Ολη μέρα κάθομαι και κοιτάω τα ρολόγια να γυρνούν, τους δείκτες να κάνουν πιρουέτες, να προσγειώνονται και να βουλιάζουν στο πεζοδρόμιο, όπου στέκεσαι με μια μπίρα στο χέρι και μου λες κάτι ανησυχητικό για μια γάτα που τη συνέλαβαν με μια βόμβα οι μπάτσοι στη Χαβάη. Ας σιωπήσουμε για λίγο, σου λέω, κι ας κοιταξουμε τα αεροπλάνα που έχω πάντα πρόχειρα στην τσέπη, ειδικά για περιστάσεις σαν αυτήν, που απαιτούν μιαν αλήθεια που δεν ξέρω πώς να την εκφράσω, λες εντάξει και μένεις ξαπλωμένη στον καναπέ για κάναν χρόνο, σαν αφίσα ταινίας της δεκαετίας του ΄70 ή σαν φωτογραφία ουρανοξύστη σε γκλάμορους ενυδρείο, μιλώντας με έφηβους καρχαρίες στο τηλέφωνο να τους προειδοποιείς ότι είναι καλύτερα να φύγουν και να μη σκέφτονται οπισθοδρομικά και ότι είναι καλύτερα να θάβουν τα ναρκωτικά και τα κλάματα στην παραλία.
Κι ύστερα από μισό όνειρο συνέρχεσαι, όσο μελό κι αν ακούγεται, ξανάρχεσαι σαν τις χιονοστιβάδες που μας εγκλώβισαν κάποτε στο πλυντήριο αυτοκινήτων, να πίνουμε το ένα ποτέ μετά το άλλο, λέγοντας ότι ποτό δεν βρήκαμε στα μηχανήματα ούτε στα μαλλιά σου, και στεκόμαστε δίπλα στη θάλασσα βγάζοντας θαλάσσιους ήχους προς τον γαλάζιο ουρανό που μας έχει γαμήσει τον εγκέφαλο, διότι οι μαγνήτες τρελαίνουν τις μηχανές και μας δίνουν μια προαίσθηση του μέλλοντος, σαν τα καρτούν στην τηλεόραση και τις καλοκαιρινές σειρήνες. Δεν θέλω άλλο ηλεκτρισμό, ούτε και πάγο, ζορίζομαι για να μην κλάψω κι εσύ εντυπωσιάζεσαι απ' αυτό και δεν με ακούς, παρότι δεν έχω και τίποτε της προκοπής να πω.