Επί πολλά έτη ασχολούταν καθόλου επιπόλαια με τα κείμενα
(άρα και τις ζωές) των άλλων. Παλιότερα, στην ερώτηση "τι
δουλειά κάνεις;", απαντούσε "οικοδόμος, μπετατζής, μερεμέτια κάθε
είδους", αν και τα τελευταία χρόνια η ερώτηση αυτή είχε πέσει σε
αχρηστία λόγω κρίσης και ανεργίας. Θεωρούσε την αποδοκιμασία της εν λόγω
απάντησης απ' όσους ήξεραν την ενασχόλησή του με τα κείμενα
περιφρονητική και βαθιά ελιτίστικη, όσο ελιτίστικη είναι και η άποψη που
λέει ότι επειδή κάποιος ειναι μορφωμένος πρέπει να αμείβεται
περισσότερο, όσο ελιτίστικη ειναι κάθε άποψη που αποδέχεται τις
μισθολογικές και γενικότερα εισοδηματικές και ακόμη γενικότερα
κοινωνικές ανισότητες, βασισμένη σε οποιοδήποτε φαινομενικά λογικο ή μη
κριτήριο. Στην τελικη, η δουλειά του οικοδόμου είναι απολύτως σημαντική
καθότι χτίζει τα σπίτια των ανθρώπων, τα δε μερεμέτια κρίνονται
απολύτως απαραίτητα για να καταπολεμηθεί η φθορά που επιφέρει ο χρόνος.
Ομοίως κι αυτός όταν δούλευε στα κείμενα (άρα στις ζωές) των άλλων
λειτουργούσε ως ένας ακόμη μεροκαματιάρης που κάνει μερεμέτια στις
οικοδομες και τα σπιτια. Οι λέξεις κάθε κειμένου ύψωναν τοίχους που
σχημάτιζαν δωμάτια προτάσεων και διαμερίσματα-παραγράφους και εντέλει
κείμενα-πολυκατοικίες, και πολλά μαζί γίνονταν συγκείμενα και παρακείμενες πολιτείες
ολόκληρες. Κι ήταν δική του ευθύνη ο έλεγχος των υλικων, αν ήταν τα
κατάλληλα και αν είχαν τοποθετηθει σωστά. Επίσης καμιά φορά, μετά την
αποπεράτωση των κτιρίων, συνέτασσε πορίσματα σχετικά με τη
λειτουργικότητα αλλά και την ποιότητα της κατασκευής τους, τη φιλικότητα
προς τον χρήστη και το περιβάλλον, ενώ τώρα τελευταία φρόντιζε για το
αλφάδιασμα των τοίχων, την ευθυγράμμιση των τειχίων στο χώρο και τον
χρόνο, αλλα και για τον φωτισμό των δωματίων, ώστε να μη σχηματίζονται
επικίνδυνες σκιές που φοβίζουν τις ευαίσθητες ψυχές σαν πέσει το σκοτάδι.
Ωστόσο, μέσα σε όλα αυτά τα σχήματα που σχημάτιζαν τα κείμενα αυτός ασφυκτυούσε. Μπορεί κανείς να πει πως μέσα στους τοίχους που υψώνανε οι λέξεις αυτός δυστυχώς δυστοιχούσε (sick - και το "sick" sic). Μια μέρα κατηφής αναρωτιόταν πώς θα ξεφύγει απ' αυτό το υπαρξιακό του αδιέξοδο, μέχρι που είδε στο δρόμο έναν συμπολίτη του, από τους γνωστότερους, καλύτερους και συμπαθητικότερους συγγραφείς, του οποίου τα έργα εσχάτως κοσμούσαν (στην κυριολεξία) τις λίστες με τα ευπώλητα, και σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να τον πάρει από πίσω, να ακολουθήσει πιστά τα βήματά του, να παρακολουθήσει τη διαδρομή του, μπας και βρει έτσι την έξοδο του κείμενου λαβυρίνθου όπου είχε εγκλωβιστεί, μόνο που ο εξαιρετικός και συμπαθής συμπολίτης συγγραφέας ακολούθησε μια διαδρομή απολύτως ευθεία και κατά συνέπεια σύντομα βαρετή και κουραστική, δίχως να παρεκκλίνει, δίχως εμπόδια, δίχως λακκούβες, ανηφόρες, κατηφόρες, μοιραίες γυναικες, ζιγκ ζαγκ, πυξ λαξ και ιπτάμενα πιάνα στο κεφάλι του, μια ευθεία γραμμή τόσο ευθεία που εν πολλοίς έμοιαζε με την ευθεία γραμμή που βγάζει στις ταινίες το μηχάνημα όταν πεθαίνει ο ασθενής, και τρόμαξε ο μπετατζής, έκλασε μέντες και έτρεξε γρήγορα να κρυφτεί μέσα στα κείμενα και τις ζωές των άλλων.
Ωστόσο, μέσα σε όλα αυτά τα σχήματα που σχημάτιζαν τα κείμενα αυτός ασφυκτυούσε. Μπορεί κανείς να πει πως μέσα στους τοίχους που υψώνανε οι λέξεις αυτός δυστυχώς δυστοιχούσε (sick - και το "sick" sic). Μια μέρα κατηφής αναρωτιόταν πώς θα ξεφύγει απ' αυτό το υπαρξιακό του αδιέξοδο, μέχρι που είδε στο δρόμο έναν συμπολίτη του, από τους γνωστότερους, καλύτερους και συμπαθητικότερους συγγραφείς, του οποίου τα έργα εσχάτως κοσμούσαν (στην κυριολεξία) τις λίστες με τα ευπώλητα, και σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να τον πάρει από πίσω, να ακολουθήσει πιστά τα βήματά του, να παρακολουθήσει τη διαδρομή του, μπας και βρει έτσι την έξοδο του κείμενου λαβυρίνθου όπου είχε εγκλωβιστεί, μόνο που ο εξαιρετικός και συμπαθής συμπολίτης συγγραφέας ακολούθησε μια διαδρομή απολύτως ευθεία και κατά συνέπεια σύντομα βαρετή και κουραστική, δίχως να παρεκκλίνει, δίχως εμπόδια, δίχως λακκούβες, ανηφόρες, κατηφόρες, μοιραίες γυναικες, ζιγκ ζαγκ, πυξ λαξ και ιπτάμενα πιάνα στο κεφάλι του, μια ευθεία γραμμή τόσο ευθεία που εν πολλοίς έμοιαζε με την ευθεία γραμμή που βγάζει στις ταινίες το μηχάνημα όταν πεθαίνει ο ασθενής, και τρόμαξε ο μπετατζής, έκλασε μέντες και έτρεξε γρήγορα να κρυφτεί μέσα στα κείμενα και τις ζωές των άλλων.