Είχα βγάλει λάθος αντικλείδι, με γυρνόφερνε απογοήτευση σαν φίδι, πώς να βρεις τη σωστή την πόρτα, χωρίς κλειδί όσο θέλεις βρόντα, και λέω δες ρε φίλε τα χρωματιστά φουρφούρια, στο γκρι της πόλης το μόνο χρώμα, και με τον κατάλληλο φακό θα έβγαινε και γαμώ τις φωτό, αλλά δεν έχουμε λεφτά για κάτι τόσο ακριβό, και σκέψου να γινόταν ανιμέσιον η φωτό, όπως γυρνάνε τα φουρφούρια να πιτσιλούσαν σταγόνες χρώμα και να γινόνταν τα τσιμέντα όλα χρωματιστά, και μετά πήγα και χάλασα το card reader του φωτογράφου και χαλάστηκα κι εγώ, σιγά μην πάρει ποτέ τον καλό φακό που απαιτεί μια τέτοια φωτό.
30 Μαΐ 2016
25 Μαΐ 2016
τζάκι
Η ιδέα μού 'ρθε
λόγω του σπουργιτιού που πήγε και πέθανε,
αυτοκτόνησε υποθέτω, μέσα στο
χαλασμένο κλιματιστικό, και κρεμόταν
το ποδαράκι του μέσα στην κρεβατοκάμαρα
πάνω από το κομοδίνο, πάνω στο οποίο
τα τελευταία χρόνια έχει σωρευτεί ένας
σεβαστός αριθμός μυθιστορημάτων, τα
οποία ξεφύλλισα μια φορά το καθένα
προτού κοιμηθώ και ουδέποτε πέρασαν το
τεστ τού να μη με αποκοιμίσουνε μιαν
ώρα αρχύτερα, και μετά βαριόμουνα να τα
πάω πίσω στη βιβλιοθήκη, ωστόσο σήμερα,
που θα ερχότανε ο μάστορας να βγάλει το
ψόφιο σπουργίτι από το κλιματιστικό,
θεώρησα πως οπωσδήποτε δεν έπρεπε να
τα δει πάνω στο κομοδίνο, τόσο
βιβλία μαζεμένα, γιατί αν μη τι άλλο θα
το θεωρούσε κάπως επιδεικτικό εκ μέρους
μου, του στιλ δες πόσα βιβλία έχω, ανεπίτρεπτος κομπασμός, περίπου
σαν να έχω ένα μπλογκ, δηλαδή, στο οποίο
να γράφω για ένα
ψόφιο σπουργίτι μόνο και μόνο για να πω
πόσα βιβλία έχω, ασχέτως που δεν τα έχω
διαβάσει ακόμη, και τέλος πάντων προτού
έρθει ο μάστορας για το ερκοντίσιον,
φώναξα τη μεταφορική, τόσα πολλά βιβλία έχω, ναι, και μου κουβάλησε
τα βιβλία από το κομοδίνο στο χαμηλό
τραπεζάκι του σαλονιού, εκεί που βάζουμε
τα ξηροκάρπια, τα ουίσκια και τις ποδάρες
μας, με τη νυχάρα του μεγάλου δαχτύλου να ξεπροβάλλει από την τρύπια κάλτσα, όταν βλέπουμε μπαλίτσα και εκπομπές
για το βιβλίο στην τηλεόραση, και ακόμη
πιο μετά, αφού ήρθε ο μάστορας και έβγαλε
το καημένο το σπουργίτι από το ερκοντίσιον
και συζητήσαμε λίγο για την πολιτική
κατάσταση, με τον μάστορα ε, όχι με το
σπουργίτι, ήρθε η νύχτα και φύγανε ο
μάστορας με το σπουργίτι κι αποφάσισα,
πριν κοιμηθώ, να διαλέξω ένα από τα βιβλία,
που παλιά ήταν στη βιβλιοθήκη μου, στη
συνέχεια στο κομοδίνο δίπλα στο
κρεβάτι και μετά στο χαμηλό τραπεζάκι
του σαλονιού, και να το πάρω να το βάλω
ξανά στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι
μου, αφού και καλά το ξεφυλλίσω λίγο, και όχι ας πούμε στην τουαλέτα, όπου
για χρόνια είχα τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, σε φάση αυτοκριτικής,
και τώρα έχω το Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο του Προυστ, που περιγράφει καλύτερα απ' οτιδήποτε άλλο το χρόνο που περνάμε στο βεσέ, χώρια που το όνομά του είν' ηχομιμητικό της πορδής (χριστέ μου, πόσο πιο χαμηλά θα πέσω;),
και από τη στοίβα στο χαμηλό τραπεζάκι
του σαλονιού, που ξαφνικά είχε πάρει
ύψος εξαιτίας των πολλών βιβλίων, διότι
τόσα πολλά βιβλία έχω, ναι, διάλεξα ένα
με τίτλο Δοκτωρ Πασαβέντο ενός Ενρίκε
Βίλα Μάτας, που περίεργως είναι ένας και
όχι μία, διότι έχω συνηθίσει οι συγγραφείς
με τρία ονόματα να είναι γυναίκες και
όχι άντρες, και μέσα εκεί διάβασα κάτι
εκπληκτικό, κάτι μοναδικό, που μου έφερε
αυτήν την ακόμη πιο εκπληκτική και
μοναδική ιδέα, που ευθύς αμέσως θα σας
αναλύσω, δηλαδή λέει ο ήρωας του βιβλίου
ότι, πριν ανέβει στο τρένο για ένα ταξίδι,
αγόρασε δύο δημοφιλή μυθιστορήματα,
που διατείνονταν ότι θα έφερναν την
επανάσταση στη λογοτεχνία, και τώρα
αυτός ο τύπος, για τους λόγους του, μάλλον
αντεπαναστάτης θα 'ταν, αποφάσισε να
μην τα διαβάσει πέρα από τον τίτλο κατά
τη διάρκεια του ταξιδιού, αλλά αντιθέτως
να κάτσει να γράψει νοητώς τα δυο
μυθιστορήματα, και κάπου εκεί σκέφτηκα
εγώ, πωπωπωπωπω τι πλακα που θα είχε αν
ας πούμε γινόταν το εξής συναρπαστικό
και συνεργατικό, σκεφτόταν κάποιος έναν
τίτλο βιβλίου, ένας άλλος αποφάσιζε
ότι αυτός ο τίτλος θα άνηκε σε μυθιστόρημα
αστυνομικό, ερωτικό, επιστολικό, κλασικό,
μεταμοντέρνο, ν' αποφάσιζε το είδος του
βιβλίου τέλος πάντων, και στη συνέχεια
ένας άλλος σκεφτόταν το blurb,
την περίληψη να πούμε, που γράφει
πίσω το βιβλίο, ότι εκεί, τότε, ο τάδε
και η δείνα κάνουν αυτό και γίνεται
εκείνο, το άλλο και τα παράλλο και εντέλει
μπλαμπλα, και μόνο μετά, αφού έχουν
αποφασιστεί όλα αυτά από τρία διαφορετικά
άτομα, τίτλος, λογοτεχνικό είδος και
περίληψη, να έρθει ο συγγραφέας και να
γράψει το βιβλίο ανταποκρινόμενος στις
προδιαγραφές που θα έχουν ήδη διαμορφωθεί.
Μου άρεσε τόσο
πολύ μιλάμε αυτή η φοβερή ιδέα που
σηκώθηκα από το κρεβάτι, 2.15 μετά τα μεσάνυχτα, και
έκατσα και έγραψα αυτήν την ανάρτηση.
Αλλά αφού τη δημοσιεύσω, θα συγκρατηθώ
και δεν θα τη μοιράσω στα σόσιαλ μίντια,
γιατί αυτή η ώρα δεν είναι η κατάλλη για
κάτι τέτοιο, θα περιμένω πρώτα να
ξημερώσει και κατά τις 9-11, που παίρουν
φωτιά τα τουίτερ και τα φέησμπουκ, θα
τη μοιράσω γιατί άμα λάχει έχω πολλα
βιβλία εγώ, αμ πώς, και σε κάτι πρέπει να
μου χρησιμεύσουν, τζάκι δεν έχω
αφού.
9 Μαΐ 2016
Ενα πλυντήριο (πιάτων) οι αναμνήσεις
Επλενα μόλις
πριν από λίγο τα πιάτα, προτού ετοιμάσω το
απογεματινό μου τίλιο, που τώρα πίνω,
έτριβα επιπόλαια και χόρευα ατσούμπαλα
ακούγοντας Τσαμπαγουάμπα, που σύμφωνα με την καλύτερη τηλεοπτική σειρά όλων των εποχών, το Ιτς Ολγουεηζ Σανυ ιν Φιλαδέλφεια, είναι η μεγαλύτερη μπάντα όλων των εποχών, κι άκουγα που λες το αγαπημένο
μου άλμπουμ τους, με τίτλο Άναρκυ, που
το 'χα πρωτακούσει χάρη στην Κ, όταν ξάφνου άναψε ο γλόμπος πάνω απ' το κεφάλι μου, όλα συνδέονται, σκέφτηκα, ακόμη
και τα πιο τυχαία πράγματα, κι αν
καταφέρεις να βρεις τις συνδέσεις στις
τυχαιότητες της ζωής σου, τότε μπορείς
να γράψεις ολόκληρο βιβλίο, επιτέλους την πολύτομη πολύτιμη αυτοβιογραφία σου, και την ίδια
στιγμή, σε μια παράλληλη χρονική διάσταση,
που δεν ήταν 2016, αλλά 196φεύγα, ο Μπομπ ο
Ντίλαν, που τόσο αρέσει στην Κ., κουρασμένος
αλλά ικανοποιημένος μετά από ένα
πετυχημένο κονσέρτο, στο οποίο δώσανε
το παρών όλα τα σωστά άτομα, όλοι οι
κουλ, το χιπ κοινό της εποχής, μπαίνει
στη λιμουζίνα και λέει του σοφέρ οδήγα,
κι ο κόσμος περικυκλώνει τη λιμουζίνα,
κοντεύει να την ακινητοποιήσει, και
κοπανάνε τα τζάμια οι πιστοί οι οπαδοί
από αγάπη για το είδωλό τους όχι αυτό στο τζάμι αλλά για τον Μπομπ τον
Ντίλαν, που μαυροντυμένος και με μαύρα
γυαλιά, τους χαιρετάει καταδεκτικά
κουνώντας το χέρι και ξαναλέει του σοφέρ
οδήγα κι ο μάνατζέρ του ο Αλμπερτ, που
Άλμπερτ συνήθως λένε τους μπατλερ, τού
λέει σε αποκαλούνε αναρχικό τώρα, ποιος;
θέλει να μάθει ο Ντίλαν, οι δημοσιογράφοι, απαντά ο Αλμπερτ ο μάνατζερ και όχι μπάτλερ του Μπομπ Ντίλαν (εκτός κι αν είν' το ίδιο τελικά), μόνο και μόνο γιατί δεν
έχεις λύσεις, πλάκα με κάνεις; του λέει
ο Ντίλαν, αναρχικός; εγώ; και βγάζει τα
μαύρα του γυαλιά (που του τα κλέβει η Βίσση - σ.σ. σεφερλίδικο) ο παλιοτρακαδόρος και
λέει στον μάνατζέρ του δώσε στον αναρχικό
ένα τσιγάρο, ανάβει, φουμάρει, κοιτάζει
έξω απ' το παράθυρο το πλήθος, πνίγεται από τον καπνό, βήχει γκουχ γκουχ και καγχάζει
καγχ καγχ αναρχικός; μια προσωπικότητα
σαν του λόγου μου; δεν είναι καθόλου
κουλ να 'σαι αναρχικός, όλοι γελάνε με
το χιουμοράκι του Μεγάλου, πέφτουν οι
τίτλοι τέλους, και την ίδια στιγμή, είναι
1999 κι ακούω το Γκιβ δε άναρκιστ ε σιγκαρετ
των Τσαμπαγουάμπα στο
δωμάτιο της Κ και κοιτώ στους τοίχους
τις φωτογραφίες του Ντίλαν απ' τα 60ς,
τότε που ήτανε πολύ φωτογενής και πολύ
ταλαντούχος ο καργιόλης.
(το σκηνικό με τον Μπομπ Ντίλαν στη λιμουζίνα το βρήκα εδώ )
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)