Εξαγριωμένοι οι χωρικοί είχαν μαζευτεί έξω απ' το σπίτι όπου φιλοξενούμουν προσωρινά για να με λυντσάρουν, προοπτική που δεν μου φαινόταν αρχικά και τόσο κακή, γιατί πάντα ήθελα να γίνω ταινία του Λυντς, μέχρι που είδα ότι κραδαίνανε απειλητικά μπετονιέρες, φτυάρια, σβουράκια γυαλίσματος αναμνηστικών πλακών, κόφτες μαρμάρων, σακιά με τσιμέντο, αλυσοπρίονα χουξβάρνα, κολλητικές ταινίες, άδεια χαρτόκουτα που ήθελαν να γεμιστούν και μπαρκοντιέρες που δεν σερβίρανε ποτά αλλά τη σφραγίδα του εξαποδώ, άνδρες των ΜΑΤ που είχαν βαρεθεί να στέκονται όλη μέρα άπραγοι και να μη δέρνουνε κανέναν καθώς κι εκείνον τον χοντρό φραγκάτο τύπο με τα μούσια που του είχα κάνει μια φορά παρατήρηση στη Σβώλου να σβήσει τη μηχανή που 'χε αναμένη παρότι παρκαρισμένος ακριβώς από πίσω μου ενώ εγώ καθόμουνα σε γνωστό τρέντυ καφέ πίνοντας σπιτική λεμονάδα και διαβάζοντας το Περι Αυτοκτονίας, εκδόσεις Φουτούρα, τρελή κουλτούρα, και το έγκλημα που είχα διαπράξει, μεταξύ πολλών άλλων, μη αναστρέψιμων, όπως το κακό χιούμορ, ήταν ότι είχα ξοδέψει όλο το ζεστό νερό γιατί είχα τη φριχτή συνήθεια να κάνω ντους μια φορά τη βδομάδα, δηλαδή εβδομαδιαίως μια φορά περισσότερο απ' αυτούς, και καθώς είδα την φασούλα και φοβούμενος μην με κάνουνε ανδριάντα στο μνημείο πεσόντων θαυμαστών του Πεσόα αποφάσισα να διαφύγω στο διπλανό χωριό που ήταν στην κυριολεξία στην απέναντι πλευρά του δρόμου και διέφυγα με τα πόδια, απλώς πέρασα απέναντι, τέσσερα βήματα μετρημένα, ενώ αυτοί τρέχαν να επιβιβαστούν σε αγροτικά, τζιπ, πειραγμένα μάζντα, πειραγμένα μηχανάκια, τρακτερ, αλωνιστικές μηχανές, και μπόρεσα να τους ξεφύγω τελικά γιατί αυτοί πηγαίνανε πιο γρήγορα από μένα και με προσπεράσανε χωρίς να μου δώσουνε σημασία, όπως όλοι στη ζωή που ζούσα πριν, και πεινούσα σαν βρέθηκα στο απέναντι χωριό, παρότι είχα προλάβει να φάω προτού μεσημεριάσει δύο κρουσαν γεμιστά με σοκολάτα, έναν ντάκο, γάλα με δημητριακά, μαύρη σοκολάτα και λιγότερη ζάχαρη, καθώς και τρία κομμάτια παστίτσιο με μια καυτερή πιπεριά και δύο διαφορετικά τυριά ποντιακής προελεύσεως που τ' αγοράσαμε τις προάλλες και είναι ιδιαιτέρως νόστιμα, δεν θυμάμαι πώς λέγονται για να σας τα προτείνω, πίσω στο γειτονικό χωριό, λοιπόν, όπου όλοι με κοροϊδεύαν σαν με είδαν να διασχίζω το δρόμο πεζός, που πας ρε μαλάκα χωρίς αυτοκίνητο ή μηχανάκι, τι σόι άντρας είσαι, μη μου πεις ότι δεν έχεις και τατού ρε σκατόφλωρε, δεν τόλμησα να πω ότι μισώ τα τατού, αν ήταν να ξεστομίσω κάτι τόσο προσβλητικό τουλάχιστον ας ήμουν φαγωμένος, και μπήκα στο τυροπιτάδικο που φαινόταν έτοιμο να κλείσει και ρώτησα μήπως προλαβαίνω πριν κλείσετε να πάρω μια τυρόπιτα κι ένα ζαμποκασέρι, κι ας ήταν και μπαγιάτικα, τι λέτε κυριέ μου, μπαγιάτικα εμείς ποτέ, και βάλανε μπρος τις μηχανές, ανοίγανε φύλλα, αρμέγανε κατσίκες και γελάδια, χτυπούσαν μαγιονέζες, αυγολέμονα, καμπάνες, διαδηλωτές, πρόσφυγες και μετανάστες, μα τι σκατά κάνετε αγανάκτησα, έτσι φτιάχνεις αυθεντική χωριάτικη τυρόπιτα, με αυτά τα υλικά, μου απάντησαν, όλοι το ξέρουν αυτό, μα δεν είναι ανάγκη να κάνετε τόσο κόπο για μένα επέμεινα, καθώς τους είδα να χτυπάνε πισώπλατα μια πόρτα που ποτέ δεν έκανε τίποτε σε κανέναν και πειθήνια άνοιγε και έκλεινε όποτε της το ζητούσαν, μα τι λέτε κύριε, σαν έρχεται ο αφέντης, κάθε του επιθυμία είναι διαταγή, και πήγα να τους πω ότι δεν ήμουν ο αφέντης, αλλά δεν γαμείς, πεινούσα πολύ, έβγαλα το σκασμό μέχρι που ήρθε ο Μέγας Ελεγκτής και με μαρτύρησε ότι ήμουν απατέωνας, και μου τυλίξανε άρον άρον ωμές την τυρόπιτα και το ζαμποκασέρι με μιαν έκφραση αηδίας και αγανάκτησης και δεν τόλμησα να διαμαρτυρηθώ γιατί τους είδα να βγάζουν από την αποθήκη κάτι μπετονιέρες, φτυάρια, σβουράκια γυαλίσματος αναμνηστικών πλακών, κόφτες μαρμάρων, σακιά με τσιμέντο, αλυσοπρίονα χουξβάρνα, κολλητικές ταινίες, άδεια χαρτόκουτα που ήθελαν να γεμιστούν και μπαρκοντιέρες που δεν σερβίρανε ποτά αλλά τη σφραγίδα του εξαποδώ, άνδρες των ΜΑΤ που είχαν βαρεθεί να στέκονται όλη μέρα άπραγοι και να μη δέρνουνε κανέναν καθώς κι εκείνον τον χοντρό φραγκάτο τύπο με τα μούσια που του είχα κάνει μια φορά παρατήρηση στη Σβώλου να σβήσει τη μηχανή που 'χε αναμένη παρότι παρκαρισμένος ακριβώς από πίσω μου ενώ εγώ καθόμουνα σε γνωστό τρέντυ καφέ πίνοντας σπιτική λεμονάδα και διαβάζοντας το Περι Αυτοκτονίας, εκδόσεις Φουτούρα, τρελή κουλτούρα, κι αποφάσισα ότι ήταν ώρα να φύγω, έπρεπε όμως να πληρώσω προτού με τσακώσουν και πληρώσω όλα μου τα εγκλήματα, αλλά ο χωριάτης μου είπε ότι δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ πιστωτική κάρτα και να βρω ρευστό και μετά μαλώσαμε για τα ρέστα και μου είπε ότι αν είμαι άντρας πρέπει να έχω μασούρι στην τσέπη και τέλος πάντων άν ήθελα λεφτά να πάω να ληστέψω κάνα παιδάκι στην πλατεία, μα δεν γίνονται αυτά τα πράγματα διαμαρτυρήθηκα, σε καταλαβαίνω μου είπε αυτός, έτσι ένιωσα και εγώ τις προάλλες, την ίδια αγανάκτηση, την ίδια απόγνωση σαν βρέθηκα πρώτη φορά σε σουπερμάρκετ, και προτού καταλάβω τι καλά καλά συμβαίνει, ξύπνησα χοντρός και ιδρωμένος στο κρεβάτι μου στην πόλη και πεινούσα, έφαγα λίγο παστίτσιο ακόμη και τώρα λέω να ξανακοιμηθώ μπας και δω τι γίνεται παρακάτω.