Θα πήρε το μάτι σας το βίντεο, όπου
ο Μητροπολίτης Κονίτσης και Δρυινουπόλεως Ανδρέας υπερασπίζεται
«τα παιδιά με τις μαύρες μπλούζες», αφού πρώτα έχει προβεί σε ένα
αντιαριστεριστικό παραλήρημα, στην επέτειο από την κατάληψη του Γράμμου από τον
Εθνικό Στρατό.
Κατ’ αρχάς, για να φρεσκάρουμε τη μνήμη μας, η περιοχή
του Γράμμου υπήρξε επίκεντρο των συγκρούσεων ανάμεσα στον Εθνικό Στρατό και το
Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδος (στο εξής ΔΣΕ) στη διάρκεια του Εμφυλίου
Πολέμου. Εκεί δόθηκαν σφοδρές μάχες και πολύς κόσμος και από τα δύο στρατόπεδα
άφησε εκεί την τελευταία του πνοή. Μετά το πέρας του Εμφυλίου Πολέμου, οι
νικητές διοργάνωσαν τους πρώτους εορτασμούς αλλά και το πρώτο μνημόσυνο, για να
τιμήσουν τους νεκρούς του Εθνικού Στρατού. Με το καλημέρα, αυτές οι εκδηλώσεις
«καπελώθηκαν» από φανατικούς εθνικόφρονες, οι οποίοι δεν δίσταζαν κάθε χρόνο να
επικαλούνται τον κομμουνιστικό κίνδυνο και να διαιωνίζουν το μίσος για καθετί
αριστερό, αρνούμενοι τη φύση της σύρραξης αυτής ως εμφύλιας και αντιτείνοντας
πεισματικά όρους, όπως «κομμουνιστική ανταρσία» και «συμμοριτοπόλεμος», που
συντελούσαν στην ένταση των παθών. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και τα πρώτα
μεταπολιτευτικά χρόνια και μετά την έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία άρχισε να
εξασθενεί και να μην απασχολεί, πλέον, πολύ κόσμο, εκτός από κάποιους παλιούς
νοσταλγούς εκείνων των καιρών. Μέχρι που ήλθε το κήρυγμα του σεβασμιωτάτου
Κονίτσης και Δρυινουπόλεως, για να θυμίσει, ότι αυτές οι επέτειοι εξακολουθούν
να διαπνέονται από μίσος για την Αριστερά και οτιδήποτε δεν ταιριάζει με τα
χνώτα των νικητών.
Κατ’ αρχάς, δεν αντιλέγω, ότι μια τέτοια επέτειος πρέπει
να εορτάζεται στα πλαίσια της ιστορικής μνήμης, που κάθε λαός οφείλει να
διαφυλάσσει. Ο Εμφύλιος Πολεμος υπήρξε μια πολύ σημαντική στιγμή στη νεότερη
ιστορία μας και οι πληγές του παρέμειναν ανοικτές για δεκαετίες, διαιρώντας τον
πληθυσμό της Ελλάδος σε εθνικόφρονες και «μιάσματα», με τους τελευταίους να
υφίστανται ποικίλα δεινά και σε αρκετές περιπτώσεις, ειδικά στη δεκαετία του
’40, να εκτελούνται για τα φρονήματά τους. Ωστόσο, αντί αυτές οι εορτές να
μετατραπούν σε μια προτροπή για πραγματική εθνική συμφιλίωση, μετατράπηκαν με
το καλημέρα σε εκδηλώσει μίσους προς την Αριστερά και οτιδήποτε ερχόταν σε
αντίθεση με τη λογική των νικητών. Και αν, τέλος πάντων, αυτή η τακτική είχε
μια κάποια δικαιολογία τα πρώτα χρόνια μετά την ήττα του ΔΣΕ, σήμερα, εν έτει
2012, όχι μόνο φαντάζει παράλογη αλλά και απαράδεκτη. Η Αριστερά μπορεί, πλέον,
να εκφράζει ελεύθερα την άποψή της, χωρίς να κινδυνεύουν τα στελέχη της να
συλληφθούν. Το ΚΚΕ είναι νόμιμο εδώ και 38 χρόνια, συμμετέχει ανελλιπώς στη
Βουλή από τις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές και, παρά τις όποιες παρεκτροπές
κάποιων στελεχών του, σέβεται το Σύνταγμα και συμμετείχε αναίμακτα στις
οικουμενικές κυβερνήσεις του 1989 και 1990. Και σίγουρα η χώρα δεν κινδυνεύει
να μετατραπεί σε Ε.Σ.Σ.Δ.
Αν προσέξει κανείς το λόγο του σεβασμιωτάτου, θα μετρήσει
κάμποσα άψογα διατηρημένα στερεότυπα της μετεμφυλιακής ρητορείας, όπως την
άρνηση της εμφύλιας φύσης της συρράξεως, που ταλάνισε τη χώρα μας τη δεκαετία
του ‘40, την εξάλειψη πάσας αναφοράς στο ρόλο του ΕΛΑΣ στην Απελευθέρωση, την
παντελή αναφορά στα Τάγματα Ασφαλείας πολλώ δε μάλλον την απουσία καταδίκης
τους, το μένος κατά της Αριστεράς και την εξύμνηση της ακροδεξιάς, το ρόλο της
οποίας στην Ελλάδα παίζει, πλέον, η Χρυσή Αυγή. Φυσικά, τα χειροκροτήματα και
οι ζητωκραυγές, που συνόδευαν κάθε εμπρηστικό μαργαριτάρι του σεβασμιωτάτου
αποτελούν την πικρή απόδειξη, ότι, αν διαθέταμε την κατάλληλη παιδεία ως λαός,
ώστε να διδαχθούμε από τα πάθη και, εν προκειμένω, τις πληγές, που άφησε πίσω
του ο Εμφύλιος, πρόσωπα, όπως ο σεβασμιώτατος, θα είχαν τεθεί στο περιθώριο.
Αυτή τη στιγμή, όμως, ακριβώς επειδή το συγκεκριμένο προσόν δεν ξεχειλίζει από
τα μπατζάκια μας, επευφημούνται θερμά, ένδειξη ότι πολλοί κάτοικοι αυτής της
χώρας προτιμούν τους πύρινους λόγους παρά την ψύχραιμη αποτίμηση κάποιων
καταστάσεων.
Θα αντιτάξει κανείς, ότι το πνεύμα αυτών των επετείων
είναι να υπενθυμίζονται τα γεγονότα εκείνης της εποχής. Κανένας δεν αντιλέγει
σε αυτό. Όμως υπάρχει μια δυσαρμονία των μέσων, που χρησιμοποιούνται για τη
διατήρηση της μνήμης αυτών, με το σκοπό, που πρέπει να εξυπηρετούν αυτές οι
εορτές. Ήγουν σκοπός μιας εκδήλωσης, όπως αυτή για την πτώση του Γράμμου,
πρέπει να είναι η υπενθύμιση των συνεπειών ενός Εμφυλίου Πολέμου και η προτροπή
για πραγματική συμφιλίωση των πλευρών, ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια φαινόμενα.
Ο Κονίτσης και Δρυινουπόλεως, όμως, επέλεξε να ρίξει λάδι σε μια φωτιά, που
ποτέ πραγματικά δεν έπαψε να σιγοκαίει. Τα ‘βαλε αναίτια με το ΚΚΕ και το
ΣΥΡΙΖΑ, διεχώρισε τους εθνικόφρονες στρατιωτικούς, που πολέμησαν στην Εθνική
Αντίσταση, από τους «ντενεκέδες» (όσους, δηλαδή, δεν ήταν εθνικόφρονες
στρατιωτικοί) και επικαλέστηκε επαινετικά τους χρυσαυγίτες. Συγκρίνετε το
διχαστικό λόγο του εν λόγω ιεράρχη με αυτό
και βγάλτε τα συμπεράσματά σας σχετικά με το περιεχόμενο, που πρέπει να έχει ο
λόγος ενός πραγματικού ιερωμένου, για τον οποίο η ρήση «αγαπάτε αλλήλλους»
είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό εδάφιο της Καινής Διαθήκης.
Καθένας να μην έχει την ελευθερία να εκφραστεί ελεύθερα,
θα υποστηρίξει κάποιος. Για μια στιγμή! Το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου
είναι απεριόριστο, στο μέτρο, βέβαια, που δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των
τρίτων. Ο σεβασμιώτατος, όμως, εκφέρει ένα λόγο μίσους, με σκοπό να υποδαυλίσει
τα πάθη και να στρέψει τον κόσμο εναντίον της Αριστεράς, αποσιωπώντας την
τεράστια συμβολή της στην Εθνική Αντίσταση (διότι τί άλλο σημαίνει ο
χαρακτηρισμός όσων δεν πολέμησαν με το στρατό ως «ντενεκέδων»;) και στοχεύοντας
στη διατήρηση του ίδιου διχαστικού κλίματος, που δηλητηρίαζε τη χώρα για
δεκαετίες. Και το πράττει σε ένα τόπο ιστορικά και πολιτικά φορτισμένο, όπως ο
Γράμμος, ο οποίος θα έπρεπε να είναι τόπος συμφιλίωσης και ενότητας και όχι
μέσο για να διαιωνίζεται ο επάρατος διαχωρισμός των πολιτών αυτής της χώρας σε
επιθυμητούς και απορριπτέους.
Έχω ακούσει και το επιχείρημα, ότι τα ίδια και χειρότερα
κάνουν οι αριστεροί στα δικά τους μνημόσυνα και τις τελετές. Πρόκειται για
κλασσική τακτική, χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται πολλοί
συμπολίτες μας το διάλογο, όταν αισθάνονται, ότι η κουβέντα δεν βγαίνει, όπως
τη θέλουν, και, έτσι, επιχειρούν να αλλάξουν το θέμα της (και τα φώτα της μαζί).
Μόνο που το μεγαλύτερο κομμάτι της Αριστεράς έχει αποστασιοποιηθεί από αυτές
τις τακτικές του ΚΚΕ, το οποίο, σε τελική ανάλυση, δεν κυβέρνησε ποτέ τη χώρα,
ώστε να διαχωρίσει τον πληθυσμό της σε συντρόφους και κουλάκους/
αντιδραστικούς/παράσιτα/πράκτορες των ιμπεριαλιστών/καιγωδενξερωτιάλλο, τη
στιγμή που οι περισσότεροι πολιτικοί από το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, το οποίο
ασκούσε και ασκεί την εξουσία στη χώρα μας, είτε προσπαθούν να δικαιολογήσουν
τα τερτίπια του ανωτέρω ιερωμένου είτε τα κάνουν, ότι δεν τα βλέπουν. Σε κάθε
περίπτωση, στον παραλογισμό της μιας πλευράς δεν μπορείς να αντιτάσσεις ως επιχείρημα
το δικό σου παραλογισμό. Ούτε μπορείς στο όνομα της διατήρησης της ιστορικής
μνήμης να ανακαλείς τα φαντάσματα του παρελθόντος με το πρόσχημα, ότι και η
άλλη πλευρά κάνει τα ίδια και χειρότερα, διότι το μόνο, που επιτυγχάνεις έτσι,
είναι η συντήρηση ενός ψυχροπολεμικού κλίματος σε μια χώρα, που το έχει
πληρώσει πανάκριβα.
Ο Κονίτσης και Δρυινουπόλεως αποτελεί ένα θλιβερό
κατάλοιπο άλλων εποχών, που κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα ‘θελε να θυμάται. Σε
μια συγκροτημένη κοινωνία, θα είχε περιθωριοποιηθεί και ενδεχόμενα
αποσχηματιστεί. Αλλά ποιός μπορεί να βάλει το χέρι στην καρδιά και να πει μετά
βεβαιότητος, ότι η λογική περισσεύει στα μέρη μας;