Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Άμεμπτος ή αμετανόητος;

Με χαρακτηρισμούς, όπως «απροσκύνητο» και «λεβέντη» τίμησε χτες ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας το Νικόλαο Ντερτιλή, που πέθανε σε ηλικία 93 ετών. Το Διαδίκτυο κατακλύστηκε από αναφορές στην αντρειοσύνη του στην Κορέα και την Κύπρο. Κάπου αναφέρθηκε ως ο ιδρυτής των ελληνικών ειδικών δυνάμεων. Σε πολλές από τις αναφορές αυτές απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά στην αιτία, για την οποία είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη.
Κοινός παρονομαστής των επαινετικών αναρτήσεων ήταν ο βίος του μετά την πτώση της χούντας, η άρνησή του να συνθηκολογήσει με το νέο καθεστώς και η εμμονή του να εμμείνει στις «αρχές» του. «Τέτοιοι πατριώτες σπανίζουν σήμερα και χρειάζονται στην Ελλάδα», έγραψε ένα νεότατο παιδί στο ιστολόγιό του. Δεν ήταν το μόνο, που σκεφτόταν έτσι.

Ειλικρινά απορώ, τι είδους παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί ένας άνθρωπος, ο οποίος πριν από 40, περίπου, χρόνια σκότωσε εν ψυχρώ έναν άοπλο φοιτητή, στη συνέχεια καυχήθηκε γι’ αυτό στον οδηγό του και μέχρι το θάνατό του δεν ένοιωσε την ανάγκη να απολογηθεί για την πράξη του αυτή. Τέτοιου είδους αλύγιστοι άνθρωποι μου θυμίζουν κάποιους σκληροτράχηλους εγκληματίες, που μετά τη σύλληψή τους για κάποια ανθρωποκτονία από πρόθεση υπομένουν την κράτησή τους ακόμα και για το υπόλοιπο της ζωής τους, χωρίς ποτέ να δηλώσουν μετάνοια για το έγκλημά τους. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, ο Ντερτιλής καταδικάστηκε σε ισόβια για το φόνο του Μιχάλη Μυρογιάννη και όχι απλά επειδή εξέφραζε αντιδημοκρατικές αντιλήψεις. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάληψη των Αθηνών τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου του 1967. Στα 38 χρόνια κράτησής του όχι μόνο δεν έδειξε κάποια μεταμέλεια για την πράξη του αλλά και τη συμμετοχή του στο πραξικόπημα παρά με κάθε ευκαιρία δήλωνε, ότι δεν αναγνωρίζει το πολίτευμά μας και τη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων, που των κατεδίκασαν. Μπορούν, άραγε, τέτοιες συμπεριφορές να καλυφθούν από την όποια προσφορά του Ντερτιλή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας πριν το πραξικόπημα;

Η απάντηση είναι αρνητική. Στη ζωή ενός ανθρώπου προσφέρονται δεκάδες ευκαιρίες για να παραστρατήσει από κάποιες πάγιες αρχές σεβασμού των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων του συνόλου. Ελάχιστη σημασία έχουν οι προσωπικές εκτιμήσεις του καθενός απέναντι σε αυτές τις κατακτήσεις, η απόκλιση από τις οποίες δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην επιβολή ποινών σε βάρος του παραβάτη, σε περίπτωση που παραβιάζονται έννομα αγαθά τρίτων. Το πραγματικό διακύβευμα είναι να διατηρήσει κανείς την ακεραιότητά του με βάση τις καθιερωμένες και απαράβατες αρχές του δικαίου. Μια πραγματική τιμή για έναν άνθρωπο, πέρα από τα προσωπικά του επιτεύγματα, είναι να διαπιστώσει στη δύση της ζωής του, ότι ποτέ του δεν έβλαψε κανένα καθώς και ότι σεβάστηκε τη χώρα και την κοινωνία του. Ο Ντερτιλής απεβίωσε, χωρίς ποτέ να μετανοιώσει για τη δολοφονία, που διέπραξε. Ούτε ένοιωσε ποτέ την ανάγκη να απολογηθεί, επειδή υπηρέτησε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς πολλώ δε μάλλον υπήρξε μέχρι τέλους προσκολλημένος στο δικό του, ιδεατό και άσχετο ό,τι θυμίζει δίκαιο, κόσμο και υποδυόμενος τον άμεμπτο στρατιώτη, ο οποίος υπομένει στωικά τη μοίρα, που του επεφύλαξε ένα καθεστώς, το οποίο δεν ανεγνώρισε.
Σε παλαιότερες εποχές, ο θάνατός του θα περνούσε στα αθόρυβα, όπως έγινε π.χ. με το Μακαρέζο προ διετίας. Στις μέρες μας, που η διαστρέβλωση των εννοιών του πατριωτισμού και της εντιμότητας τείνουν να λάβουν τερατώδεις διαστάσεις, περίσσεψαν οι ύμνοι προς το πρόσωπό του. Και αυτό δεν φαίνεται να προβληματίζει πολύ κόσμο. 

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Κράξτε τον!

Ανήκω στην κατηγορία των προσώπων, που πρόλαβε τον Πιτσιρίκο στην ακμή του, όταν, δηλαδή, η πολιτική του σάτιρα γκρέμιζε ταβάνια και τα κείμενά του σκορπούσαν άφθονο γέλιο (όταν ήταν χιουμοριστικά) αλλά και προβληματισμό (όταν σοβάρευαν), πριν τη συνεργασία του με το ραδιοφωνικό σταθμό του "ΣΚΑΪ", όπου φρόντισε να γκρεμίσει μέρος του μύθου του με τα άνοστα και αποψιλωμένα από πολιτικές αναφορές εκεί καλαμπούρια του.
Σύντομα, ακολούθησε το γκρέμισμα του υπόλοιπου μύθου του. Τώρα, όμως, δεν έφταιγε κάποια ρήτρα συνεργασίας με τρίτο φορέα, που ευνούχιζε το ταλέντο του, αλλά επρόκειτο για καθαρή αυτοκτονία. Χωρίς να χάσει την ικανότητά του να στηλιτεύει τα κακώς κείμενα της χώρας μας, ο κάποτε εξαιρετικός αυτός ιστολόγος επεδόθη σε μια σειρά από εξωφρενικά απαράδεκτα σχόλια με στόχο, μεταξύ άλλων, την "Ε", τη Μαρίκα Μητσοτάκη (έγραψε την ημέρα του θανάτου της "Πέθανε η Μαρίκα Μητσοτάκη. Η Ντόρα το βράδυ") και την κα. Ντόρα Μπακογιάννη, τους 3 νεκρούς της Μαρφίν ("Παιδιά, αν διαβάζει κάποιος άνεργος, η ΜΑΡΦΙΝ ψάχνει τρεις υπαλλήλους") κ.λπ. Το πιο θλιβερό; Πολύς κόσμος βρήκε πετυχημένα και επιβεβλημένα (ειδικά αυτό με τη Μαρίκα Μητσοτάκη) αυτά τα σχόλια.
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, πρόσωπα, όπως ο Πιτσιρίκος, πρέπει να τυγχάνουν της απόλυτης αδιαφορίας μας. Να μην ασχολούμαστε μαζί τους! Να φερόμαστε, σα να μην υπάρχουν. Κάποτε πίστευα και εγώ το ίδιο. Τώρα, όμως, όχι! Όταν ο βίαιος και προσβλητικός λόγος γίνεται καθημερινή συνήθεια και τρόπος επιβολής απόψεων, είναι χρέος όσων εμμένουν στον πολιτισμένο λόγο και κάποιες αρχές να αντιταχθούν σε ό,τι έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές αυτές.
Τέτοια πρέπει να είναι και η συμπεριφορά μας προς τον Πιτσιρίκο. Όχι βρισιές ούτε χειροδικίες! Αλλά μια διαρκής επισήμανση των απρεπειών του και η στηλίτευσή τους! Αλύπητα! Ίσως έτσι αναγκαστεί να εγκαταλείψει τις κακές συνήθειες των τελευταίων ετών και γίνει πάλι ο εύστοχος σατιρικός, που παρακολουθούσαμε κάποια εποχή.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Η αυτοκρατορία των οπισθοδρομικών


            Δύο κορμιά στροβιλίζονται στη δίνη ενός παράλογου ερωτικού πάθους. Η κάμερα δεν τσιγκουνεύεται τα ερωτικά πλάνα. Η δημιουργία μιας από τις πιο πολύκροτες ταινίες στην ιστορία του παγκοσμίου κινηματογράφου, της «Αυτοκρατορίας των αισθήσεων,» είναι, πλέον, εν έτει 1976, γεγονός.

            Με αφορμή το θάνατο του δημιουργού της, Ναγκίσα Οσίμα, θυμήθηκα την προβολή της ταινίας αυτής στα μέσα της δεκαετίας του ’90 από την ΕΡΤ. Ελάχιστοι γνώριζαν τότε το δημιουργό της και από αυτούς μόνο οι ιδιαίτερα μυημένοι στην 7η Τέχνη ήξεραν τη συγκεκριμένη ταινία και το περιεχόμενό της. Βέβαια, προβλήθηκε στη μεταμεσονύκτια ζώνη αλλά ας μην είμαστε παράλογοι! Γεγονός είναι, ότι δεν έγινε καμμία, απολύτως, φασαρία. Ούτε το γραμματοκιβώτιο της ΕΡΤ (τότε το Διαδίκτυο ήταν προσιτό μόνο σε λίγους) ξεχείλισε από επιστολές διαμαρτυρίας ούτε τα τηλέφωνά της «έσπασαν» από οργισμένους τηλεθεατές ούτε κάποιος στρατός αυτόκλητων υπερασπιστών των χρηστών μας ηθών πολιόρκησε τις εγκαταστάσεις της. Η ταινία προβλήθηκε κανονικά.
            Με την περίπτωση του κομμένου φιλιού μεταξύ δύο ανδρών από τη σειρά «Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΝΤΑΟΥΝΤΟΝ», στη ΝΕΤ, να είναι ακόμα νωπή και με το Διαδίκτυο να φέρνει τον κόσμο πιο κοντά όχι μόνο στην ενημέρωση αλλά, το χειρότερο, στην παραφιλολογία και την υπερβολή, σκέφτομαι, ότι μια προβολή της παραπάνω ταινίας στις μέρες μας μοιάζει με ρωσσική ρουλέτα για τους υπευθύνους της κρατικής τηλεόρασης. Όχι, δεν ήταν πιο προχωρημένος ο κόσμος τη δεκαετία του ’90. Απλά αδιαφορούσε για οτιδήποτε δεν έπληττε την τσέπη του. Με την κρίση να θεριεύει σε κάθε επίπεδο και τις γνωστές δυνάμεις της οπισθοδρομικότητας να έχουν ήδη δώσει δείγματα γραφής (υποθέσεις Γέροντα Παστίτσιου και Corpus Christi) μπορώ να φανταστώ από τώρα πλήθη έξω από το κτίριο του τηλεοπτικού σταθμού, που θα τολμήσει να συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του τη συγκεκριμένη ταινία, να εκτοξεύουν απειλές και να επιχειρούν να εισβάλουν στο κτίριο αυτό, βουλευτές της ακροδεξιάς να ρωτούν για τη σκοπιμότητα της προβολής της και, μάλιστα, με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων, πύρινα άρθρα να κοσμούν τις εφημερίδες και ιστοσελίδες μίσους να πλημμυρίζουν το Διαδίκτυο. Στο τέλος, ο τηλεοπτικός σταθμός είτε θα ματαιώσει την προβολή της εν λόγω ταινίας επικαλούμενος τις «διαμαρτυρίες τηλεθεατών μας» είτε θα την προβάλει πετσοκομμένη και χωρίς τη γοητεία της αυθεντικής κόπιας. Εκείνη η ρασοφόρος ψυχή, που ανέκραξε κάποτε δίκην προφήτη «όπισθεν ολοταχώς» θα παρακολουθεί από κάπου αυτό το σκηνικό και θα γελούν και τα γένια της.
            Μετά τα παραπάνω, οι φύλακες των ηθών μας θα κομπάζουν, που έσωσαν το λαό από τη διαφθορά, οι βουλευτές, που πρωτοστάτησαν στις παραπάνω φασαρίες, θα μετρούν έμπλεοι ευτυχίας τα κουκιά τους (οράτε ψήφους), και τα διευθυντικά στελέχη του σταθμού θα ξεφυσούν ανακουφισμένοι, επειδή έσωσαν τα κεφάλια τους. Οι υπόλοιποι θα μπορούμε να φωνάξουμε «ο συντηρητισμός πέθανε, ζήτω η οπισθοδρομικότητα». Και θα έχουμε κάθε λόγο προς τούτο. 

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Διάσταση λόγου και πράξεων

Ξεκινάω με δύο απαραίτητες διευκρινίσεις :
.- Επ' ουδενί αμφισβητώ το υποκριτικό ταλέντο του κ. Κιμούλη και την προσφορά του στο ελληνικό θέατρο. Από τη στιγμή, που μου λείπουν οι απαραίτητες σχετικές γνώσεις, θεωρώ απαράδεκτο να προβώ σε τέτοιο σχολιασμό. Συν τοις άλλοις, αντικείμενο του παρόντος δεν είναι οι θεατρικές επιδόσεις του κ. Κιμούλη.
.- Οποιαδήποτε αναφορά στις σχέσεις του κ. Κιμούλη με την εξουσία δεν περιλαμβάνουν τη σύζυγό του πολλώ δε μάλλον τις πολιτικές επιλογές της και τα οφέλη, που αυτή άντλησε από αυτές. Κάθε άνθρωπος φέρει ευθύνη αποκλειστικά για τις δικές του πράξεις και όχι γι' αυτές του συντρόφου του.
Κλείνει η παρένθεση.
Παρακολούθησα με ενδιαφέρον τις δηλώσεις του κ. Κιμούλη περί ανάγκης διαμορφώσεως μιας κοινωνίας, η οποία δεν θα έχει ως βάση της το κέρδος. Διάβασα με ενδιαφέρον την οξεία κριτική, που του άσκησε από τη στήλη του στα "ΝΕΑ" ο κ. Τάκης Θεοδωρόπουλος αλλά και την σκληρή απάντηση του κ. Κιμούλη. Οφείλω να ομολογήσω, ότι η τελευταία ήταν εξαιρετικά μπερδεμένη και με ζόρισε, μέχρι να την κατανοήσω. 
Αλλά ........... προσπάθησα να θυμηθώ, πότε ο κ. Κιμούλης όρθωσε στα χρόνια της επίπλαστης, όπως αποδείχθηκε, ευμάρειας, το ανάστημά του όμοια με τον τρόπο, τον οποίο περιέγραψε στην παραπάνω απάντησή του. Ίσως με απατά η μνήμη μου αλλά δεν κατάφερα να θυμηθώ. Απεναντίας, πέρασαν μπροστά μου εκείνες οι στιγμές, που ο κ. Κιμούλης φωτογραφιζόταν την εποχή εκείνη πρόθυμος και χαμογελαστός πλάι σε ανθρώπους της εξουσίας. Ούτε μου διαφεύγει η θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο ΔΗΠΕΘΕ Πατρών στα τέλη του '90 (άσχετο αν παραιτήθηκε ένα χρόνο μετά). 
Ύστερα, όσες φορές παρακολούθησα θεατρική παράσταση σκηνοθετημένη από τον κ. Κιμούλη, που συνήθως κρατούσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο, απόλαυσα και αυτόν και την παράστασή του. Δεν μπορώ, όμως, να κρύψω τη δυσαρέσκειά μου για το ιδιαίτερα αλμυρό εισιτήριο, τη στιγμή που για εξίσου καλές παραστάσεις είχα πληρώσει έως και αρκετά λιγότερα χρήματα. Κάποιος φίλος σε διαδικτυακή συζήτηση υποστήριξε, ότι αυτό μπορεί να οφειλόταν στους καλούς μισθούς των συντελεστών της παράστασης. Όσο αξιέπαινο και αν φαντάζει κάτι τέτοιο (δεν φημίζονται οι περισσότεροι θιασάρχες για τη γαλαντομία τους), εντούτοις δεν παύει να πονάει το θεατή. Και, βέβαια, γεννάται το ερώτημα, πως συμβαδίζει η αξίωση του κ. Κιμούλη για μια κοινωνία, στην οποία ο κόσμος δεν θα σκέφτεται το κέρδος, όταν ο ίδιος δεν δείχνει να λειτουργεί και τόσο ανιδιοτελώς. 
Θα απαντήσετε, ότι ο κ. Κιμούλης έχει κάθε δικαίωμα στις μέρες, που ζούμε, ως διανοούμενος, να ξεσηκωθεί και να ξεσηκώσει τον κόσμο. Κατ' αρχάς, κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην έκφραση, ακόμα και όταν στρέφεται εναντίον του κράτους, στο μέτρο πάντα που δεν θίγονται έννομα αγαθά τρίτων. Πλην, όμως, σε κάθε λόγο υπάρχει και ο αντίλογος, ο οποίος, εν προκειμένω, αφορά την ανύπαρκτη κριτική του κ. Κιμούλη εναντίον της εξουσίας μέχρι και πριν την έναρξη της γενικευμένης κρίσης στη χώρα μας. Στο μυαλό μου έρχονται ορισμένοι καλλιτέχνες, έστω από διαφορετικό χώρο, όπως οι κ.κ. Αγγελάκας και Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Μπορεί να μη συμφωνώ με τις πολιτικές τους απόψεις αλλά αναγνωρίζω, ότι σε καιρούς, που οι περισσότεροι Έλληνες ζούσαν την ξέφρενη παραζάλη της αφθονίας, επέμεναν να ζητούν από τον κόσμο να ευρίσκεται σε εγρήγορση και, ταυτόχρονα, κρατούσαν τεράστια απόσταση από την εξουσία, πράγμα που ο σχολιαζόμενος εδώ ηθοποιός μας δεν έπραττε. Αφήνω, που η απάντηση του κ. Κιμούλη προς τον κ. Θεοδωρόπουλο είναι τόσο χαοτική, που μόνο διανοούμενο δεν θυμίζει. Α, φανερώνει, επίσης, άνθρωπο αλλεργικό στην κριτική. 
Ναι, ομολογώ, ότι δεν με έπεισε η στάση ενός εξαιρετικού ηθοποιού, ο οποίος ουδέποτε κράτησε κάποια απόσταση από την εξουσία πολλώ δε μάλλον οι παραστάσεις του διαπνέονταν από τον κανόνα του κέρδους, στοιχείο αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τον καπιταλισμό, τον οποίο ο κ. Κιμούλης επέκρινε στην παραπάνω απάντησή του προς τον κ. Θεοδωρόπουλο. Και αυτή η απόσταση λόγου και πράξεων συνιστά αρκετή προϋπόθεση ώστε να είμαι επικριτικός με το σπουδαίο αυτό καλλιτέχνη. 

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Τον ελληναρά και αν τον ενημερώνεις .......


            Μες τις γιορτές είχα μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία με κάποιο φιλικό μου πρόσωπο γύρω από την περιβόητη ιστορία με την προσφυγή του Μεταξά σε Διεθνές Δικαστήριο της εποχής του για τη διαφορά, που είχε ανακύψει ανάμεσα στην Ελλάδα και τη βελγική τράπεζα «Societe Commerciale de Belgique» (δείτε http://periousios.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html). Η κρατούσα άποψη θέλει τον Μεταξά να προσφεύγει στο παραπάνω Δικαστήριο και να επιτυγχάνει τη διαγραφή του χρέους με μια απόφαση, την οποία μεταγενέστερα χρησιμοποίησε και η Αργεντινή για ανάλογη περίπτωση, και καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι ο Μεταξάς ήταν ένας πραγματικός πατριώτης, διότι φρόντισε για τη μείωση του δημοσίου χρέους, σε αντίθεση με τους σημερινούς πολιτικούς.

            Παρά το γεγονός, ότι είχαμε στη διάθεσή μας υπολογιστή και σύνδεση στο Διαδίκτυο, ώστε να έχουμε πρόσβαση στην επίμαχη απόφαση και να αποδειχθεί, ότι το περιεχόμενο της παραπάνω αποφάσεως ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό, που της δόθηκε στη χώρα μας (οράτε εδώ), και σε καμμία περίπτωση τιμητικό για τη χώρα μας, ο συνομιλητής μου λειτούργησε όπως κάθε κουτοπόνηρος και αμόρφωτος φανατικός. Αφενός αμφισβήτησε τη βασιμότητα της επίμαχης αποφάσεως, φωνάζοντας ότι το περιεχόμενό της ήταν πειραγμένο. Μετά και αφού δεν μπόρεσε να αποδείξει, ποιο ήταν το αρχικό περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής (διότι συνηθίζεται η ηλεκτρονική καταχώρηση των αποφάσεων όλων των διεθνών οργανισμών, ακόμα και αυτών που δεν υφίστανται, πλέον), υποστήριξε, ότι έστω και έτσι ο Μεταξάς πέτυχε διαγραφή μέρους του χρέους της χώρας, άρα η κυρίαρχη άποψη για το θέμα αυτό στη χώρα μας είναι ορθή. Όταν ανετράπη και αυτή η θεώρησή του, διότι αφενός απεδείχθη, ότι οι δύο διαιτητικές αποφάσεις δεν μείωσαν την οφειλή της χώρας αφετέρου εξεδόθησαν κατόπιν προσφυγής των Βέλγων και προτού αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας ο Μεταξάς, η περήφανη απάντηση του συνομιλητή μου ήταν, ότι τουλάχιστον ο Μεταξάς το «πάλεψε,» ενώ οι δικοί μας «προδότες» ούτε καν προσέφυγαν στα Δικαστήρια. Και, βέβαια, φρόντισε να ρίξει και τη μπηχτή του κατά όσων ασπάζονται την άποψή μου, λέγοντας ότι δεν ξέρουμε, ποιοι έχουν συμφέρον να διαδοθεί, ότι η Ελλάδα δεν αποκόμισε κανένα όφελος από την παραπάνω υπόθεση. «Σκέψου μόνο, ότι μας αποτρέπουν να προσφύγουμε στα διεθνή δικαστήρια και να κηρύξουμε το χρέος μας απεχθές και θα καταλάβεις, γιατί κυκλοφόρησε τώρα η είδηση, ότι η Ελλάδα έχασε την υπόθεση την εποχή του Μεταξά, ενώ η αλήθεια είναι διαφορετική,» ήταν ο τελικός ισχυρισμός του.
            Μετά από αυτή τη στιχομυθία, πείστηκα, ότι, αφ’ ης στιγμής συσταθεί και διαδοθεί ένας μύθος, πάσα προσπάθεια κατάρριψής του στη χώρα μας είναι μάταιη. Με το καλημέρα ο μύθος αυτός αποκτά φανατικούς πιστούς, οι οποίοι απλά αρνούνται να δεχθούν την αναλήθειά του, ακόμα και όταν τους προσκομιστούν αδιάσειστα στοιχεία. Διότι οι μύθοι αυτοί ικανοποιούν κάποιες βασικές παραμέτρους της ψυχοσύνθεσης χιλιάδων Ελλήνων, ήτοι τους πείθουν, ότι στο παρελθόν είτε έλαβε χώρα κάποιο θετικό για τη χώρα και το έθνος γεγονός, στο οποίο πρωταγωνίστησε κάποιος πατριώτης πολιτικός (ο οποίος είχε καταλάβει την εξουσία χωρίς εκλογές αλλά αυτό αποτελεί ψιλά γράμματα για ένα λαό, μεγάλο μέρος του οποίου ποτέ πραγματικά δεν ασπάστηκε τη Δημοκρατία) που κατάφερε με τον τσαμπουκά του να σπάσει τα μούτρα των κακών ξένων και να ικανοποιήσει την προαιώνια δίψα των συμπολιτών μας αυτών για εκδίκηση σε βάρος της Δύσης, η οποία ευθύνεται για όλα τα δεινά αυτού του τόπου, είτε ότι κάποια πρόσωπα, Έλληνες ή αλλοδαποί, εξυφαίνουν ή έχουν ήδη εξυφάνει κάποιο σχέδιο, για να πλήξουν τη χώρα, ώστε να πειστεί και ο πιο δύσπιστος, ότι δεν φταίει ο καημένος ο λαός για τα δεινά, που έχουν συσσωρευτεί στις πλάτες του. Με τέτοιες ιστορίες, παραμυθάκια για τα δεδομένα του ορθού λόγου και της επιστήμης της ιστορίας, οι συμπολίτες μας αυτοί κοιμούνται ήσυχοι, ότι στο παρελθόν ένας πολιτικός πέτυχε να προστατεύσει τα δίκαια της Ελλάδος ή ότι δεν φέρουν καμμία ευθύνη για ό,τι συμβαίνει σε αυτό τον τόπο, αφού άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις. Άρα πάλι με χρόνους με καιρούς κάποιος γνήσιος πατριώτης θα πάρει την εξουσία στα χέρια του και με σιδερένια πυγμή (και αφού στείλει μερικούς πολιτικούς και πιστούς τους στη φυλακή) θα πάει στους διεθνείς οργανισμούς και θα κερδίσει το δίκιο της Ελλάδος.
            Φυσικά, οι ίδιοι φαντασιόπληκτοι συμπολίτες μας θα φροντίσουν, ώστε να κατακεραυνώσουν όσους επιχειρούν να αποδομήσουν τους μύθους αυτούς, προσάπτοντάς τους κατηγορίες πέρα ακόμα και από την πιο νοσηρή φαντασία. Άλλοτε οι αποδομητές αυτοί βαφτίζονται ως μίσθαρνα όργανα της Νέας Τάξης Πραγμάτων ή άλλων σκοτεινών αλλά ικανών να προκαλέσουν κύμα εχθρότητας δυνάμεων. Σε άλλες περιπτώσεις, τους ασκείται δριμεία κριτική, η οποία, όμως, αφορά στοιχεία άσχετα με την επιστημονική κατάρτιση ή ενημέρωσή τους π.χ. ο Χ είναι μασόνος (λες και η ιδιότητα αυτή επηρεάζει την επιστημονική κρίση του κατόχου της) ή είχε κληθεί την τάδε χρονιά στη συνεδρίαση της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ (που ανάθεμα και αν γνωρίζουμε, τι συζητούν εκεί μέσα). Πρόκειται για την προσφιλέστερη τακτική κατά των αποδομητών, ήγουν την ανάπτυξη και διάδοση θεωριών συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες τα σκεπτόμενα εκείνα πρόσωπα χαρακτηρίζονται ως όργανα γνωστών κέντρων, τα οποία απεργάζονται την εξόντωση του ελληνισμού και των ηθών και εθίμων του. Το Διαδίκτυο αλλά και ο τύπος βρίθουν από τέτοια παραδείγματα, πολλά εκ των οποίων είναι τόσο ευφάνταστα, ώστε κάνουν το Σιμονίνι, ήρωα του τελευταίου μυθιστορήματος του κ. Ουμπέρτο Έκο «ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ,» να μοιάζει με ερασιτέχνη.
            Αλλά τί λέω; Ζούμε στη χώρα, όπου, όποτε τίθεται κάποιο θέμα, πάντοτε κάποιος θα φωνάζει, ότι υπάρχουν σοβαρότερα θέματα, που χρήζουν επίλυσης, και, επομένως, η παραφιλολογία και παραϊστορία, προφανώς ασήμαντα θέματα για τους πολλούς, δεν βλάπτουν. Άλλως, διδασκόμενοι για το Κρυφό Σχολειό ή την προσφορά του Μεταξά (οράτε ίδρυση Ι.Κ.Α.) στο σχολείο δεν πάθαμε και τίποτα κακό. Άρα γιατί να μας πειράξει μια τέτοια ιστορία και, άρα, γιατί να τη βγάλουμε ψεύτικη; Και κάπως έτσι η διάδοση της ανοησίας συνεχίζεται στη χώρα μας με αμείωτο ρυθμό. 

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Μια ιστορία υποτιθέμενης διαγραφής χρέους


            Υπάρχει μια μικρή ιστορία, που θέλει το δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά να προσφεύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και να επιτυγχάνει την έκδοση αποφάσεως, με την οποία η Ελλάδα κατάφερε, ώστε να μην πληρώσει το χρέος της προς μια βελγική τράπεζα. Αυτή η ιστορία διαδίδεται εδώ και μια διετία, περίπου, υπάρχει σε ιστότοπους πάσης φύσεως, προβάλλεται ως η λύση, που αρνούνται να ακολουθήσουν οι τωρινοί κυβερνώντες, και συνοδεύεται με συγκρίσεις του τότε πολιτικού με τους σημερινούς, οι οποίες φτάνουν μέχρι του σημείου να θεωρείται υπέρτερη η πολιτική του από αυτή των σημερινών.

            Η πλειονότητα των προσώπων, που αναπαράγουν τη συγκεκριμένη είδηση (οράτε εδώ, εδώ και εδώ), λειτουργούν όπως η πλειοψηφία των χρηστών του Διαδικτύου στην Ελλάδα, ήτοι την αναγιγνώσκουν από κάποιο ιστότοπο και την αναπαράγουν αβίαστα, χωρίς προηγουμένως να έχουν ερευνήσει την αξιοπιστία της. Κάποιες από τις παραπάνω σελίδες περιέχουν μια σελίδα του υπομνήματος, το οποίο (λέγεται ότι) υπέβαλε η νομική υπηρεσία της ελληνικής κυβέρνησης και καταλήγουν, ότι αυτός ο ισχυρισμός, όπως και οι υπόλοιποι, έγιναν δεκτοί από το αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο. Αλλού έχει απαλειφθεί ο όρος «Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης», καθόσον το συγκεκριμένο όργανο ιδρύθηκε αρκετά χρόνια μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (απλά ετύγχανε, όπως θα δούμε παρακάτω, και το τότε διεθνές Δικαστήριο να εδρεύει στη Χάγη), σε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί ως περισσότερο αληθοφανής η είδηση αυτή. Σε κανένα από τους παραπάνω ιστότοπους δεν περιέχεται το σώμα της εκδοθείσης αποφάσεως.

            Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, οι αποφάσεις του Διαρκούς Δικαστηρίου του Διεθνούς Δικαίου (Permanent Court of International Justice), το οποίο λειτουργούσε προπολεμικά στα πλαίσια της λειτουργίας της Κοινωνίας των Εθνών, προδρόμου του Ο.Η.Ε., περιλαμβάνονται στο Διαδίκτυο και οποιοσδήποτε χρήστης του με στοιχειώδεις γνώσεις της αγγλικής γλώσσας μπορεί να τις ανεύρει. Μάλιστα, η πληκτρολόγηση των αναγκαίων όρων στην αγγλική γλώσσα είναι απαραίτητη, προκειμένου η σχετική μηχανή αναζήτησης να ανεύρει την επίμαχη απόφαση, που είναι αυτή εδώ, καθότι η αναζήτηση αποκλειστικά στα ελληνικά οδηγεί, μεταξύ άλλων, στις παραπάνω, υπόπτου βασιμότητος, ιστοσελίδες. 
            Η ιστορία έχει ως εξής : Τον Αύγουστο του 1925, η τότε ελληνική κυβέρνηση ήλθε σε συμφωνία με τη βελγική τράπεζα «Societe Commerciale de Belgique», προκειμένου η τελευταία να χρηματοδοτήσει την κατασκευή τμήματος του σιδηροδρομικού δικτύου της Ελλάδος. Για την εξόφληση της σχετικής υποχρεώσεώς της προς την εταιρεία αυτή, η Ελλάδα υπέγραψε δανειακή σύμβαση με την τράπεζα αυτή. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι οι όποιες διαφορές, τεχνικές ή οικονομικές, μεταξύ της χώρας μας και της παραπάνω τραπέζης θα επιλύονταν μέσω διαιτησίας από τριμελή επιτροπή διαιτησίας. Κάθε μέρος θα επέλεγε από ένα μέρος και το τρίτο θα το επέλεγαν με κοινή συμφωνία τους τα μέρη και σε περίπτωση διαφωνίας τους για το μέλος αυτό, η επιλογή θα γινόταν από τον Πρόεδρο του Διεθνούς Δικαστηρίου Διαιτησίας, που είχε τότε την έδρα του στη Χάγη. Οι όποιες αποφάσεις της επιτροπής αυτής θα ήταν τελεσίδικες και δεν θα υπάγονταν σε ένδικα μέσα.
            Το Μάιο του 1932, η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου κήρυξε στάση πληρωμών. Έτσι, όταν έφτασε η ώρα να εξοφλήσει τη δόση του παραπάνω δανείου της την 1η Ιουλίου 1932, δήλωσε αδυναμία προς τούτο, με αποτέλεσμα η εργολήπτρια εταιρεία να μην μπορέσει να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της προς τους υπεργολάβους του ανωτέρω έργου και οι εργασίες να σταματήσουν. Προς τούτο συνηγορούσε και το πόρισμα της Οικονομικής Επιτροπής, που είχε αποστείλει στην Ελλάδα η Κοινωνία των Εθνών, για να εκτιμήσει την οικονομική κατάσταση της χώρας.
            Προκειμένου να μην απωλέσει τα χρήματά της, η ανωτέρω βελγική τράπεζα προσέφυγε στην παραπάνω επιτροπή διαιτησίας και η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε προς τούτο. Η διαδικασία ενώπιον της επιτροπής αυτής άρχισε το 29 Νοεμβρίου του 1935 και η πρώτη απόφαση της επιτροπής αυτής εξεδόθη στις 3 Ιανουαρίου του 1936. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, ακυρωνόταν η συμφωνία της 27ης Αυγούστου 1925 από τον Ιούλιο του 1932 και οριζόταν ένα σώμα ειδικών, το οποίο θα επεξεργαζόταν κάποια λύση για το ποσό και τον τρόπο πληρωμής της οφειλής της Ελλάδος προς την παραπάνω τράπεζα. Στις 25.07.1936, η παραπάνω επιτροπή εξέδωσε δεύτερη απόφαση, με την οποία η συνολική οφειλή της χώρας μας ορίστηκε στα 6.771.868 χρυσά δολλάρια με επιτόκιο 5% από τις 01.08.1936. Με την ίδια δεύτερη διαιτητική απόφαση καθορίστηκαν και μια σειρά από άλλους όρους.
            Παρά τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις, η κυβέρνηση Μεταξά, που λίγο καιρό μετά την έκδοση της δεύτερης παραπάνω διαιτητικής αποφάσεως είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, αρνήθηκε να πληρώσει το παραπάνω χρηματικό ποσό και, έτσι, το Δεκέμβριο του 1936 δύο εκπρόσωποι της βελγικής τράπεζας ταξίδεψαν στην Αθήνα και στις 21.12.1936 συνέταξαν υπόμνημα, με το οποίο ζητούσαν από την ελληνική κυβέρνηση να καταβάλει άμεσα 4.000.000 δολλάρια και το υπόλοιπο σε δόσεις. Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε στις 31.12.1936, ότι διαφωνούσε με το χαρακτήρα του χρέους, ήτοι θεωρούσε, ότι αυτό αποτελεί τμήμα του ελληνικού δημοσίου χρέους και, συνεπώς, έπρεπε να πληρωθεί υπό τους ίδιους όρους που πληρωνόταν και το υπόλοιπο δημόσιο χρέος. Προσφέρθηκε, μάλιστα, να καταβάλει άμεσα το ποσό των 300.000 δολλαρίων προς την παραπάνω βελγική τράπεζα.
            Φυσικά, η βελγική τράπεζα αρνήθηκε να αποδεχθεί την παραπάνω πρόταση και στις 05.01.1937 απάντησε, ότι η εμμονή της ελληνικής κυβέρνησης στους όρους της ισοδυναμούσε με άρνησή της να αποπληρώσει το παραπάνω χρέος της, το οποίο ήταν εμπορικό και όχι δημόσιο, και προέβη σε νέα πρόταση προς την ελληνική κυβέρνηση, η οποία απορρίφθηκε εκ νέου και έτσι, στις 21.05.1937, η βελγική τράπεζα απευθύνθηκε στη βελγική κυβέρνηση για προστασία.
            Στις 14.06.1937, η βελγική κυβέρνηση ζήτησε από την κυβέρνηση Μεταξά την επανεξέταση του όλου θέματος, προκειμένου να αποφευχθεί η δικαστική διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών. Η κυβέρνηση Μεταξά επανέλαβε, με τρεις μήνες καθυστέρηση, στις 06.09.1937, ό, τι είχε περιλάβει στην από 31.12.1936 απάντησή της, αναγκάζοντας τη βελγική πλευρά να υποστηρίξει, στις 22.12.1937, ότι θα προσέφευγε στο Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου. Η Ελλάδα αντέτεινε, ότι το Δικαστήριο αυτό δεν είχε την αρμοδιότητα να δικάσει μια τέτοια προσφυγή.
            Τελικά, στις 04.05.1938 το Βέλγιο προσέφυγε στο Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα με την άρνησή της να συμμορφωθεί με τις δύο ανωτέρω διαιτητικές αποφάσεις και να πληρώσει το χρέος της είχε παραβεί τις διεθνείς υποχρεώσεις της.
            Η ελληνική πλευρά αντέτεινε, ότι δεν είχε αρνηθεί να πληρώσει το χρέος της προς την ανωτέρω βελγική τράπεζα και είχε προσφερθεί να πληρώσει ό,τι εδύνατο, εξαιτίας της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεώς της. Τολμώ, μάλιστα, να κάνω εδώ μια παρένθεση και να αναρωτηθώ, σε τι ακριβώς συνίστατο το οικονομικό θαύμα, που συντελέστηκε επί εποχής Μεταξά στην Ελλάδα, όταν υπάρχει αυτή η ομολογία της ελληνικής αντιπροσωπείας στο ανωτέρω δικαστήριο. Κλείνει η παρένθεση.
            Η βελγική πλευρά ανταπάντησε, ότι η ελληνική πλευρά επιχειρούσε να αλλάξει το χαρακτήρα της αντιδικίας μεταξύ των δύο μερών και ζήτησε από την ελληνική πλευρά να αναγνωρίσει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των παραπάνω διαιτητικών αποφάσεων και, κατά συνέπεια, να αποδεχθεί, ότι οι προϋποθέσεις αποπληρωμής του ελληνικού δημοσίου χρέους δεν σχετίζονταν, σε καμμία περίπτωση, με τις υποχρεώσεις της Ελλάδος βάσει των από 03.01.1936 και 25.07.1936 διαιτητικών αποφάσεων και η Ελλάδα δεν δικαιούνταν να προτείνει το διακανονισμό της 31ης Δεκεμβρίου του 1936. Η Ελλάδα με τη σειρά της αντέτεινε, ότι δεν είχε καθοριστεί ο χαρακτήρας της οφειλής της απέναντι στην ανωτέρω βελγική τράπεζα.
            Κατά την ακροαματική διαδικασία, η βελγική πλευρά εστίασε στην ουσιαστική άρνηση της Ελλάδος να εξοφλήσει την οφειλή της προς την «Societe Commerciale de Belgique» και στο γεγονός ότι η άρνησή της αυτή συνιστούσε παράβαση των παραπάνω διαιτητικών αποφάσεων και, κατ’ επέκταση, των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Στην πορεία, ωστόσο, η βελγική πλευρά εστίασε αποκλειστικά στον ισχυρισμό, ότι η ελληνική πλευρά είχε δεχθεί το δεσμευτικό χαρακτήρα των διαιτητικών αποφάσεων, εγκαταλείποντας τους λοιπούς ισχυρισμούς της, όπως π.χ. ότι η Ελλάδα είχε αρνηθεί να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο των διαιτητικών αποφάσεων και έτσι είχε παραβιάσει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, πράγμα που αναμφίβολα διευκόλυνε κατά πολύ την ελληνική πλευρά, αφού αυτή με τη σειρά της απεδέχθη το δεδικασμένο των διαιτητικών αυτών αποφάσεων, ακόμα και αν οικονομικοί λόγοι την εμπόδιζαν να συμμορφωθεί με το περιεχόμενό τους. Έτσι, η βελγική πλευρά ζήτησε από το Δικαστήριο να καταχωριστεί στο τηρούμενο για την υπόθεση αυτή αρχείο η δήλωση της ελληνικής πλευράς, ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει τον οριστικό και υποχρεωτικό χαρακτήρα των διαιτητικών αποφάσεων υπέρ της «Societe Commerciale de Belgique» και ότι αυτές οι αποφάσεις έχουν ισχύ δεδικασμένου. Περαιτέρω, οι τελικοί ισχυρισμοί της βελγικής πλευράς είχαν ως εξής :
.-          Η ελληνική κυβέρνηση ήταν νόμω υπόχρεη να συμμορφωθεί με τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις,
.-          Οι όροι, υπό τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση είχε αναλάβει να εξοφλήσει το δημόσιο χρέος της, δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν για την περίπτωση της οφειλής της προς την «Societe Commerciale de Belgique» και
.-          Η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε κανένα δικαίωμα να ορίσει στη βελγική κυβέρνηση τους όρους αποπληρωμής της οφειλής της προς την παραπάνω τράπεζα σύμφωνα με τους όρους εξόφλησης του δημοσίου χρέους της και, σε κάθε περίπτωση, κατά τρόπο ξένο προς τα οριζόμενα από τις ανωτέρω διαιτητικές αποφάσεις.
            Το Δικαστήριο έκρινε, ωστόσο, ότι, εφόσον η Ελλάδα ανεγνώριζε την ισχύ των ανωτέρω διαιτητικών αποφάσεων, οι τελικοί αυτοί ισχυρισμοί ήταν άνευ αντικειμένου.
            Οι τελικοί ισχυρισμοί της Ελλάδος ήταν οι κάτωθι :
.-          Ήταν αδύνατο η ελληνική κυβέρνηση, λόγω της οικονομικής κατάστασης της χώρας, να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο των διαιτητικών αποφάσεων.
.-          Ήταν απαραίτητο οι δύο πλευρές να έλθουν σε συνεννόηση, προκειμένου να εξευρεθεί ένας τρόπος εξόφλησης του χρέους προς τη βελγική τράπεζα, ο οποίος να λαμβάνει υπόψη του την οικονομική κατάσταση της χώρας.
.-          Μια τέτοια λύση, για να είναι δίκαιη, θα έπρεπε να περιλαμβάνει τη συνεννόηση της ελληνικής κυβέρνησης με τους κατόχους ομολόγων του ελληνικού χρέους.
            Άπαντες οι ανωτέρω ισχυρισμοί της ελληνικής πλευράς απερρίφθησαν και, έτσι, με ψήφους 13 υπέρ και 2 κατά το ανωτέρω Δικαστήριο έκρινε, οι διαιτητικές αποφάσεις, που αφορούσαν τη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την τράπεζα «Societe Commerciale de Belgique» ήταν οριστικές και δεσμευτικές. Η απόφαση αυτή εξεδόθη στις 15.06.1939.
            Συμπεράσματα;
.-          Η παραπάνω απόφαση όχι μόνο δεν δικαίωσε την Ελλάδα αλλά ανεγνώρισε, ότι οι από 03.01.1936 και 25.07.1936 διαιτητικές αποφάσεις ήταν δεσμευτικές γι’ αυτή. Κατά τα κοινώς λεγόμενα, η Ελλάδα ηττήθηκε κατά κράτος. Και ναι μεν το παραπάνω Δικαστήριο αναγνωρίζει, ότι οι είναι δυνατή μια νέα συμφωνία μεταξύ των δύο χωρών, την οποία η Ελλάδα θα δύναται να τηρήσει, λαμβανομένων υπόψη της κακής οικονομικής καταστάσεώς της, πλην, όμως, μέχρι να ληφθεί μια τέτοια συμφωνία(που, εξ όσων γνωρίζω, ουδέποτε ελήφθη), οι παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις δέσμευαν την Ελλάδα.
.-       Ουσιαστικά η διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και την τράπεζα «Societe Commerciale de Belgique» αφορούσε το χαρακτηρισμό του χρέους είτε ως μέρους του δημοσίου χρέους της χώρας και, εντεύθεν, υπαγόμενο στις ειδικότερες ρυθμίσεις περί του τρόπου αποπληρωμής του είτε ως ρυθμιζόμενου από τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις. Η Ελλάδα προφανώς λόγω της δυσχερούς οικονομικής της κατάστασης είχε συμφωνήσει να εξοφλεί το δημόσιο χρέος της κατά τρόπο, που να μην οδηγούσε στην ολοκληρωτική εξαθλίωσή της. Επεδίωξε, λοιπόν, να υπαγάγει και το χρέος της προς την ανωτέρω βελγική τράπεζα στους ίδιους όρους, πλην, όμως, η απόφαση του Διαρκούς Δικαστηρίου του Διεθνούς Δικαίου δεν έκανε δεκτό αυτό τον ισχυρισμό της.
.-      Προκύπτει αβίαστα, ότι η Ελλάδα ενήργησε κατά τρόπο εκβιαστικό απέναντι στη βελγική τράπεζα, αξιώνοντας ουσιαστικά την ανατροπή των οριζομένων από τις παραπάνω διαιτητικές αποφάσεις προϋποθέσεων εξόφλησης της οφειλής της Ελλάδος προς την τράπεζα αυτή. Η απόφαση, που παραπάνω αναφέραμε, αποτελεί την πιο απτή απόδειξη της τύχης των πολιτικών λεονταρισμών χωρών, οι οποίες ξαφνικά προφασίζονται διάφορους τρόπους, προκειμένου να αποφύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς τρίτους (και δεν αναφέρομαι σε ό,τι θεωρείται ως επαχθές χρέος, σύμφωνα με τη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων).
      Αν θέλει κανείς να έχει μια ξεκάθαρη εικόνα, τι είδους απόφαση εξέδωσε στις 15.06.1939 το Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου και κατά πόσο δικαίωσε, τελικά, την Ελλάδα, μπορεί να διαβάσει το κείμενο της απόφασης απευθείας εδώ. Αν, πάλι, αρέσκεται να ονειρεύεται διαγραφές χρεών και δικαίωση της κακώς εννοούμενης μαγκιάς, υπάρχουν μπόλικα σχετικά κείμενα στο Διαδίκτυο, δόξα να 'χει ο Γιαραμπής.