Καθισμένη στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, με τις οθόνες των ματιών σου καρφωμένες στη λεζάντα της όχι ιδιαίτερα κολακευτικής φωτογραφίας μου σε μια εφημερίδα που επιβεβαίωνε μια θεωρία συνωμοσίας σαράντα χρόνων, με κυρτωμένους τους ώμους και τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα στα κάγκελα με ρώτησες «πού θα πας;» και αντί απάντησης σου αφηγήθηκα την ιστορία μιας γυναίκας που στη νεκρική της κλίνη φώναζε «ποια είναι η απάντηση;», κι όταν δεν έλαβε καμία, επέμενε να μάθει τουλάχιστον την ερώτηση.
Σου είχα ήδη πει για κείνη την άσεμνη γριά που ντυμένη νεανικά, σαν παλιοκόριτσο του σήμερα, καθημερινά αντιμετώπιζε ένα νέο είδος εκπληκτικής κατάθλιψης, αυτήν του εγκληματία που με άτριχα ροδαλά μάγουλα, χορτάρια στα μαλλιά και κουρελιασμένα ρούχα κάθε πρωί, λόγω χανγκόβερ, σκότωνε τον γαλατά απαγγέλλοντας από στήθους όσα είχε διαβάσει το προηγούμενο βράδυ στο λήμμα «φτηνό κρασί». Όταν τη συλλάβανε, είχε πια χάσει το δεξί της μάτι και ανέβηκε με κόπο σε μια αστυνομική κλούβα, αυτήν που είθισται να φιλοξενεί σε καιρό ειρήνης τους συγγραφείς βιβλίων γκουρμέ γαστρονομίας.
Όμως αυτό που ζούμε δεν είναι καιρός ειρήνης.
Το στρατόπεδο, όπου είχα γεννηθεί δεύτερη φορά, ήταν ένα πληκτικό μέρος. Επαιξα για λίγο στις τραμπάλες με έναν τραπεζίτη, γνωστό σπεκουλαδόρο, που κάπνιζε αφηρημένα και διέταξε τον υπηρέτη του να τον τυλίξει με μια στεγνή πετσέτα και να του πει χαμηλόφωνα κάποιο ερωτικό παραμύθι, για να τον αποκοιμίσει και να του φωτίσει τη σκοτεινή καρδιά, έτσι όπως κάνουν οι τυφλοί μάντεις αλλά και οι πολύ διάσημοι άνθρωποι που ταυτόχρονα είναι και πολύ μεγάλοι βλάκες.
Για να κερδίσεις χρόνο, μού είπες πως υπήρχαν δυο μουγγοί στην πόλη που ήταν πάντα μαζί, κακόκεφοι σαν βρώμικη καλοκαιρινή αναπνοή, και που ένιωσαν δέος όταν ανακάλυψαν το Εγχειρίδιο Κατασκευής του Μελλοντικού Ηλιοβασιλέματος δίπλα σε έναν υπόνομο σε έναν δρόμο του κέντρου, όπου κυρίως κατοικούσαν απόστρατοι βατραχάνθρωποι και κάτι βατράχια, δεινοί κολυμβητές, μοναδικά στο είδος τους, που ξεχύνονται στην επίθεση προς τη φλεγόμενη πόλη, από την οποία αποχώρησαν ακόμη και οι θεοί παλεύοντας μεταξύ τους μέσα στη νύχτα, κι ο ένας κατατρόπωνε τον άλλον με το χέρι στο εσώρουχο, για τα μάτια μιας ηλικιωμένης που χασμουριόταν ξυπόλητη και αγνάντευε τον ανέφελο ουρανό: είχε φιλέ στα λευκά μεταξένια της μαλλιά και ρωτούσε τους θεούς «Θέλετε να το κάνουμε;», όμως αυτοί την κοιτούσαν και δεν μπορούσαν να διακρίνουν το τέρας γιατί εκείνη τη μέρα είχε μια παράξενη παλίρροια στους υπονόμους.
Όταν συνάντησες αυτή τη γυναίκα -μου είπες- σου φάνηκε διανοούμενη και τη ρώτησες αν είχε καμιά χαρούμενη ανάμνηση από την παιδική της ηλικία και σου είπε πως παρότι τα προειδοποιητικά γράμματα έρχονταν καθημερινά στο ταχυδρομείο χωρίς αποστολείς και με άγνωστους παραλήπτες, διασκέδαζαν όλοι, χωρίς υποκρισία, με την επικείμενη έκθεση συγκριμένων πληθυσμών σε πρόωρο θάνατο, διότι αυτός έδινε την εντύπωση μιας τέχνης υψηλής, που την είχε διδαχθεί όταν νεαρή πρωτοτοποθετήθηκε στην υπηρεσία και έτρωγε το μεσημεριανό της πάντα στο γραφείο μέσα σε μια σιωπή που αφουγκραζόταν τον εαυτό της, φρικτή και απαίσια. Και κάθε καλοκαίρι, αυτή η ίδια ανασκουμπωνόταν για να πουλήσει θεωρίες για το τέλος του κόσμου, αλλά την ενοχλούσαν τα γαβγίσματα από τους πίνακες των σκυλιών που σκότωνε ο ζωγράφος, γιατί βγαίνανε όλα μαζί, σαν λυσσασμένη λιτανεία, στον κήπο αναζητώντας τροφή. Είχε κι έναν τυφλό αδερφό ο ζωγράφος, είχε χάσει την όρασή του, όχι μονομιάς, αλλά σαν αργό σβήσιμο όπως στις ταινίες, κάνοντας παζλ.
Οι καιροί δεν είχαν λογική και οι πόλεις είχαν μια χαρακτηριστική μυρωδιά όπως τη μέρα που ο συγγραφέας ρωμαλέων αστυνομικών μυθιστορημάτων με ήρωες σκληρούς ντετέκτιβ και ηρωίδες μοιραίες γυναίκες, γόνους καλών οικογενειών, αυτοκτόνησε με μια σφαίρα κυνηγημένος από τις γριές θυγατέρες του Σατανά, ερινύες του υπονόμου, που μετά από τόσες ώρες περπάτημα βυθίζανε τα πόδια τους στην άμμο και κοιμούνταν γυμνές, βέβαιες πως ήξεραν ποιος είναι ο δολοφόνος αλλά κάθε φορά ξυπνούσαν κλαίγοντας τα χαράματα, ενθυμούμενες την πρώτη χαμένη τους μάχη, τη γέννηση σε μια πόλη όπου υπήρχαν πολλά βιβλιοπωλεία όπου συχνάζαν μόνον οι πολύ πλούσιοι, αυτοί που μπορούσαν, με τα λεφτά τους, να τα επινοήσουν όλα.
Εχω πάει σε αυτήν την πόλη της ασημένιας σκόνης, σου είπα, μα δεν μου ταίριαζε πια, γιατί είχα χάσει την ευλογία του θεού. Και για αυτό, μόνο και μόνο γι’ αυτό, σε λίγο θα σε σκοτώσω. Αλλά, πριν απ’ αυτό, θα πούμε κι άλλες παράξενες ιστορίες.