Μέχρι πολύ πρόσφατα νόμιζα πως δεν είχα διαβάσει πιο τρομακτική - φρικιαστική εναρκτήρια σκηνή απ' αυτήν του "Αρχοντα του Ψεύδους" γραμμένη από τον Γκράχαμ Μάστερτον.
Μέχρι που διάβασα τις πρώτες γραμμές από το «Επιτήρηση και Τιμωρία» του Μισέλ Φουκώ: «Στίς 2 Μαρτίου τοϋ 1757, ό Damiens καταδικάστηκε νά όμολογήσει δημοσία τά σφάλματά του μπροστά στήν κύρια πύλη της Εκκλησίας τών Παρισίων, όπου θά όδηγοϋνταν μ' ενα κάρρο, γυμνός, μονάχα μ' ενα πουκάμισο, βαστώντας στό χέρι εναν αναμμένο κέρινο δαυλό πού ζύγιζε δυό λίβρες· κατόπιν, νά όδηγηθεί μέ τό ϊδιο κάρρο, στην Πλατεία της Grève, όπου, σ' ενα ικρίωμα πού θά στηνόταν έκεϊ, νά βασανιστεί μέ πυρακτωμένες λαβίδες στούς μαστούς, στά χέρια, στούς μηρούς, στίς κνήμες, κρατώντας στό δεξί του χέρι τό μαχαίρι μέ τό όποϊο ειχε έκτελέσει (σ.σ. το έγκλημά του), τό χέρι αυτό νά καεί μέ άναμμένο θειάφι, καί πάνω στίς πληγές από τίς λαβίδες νά χυθεί λιωμένο μολύβι, βραστό λάδι, καυτό ρετσίνι, κερί και θειάφι λιωμένα καί ανακατεμένα, καί υστέρα, τό σώμα του νά εξαρθρωθεί καί νά διαμελιστεί από τέσσερα άλογα, τά μέλη του καθώςκαί τό κορμί του νά γίνουν παρανάλωμα τοϋ πυρός, νά άποτεφρωθοϋν, καί ή στάχτη νά σκορπιστεί στόν άέρα [...] Ή τελευταία αυτή πράξη παρατάθηκε γιά πολλήν ώρα, γιατί τά άλογα πού χρησιμοποιήθηκαν δέν ήταν εξασκημένα γι' αύτη τή δουλειά, ετσι, άντί τέσσερα, χρειάστηκαν εξι· άλλά κι αυτά άκόμα δέν στάθηκαν αρκετά, κι ετσι άναγκάστηκαν, γιά νά διαμελίσουν τούς μηρούς τοϋ άμοιρου ανθρώπου, νά τοΰ κόψουν τά νεύρα καί νά τού πελεκήσουν τίς κλειδώσεις... [...]
Πιο αναλυτικά: «Αναψαν τό θειάφι, αλλά η φωτιά δέν ήταν δυνατή κι ετσι μόνον ή έπιδερμίδα τοϋ επάνω μέρους τού χεριού καψαλίστηκε λιγάκι. Τότε, ενας από τους δήμιους, μέ τά μανίκια σηκωμένα πάνω άπό τούς αγκώνες, πήρε στά χέρια του κάτι άτσάλινες λαβίδες, επίτηδες φτιαγμένες γι' αυτόν τό σκοπό, ενάμισι πόδι μάκρος, τού τίς εχωσε βαθιά πρώτα στήν κνήμη τού δεξιού ποδιού, ύστερα στό μηρό, στό δεξιό βραχίονα καί τέλος στους μαστούς. Ό δήμιος αύτός, μ' όλο πού ήταν δυνατός καί εύρωστος, μέ μεγάλο κόπο κατόρθωνε νά αποσπά κομμάτια σάρκας, συστρέφοντας τίς λαβίδες δυό τρεις φορές στήν κάθε μεριά τού σώματος, προξενώντας στόν κατάδικο πληγές σάν ενα νόμισμα τών εξι τάληρων. Ύστερα άπό αυτά τά βασανιστήρια, ο Damiens, πού φώναζε γοερά, χωρίς μολαταύτα νά βλάστημάει, σήκωνε τό κεφάλι καί κοίταζε τό σώμα του· ο ίδιος δήμιος εβγαζε μέ μιά σιδερένια κουτάλα τό βραστό ύγρό μέσ' οιπό τό καζάνι καί τό εχυνε απανωτά στήν κάθε πληγή. Ύστερα, εδεσαν μ' ενα λεπτό σκοινί τά λουριά πού προορίζονταν γιά τό ζέψιμο τών άλόγων, κι εζεψαν τά άλογα στό κάθε μέλος τού άνθρώπου, στους μηρούς, στά πόδια καί στούς βραχίονες.».
Δεν έχει νόημα να συνεχίσω, φαντάζομαι, το κόπυ πέηστ, παρότι η σκηνή του βασανιστικού θανάτου συνεχίζεται για κάμποσο ακόμη: πήρατε μια πολύ γλαφυρή περιγραφή της όλης ιστορίας. Ποιο ήταν το έγκλημα του Ροβέρτου Φρανσουά Νταμιέν, του επονομαζόμενου και "Διαβόλου", κοντοχωριανού και σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες θείου του Ροβεσπιέρου; Σύμφωνα με τη γουικιπίντια, είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον γάλλο βασιλέα Λουδοβίκο τον Δέκατο Πέμπτο, αλλά δεν τα πολυκατάφερε, γιατί -σύμφωνα με τη βλακεία που με δέρνει- έκανε λίγο κρυουλάκι εκείνη την ημέρα και ο Λουδοβίκος φοβόταν μην αρπάξει καμιά πούντα και ήταν ντυμένος με πολλά και πολύ χοντρά ρούχα, οπότε το μαχαίρι του Ροβέρτου δεν έφτασε και πάρα πολύ βαθιά, ωστόσο ο χέστης βασιλέας είδε το αίμα του να κυλάει, κι απ' το σοκ που ήτο κόκκινο και όχι γαλάζιο, τού 'ρθε λιγοθυμιά, νόμισε πως θα ποθάνει ατάκα κι επιτόπου και ζήτησε και του φέρανε παπά (αλλά όχι και κουμπάρο) για να ξομολογηθεί και να λάβει όχι τον τελευταίο ασπασμό αλλά την τελευταία θεία κοινωνία. Εντέλει επέζησε κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα και σήμερα θυμούμαστε την ιστορία του με αφορμή στην πραγματικότητα την οξεία βαρεμάρα μου, αλλά, τύποις, ας πούμε πως η αναρτηση αυτή έχει να κάνει με την πρώτη κατάργηση της θανατικής ποινής που επιβλήθηκε σαν σήμερα το χιλιαεπτακόσιακάτι κάπου στον πλανήτη Γη (εντάξει, το 1786, στην Τοσκάνη).