Μύκονο, για να σπάει
πλάκα με τους φίλους του, κολάκευε σκοταδιστές πολιτικούς, μήπως και τον
βολέψουν στο Δημόσιο ή να κάνει τη δουλίτσα του π.χ. νομιμοποιήσει το αυθαίρετό
του, μοστράριζε το πτυχίο του και υποδυόταν το μορφωμένο αλλά δεν είχε
παρακολουθήσει μια κινηματογραφική ταινία της προκοπής ούτε είχε ανοίξει ένα
βιβλίο στη ζωή του, θεωρούσε την Ελλάδα ως τον ομφαλό της γης και είχε αναγάγει
σε επιστήμη την παραγωγή στερεοτύπων για όλους τους λαούς της γης (ενδεικτικά
«αδελφές αγγλάρες» ή «ναζί γερμαναράδες»), έβριζε και καταριόταν τους παπάδες
αλλά σε γάμους, γιορτές και βαφτίσεις δεν είχε κανένα πρόβλημα να ασπαστεί τη
δεξιά τους, και δήλωνε υποστηρικτής των αδυνάτων της γης και έβριζε τους
Δυτικούς ως αποικιοκράτες αλλά δεν τον χαλούσαν οι διακρίσεις σε βάρος των
μουσουλμάνων συμπολιτών μας ούτε είχε πρόβλημα να εκμεταλλευτεί τον αλλοδαπό,
που τσάπιζε το χωράφι του ή φρόντιζε την υπέργηρη μητέρα του. Αυτός ο ελληναράς
θεωρεί, ότι, επειδή αποτελεί την πλειοψηφία στη χώρα μας, νομιμοποιείται να
επιβάλλει τις απόψεις του και πιστεύει, πως όσοι διαφοροποιούνται από το
κυρίαρχο ιδεολογικό/πολιτιστικό/κοινωνικό ρεύμα, το κάνουν μόνο και μόνο για
φιγούρα και προσωπική ανάδειξη. Αξίζει, επίσης, να θυμηθούμε το καλοκαίρι των
αγανακτισμένων, προ διετίας, όταν κυριάρχησαν οι φωνές περί αλλαγής του
πολιτικού σκηνικού της χώρας (πολύ σωστά) αλλά έλλειψαν οι φωνές, που μίλησαν
για τα δικαιώματα των αλλοδπών και των εθνικών μειονοτήτων στη χώρα μας, την
ανάγκη σεβασμού των ατομικών ελευθεριών όλων ανεξαιρέτως των κατοίκων της χώρας
μας, την προστασία του περιβάλλοντος ή το χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Ναι
μεν ζητήθηκαν αλλαγές στα πολιτικά πρόσωπα, που νέμονται την εξουσία, αλλά όχι στη
νοοτροπία μιας ολόκληρης κοινωνίας παρέμεινε στο απυρόβλητο. Το αποτέλεσμα των
τελευταίων εκλογών το επιβεβαιώνει με το χειρότερο τρόπο. Όταν ο «μακαριστός»
ωρυόταν «όπισθεν ολοταχώς», ήξερε πολύ καλά, ότι οι περισσότεροι Έλληνες θα του
έδιναν δίκιο. Η απουσία σθεναρών αντιδράσεων τον δικαίωσε.
Δυστυχώς,
η νόσος της οπισθοδρομικότητας παραμένει η πιο διαδεδομένη στη χώρα μας. Το κακό
είναι, ότι κανένα, απολύτως, εκ των κομμάτων της Βουλής δεν θεωρεί
προτεραιότητά του να την επισημάνει, πέρα από μερικές αποσπασματικές προτάσεις
και νομοσχέδια, και να αξιώσει τη σωστή αντιμετώπισή της. Ακόμα χειρότερα, το
μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας δεν ενοχλείται από αυτή τη νόσο. Πολλοί,
μάλιστα, δείχνουν να την απολαμβάνουν και να τη θεωρούν προτέρημα.