Υπάρχει μια μικρή ιστορία, που θέλει το δικτάτορα Ιωάννη
Μεταξά να προσφεύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και να επιτυγχάνει την
έκδοση αποφάσεως, με την οποία η Ελλάδα κατάφερε, ώστε να μην πληρώσει το χρέος
της προς μια βελγική τράπεζα. Αυτή η ιστορία διαδίδεται εδώ και μια διετία,
περίπου, υπάρχει σε ιστότοπους πάσης φύσεως, προβάλλεται ως η λύση, που
αρνούνται να ακολουθήσουν οι τωρινοί κυβερνώντες, και συνοδεύεται με συγκρίσεις
του τότε πολιτικού με τους σημερινούς, οι οποίες φτάνουν μέχρι του σημείου να
θεωρείται υπέρτερη η πολιτική του από αυτή των σημερινών.
Η πλειονότητα των προσώπων, που αναπαράγουν τη
συγκεκριμένη είδηση (οράτε εδώ, εδώ
και εδώ),
λειτουργούν όπως η πλειοψηφία των χρηστών του Διαδικτύου στην Ελλάδα, ήτοι την
αναγιγνώσκουν από κάποιο ιστότοπο και την αναπαράγουν αβίαστα, χωρίς
προηγουμένως να έχουν ερευνήσει την αξιοπιστία της. Κάποιες από τις παραπάνω
σελίδες περιέχουν μια σελίδα του υπομνήματος, το οποίο (λέγεται ότι) υπέβαλε η
νομική υπηρεσία της ελληνικής κυβέρνησης και καταλήγουν, ότι αυτός ο ισχυρισμός,
όπως και οι υπόλοιποι, έγιναν δεκτοί από το αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο. Αλλού
έχει απαλειφθεί ο όρος «Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης», καθόσον το συγκεκριμένο
όργανο ιδρύθηκε αρκετά χρόνια μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (απλά ετύγχανε, όπως θα
δούμε παρακάτω, και το τότε διεθνές Δικαστήριο να εδρεύει στη Χάγη), σε μια
προσπάθεια να παρουσιαστεί ως περισσότερο αληθοφανής η είδηση αυτή. Σε κανένα
από τους παραπάνω ιστότοπους δεν περιέχεται το σώμα της εκδοθείσης αποφάσεως.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, οι αποφάσεις του
Διαρκούς Δικαστηρίου του Διεθνούς Δικαίου (
Permanent Court of International Justice), το οποίο λειτουργούσε προπολεμικά
στα πλαίσια της λειτουργίας της Κοινωνίας των Εθνών, προδρόμου του Ο.Η.Ε.,
περιλαμβάνονται στο Διαδίκτυο και οποιοσδήποτε χρήστης του με στοιχειώδεις
γνώσεις της αγγλικής γλώσσας μπορεί να τις ανεύρει. Μάλιστα, η πληκτρολόγηση
των αναγκαίων όρων στην αγγλική γλώσσα είναι απαραίτητη, προκειμένου η σχετική
μηχανή αναζήτησης να ανεύρει την επίμαχη απόφαση, που είναι αυτή
εδώ,
καθότι η αναζήτηση αποκλειστικά στα ελληνικά οδηγεί, μεταξύ άλλων, στις
παραπάνω, υπόπτου βασιμότητος, ιστοσελίδες.
Η ιστορία έχει ως εξής : Τον Αύγουστο του 1925, η τότε ελληνική
κυβέρνηση ήλθε σε συμφωνία με τη βελγική τράπεζα «Societe Commerciale de Belgique», προκειμένου η τελευταία να χρηματοδοτήσει
την κατασκευή τμήματος του σιδηροδρομικού δικτύου της Ελλάδος. Για την εξόφληση
της σχετικής υποχρεώσεώς της προς την εταιρεία αυτή, η Ελλάδα υπέγραψε δανειακή
σύμβαση με την τράπεζα αυτή. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι οι όποιες διαφορές,
τεχνικές ή οικονομικές, μεταξύ της χώρας μας και της παραπάνω τραπέζης θα
επιλύονταν μέσω διαιτησίας από τριμελή επιτροπή διαιτησίας. Κάθε μέρος θα επέλεγε από ένα
μέρος και το τρίτο θα το επέλεγαν με κοινή συμφωνία τους τα μέρη και σε
περίπτωση διαφωνίας τους για το μέλος αυτό, η επιλογή θα γινόταν από τον
Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου Διαιτησίας, που είχε τότε την έδρα του στη
Χάγη. Οι όποιες αποφάσεις της επιτροπής αυτής θα ήταν τελεσίδικες και δεν θα
υπάγονταν σε ένδικα μέσα.
Το Μάιο του 1932, η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου κήρυξε
στάση πληρωμών. Έτσι, όταν έφτασε η ώρα να εξοφλήσει τη δόση του παραπάνω
δανείου της την 1η Ιουλίου 1932, δήλωσε αδυναμία προς τούτο, με
αποτέλεσμα η εργολήπτρια εταιρεία να μην μπορέσει να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις
της προς τους υπεργολάβους του ανωτέρω έργου και οι εργασίες να σταματήσουν. Προς
τούτο συνηγορούσε και το πόρισμα της Οικονομικής Επιτροπής, που είχε αποστείλει
στην Ελλάδα η Κοινωνία των Εθνών, για να εκτιμήσει την οικονομική κατάσταση της
χώρας.
Προκειμένου να μην απωλέσει τα χρήματά της, η ανωτέρω
βελγική τράπεζα προσέφυγε στην παραπάνω επιτροπή διαιτησίας και η ελληνική
κυβέρνηση συμφώνησε προς τούτο. Η διαδικασία ενώπιον της επιτροπής αυτής άρχισε
το 29 Νοεμβρίου του 1935 και η πρώτη απόφαση της επιτροπής αυτής εξεδόθη στις 3
Ιανουαρίου του 1936. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, ακυρωνόταν η συμφωνία της 27ης
Αυγούστου 1925 από τον Ιούλιο του 1932 και οριζόταν ένα σώμα ειδικών, το οποίο
θα επεξεργαζόταν κάποια λύση για το ποσό και τον τρόπο πληρωμής της οφειλής της
Ελλάδος προς την παραπάνω τράπεζα. Στις 25.07.1936, η παραπάνω επιτροπή εξέδωσε
δεύτερη απόφαση, με την οποία η συνολική οφειλή της χώρας μας ορίστηκε στα 6.771.868
χρυσά δολλάρια με επιτόκιο 5% από τις 01.08.1936. Με την ίδια δεύτερη
διαιτητική απόφαση καθορίστηκαν και μια σειρά από άλλους όρους.
Παρά τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις, η κυβέρνηση
Μεταξά, που λίγο καιρό μετά την έκδοση της δεύτερης παραπάνω διαιτητικής
αποφάσεως είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, αρνήθηκε να πληρώσει το
παραπάνω χρηματικό ποσό και, έτσι, το Δεκέμβριο του 1936 δύο εκπρόσωποι της βελγικής
τράπεζας ταξίδεψαν στην Αθήνα και στις 21.12.1936 συνέταξαν υπόμνημα, με το
οποίο ζητούσαν από την ελληνική κυβέρνηση να καταβάλει άμεσα 4.000.000 δολλάρια
και το υπόλοιπο σε δόσεις. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε στις 31.12.1936, ότι
διαφωνούσε με το χαρακτήρα του χρέους, ήτοι θεωρούσε, ότι αυτό αποτελεί τμήμα
του ελληνικού δημοσίου χρέους και, συνεπώς, έπρεπε να πληρωθεί υπό τους ίδιους
όρους που πληρωνόταν και το υπόλοιπο δημόσιο χρέος. Προσφέρθηκε, μάλιστα, να
καταβάλει άμεσα το ποσό των 300.000 δολλαρίων προς την παραπάνω βελγική
τράπεζα.
Φυσικά, η βελγική τράπεζα αρνήθηκε να αποδεχθεί την
παραπάνω πρόταση και στις 05.01.1937 απάντησε, ότι η εμμονή της ελληνικής κυβέρνησης
στους όρους της ισοδυναμούσε με άρνησή της να αποπληρώσει το παραπάνω χρέος
της, το οποίο ήταν εμπορικό και όχι δημόσιο, και προέβη σε νέα πρόταση προς την
ελληνική κυβέρνηση, η οποία απορρίφθηκε εκ νέου και έτσι, στις 21.05.1937, η
βελγική τράπεζα απευθύνθηκε στη βελγική κυβέρνηση για προστασία.
Στις 14.06.1937, η βελγική κυβέρνηση ζήτησε από την
κυβέρνηση Μεταξά την επανεξέταση του όλου θέματος, προκειμένου να αποφευχθεί η
δικαστική διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών. Η κυβέρνηση Μεταξά επανέλαβε, με τρεις
μήνες καθυστέρηση, στις 06.09.1937, ό, τι είχε περιλάβει στην από 31.12.1936
απάντησή της, αναγκάζοντας τη βελγική πλευρά να υποστηρίξει, στις 22.12.1937,
ότι θα προσέφευγε στο Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου. Η Ελλάδα αντέτεινε,
ότι το Δικαστήριο αυτό δεν είχε την αρμοδιότητα να δικάσει μια τέτοια προσφυγή.
Τελικά, στις 04.05.1938 το Βέλγιο προσέφυγε στο Διαρκές
Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα με την άρνησή της
να συμμορφωθεί με τις δύο ανωτέρω διαιτητικές αποφάσεις και να πληρώσει το
χρέος της είχε παραβεί τις διεθνείς υποχρεώσεις της.
Η ελληνική πλευρά αντέτεινε, ότι δεν είχε αρνηθεί να
πληρώσει το χρέος της προς την ανωτέρω βελγική τράπεζα και είχε προσφερθεί να
πληρώσει ό,τι εδύνατο, εξαιτίας της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεώς της. Τολμώ,
μάλιστα, να κάνω εδώ μια παρένθεση και να αναρωτηθώ, σε τι ακριβώς συνίστατο το
οικονομικό θαύμα, που συντελέστηκε επί εποχής Μεταξά στην Ελλάδα, όταν υπάρχει
αυτή η ομολογία της ελληνικής αντιπροσωπείας στο ανωτέρω δικαστήριο. Κλείνει η
παρένθεση.
Η βελγική πλευρά ανταπάντησε, ότι η ελληνική πλευρά
επιχειρούσε να αλλάξει το χαρακτήρα της αντιδικίας μεταξύ των δύο μερών και
ζήτησε από την ελληνική πλευρά να αναγνωρίσει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των
παραπάνω διαιτητικών αποφάσεων και, κατά συνέπεια, να αποδεχθεί, ότι οι
προϋποθέσεις αποπληρωμής του ελληνικού δημοσίου χρέους δεν σχετίζονταν, σε
καμμία περίπτωση, με τις υποχρεώσεις της Ελλάδος βάσει των από 03.01.1936 και
25.07.1936 διαιτητικών αποφάσεων και η Ελλάδα δεν δικαιούνταν να προτείνει το
διακανονισμό της 31ης Δεκεμβρίου του 1936. Η Ελλάδα με τη σειρά της
αντέτεινε, ότι δεν είχε καθοριστεί ο χαρακτήρας της οφειλής της απέναντι στην
ανωτέρω βελγική τράπεζα.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, η βελγική πλευρά εστίασε
στην ουσιαστική άρνηση της Ελλάδος να εξοφλήσει την οφειλή της προς την «Societe Commerciale de Belgique» και στο γεγονός ότι η άρνησή της
αυτή συνιστούσε παράβαση των παραπάνω διαιτητικών αποφάσεων και, κατ’ επέκταση,
των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Στην πορεία, ωστόσο, η βελγική πλευρά εστίασε
αποκλειστικά στον ισχυρισμό, ότι η ελληνική πλευρά είχε δεχθεί το δεσμευτικό
χαρακτήρα των διαιτητικών αποφάσεων, εγκαταλείποντας τους λοιπούς ισχυρισμούς
της, όπως π.χ. ότι η Ελλάδα είχε αρνηθεί να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο των
διαιτητικών αποφάσεων και έτσι είχε παραβιάσει τους κανόνες του διεθνούς
δικαίου, πράγμα που αναμφίβολα διευκόλυνε κατά πολύ την ελληνική πλευρά, αφού
αυτή με τη σειρά της απεδέχθη το δεδικασμένο των διαιτητικών αυτών αποφάσεων,
ακόμα και αν οικονομικοί λόγοι την εμπόδιζαν να συμμορφωθεί με το περιεχόμενό
τους. Έτσι, η βελγική πλευρά ζήτησε από το Δικαστήριο να καταχωριστεί στο
τηρούμενο για την υπόθεση αυτή αρχείο η δήλωση της ελληνικής πλευράς, ότι η
Ελλάδα αναγνωρίζει τον οριστικό και υποχρεωτικό χαρακτήρα των διαιτητικών
αποφάσεων υπέρ της «Societe Commerciale de
Belgique» και
ότι αυτές οι αποφάσεις έχουν ισχύ δεδικασμένου. Περαιτέρω, οι τελικοί
ισχυρισμοί της βελγικής πλευράς είχαν ως εξής :
.- Η ελληνική κυβέρνηση ήταν νόμω υπόχρεη
να συμμορφωθεί με τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις,
.- Οι όροι, υπό τους οποίους η ελληνική
κυβέρνηση είχε αναλάβει να εξοφλήσει το δημόσιο χρέος της, δεν μπορούσαν να
εφαρμοστούν για την περίπτωση της οφειλής της προς την «Societe Commerciale de Belgique» και
.- Η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε κανένα
δικαίωμα να ορίσει στη βελγική κυβέρνηση τους όρους αποπληρωμής της οφειλής της
προς την παραπάνω τράπεζα σύμφωνα με τους όρους εξόφλησης του δημοσίου χρέους
της και, σε κάθε περίπτωση, κατά τρόπο ξένο προς τα οριζόμενα από τις ανωτέρω
διαιτητικές αποφάσεις.
Το Δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, ότι, εφόσον η Ελλάδα
ανεγνώριζε την ισχύ των ανωτέρω διαιτητικών αποφάσεων, οι τελικοί αυτοί
ισχυρισμοί ήταν άνευ αντικειμένου.
Οι τελικοί ισχυρισμοί της Ελλάδος ήταν οι κάτωθι :
.- Ήταν αδύνατο η ελληνική κυβέρνηση,
λόγω της οικονομικής κατάστασης της χώρας, να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο των
διαιτητικών αποφάσεων.
.- Ήταν απαραίτητο οι δύο πλευρές να
έλθουν σε συνεννόηση, προκειμένου να εξευρεθεί ένας τρόπος εξόφλησης του χρέους
προς τη βελγική τράπεζα, ο οποίος να λαμβάνει υπόψη του την οικονομική
κατάσταση της χώρας.
.- Μια τέτοια λύση, για να είναι δίκαιη,
θα έπρεπε να περιλαμβάνει τη συνεννόηση της ελληνικής κυβέρνησης με τους
κατόχους ομολόγων του ελληνικού χρέους.
Άπαντες οι ανωτέρω ισχυρισμοί της ελληνικής πλευράς απερρίφθησαν
και, έτσι, με ψήφους 13 υπέρ και 2 κατά το ανωτέρω Δικαστήριο έκρινε, οι
διαιτητικές αποφάσεις, που αφορούσαν τη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την τράπεζα
«Societe
Commerciale
de Belgique» ήταν οριστικές και δεσμευτικές. Η
απόφαση αυτή εξεδόθη στις 15.06.1939.
Συμπεράσματα;
.- Η παραπάνω απόφαση όχι μόνο δεν
δικαίωσε την Ελλάδα αλλά ανεγνώρισε, ότι οι από 03.01.1936 και 25.07.1936
διαιτητικές αποφάσεις ήταν δεσμευτικές γι’ αυτή. Κατά τα κοινώς λεγόμενα, η
Ελλάδα ηττήθηκε κατά κράτος. Και ναι μεν το παραπάνω Δικαστήριο αναγνωρίζει,
ότι οι είναι δυνατή μια νέα συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, την οποία η Ελλάδα
θα δύναται να τηρήσει, λαμβανομένων υπόψη της κακής οικονομικής καταστάσεώς της,
πλην, όμως, μέχρι να ληφθεί μια τέτοια συμφωνία(που, εξ όσων γνωρίζω, ουδέποτε ελήφθη), οι παραπάνω διαιτητικές
αποφάσεις δέσμευαν την Ελλάδα.
.- Ουσιαστικά η διαφορά ανάμεσα στην
Ελλάδα και την τράπεζα «Societe Commerciale de
Belgique»
αφορούσε το χαρακτηρισμό του χρέους είτε ως μέρους του δημοσίου χρέους της
χώρας και, εντεύθεν, υπαγόμενο στις ειδικότερες ρυθμίσεις περί του τρόπου
αποπληρωμής του είτε ως ρυθμιζόμενου από τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις. Η
Ελλάδα προφανώς λόγω της δυσχερούς οικονομικής της κατάστασης είχε συμφωνήσει
να εξοφλεί το δημόσιο χρέος της κατά τρόπο, που να μην οδηγούσε στην
ολοκληρωτική εξαθλίωσή της. Επεδίωξε, λοιπόν, να υπαγάγει και το χρέος της προς
την ανωτέρω βελγική τράπεζα στους ίδιους όρους, πλην, όμως, η απόφαση του Διαρκούς
Δικαστηρίου του Διεθνούς Δικαίου δεν έκανε δεκτό αυτό τον ισχυρισμό της.
.- Προκύπτει αβίαστα, ότι η Ελλάδα
ενήργησε κατά τρόπο εκβιαστικό απέναντι στη βελγική τράπεζα, αξιώνοντας
ουσιαστικά την ανατροπή των οριζομένων από τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις
προϋποθέσεων εξόφλησης της οφειλής της Ελλάδος προς την τράπεζα αυτή. Η
απόφαση, που παραπάνω αναφέραμε, αποτελεί την πιο απτή απόδειξη της τύχης των
πολιτικών λεονταρισμών χωρών, οι οποίες ξαφνικά προφασίζονται διάφορους
τρόπους, προκειμένου να αποφύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς τρίτους
(και δεν αναφέρομαι σε ό,τι θεωρείται ως επαχθές χρέος, σύμφωνα με τη νομολογία
των διεθνών δικαστηρίων).
Αν θέλει κανείς να έχει μια ξεκάθαρη εικόνα, τι είδους απόφαση
εξέδωσε στις 15.06.1939 το Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου και κατά
πόσο δικαίωσε, τελικά, την Ελλάδα, μπορεί να διαβάσει το κείμενο της απόφασης
απευθείας
εδώ.
Αν, πάλι, αρέσκεται να ονειρεύεται διαγραφές χρεών και δικαίωση της κακώς
εννοούμενης μαγκιάς, υπάρχουν μπόλικα σχετικά κείμενα στο Διαδίκτυο, δόξα να 'χει ο Γιαραμπής.