Πάντα του άρεζε η αρχή, ποτέ το τέλος. Κάθε αρχή και κάθε
τέλος, καλό ή κακό. Προτιμούσε την ανατολή από τη δύση του ηλίου, το ξεκίνημα της
μέρας από το τέλος της. Του άρεζαν οι πρώτες γραμμές ενός βιβλίου, αγκομαχούσε
μέχρι να φτάσει στο τέλος. Άρχισε ν' αγοράζει βιβλία με σκοπό να μην τα διαβάσει ποτέ, ή να περιοριστεί στις δυο τρεις πρώτες σελίδες, να φτιάξει μια ατελείωτη συλλογή ατελείωτων βιβλίων, έτσι θεωρούσε πως θα τα διατηρούσε ζωντανά, ενώ τα τελειωμένα ήσαν νεκρά, κουφάρια που ό,τι είχαν να του πουν το είπαν.
Την άρχισε τη συλλογή, ναι. Φυσικά, εξ ορισμού, δεν την τελείωσε ποτέ.
Απολάμβανε τις πρώτες γουλιές μιας μπίρας,
στραβομουτσούνιαζε, κάτουρο ξεθυμασμένο του φαίνονταν οι τελευταίες.
Και με τους ανθρώπους το ίδιο. Ενθουσιαζόταν, χαιρόταν στην
αρχή, βαριόταν όμως γρήγορα, δεν έμενε να δει την κατάληξη της σχέσης τους, τι
θ’ απογίνουν, έφευγε να κάνει αλλού με άλλους νέα αρχή.
(Και, ναι, μπορεί οι συνειρμοί να είναι εύλογοι, αλλά ας μην
ασχοληθούμε με το σεξ και αν προτιμούσε τα προκαταρκτικά από το τελείωμα, δεν
του άρεζε καθόλου να μιλά για σεξ, ούτε να βάζει αυτήν την εικόνα στη συζήτηση,
του είχαν πει ότι δεν είναι ωραία ως εικόνα, αυτός δηλαδή και το σεξ).
Το ίδιο και με το φαγητό. Ξεκινούσε ενθουσιασμένος,
απολαμβάνοντας κάθε μπουκιά και όσο έτρωγε μπούκωνε από ενοχές για την
κατάστασή του, τα κιλά του, την ακμάζουσα κοιλιά του, και μην αντέχοντας άλλο,
κάθιδρος υποφέροντας από τύψεις, που την βαφτίζουν βαρυστομαχιά, έσπευδε με
αστραπιαία ταχύτητα ν’ αδειάσει το πιάτο του (και των υπολοίπων, για να τους απαλλάξει
από τις τύψεις).
Δεν του άρεζε κανένα τέλος. Ευτυχισμένο, κυκλοφορίας,
επιτηδεύματος. Δεν έφερνε τίποτε εις πέρας. Δεν τερμάτιζε ούτε στο μαραθώνιο,
ούτε στα χίλια, μήτε καν στα εκατό μέτρα κι ας ξεχυνόταν πρώτος, σκέτη βολίδα,
πριν καν την εκκίνηση του αφέτη. Εγχειρήματα, προσπάθειες, χόμπι, ασχολίες, όλα
μισά μισώντας το τέλος. Δεν ολοκλήρωνε τις σκέψεις, τις ιδέες, τις προτάσεις
και ό,τι άλλο τού
Κι αν το τέλος είν’ ο σκοπός, τότε αυτό σήμαινε πως τα έβρισκε
όλα άσκοπα.
Το τέλος ήταν ο θάνατος, γέννα η αρχή. Ευτυχισμένος ήταν
στην αρχή, στα παιδικά χρόνια που κάποιοι τα είπανε πατρίδα, όσο μεγάλωνε ένιωθε
δυστυχής, μόνος και ξένος. Και το μόνο τέλος που δεν θα μπορούσε ν’ αποφύγει, αυτό
της ζωής του, το ήξερε καλά, θα τον έβρισκε δυστυχή και πεισματάρη να προσπαθεί
να κάνει μια νέα αρχή.
2 σχόλια:
Τον φωνάζαν Αχιλλέα. Δεν είχε καταφέρει να προλάβει μήτε μια χελώνα στη ζωή του.
τον πονούσε η φτέρνα μήπως;
Δημοσίευση σχολίου