28 Μαΐ 2014

Πάνω-κάτω

Νωρίτερα σήμερα σκεφτόμουν πως όλος ο κόσμος βρίσκεται μες στο στομάχι μου και περιμένει να τον χωνέψω, μετά, σαν ξάπλωσα, είδα ένα πλάνο σε κλιμακοστάσιο παλιάς λαϊκής πολυκατοικίας, που μυρίζει κρεμμύδι κουνουπίδι λάχανο βραστό, το πάνω μισό τα σκαλοπάτια, το κάτω μισό νεκροτομείο, με ξύπνησε στα αυτιά μου ένα σφύριγμα, ένας βόμβος, μας συγχωρείτε διακοπή, μούδιασαν οι γάμπες μου, ένιωσα πως πέφτω στο πλάνο προς τα κάτω, δεν έπρεπε να ανεβώ με τα πόδια ως τον έκτο φορτωμένος σακούλες του σουπερμάρκετ (ούτε να τις γεμίσω με τόσα πράγματα παχυντικά, επιβαρυντικά για τον οργανισμό μου) μα ο μαλάκας του τετάρτου κρατούσε το ασανσέρ καπνίζοντας τσιγάρο και μού φύσηξε στη μούρη τον καπνό, λες και δεν ήξερε πως το (παθητικό) κάπνισμα σκοτώνει

26 Μαΐ 2014

Τώρα

Δεν πρόλαβα να απαθανατίσω τη στιγμή
Που ο ξερακιανός εξηνταπεντάρης με τα ρουφηγμένα μαγουλα
Κοντοστάθηκε μια στιγμή
Με την πλάτη γυρισμένη στον πλανόδιο μουσικό, το λαϊκό καραόκε της αριστοτέλους
Και τράβηξε μια βαθά ρουφηξιά απο το τσιγάρο του
Βλέπεις, ήμουν απασχολημένος
Στο ένα χέρι να κρατώ ένα βιβλίο ποίησης
Και στο άλλο μία μπίρα
Μεγάλο μέγεθος ένα ευρω απο το περιπτερο
Σκατά, πάλι βρέχει.
Θα μουσκέψουν
Οι σελιδες
Η οθόνη του κινητού
Και θα νερώσει η μπίρα
Πάω να προφυλαχτώ.

19 Μαΐ 2014

Pan and His Self-Igniting Giants

Θυμάμαι ότι βιαζόμουν.
Από τότε που βιαζόμουν, εχουν περάσει δέκα χρόνια.
Ψέματα. Εχουν περάσει τρεις ημέρες.
Είχα φάει κάτι γίγαντες. Μαυρομάτηδες. Μονόφθαλμους. Κύκλωπες δηλαδή, βασιλιάδες στη χώρα των τυφλών και των πομπώδων πομπών με φάτσα πωπών εν είδει μπλογκ.
Οι γίγαντες μ' εκδικούνταν αυτοαναφλεγόμενοι στην κοιλιακή μου καθόλου έρημη χώρα.
Θυμάμαι λίγο πριν μιλούσαμε για εταιρίες. Για επιχειρείν. Να γίνω επώνυμος συνεταίρος.
Να γινόμουν ανώνυμος επενδυτής.
Ψέματα. Να γινόμουν αγιογδύτης.
Πάλαι ποτέ μπασίστας κρατούσα άτσαλα ρυθμό ομόρρυθμης εταιρίας, περιορισμένης ευθύνης.
Ανέκαθεν ανεύθυνος ων.
Θυμάμαι βιαζόμουν και μασουλούσα καραμέλες.
Αργότερα, πίνοντας μπίρες, κερνούσα τον κόσμο.
Καραμέλες. Οχι μπίρες.
Πού τις θυμήθηκες ρε; Πράσινες με γεύση μεντα.
Νωρίτερα, πριν καν τις αγοράσω, εγώ κι οι αυτοαναφλεγόμενοι γίγαντές μου, είδαμε φαντάσματα.
Ωραίο όνομα για μπάντα: Πάνος κι οι Αυτοαναφλεγόμενοι Γίγαντές του.
Και στα εγγλέζικα: Pan and His Self-Igniting Giants.
Φαντάσματα.
Για την ακρίβεια ένα.
Για την ακρίβεια μόνον εγώ.
Θυμάμαι φορούσα κάτι παπούτσια που γλιστρούσαν. Μαζί τους γλιστρούσα κι εγώ.
Επεφτα, έδιωχνα τη σκόνη του χρόνου από πάνω μου και συνέχιζα. Μέχρι να ξαναπέσω.
Παπούτσια καφέ. Σκέτα, χωρίς ζάχαρη. Αχτύπητα. Κλεμμένα.
Με την άκρη του ματιού μου μόνον εγώ, κι όχι οι μονόφθαλμοι μαυρομάτηδες γίγαντες που εκρήγνυνταν, τον είδα.
Πρέπει να ήταν αυτός.
Είχαν περάσει δέκα χρόνια.
Είχαν περάσει τρεις ημέρες.
Καπέλο μέχρι τα μάτια. Η ίδια κιθάρα; Τα ίδια παιξίματα;
Δεν στάθηκα να ακούσω.
Βιαζόμουν, γλιστρούσα, έπεφτα, ξανάπεφτα, μα δεν είχα χρόνο να σταθώ.
Είχα ραντεβού.
Με τη δική μου αποτυχία.
Πού καιρός για των άλλων;

18 Μαΐ 2014

Ψ*φος

Επαρχιακή πολη, κεντρικη μακεδονια στα κτελ. Πισω απ' τον γκισέ μπρατσαρας ξυρισμένος. Πιο κει ένας με την ελληνικη σημαια στην μπλουζα. Στον πάγκο, πρεζάκι καπνιζει. Ριχνει την σταχτη κάτω. Ρε τι ειπαμε ρε, αγριευει το ξυρισμένο μυωδες κρανιο. Ναι δικιο εχεις συγγνωμη και κανει να βγει εξω το πρεζακι. Δεν βγαινει. Βριζει μεσα απο τα δοντια. Καπνιζει και τη γοπα. Την πετάει κάτω. Να κι άλλο πρεζάκι, τρέμει μουσκεμα στον ιδρωτα. Οργισμένο. Καποιοι τον ψειρισανε χθες βραδυ. Ποιον εμενα ρε που κοιμάμαι με το ακοντιο πανω απο το κεφάλι. Ζητάει χάρη απο τον ξυρισμένο στον γκισε να τον βάλει τζάμπα στο κτελ για σαλονικη. Αν σε αφήσει ο οδηγος. Πιάνουν κουβέντα τα δυο πρεζάκια. Καχύποπτα. Ο πρωτος που κάπνιζε πριν ζηταει τσιγαρο απο τον δευτερο. Απο το πρωι απο χθες βραδυ εχω να καπνισω. Η γοπα του καπνιζει ακομα. Δυο τσιγάρα μου μεινανε ρε λεει ο άλλος ο αφραγκος και βγαζει ενα τσιγαρο απο το γεματο πακετο του. Καπνιζει. Ο άλλος κοιταει λαιμαργα. Κανουν παζαρια τσιγαρα ή γυαλια ηλιου με αντάλλαγμα εισιτηριο για σαλονικη. Δεν τα βρισκουν. Τα γυαλιά μαιμού. Ο οδηγος δεν βαζει το αφραγκο πρεζακι στο λεωφορειο. Βαζει τις φωνες στο ξυρισμένο κρανιο: τι μου τον στέλνεις τον πρεζάκια ρε, ειναι δική σου ευθύνη, μπορει εσυ να εισαι χρυσαυγιτης, αλλά εγω δέρνω.
Ξεκινάμε με μειον ενα πρεζάκι, συν εναν καλοστεκουμενο σένιο μεσηλικα. Μιλά στο κινητο. Ναι ψηφισα. Χρυση αυγη. Κλεινει το κινητο. Γυρνά στον διπλανό του. Ψηφισες; οχι; δεν θα ψηφισεις; αφήνεις άλλους να αποφασισουν για σένα; α μόνο τον θεο εμπιστεύεσαι; ε αυτος εχει πολλούς να κοιτάξει. Ποιος; ο παπαδοπουλος ε; ναι, αυτος μας χρειάζεται. Γελάνε.

4 Μαΐ 2014

Μικρός εφιάλτης χωρίς αλληγορία

Ο κόσμος, σκοτεινός, κατάμαυρος, περιστρεφόταν, κι αυτός χαμένος στ' αυλάκια της αποσύνθεσης* έτρεχε να ξεφύγει από τη βελόνα που τον κυνηγούσε μέχρι που τα χείλη της τον φύσηξαν έξω από τον δίσκο και κατάλαβε πως γι' αυτήν ήταν ένας μόνο κόκκος σκόνης.
Ο πραγματικός εφιάλτης ξεκίνησε όταν πεσμένος στα πατώματα άκουσε να διαδέχεται την αποσύνθεση το “δεν είμαστε τίποτε άλλο από σκόνη στον άνεμο”.
Το τέλος ήρθε με το βιομηχανικό θόρυβο και το αναπόδραστο ρούφηγμα της σκούπας.
Κι ύστερα, ησυχία, τάξη και ασφάλεια.

* Δίσκος και τραγούδι των Κιουρ.

1 Μαΐ 2014

Εφτιαξα έναν οπτικό αρουραίο

Οι πιο παλιοί από τους περαστικούς αυτού του ρημαδο-ιστολογίου γνωρίζουν ίσως το κόλλημα του γράφοντος με το τραγούδι των Γουόκμεν, Δε ρατ. Ε, ήρθε η ώρα αυτό το κόλλημα να μετουσιωθεί και σε εικόνα συνοδευτική των αγαπημένων ήχων. 

Το βάζω (κι) εδώ το βίντεο, με την υποσημείωση ότι πολύ σύντομα το γιουτιούμπ θα το κατεβάσει λόγω παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων του τραγουδιού. Δεν βαριέσαι, άξιζε τον κόπο.